Εγγραφο 69 |
|
Paper 69 |
ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΓΟΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ |
|
Primitive Human Institutions |
69:0.1 (772.1) Συναισθηματικά, ο άνθρωπος υπερβαίνει τους εκ των ζώων προγόνους του με την ικανότητά του να εκτιμά το χιούμορ, την τέχνη και τη θρησκεία. Κοινωνικά, ο άνθρωπος επιδεικνύει την ανωτερότητά του στο ότι φτιάχνει εργαλεία, επικοινωνεί και δημιουργεί θεσμούς. |
|
69:0.1 (772.1) EMOTIONALLY, man transcends his animal ancestors in his ability to appreciate humor, art, and religion. Socially, man exhibits his superiority in that he is a toolmaker, a communicator, and an institution builder. |
69:0.2 (772.2) Όταν οι ανθρώπινες υπάρξεις διατηρούν μακροχρόνια κοινωνικές ομάδες, οι συγκεντρώσεις αυτές έχουν πάντα ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ορισμένων ροπών δραστηριοτήτων οι οποίες κορυφώνονται στην δημιουργία θεσμών. Οι περισσότεροι από τους θεσμούς του ανθρώπου απεδείχθησαν ότι σχεδιάσθηκαν για να απαλλάσσουν από τον μόχθο, ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρουν κάτι στην αύξηση της ασφάλειας της ομάδας. |
|
69:0.2 (772.2) When human beings long maintain social groups, such aggregations always result in the creation of certain activity trends which culminate in institutionalization. Most of man’s institutions have proved to be laborsaving while at the same time contributing something to the enhancement of group security. |
69:0.3 (772.3) Ο πολιτισμένος άνθρωπος είναι πολύ υπερήφανος για το χαρακτήρα, τη σταθερότητα και τη συνέχιση των παγιωμένων θεσμών του, ωστόσο, όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί αποτελούν, απλά, τα συσσωρευμένα έθιμα του παρελθόντος, όπως αυτά διατηρήθηκαν μέσα από τις προκαταλήψεις και εξυψώθηκαν από τη θρησκεία. Παρόμοιες κληρονομιές γίνονται παραδόσεις και οι παραδόσεις, τελικά, μεταμορφώνονται σε κατεστημένο. |
|
69:0.3 (772.3) Civilized man takes great pride in the character, stability, and continuity of his established institutions, but all human institutions are merely the accumulated mores of the past as they have been conserved by taboos and dignified by religion. Such legacies become traditions, and traditions ultimately metamorphose into conventions. |
1. ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ^top |
|
1. Basic Human Institutions ^top |
69:1.1 (772.4) Όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί εξυπηρετούν κάποια κοινωνική ανάγκη, παρελθούσα, ή παρούσα, παρά το ότι η υπερανάπτυξή τους σταθερά μειώνει την αξία του ατόμου, στο ότι η προσωπικότητα επισκιάζεται και η πρωτοβουλία φθίνει. Ο άνθρωπος πρέπει να ελέγχει τους θεσμούς του μάλλον, από το να αφήνει τον εαυτό του να κυριαρχείται από τις δημιουργίες αυτές του προοδεύοντος πολιτισμού. |
|
69:1.1 (772.4) All human institutions minister to some social need, past or present, notwithstanding that their overdevelopment unfailingly detracts from the worth-whileness of the individual in that personality is overshadowed and initiative is diminished. Man should control his institutions rather than permit himself to be dominated by these creations of advancing civilization. |
69:1.2 (772.5) Οι ανθρώπινοι θεσμοί ανήκουν σε τρεις γενικές κατηγορίες: |
|
69:1.2 (772.5) Human institutions are of three general classes: |
69:1.3 (772.6) 1. Οι θεσμοί της αυτοσυντήρησης. Οι θεσμοί αυτοί περικλείουν τις πρακτικές εκείνες οι οποίες αναπτύσσονται εξ αιτίας της πείνας για τροφή και τα σχετικά μ’ αυτήν ένστικτα της αυτοσυντήρησης. Περιλαμβάνουν τη βιομηχανία, την ιδιοκτησία, τους κατακτητικούς πολέμους και όλους τους ρυθμιστικούς μηχανισμούς της κοινωνίας. Αργά, ή γρήγορα, το ένστικτο του φόβου υποθάλπει την παγίωση αυτών των θεσμών επιβίωσης δια των προκαταλήψεων, των κοινωνικών συμβάσεων και των θρησκευτικών περιορισμών.(*) Ο φόβος, ωστόσο, η άγνοια και η δεισιδαιμονία έχουν παίξει κυριαρχικό ρόλο στην αρχική δημιουργία και την μετέπειτα εξέλιξη όλων των ανθρώπινων θεσμών. |
|
69:1.3 (772.6) 1. The institutions of self-maintenance. These institutions embrace those practices growing out of food hunger and its associated instincts of self-preservation. They include industry, property, war for gain, and all the regulative machinery of society. Sooner or later the fear instinct fosters the establishment of these institutions of survival by means of taboo, convention, and religious sanction. But fear, ignorance, and superstition have played a prominent part in the early origin and subsequent development of all human institutions. |
69:1.4 (772.7) 2. Οι θεσμοί της αυτοδιαιώνισης. Αυτό είναι το κοινωνικό κατεστημένο που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της σεξουαλικής επιθυμίας, του μητρικού ενστίκτου και των ανώτερων στοργικών συναισθημάτων των φυλών. Σ’ αυτό εντάσσεται η κοινωνική κατοχύρωση της εστίας και του σχολείου, της οικογενειακής ζωής, της εκπαίδευσης, των εθίμων και της θρησκείας. Περιλαμβάνει τα έθιμα του γάμου, τους αμυντικούς πολέμους και την δημιουργία των εστιών. |
|
69:1.4 (772.7) 2. The institutions of self-perpetuation. These are the establishments of society growing out of sex hunger, maternal instinct, and the higher tender emotions of the races. They embrace the social safeguards of the home and the school, of family life, education, ethics, and religion. They include marriage customs, war for defense, and home building. |
69:1.5 (772.8) 3. Οι θεσμοί της αυτό-ευαρέσκειας. Πρόκειται για τις πρακτικές που δημιουργούνται εξ αιτίας των εγωιστικών τάσεων και των αισθημάτων υπεροψίας. Και περιλαμβάνουν τα έθιμα στην ένδυση και τον ατομικό στολισμό, τα κοινωνικά ήθη, τους πολέμους για τη δόξα, το χορό, τη διασκέδαση, τα αθλήματα, καθώς και άλλες εκφάνσεις τέρψης των αισθήσεων. Ο πολιτισμός, όμως, ποτέ δεν ανέπτυξε διακριτικούς θεσμούς αυτό-ευαρέσκειας. |
|
69:1.5 (772.8) 3. The institutions of self-gratification. These are the practices growing out of vanity proclivities and pride emotions; and they embrace customs in dress and personal adornment, social usages, war for glory, dancing, amusement, games, and other phases of sensual gratification. But civilization has never evolved distinctive institutions of self-gratification. |
69:1.6 (773.1) Οι τρεις αυτές κατηγορίες των κοινωνικών πρακτικών είναι στενά συνδεδεμένες και λεπτομερώς αλληλεξαρτώμενες η μία με την άλλη. Στην Ουράντια αντιπροσωπεύουν μία περίπλοκη οργάνωση η οποία λειτουργεί ως ένας μοναδικός κοινωνικός μηχανισμός. |
|
69:1.6 (773.1) These three groups of social practices are intimately interrelated and minutely interdependent the one upon the other. On Urantia they represent a complex organization which functions as a single social mechanism. |
2. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ^top |
|
2. The Dawn of Industry ^top |
69:2.1 (773.2) Η πρωτόγονη βιομηχανία αναπτύχθηκε αργά ως διασφάλιση έναντι του τρόμου του λιμού. Από όταν άρχισε να υπάρχει, ο πρωτόγονος άνθρωπος άρχισε να παίρνει μαθήματα από ορισμένα ζώα πάνω στο ότι σε περιόδους αφθονίας, πρέπει να αποθηκεύει τρόφιμα για τις εποχές της ένδειας. |
|
69:2.1 (773.2) Primitive industry slowly grew up as an insurance against the terrors of famine. Early in his existence man began to draw lessons from some of the animals that, during a harvest of plenty, store up food against the days of scarcity. |
69:2.2 (773.3) Πριν από την εμφάνιση της πρώιμης λιτότητας και της πρωτόγονης βιομηχανίας, η μοίρα μιας μέσης φυλής ήταν μοίρα ένδειας και δυστυχίας. Ο πρώιμος άνθρωπος είχε να παλέψει με ολόκληρο το ζωικό βασίλειο για την τροφή του. Η βαρύτητα του ανταγωνισμού έλκει πάντα τον άνθρωπο προς το επίπεδο του ζώου. Η πενία είναι η φυσική και τυραννική του περιουσία. Η ευμάρεια δεν αποτελεί φυσικό δώρο. Είναι αποτέλεσμα της σκληρής εργασίας, της γνώσης και της συγκρότησης. |
|
69:2.2 (773.3) Before the dawn of early frugality and primitive industry the lot of the average tribe was one of destitution and real suffering. Early man had to compete with the whole animal world for his food. Competition-gravity ever pulls man down toward the beast level; poverty is his natural and tyrannical estate. Wealth is not a natural gift; it results from labor, knowledge, and organization. |
69:2.3 (773.4) Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν άργησε να αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας. Η συνεργασία οδήγησε στην οργάνωση και το άμεσο αποτέλεσμα της οργάνωσης ήταν ο καταμερισμός της εργασίας , με άμεση οικονομία στο χρόνο και τα υλικά. Οι εξειδικεύσεις αυτές της εργασίας δημιουργήθηκαν δια της προσαρμογής στις ανάγκες – την επιδίωξη τρόπων λιγότερης αντίστασης. Οι πρωτόγονοι άγριοι ουδέποτε έκαναν μια πραγματική δουλειά χαρούμενα και εκούσια. Γι’ αυτούς η υπακοή οφείλετο τον εξαναγκασμό της νομοτέλειας. |
|
69:2.3 (773.4) Primitive man was not slow to recognize the advantages of association. Association led to organization, and the first result of organization was division of labor, with its immediate saving of time and materials. These specializations of labor arose by adaptation to pressure—pursuing the paths of lessened resistance. Primitive savages never did any real work cheerfully or willingly. With them conformity was due to the coercion of necessity. |
69:2.4 (773.5) Ο πρωτόγονος άνθρωπος αποστρεφόταν τη σκληρή δουλειά και δεν βιαζόταν ποτέ, εκτός εάν αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο. Το στοιχείο του χρόνου την εργασία, η ιδέα του να επιτελέσει ένα δεδομένο έργο εντός ορισμένων χρονικών πλαισίων, είναι μία εντελώς σύγχρονη αντίληψη. Οι αρχαίοι δεν βιάζονταν ποτέ. Ήταν οι διττές απαιτήσεις του έντονου αγώνα για επιβίωση και των διαρκώς βελτιούμενων συνθηκών διαβίωσης που οδήγησαν τις εκ φύσεως αδρανείς φυλές του πρώιμου ανθρώπου στις λεωφόρους της εκβιομηχάνισης. |
|
69:2.4 (773.5) Primitive man disliked hard work, and he would not hurry unless confronted by grave danger. The time element in labor, the idea of doing a given task within a certain time limit, is entirely a modern notion. The ancients were never rushed. It was the double demands of the intense struggle for existence and of the ever-advancing standards of living that drove the naturally inactive races of early man into avenues of industry. |
69:2.5 (773.6) Η σκληρή εργασία, οι προσπάθειες σχεδιασμού, ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από το ζώο, του οποίου η δράση είναι σε μεγάλο βαθμό ενστικτώδης. Η αναγκαιότητα της εργασίας είναι η υπέρτατη ευλογία του ανθρώπου. Το επιτελείο του Πρίγκιπα εργαζόταν στο σύνολό του. Έκαναν πάρα πολλά για να εξευγενίσουν την φυσική εργασία στην Ουράντια. Ο Αδάμ ήταν κηπουρός. Ο Θεός των Εβραίων εργαζόταν. Ήταν ο δημιουργός και ο υποστηρικτής των πάντων. Οι Εβραίοι υπήρξαν η πρώτη φυλή που έθεσε υψηλή αμοιβή στην εργασία. Υπήρξαν ο πρώτος λαός που θέσπισε ότι «ο μη εργαζόμενος μη εσθιέτω.» Πολλές, όμως, από τις θρησκείες του κόσμου επέστρεψαν στο παλιό ιδεώδες της αδράνειας. Ο Δίας ήταν γλεντοκόπος και ο Βούδας έγινε ο στοχαστικός ζηλωτής της αργίας. |
|
69:2.5 (773.6) Labor, the efforts of design, distinguishes man from the beast, whose exertions are largely instinctive. The necessity for labor is man’s paramount blessing. The Prince’s staff all worked; they did much to ennoble physical labor on Urantia. Adam was a gardener; the God of the Hebrews labored—he was the creator and upholder of all things. The Hebrews were the first tribe to put a supreme premium on industry; they were the first people to decree that “he who does not work shall not eat.” But many of the religions of the world reverted to the early ideal of idleness. Jupiter was a reveler, and Buddha became a reflective devotee of leisure. |
69:2.6 (773.7) Οι φυλές του Σαντζίκ είχαν αρκετά ανεπτυγμένη βιομηχανία όταν κατοικούσαν μακριά από τους τροπικούς. Ένας ατέλειωτος, ωστόσο, αγώνας διεξήγετο μεταξύ των αδρανών οπαδών της μαγείας και των αποστόλων της εργασίας – εκείνων οι οποίοι ασκούσαν την πρόνοια. |
|
69:2.6 (773.7) The Sangik tribes were fairly industrious when residing away from the tropics. But there was a long, long struggle between the lazy devotees of magic and the apostles of work—those who exercised foresight. |
69:2.7 (773.8) Η πρώτη ανθρώπινη πρόνοια είχε αντικείμενο την διατήρηση της φωτιάς, του νερού και της τροφής. Ο πρωτόγονος, όμως, άνθρωπος ήταν ένας εκ φύσεως παίκτης. Ήθελε πάντα να κερδίζει κάτι χωρίς κόπο και πάρα πολύ συχνά, κατά τους πρώιμους αυτούς καιρούς, η επιτυχία που προέκυπτε δια της υπομονητικής πρακτικής απεδίδετο σε μαγγανεία. Η μαγεία επρόκειτο αργά-αργά να δώσει τη θέση της στην πρόνοια, την αυταπάρνηση και τη βιομηχανοποίηση. |
|
69:2.7 (773.8) The first human foresight was directed toward the preservation of fire, water, and food. But primitive man was a natural-born gambler; he always wanted to get something for nothing, and all too often during these early times the success which accrued from patient practice was attributed to charms. Magic was slow to give way before foresight, self-denial, and industry. |
3. Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ^top |
|
3. The Specialization of Labor ^top |
69:3.1 (773.9) Οι κατηγοριοποιήσεις Της εργασίας στην πρωτόγονη κοινωνία καθορίζονταν πρώτα από τη φύση και κατόπιν από τις κοινωνικές συνθήκες. Η αρχική κατηγοριοποίηση της εξειδίκευσης στην εργασία ήταν: |
|
69:3.1 (773.9) The divisions of labor in primitive society were determined first by natural, and then by social, circumstances. The early order of specialization in labor was: |
69:3.2 (774.1) 1. Εξειδίκευση βασιζόμενη στο φύλο. Η εργασία της γυναίκας πήγαζε από την επιλεκτική παρουσία του παιδιού. Οι γυναίκες από τη φύση τους αγαπούν τα μωρά περισσότερο από όσο τα αγαπούν οι άνδρες. Έτσι η γυναίκα ασχολήθηκε με τις συνηθισμένες εργασίες, ενώ ο άνδρας έγινε κυνηγός και πολεμιστής, περνώντας σαφώς διαχωρισμένες περιόδους εργασίας και αργίας. |
|
69:3.2 (774.1) 1. Specialization based on sex. Woman’s work was derived from the selective presence of the child; women naturally love babies more than men do. Thus woman became the routine worker, while man became the hunter and fighter, engaging in accentuated periods of work and rest. |
69:3.3 (774.2) Καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων οι απαγορεύσεις λειτούργησαν στο να κρατήσουν τη γυναίκα αυστηρά στο χώρο της. Ο άνδρας είχε εντελώς εγωιστικά επιλέξει τις πιο ευχάριστες ασχολίες, αφήνοντας τις αγγαρείες στη γυναίκα. Ο άνδρας πάντοτε ντρεπόταν να κάνει γυναικείες δουλειές, αλλά η γυναίκα δεν είχε ποτέ δείξει απροθυμία στο να κάνει ανδρικές δουλειές. Κατά περίεργο, όμως, τρόπο που αξίζει να σημειωθεί, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες εργάσθηκαν πάντα μαζί στην κατασκευή και τον εξοπλισμό του σπιτιού. |
|
69:3.3 (774.2) All down through the ages the taboos have operated to keep woman strictly in her own field. Man has most selfishly chosen the more agreeable work, leaving the routine drudgery to woman. Man has always been ashamed to do woman’s work, but woman has never shown any reluctance to doing man’s work. But strange to record, both men and women have always worked together in building and furnishing the home. |
69:3.4 (774.3) 2. Διαφοροποιήσεις σύμφωνα με την ηλικία και τη φυσική κατάσταση.(*) Οι διαφορές αυτές καθόρισαν τον επόμενο καταμερισμό εργασίας. Οι γηραιότεροι και οι ανάπηροι από νωρίς ασχολήθηκαν με την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Αργότερα τους ανετέθη η κατασκευή αρδευτικών έργων. |
|
69:3.4 (774.3) 2. Modification consequent upon age and disease. These differences determined the next division of labor. The old men and cripples were early set to work making tools and weapons. They were later assigned to building irrigation works. |
69:3.5 (774.4) 3. Διαφοροποίηση βασιζόμενη στη θρησκεία. Εκείνοι που ασκούσαν την ιατρική ήταν οι πρώτοι οι οποίοι εξαιρέθηκαν από τη φυσική εργασία. Αποτελούσαν την πρωτοπόρο επαγγελματική τάξη. Οι μεταλλουργοί ήταν μια μικρή ομάδα που ανταγωνιζόταν τους γιατρούς στη μαγεία. Η ικανότητά τους να δουλεύουν με τα μέταλλα έκανε τον κόσμο να τους φοβάται. Οι «λευκοί μεταλλουργοί»(*) και οι «μαύροι μεταλλουργοί»(*) δημιούργησαν τις πανάρχαιες δοξασίες για τη λευκή και τη μαύρη μαγεία. Και οι δοξασίες αυτές συνδέθηκαν αργότερα με τις δεισιδαιμονίες περί καλών και κακών στοιχειών, καλών και κακών πνευμάτων. |
|
69:3.5 (774.4) 3. Differentiation based on religion. The medicine men were the first human beings to be exempted from physical toil; they were the pioneer professional class. The smiths were a small group who competed with the medicine men as magicians. Their skill in working with metals made the people afraid of them. The “white smiths” and the “black smiths” gave origin to the early beliefs in white and black magic. And this belief later became involved in the superstition of good and bad ghosts, good and bad spirits. |
69:3.6 (774.5) Οι μεταλλουργοί ήταν η πρώτη, μη θρησκευτική, ομάδα που απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια. Θεωρούνταν ουδέτεροι σε περιόδους πολέμου και η επιπλέον αυτή άνεση τους έκανε να γίνουν, ως τάξη, οι πολιτικοί της πρωτόγονης κοινωνίας. Επειδή, όμως, έκαναν κακή χρήση των προνομίων τους αυτών σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι σιδηρουργοί έγιναν μισητοί σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ οι γιατροί δεν έχασαν χρόνο και υπέθαλψαν το μίσος προς τους ανταγωνιστές τους. Σ’ αυτή την πρώτη αναμέτρηση ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία, η θρησκεία (οι δεισιδαιμονίες) επεκράτησε. Αφού εκδιώχθηκαν από τα χωριά, οι σιδηρουργοί έφτιαξαν τα πρώτα πανδοχεία, χώρους κοινής ενδιαίτησης, στα προάστια των οικισμών. |
|
69:3.6 (774.5) Smiths were the first nonreligious group to enjoy special privileges. They were regarded as neutrals during war, and this extra leisure led to their becoming, as a class, the politicians of primitive society. But through gross abuse of these privileges the smiths became universally hated, and the medicine men lost no time in fostering hatred for their competitors. In this first contest between science and religion, religion (superstition) won. After being driven out of the villages, the smiths maintained the first inns, public lodginghouses, on the outskirts of the settlements. |
69:3.7 (774.6) 4. Αφέντες και δούλοι. Η επόμενη διαφοροποίηση της εργασίας δημιουργήθηκε βάσει των σχέσεων των νικητών προς τους ηττημένους και τούτο σήμανε την απαρχή της ανθρώπινης δουλείας. |
|
69:3.7 (774.6) 4. Master and slave. The next differentiation of labor grew out of the relations of the conqueror to the conquered, and that meant the beginning of human slavery. |
69:3.8 (774.7) 5. Διαφοροποίηση βάσει διαφορετικών φυσικών και διανοητικών ιδιοτήτων. Περαιτέρω καταμερισμός της εργασίας έγιναν χάριν των εγγενών διαφορών των ανθρώπων. Δεν έχουν γεννηθεί ίσες όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις. |
|
69:3.8 (774.7) 5. Differentiation based on diverse physical and mental endowments. Further divisions of labor were favored by the inherent differences in men; all human beings are not born equal. |
69:3.9 (774.8) Οι πρώτοι σπεσιαλίστες στην βιομηχανία ήταν εκείνοι που έκοβαν σε νιφάδες τον πυρόλιθο και οι λιθοξόοι. Έπειτα έρχονταν οι μεταλλουργοί. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η ομαδική εξειδίκευση. Ολόκληρες οικογένειες και φυλές αφοσιώθηκαν σε ορισμένα είδη εργασίας. Η γένεση μιας από τις παλαιότερες κάστες των ιερέων, πέραν του ότι ήταν οι γιατροί της φυλής, οφείλετο στην δεισιδαίμονα εξύψωση μιας οικογένειας εξειδικευμένων κατασκευαστών σπαθιών. |
|
69:3.9 (774.8) The early specialists in industry were the flint flakers and stone masons; next came the smiths. Subsequently group specialization developed; whole families and clans dedicated themselves to certain sorts of labor. The origin of one of the earliest castes of priests, apart from the tribal medicine men, was due to the superstitious exaltation of a family of expert swordmakers. |
69:3.10 (774.9) Οι πρώτοι σπεσιαλίστες που ανήκαν σε ομάδα ήταν οι εξαγωγείς αλατιού από τους βράχους και οι αγγειοπλάστες. Οι γυναίκες έφτιαχναν τα απλά πήλινα σκεύη και οι άνδρες τα περίτεχνα. Σε ορισμένες φυλές το ράψιμο και η υφαντουργία γίνονταν από τις γυναίκες, σε άλλες, από τους άνδρες. |
|
69:3.10 (774.9) The first group specialists in industry were rock salt exporters and potters. Women made the plain pottery and men the fancy. Among some tribes sewing and weaving were done by women, in others by the men. |
69:3.11 (774.10) Οι πρώτοι έμποροι ήταν γυναίκες. Λειτουργούσαν ως κατάσκοποι, κάνοντας εμπόριο ως πάρεργο. Σήμερα που το εμπόριο έχει διευρυνθεί οι γυναίκες εργάζονται ως ενδιάμεσοι – για το «μεροκάματο». Αργότερα αναπτύχθηκε η επιχειρηματική τάξη, η οποία επέβαλε προμήθεια, κέρδος, για τις υπηρεσίες της. Η ανάπτυξη των ομαδικών ανταλλαγών εξελίχθηκε στο εμπόριο. Και μετά την ανταλλαγή των αγαθών ήλθε η ανταλλαγή ειδικευμένης εργασίας. |
|
69:3.11 (774.10) The early traders were women; they were employed as spies, carrying on commerce as a side line. Presently trade expanded, the women acting as intermediaries—jobbers. Then came the merchant class, charging a commission, profit, for their services. Growth of group barter developed into commerce; and following the exchange of commodities came the exchange of skilled labor. |
4. Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ^top |
|
4. The Beginnings of Trade ^top |
69:4.1 (775.1) Όπως ακριβώς ο γάμος δια συμβολαίου ακολούθησε το γάμο δια της αρπαγής, έτσι και οι ομαδικές ανταλλαγές ακολούθησαν τις καταλήψεις από εισβολείς. Ωστόσο, μια μακρά περίοδος πειρατείας μεσολάβησε μεταξύ των πρώιμων πρακτικών των σιωπηρών ανταλλαγών και των μετέπειτα εμπορικών συναλλαγών, με τις σύγχρονες μεθόδους ανταλλαγής. |
|
69:4.1 (775.1) Just as marriage by contract followed marriage by capture, so trade by barter followed seizure by raids. But a long period of piracy intervened between the early practices of silent barter and the later trade by modern exchange methods. |
69:4.2 (775.2) Η πρώτη ανταλλαγή διεξήχθη από οπλισμένους εμπόρους που άφηναν τα αγαθά τους σ’ ένα ουδέτερο σημείο. Οι γυναίκες διατηρούσαν τις πρώτες αγορές. Υπήρξαν οι πρώτοι έμποροι και τούτο συνέβη επειδή εκείνες κουβαλούσαν τα βάρη. Οι άνδρες ήταν οι πολεμιστές. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε ο πάγκος των εμπόρων, ένας τοίχος αρκετά μεγάλος, ώστε να εμποδίζει τους εμπόρους να φθάνουν ο ένας τον άλλο με τα όπλα. |
|
69:4.2 (775.2) The first barter was conducted by armed traders who would leave their goods on a neutral spot. Women held the first markets; they were the earliest traders, and this was because they were the burden bearers; the men were warriors. Very early the trading counter was developed, a wall wide enough to prevent the traders reaching each other with weapons. |
69:4.3 (775.3) Ένα είδωλο χρησιμοποιείτο για να φρουρεί τις αποθήκες των αγαθών έναντι των σιωπηρών ανταλλαγών. Τέτοιες αγορές ήσαν ασφαλείς κατά της κλοπής. Τίποτε δεν μπορούσε να απομακρυνθεί πέραν της ανταλλαγής, ή της αγοράς. Με ένα είδωλο ως φρουρό, τα αγαθά ήταν πάντοτε ασφαλή. Οι πρώιμοι έμποροι ήταν απολύτως έντιμοι απέναντι στις φυλές τους, αλλά θεωρούσαν ότι ήταν εντάξει το να εξαπατούν εμπόρους που έρχονταν από μακριά. Ακόμη και οι πρώτοι Εβραίοι αναγνώριζαν ένα ξεχωριστό κώδικα ηθικής στις συναλλαγές τους με τους ειδωλολάτρες. |
|
69:4.3 (775.3) A fetish was used to stand guard over the deposits of goods for silent barter. Such market places were secure against theft; nothing would be removed except by barter or purchase; with a fetish on guard the goods were always safe. The early traders were scrupulously honest within their own tribes but regarded it as all right to cheat distant strangers. Even the early Hebrews recognized a separate code of ethics in their dealings with the gentiles. |
69:4.4 (775.4) Για αιώνες η σιωπηρή ανταλλαγή συνεχίσθηκε πριν οι άνθρωποι συναντήσουν ο ένας τον άλλο, άοπλοι, στις ιερές αγορές. Οι ίδιες αυτές οι πλατείες της αγοράς έγιναν οι πρώτοι χώροι λατρείας και σε μερικές χώρες έγιναν αργότερα γνωστοί ως «πόλεις καταφυγής.» Οποιοσδήποτε δραπέτης έφθανε στην αγορά, ήταν προφυλαγμένος και ασφαλής έναντι των επιθέσεων. |
|
69:4.4 (775.4) For ages silent barter continued before men would meet, unarmed, on the sacred market place. These same market squares became the first places of sanctuary and in some countries were later known as “cities of refuge.” Any fugitive reaching the market place was safe and secure against attack. |
69:4.5 (775.5) Οι πρώτες μονάδες βάρους ήταν κόκκοι σταριού και άλλων δημητριακών. Το πρώτο μέσο συναλλαγής ήταν ένα ψάρι, ή μία κατσίκα. Αργότερα, έγινε η αγελάδα μονάδα ανταλλαγής. |
|
69:4.5 (775.5) The first weights were grains of wheat and other cereals. The first medium of exchange was a fish or a goat. Later the cow became a unit of barter. |
69:4.6 (775.6) Η σύγχρονη γραφή προήλθε από τις πρώιμες εμπορικές καταγραφές. Το πρώτο λογοτέχνημα του ανθρώπου υπήρξε ένα έγγραφο εμπορικής προώθησης, μια διαφήμιση αλατιού. Πολλοί από τους αρχικούς πολέμους διεξήχθησαν για τα φυσικά κοιτάσματα, όπως είναι ο πυρόλιθος, το αλάτι και τα μέταλλα. Η πρώτη επίσημη συνθήκη μεταξύ των φυλών αφορούσε στην διαφυλετική εκμετάλλευση ενός κοιτάσματος αλατιού. Οι συνθήκες αυτές έδιναν την ευκαιρία για φιλική και ειρηνική ανταλλαγή ιδεών, καθώς και την ανάμιξη διαφόρων φυλών. |
|
69:4.6 (775.6) Modern writing originated in the early trade records; the first literature of man was a trade-promotion document, a salt advertisement. Many of the earlier wars were fought over natural deposits, such as flint, salt, and metals. The first formal tribal treaty concerned the intertribalizing of a salt deposit. These treaty spots afforded opportunity for friendly and peaceful interchange of ideas and the intermingling of various tribes. |
69:4.7 (775.7) Η γραφή εξελίχθηκε περνώντας από τα στάδια της «ράβδου μηνυμάτων,» των δεμένων σχοινιών, της αναπαράστασης με εικόνες, των ιερογλυφικών και των ιμάντων με χάντρες(*) ως τα πρώτα συμβολικά αλφάβητα. Η αποστολή μηνυμάτων εξελίχθηκε από τα πρωτόγονα σήματα καπνού, τους αγγελιαφόρους, τους αναβάτες ζώων, τα τρένα και τα αεροπλάνα, όπως επίσης και με τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο και τις ασύρματες επικοινωνίες. |
|
69:4.7 (775.7) Writing progressed up through the stages of the “message stick,” knotted cords, picture writing, hieroglyphics, and wampum belts, to the early symbolic alphabets. Message sending evolved from the primitive smoke signal up through runners, animal riders, railroads, and airplanes, as well as telegraph, telephone, and wireless communication. |
69:4.8 (775.8) Νέες ιδέες και καλύτερες μέθοδοι μεταφέρονταν παντού στον κατοικημένο κόσμο από τους αρχαίους εμπόρους. Το εμπόριο, συνδεδεμένο με την περιπέτεια, οδήγησε στις εξερευνήσεις και τις ανακαλύψεις. Και όλα αυτά δημιούργησαν τις μεταφορές. Το εμπόριο υπήρξε ο μέγας εκπολιτιστής δια της προώθησης της αλληλεπίδρασης των ιδεών του πολιτισμού. |
|
69:4.8 (775.8) New ideas and better methods were carried around the inhabited world by the ancient traders. Commerce, linked with adventure, led to exploration and discovery. And all of these gave birth to transportation. Commerce has been the great civilizer through promoting the cross-fertilization of culture. |
5. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ^top |
|
5. The Beginnings of Capital ^top |
69:5.1 (775.9) Το κεφάλαιο είναι το προϊόν εργασίας το οποίο χρησιμοποιείται ως αποκήρυξη του παρόντος προς χάριν του μέλλοντος. Η αποταμίευση αντιπροσωπεύει μία μορφή διασφάλισης της συντήρησης και της επιβίωσης. Η συσσώρευση της τροφής ανέπτυξε τον αυτοέλεγχο και δημιούργησε τα πρώτα προβλήματα κεφαλαίου και εργασίας. Ο άνθρωπος που διέθετε τροφή, με την προϋπόθεση ότι μπορούσε να την προστατεύσει από τους κλέφτες, είχε ένα σαφές πλεονέκτημα έναντι του ανθρώπου ο οποίος δεν διέθετε τροφή. |
|
69:5.1 (775.9) Capital is labor applied as a renunciation of the present in favor of the future. Savings represent a form of maintenance and survival insurance. Food hoarding developed self-control and created the first problems of capital and labor. The man who had food, provided he could protect it from robbers, had a distinct advantage over the man who had no food. |
69:5.2 (775.10) Ο πρώτος τραπεζίτης ήταν ο γενναίος άνδρας της φυλής. Κρατούσε αποθηκευμένα τα πλούτη της ομάδας, ενώ ολόκληρη η φυλή υπερασπιζόταν την καλύβα του στην περίπτωση επίθεσης. Έτσι, η συσσώρευση του ιδιωτικού κεφαλαίου και του ομαδικού πλούτου οδήγησε άμεσα στη στρατιωτική οργάνωση. Αρχικά, παρόμοιες προφυλάξεις προορίζονταν για να υπερασπίσουν την ιδιοκτησία από τους ξένους εισβολείς, αλλά αργότερα έγινε συνήθεια να διατηρούν τη στρατιωτική οργάνωση σε ετοιμότητα, πραγματοποιώντας εισβολές στην ιδιοκτησία και τα πλούτη γειτονικών φυλών. |
|
69:5.2 (775.10) The early banker was the valorous man of the tribe. He held the group treasures on deposit, while the entire clan would defend his hut in event of attack. Thus the accumulation of individual capital and group wealth immediately led to military organization. At first such precautions were designed to defend property against foreign raiders, but later on it became the custom to keep the military organization in practice by inaugurating raids on the property and wealth of neighboring tribes. |
69:5.3 (776.1) Οι βασικές ανάγκες οι οποίες οδήγησαν στη συσσώρευση κεφαλαίου ήταν: |
|
69:5.3 (776.1) The basic urges which led to the accumulation of capital were: |
69:5.4 (776.2) 1. Η πείνα – συνδεδεμένη με την πρόνοια. Η φύλαξη και η συντήρηση της τροφής σήμαιναν δύναμη και άνεση για εκείνους που διέθεταν αρκετή προνοητικότητα ώστε να μεριμνήσουν για τις μελλοντικές ανάγκες. Η αποθήκευση της τροφής αποτελούσε ικανοποιητική εξασφάλιση κατά του λιμού και της θεομηνίας. Και το σύνολο των πρωτόγονων εθίμων ήταν πραγματικά προορισμένο να βοηθήσει τον άνθρωπο να δεσμεύσει το παρόν χάριν του μέλλοντος. |
|
69:5.4 (776.2) 1. Hunger—associated with foresight. Food saving and preservation meant power and comfort for those who possessed sufficient foresight thus to provide for future needs. Food storage was adequate insurance against famine and disaster. And the entire body of primitive mores was really designed to help man subordinate the present to the future. |
69:5.5 (776.3) 2. Η αγάπη της οικογένειας – η επιθυμία να φροντίσει για τις ανάγκες της. Το κεφάλαιο αντιπροσωπεύει την εξοικονόμηση της περιουσίας παρά την πίεση των αναγκών του σήμερα, ώστε να υπάρξει εξασφάλιση έναντι των αναγκών του μέλλοντος. Ένα μέρος αυτών των μελλοντικών αναγκών μπορεί να έχει σχέση με τους απογόνους ενός ανθρώπου. |
|
69:5.5 (776.3) 2. Love of family—desire to provide for their wants. Capital represents the saving of property in spite of the pressure of the wants of today in order to insure against the demands of the future. A part of this future need may have to do with one’s posterity. |
69:5.6 (776.4) 3. Η αλαζονεία – η επιθυμία να επιδείξει κάποιος τη συσσώρευση του πλούτου του. Ο επιπλέον ρουχισμός ήταν ένα από τα πρώτα σημεία που ξεχώριζαν. Η κενοδοξία που οδηγεί στη συλλογή από νωρίς σαγήνευσε την αλαζονεία του ανθρώπου. |
|
69:5.6 (776.4) 3. Vanity—longing to display one’s property accumulations. Extra clothing was one of the first badges of distinction. Collection vanity early appealed to the pride of man. |
69:5.7 (776.5) 4. Η θέση - ο ζήλος να αποκτήσει κάποιος κοινωνικό και πολιτικό γόητρο. Από νωρίς δημιουργήθηκε μια βασισμένη στο εμπόριο αριστοκρατία, η είσοδος στην οποία εξηρτάτο από την πραγματοποίηση κάποιας ιδιαίτερης υπηρεσίες προς την άρχουσα τάξη, ή παρεχωρείτο απλά έναντι χρημάτων. |
|
69:5.7 (776.5) 4. Position—eagerness to buy social and political prestige. There early sprang up a commercialized nobility, admission to which depended on the performance of some special service to royalty or was granted frankly for the payment of money. |
69:5.8 (776.6) 5. Η δύναμη - η έντονη επιθυμία να γίνει κανείς κυρίαρχος. Ο δανεισμός του πλούτου συνεχιζόταν ως μέσο υποδούλωσης, με το ποσοστό του ενός τοις εκατό το χρόνο να είναι η αποτίμηση του δανεισμού εκείνους τους αρχαίους χρόνους. Οι δανειστές γίνονταν βασιλείς δημιουργώντας ένα μόνιμο στρατό οφειλετών. Οι δούλοι ήταν μεταξύ των πρώτων μορφών ιδιοκτησίας που συσσωρεύονταν και σε παλαιότερους καιρούς η δουλεία εξ αιτίας χρεών έφθανε ως το σημείο να εξουσιάζεται το σώμα ακόμη και μετά θάνατον. |
|
69:5.8 (776.6) 5. Power—the craving to be master. Treasure lending was carried on as a means of enslavement, one hundred per cent a year being the loan rate of these ancient times. The moneylenders made themselves kings by creating a standing army of debtors. Bond servants were among the earliest form of property to be accumulated, and in olden days debt slavery extended even to the control of the body after death. |
69:5.9 (776.7) 6. Ο φόβος των πνευμάτων των νεκρών – τα τέλη των ιερέων για την παροχή προστασίας. Οι άνθρωποι άρχισαν από νωρίς να προσφέρουν μεταθανάτια δώρα στους ιερείς με σκοπό να χρησιμοποιήσουν την περιουσία τους για να διευκολύνουν την πρόοδό τους στην επόμενη ζωή. Ο κλήρος έγινε, με τον τρόπο αυτό, πολύ πλούσιος. Ήταν οι κυριότεροι μεταξύ των αρχαίων κεφαλαιούχων. |
|
69:5.9 (776.7) 6. Fear of the ghosts of the dead—priest fees for protection. Men early began to give death presents to the priests with a view to having their property used to facilitate their progress through the next life. The priesthoods thus became very rich; they were chief among ancient capitalists. |
69:5.10 (776.8) 7. Η σεξουαλική παρόρμηση – η επιθυμία να αγοράσουν μία, ή περισσότερες γυναίκες. Η πρώτη μορφή εμπορίου του ανθρώπου ήταν η ανταλλαγή γυναικών. Προηγήθηκε κατά πολύ την ανταλλαγή των αλόγων. Ουδέποτε, ωστόσο, η ανταλλαγή σεξουαλικών σκλάβων έκανε την κοινωνία να προοδεύσει. Παρόμοιες αγοραπωλησίες ήταν και είναι ατίμωση για τη φυλή, αφού ταυτόχρονα εμπόδιζε την ανάπτυξη της οικογένειας και μόλυνε τη βιολογική υγεία των ανώτερων λαών. |
|
69:5.10 (776.8) 7. Sex urge—the desire to buy one or more wives. Man’s first form of trading was woman exchange; it long preceded horse trading. But never did the barter in sex slaves advance society; such traffic was and is a racial disgrace, for at one and the same time it hindered the development of family life and polluted the biologic fitness of superior peoples. |
69:5.11 (776.9) 8. Πάμπολλές μορφές αυτο-ευαρέσκειας. Πολλοί αναζητούσαν τα πλούτη επειδή τους έδιναν δύναμη, άλλοι μοχθούσαν για να αποκτήσουν περιουσία επειδή τούτο σήμαινε άνεση. Οι πρώτοι άνθρωποι (και ορισμένοι από τους μεταγενέστερους) είχαν την τάση να σπαταλούν τους πόρους τους ζώντας πολυτελώς. Τα οινοπνευματώδη και τα ναρκωτικά διήγειραν την περιέργεια των πρωτόγονων φυλών. |
|
69:5.11 (776.9) 8. Numerous forms of self-gratification. Some sought wealth because it conferred power; others toiled for property because it meant ease. Early man (and some later-day ones) tended to squander his resources on luxury. Intoxicants and drugs intrigued the primitive races. |
69:5.12 (776.10) Καθώς ο πολιτισμός αναπτύσσετο, ο άνθρωπος απέκτησε νέα κίνητρα για αποταμίευση. Καινούργιες ανάγκες προστέθηκαν ταχύτατα στην αρχική επιθυμία για τροφή. Η πενία έγινε τόσο μισητή, ώστε μόνον οι πλούσιοι επρόκειτο να πάνε κατ΄ ευθείαν στον παράδεισο όταν πέθαιναν. Η ιδιοκτησία απέκτησε τόσο μεγάλη αξία, ώστε το να δίνει κανείς μια φιλόδοξη γιορτή, απομάκρυνε την ατίμωση από το όνομά του. |
|
69:5.12 (776.10) As civilization developed, men acquired new incentives for saving; new wants were rapidly added to the original food hunger. Poverty became so abhorred that only the rich were supposed to go direct to heaven when they died. Property became so highly valued that to give a pretentious feast would wipe a dishonor from one’s name. |
69:5.13 (777.1) Η συσσώρευση του πλούτου έγινε από νωρίς το έμβλημα της κοινωνικής υπεροχής. Οι ιδιώτες, σε ορισμένες φυλές, συσσώρευαν πλούτη για χρόνια μόνο και μόνο για να δημιουργήσουν εντύπωση καίγοντάς τα σε κάποια γιορτή, ή μοιράζοντάς τα ελεύθερα τους συντρόφους τους από τη φυλή. Τούτο τους έκανε μεγάλους. Ακόμη και οι σύγχρονοι λαοί βρίσκουν ικανοποίηση στο σπάταλο μοίρασμα δώρων τα Χριστούγεννα, ενώ οι πλούσιοι συντηρούν μεγάλα φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι τεχνικές του ανθρώπου αλλάζουν, αλλά οι τάσεις του παραμένουν εντελώς αναλλοίωτες. |
|
69:5.13 (777.1) Accumulations of wealth early became the badge of social distinction. Individuals in certain tribes would accumulate property for years just to create an impression by burning it up on some holiday or by freely distributing it to fellow tribesmen. This made them great men. Even modern peoples revel in the lavish distribution of Christmas gifts, while rich men endow great institutions of philanthropy and learning. Man’s technique varies, but his disposition remains quite unchanged. |
69:5.14 (777.2) Πρέπει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι πολλοί από τους αρχαίους εύπορους διάνειμαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους εξ αιτίας του φόβου ότι θα τους σκοτώσουν εκείνοι που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη τους. Οι εύποροι συχνά θυσίαζαν εικοσάδες σκλάβων για να δείξουν την περιφρόνησή τους προς τα πλούτη. |
|
69:5.14 (777.2) But it is only fair to record that many an ancient rich man distributed much of his fortune because of the fear of being killed by those who coveted his treasures. Wealthy men commonly sacrificed scores of slaves to show disdain for wealth. |
69:5.15 (777.3) Παρά το ότι το κεφάλαιο έτεινε να απελευθερώσει τον άνθρωπο, έχει περιπλέξει σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινωνική και βιομηχανική του οργάνωση. Η κακή χρήση του κεφαλαίου από κακόπιστους κεφαλαιούχους δεν αναιρεί το γεγονός ότι τούτο αποτελεί τη βάση της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Μέσω του κεφαλαίου και των εφευρέσεων η σημερινή γενιά απολαμβάνει ένα μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας από οποιαδήποτε άλλη προηγήθηκε ποτέ επί της γης. Τούτο καταγράφεται ως γεγονός και όχι ως νομιμοποίηση των πολλών καταχρήσεων του κεφαλαίου από απερίσκεπτους και ιδιοτελείς φύλακές του. |
|
69:5.15 (777.3) Though capital has tended to liberate man, it has greatly complicated his social and industrial organization. The abuse of capital by unfair capitalists does not destroy the fact that it is the basis of modern industrial society. Through capital and invention the present generation enjoys a higher degree of freedom than any that ever preceded it on earth. This is placed on record as a fact and not in justification of the many misuses of capital by thoughtless and selfish custodians. |
6. Η ΦΩΤΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ^top |
|
6. Fire in Relation to Civilization ^top |
69:6.1 (777.4) Η πρωτόγονη κοινωνία με τις τέσσερις υποδιαιρέσεις της – κατασκευαστική, ρυθμιστική, θρησκευτική και στρατιωτική – αναπτύχθηκε δια της συνδρομής της φωτιάς, των ζώων, των σκλάβων και της ιδιοκτησίας. |
|
69:6.1 (777.4) Primitive society with its four divisions—industrial, regulative, religious, and military—rose through the instrumentality of fire, animals, slaves, and property. |
69:6.2 (777.5) Το άναμμα της φωτιάς, με ένα μοναδικό άλμα, διαχώρισε για πάντα τον άνθρωπο από τα ζώα. Είναι η βασική ανθρώπινη επινόηση, ή ανακάλυψη. Η φωτιά κατέστησε τον άνθρωπο ικανό να παραμένει στο έδαφος κατά τη διάρκεια της νύκτας, αφού όλα τα ζώα την φοβούνταν. Η φωτιά ενθάρρυνε τη βραδυνή κοινωνική συναναστροφή. Δεν προστάτευε μόνο από το κρύο και τα άγρια ζώα, αλλά χρησίμευε και ως ασφάλεια έναντι των πνευμάτων. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για φως και έπειτα για θέρμανση. Πολλές υποανάπτυκτες φυλές αρνούνται να κοιμηθούν αν δεν καίει η φωτιά όλη νύκτα. |
|
69:6.2 (777.5) Fire building, by a single bound, forever separated man from animal; it is the basic human invention, or discovery. Fire enabled man to stay on the ground at night as all animals are afraid of it. Fire encouraged eventide social intercourse; it not only protected against cold and wild beasts but was also employed as security against ghosts. It was at first used more for light than heat; many backward tribes refuse to sleep unless a flame burns all night. |
69:6.3 (777.6) Η φωτιά υπήρξε μέγας εκπολιτιστής, παρέχοντας στον άνθρωπο τα μέσα να γίνει αλτρουιστής χωρίς απώλειες, κάνοντάς τον ικανό να γίνει αναμμένα κάρβουνα στο γείτονα χωρίς να στερεί τον εαυτό του. Η φωτιά της εστίας, την οποία πρόσεχε η μητέρα, ή η μεγαλύτερη κόρη, υπήρξε ο πρώτος παιδαγωγός, αφού απαιτούσε προσοχή και αξιοπιστία. Η πρώτη εστία δεν αποτελούσε οικοδόμημα, αλλά η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από τη φωτιά, την οικογενειακή εστία. Όταν ένας από τους γιους έφτιαχνε καινούργιο σπίτι, έφερνε σ’ αυτό ένα δαυλό από την οικογενειακή εστία. |
|
69:6.3 (777.6) Fire was a great civilizer, providing man with his first means of being altruistic without loss by enabling him to give live coals to a neighbor without depriving himself. The household fire, which was attended by the mother or eldest daughter, was the first educator, requiring watchfulness and dependability. The early home was not a building but the family gathered about the fire, the family hearth. When a son founded a new home, he carried a firebrand from the family hearth. |
69:6.4 (777.7) Αν και ο Άντον, εκείνος που ανακάλυψε τη φωτιά, απέφυγε να την αντιμετωπίσει ως αντικείμενο λατρείας, πολλοί από τους απογόνους του θεώρησαν τη φλόγα ως είδωλο, ή ως πνεύμα. Δεν κατόρθωσαν να αποκομίσουν τα εξυγιαντικά οφέλη της φωτιάς επειδή δεν έκαιγαν τα σκουπίδια. Ο πρωτόγονος άνθρωπος φοβόταν τη φωτιά και πάντα προσπαθούσε να την εξευμενίζει, εξ ου και η χρήση του λιβανιού. Οι αρχαίοι σε καμία περίπτωση δεν έφτυναν μέσα στη φωτιά, ούτε ποτέ περνούσαν ανάμεσα σε κάποιον και την αναμμένη φωτιά. Ακόμη και ο σιδηροπυρίτης, και ο πυρόλιθος που χρησιμοποιούνταν για το άναμμα της φωτιάς θεωρούνταν ιεροί από τους πρώτους ανθρώπους. |
|
69:6.4 (777.7) Though Andon, the discoverer of fire, avoided treating it as an object of worship, many of his descendants regarded the flame as a fetish or as a spirit. They failed to reap the sanitary benefits of fire because they would not burn refuse. Primitive man feared fire and always sought to keep it in good humor, hence the sprinkling of incense. Under no circumstances would the ancients spit in a fire, nor would they ever pass between anyone and a burning fire. Even the iron pyrites and flints used in striking fire were held sacred by early mankind. |
69:6.5 (777.8) Ήταν αμαρτία να σβήσει κανείς μια φλόγα. Αν μια καλύβα έπιανε φωτιά, την άφηναν να καεί. Οι φωτιές των ναών και των βωμών ήσαν ιερές και δεν τις άφηναν ποτέ να σβήσουν, εκτός των περιπτώσεων όπου το έθιμο απαιτούσε να ανάβουν καινούργιες φωτιές κάθε χρόνο, ή έπειτα από μια θεομηνία. Οι γυναίκες επιλέγονταν ως ιέρειες, επειδή εκείνες συντηρούσαν τη φωτιά της εστίας. |
|
69:6.5 (777.8) It was a sin to extinguish a flame; if a hut caught fire, it was allowed to burn. The fires of the temples and shrines were sacred and were never permitted to go out except that it was the custom to kindle new flames annually or after some calamity. Women were selected as priests because they were custodians of the home fires. |
69:6.6 (778.1) Οι αρχικοί μύθοι σχετικά με το πώς προήλθε η φωτιά από τους θεούς δημιουργήθηκαν παρατηρώντας τη φωτιά που προκαλείτο από τους κεραυνούς. Οι ιδέες αυτές περί της υπερφυσικής της προέλευσης οδήγησαν άμεσα στη λατρεία της φωτιάς και η λατρεία της φωτιάς οδήγησε στο έθιμο του «να περνούν μέσα από τη φωτιά,» μια συνήθεια που εξακολούθησε ως την εποχή του Μωυσή. Ακόμη και σήμερα διατηρείται η άποψη του περάσματος μέσα από τη φωτιά μετά θάνατον. Ο μύθος της φωτιάς απετέλεσε ένα μεγάλο δεσμό στους πρώιμους χρόνους και διατηρείται ακόμη στο συμβολισμό των Ζωροαστριστών.(*) |
|
69:6.6 (778.1) The early myths about how fire came down from the gods grew out of the observations of fire caused by lightning. These ideas of supernatural origin led directly to fire worship, and fire worship led to the custom of “passing through fire,” a practice carried on up to the times of Moses. And there still persists the idea of passing through fire after death. The fire myth was a great bond in early times and still persists in the symbolism of the Parsees. |
69:6.7 (778.2) Η φωτιά οδήγησε στο μαγείρευμα και ο όρος «αυτός που τρώει ωμές τροφές» έγινε κοροϊδευτικός. Και το μαγείρευμα μείωσε την κατανάλωση της φυσικής ενέργειας που ήταν απαραίτητη για την πέψη των τροφών και έτσι άφηνε δυνάμεις στον πρώιμο άνθρωπο για κοινωνικές συναναστροφές,(*) ενώ η κτηνοτροφία, μειώνοντας τις προσπάθειες που χρειάζονταν για την εξασφάλιση τροφής, έδωσε το χρόνο για κοινωνικές δραστηριότητες. |
|
69:6.7 (778.2) Fire led to cooking, and “raw eaters” became a term of derision. And cooking lessened the expenditure of vital energy necessary for the digestion of food and so left early man some strength for social culture, while animal husbandry, by reducing the effort necessary to secure food, provided time for social activities. |
69:6.8 (778.3) Πρέπει να θυμόμαστε ότι η φωτιά άνοιξε τις πόρτες στη μεταλλουργία και οδήγησε στην μετέπειτα ανακάλυψη της δύναμης του ατμού και τις σημερινές χρήσεις του ηλεκτρισμού. |
|
69:6.8 (778.3) It should be remembered that fire opened the doors to metalwork and led to the subsequent discovery of steam power and the present-day uses of electricity. |
7. Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ^top |
|
7. The Utilization of Animals ^top |
69:7.1 (778.4) Για να ξεκινήσουμε, ολόκληρος ο κόσμος των ζώων αποτελούσε εχθρό του ανθρώπου. Οι ανθρώπινες υπάρξεις έπρεπε να μάθουν να προστατεύονται από τα θηρία. Αρχικά ο άνθρωπος έτρωγε τα ζώα, αργότερα, όμως, έμαθε να τα εξημερώνει και να τα κάνει να τον υπηρετούν. |
|
69:7.1 (778.4) To start with, the entire animal world was man’s enemy; human beings had to learn to protect themselves from the beasts. First, man ate the animals but later learned to domesticate and make them serve him. |
69:7.2 (778.5) Η εξημέρωση των ζώων έγινε τυχαία. Ο άγριος άνθρωπος κυνηγούσε αγέλες ζώων, όπως ακριβώς οι Ινδιάνοι της Αμερικής κυνηγούσαν τους βίσωνες. Περικυκλώνοντας την αγέλη μπορούσαν να ελέγχουν τα ζώα, κατορθώνοντας να τα σκοτώνουν, αφού τα ήθελαν για τροφή. Αργότερα, δημιουργήθηκαν οι στάνες και έτσι μπορούσαν να συλληφθούν ολόκληρες αγέλες. |
|
69:7.2 (778.5) The domestication of animals came about accidentally. The savage would hunt herds much as the American Indians hunted the bison. By surrounding the herd they could keep control of the animals, thus being able to kill them as they were required for food. Later, corrals were constructed, and entire herds would be captured. |
69:7.3 (778.6) Ήταν εύκολο να δαμαστούν ορισμένα ζώα, αλλά όπως ο ελέφαντας, πολλά από αυτά δεν αναπαράγονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Επιπλέον ανεκαλύφθη ότι ορισμένα είδη ζώων υποτάσσονταν στην παρουσία του ανθρώπου και αναπαράγονταν σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Η εξημέρωση των ζώων προωθήθηκε, λοιπόν, με την επιλεκτική εκτροφή, μία τέχνη η οποία έχει κάνει μεγάλη πρόοδο από τις μέρες της Νταλαμέιτια. |
|
69:7.3 (778.6) It was easy to tame some animals, but like the elephant, many of them would not reproduce in captivity. Still further on it was discovered that certain species of animals would submit to man’s presence, and that they would reproduce in captivity. The domestication of animals was thus promoted by selective breeding, an art which has made great progress since the days of Dalamatia. |
69:7.4 (778.7) Ο σκύλος ήταν το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και η δύσκολη εμπειρία της εξημέρωσης άρχισε όταν ένας σκύλος, αφού είχε ακολουθήσει ένα κυνηγό ολόκληρη την ημέρα, γύρισε, ουσιαστικά, σπίτι μαζί του. Για αιώνες οι σκύλοι χρησιμοποιούνταν για τροφή, κυνήγι, μεταφορά και συντροφιά. Αρχικά οι σκύλοι ούρλιαζαν μόνο, αργότερα, όμως, έμαθαν να γαβγίζουν. Η οξεία αίσθηση της όσφρησης του σκύλου οδήγησε στην άποψη ότι μπορούσε να δει τα πνεύματα και έτσι δημιουργήθηκε η λατρεία του ειδώλου του σκύλου. Η χρησιμοποίηση σκύλων-φυλάκων κατέστησε αρχικά δυνατόν, για ολόκληρη τη φυλή, το να κοιμάται τη νύκτα. Κατόπιν έγινε συνήθεια να χρησιμοποιούνται σκύλοι-φύλακες για να προστατεύουν το σπίτι από τα πνεύματα, αλλά και από τους υπαρκτούς εχθρούς. Όταν ο σκύλος γάβγιζε, σήμαινε ότι πλησίαζε άνθρωπος, ή θηρίο, όταν όμως ο σκύλος ούρλιαζε, σήμαινε ότι κοντά βρίσκονταν πνεύματα. Ακόμη και σήμερα πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το ουρλιαχτό του σκύλου τη νύκτα προαναγγέλλει θάνατο. |
|
69:7.4 (778.7) The dog was the first animal to be domesticated, and the difficult experience of taming it began when a certain dog, after following a hunter around all day, actually went home with him. For ages dogs were used for food, hunting, transportation, and companionship. At first dogs only howled, but later on they learned to bark. The dog’s keen sense of smell led to the notion it could see spirits, and thus arose the dog-fetish cults. The employment of watchdogs made it first possible for the whole clan to sleep at night. It then became the custom to employ watchdogs to protect the home against spirits as well as material enemies. When the dog barked, man or beast approached, but when the dog howled, spirits were near. Even now many still believe that a dog’s howling at night betokens death. |
69:7.5 (778.8) Όταν οι άνδρες ήταν κυνηγοί, ήταν αρκετά ευγενικοί με τις γυναίκες, ωστόσο, μετά την εξημέρωση των ζώων, μαζί με την αναταραχή του Καλιγκάστια, πολλές φυλές μεταχειρίζονταν τις γυναίκες τους με τρόπο αισχρό. Τις αντιμετώπιζαν συνολικά με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζαν τα ζώα. Η κτηνώδης μεταχείριση της γυναίκας από τον άνδρα αποτελεί ένα από τα θλιβερότερα κεφάλαια της ανθρώπινης ιστορίας. |
|
69:7.5 (778.8) When man was a hunter, he was fairly kind to woman, but after the domestication of animals, coupled with the Caligastia confusion, many tribes shamefully treated their women. They treated them altogether too much as they treated their animals. Man’s brutal treatment of woman constitutes one of the darkest chapters of human history. |
8. Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ^top |
|
8. Slavery as a Factor in Civilization ^top |
69:8.1 (778.9) Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν δίστασε ποτέ να εξανδραποδίσει τους συντρόφους του. Η γυναίκα ήταν ο πρώτος σκλάβος, ο σκλάβος της οικογένειας. Οι άνδρες της βουκολικής εποχής έκαναν τις γυναίκες σκλάβες, ως κατώτερες σεξουαλικές συντρόφους. Το είδος αυτό της σεξουαλικής δουλείας δημιουργήθηκε καθώς μειωνόταν η εξάρτηση του άνδρα από τη γυναίκα. |
|
69:8.1 (778.9) Primitive man never hesitated to enslave his fellows. Woman was the first slave, a family slave. Pastoral man enslaved woman as his inferior sex partner. This sort of sex slavery grew directly out of man’s decreased dependence upon woman. |
69:8.2 (779.1) Όχι πριν πάρα πολύ καιρό, η υποδούλωση ήταν η μοίρα εκείνων των αιχμαλώτων πολέμου οι οποίοι αρνούνταν να αποδεχθούν τη θρησκεία του νικητή. Σε παλαιότερους καιρούς, τους αιχμαλώτους τους έτρωγαν, τους βασάνιζαν έως θανάτου, τους έβαζαν να πολεμούν ο ένας τον άλλον, τους θυσίαζαν στα πνεύματα, ή τους υποδούλωναν. Η δουλεία απετέλεσε μεγάλη πρόοδο έναντι του σφαγιασμού και του κανιβαλισμού. |
|
69:8.2 (779.1) Not long ago enslavement was the lot of those military captives who refused to accept the conqueror’s religion. In earlier times captives were either eaten, tortured to death, set to fighting each other, sacrificed to spirits, or enslaved. Slavery was a great advancement over massacre and cannibalism. |
69:8.3 (779.2) Η δουλεία ήταν ένα βήμα μπροστά για την σπλαγχνική μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου. Η ενέδρα του Άϊ, με την ομαδική σφαγή ανδρών, γυναικών και παιδιών και με το βασιλιά να έχει σωθεί, μόνο, για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του νικητή, αποτελεί πιστή εικόνα του βάρβαρου μακελειού που γινόταν ακόμη και από λαούς που θεωρούνταν πολιτισμένοι. Η εισβολή κατά του Ογκ, του βασιλιά της Μπασάν,(*) ήταν τόσο κτηνώδης, όσο και αποτελεσματική. Οι Εβραίοι «κατέστρεψαν ολοκληρωτικά» τους εχθρούς τους, παίρνοντας όλη τους την περιουσία ως λάφυρα. Έβαλαν σε όλες τις πόλεις φόρο υποτελείας, με την ποινή «αφανισμού όλων των ανδρών.» Πολλές, όμως, από τις σύγχρονές τους φυλές, έχοντας λιγότερο φυλετικό εγωισμό, είχαν καιρό πριν αρχίσει να εγκολπώνονται τους ανώτερους αιχμαλώτους. |
|
69:8.3 (779.2) Enslavement was a forward step in the merciful treatment of war captives. The ambush of Ai, with the wholesale slaughter of men, women, and children, only the king being saved to gratify the conqueror’s vanity, is a faithful picture of the barbaric slaughter practiced by even supposedly civilized peoples. The raid upon Og, the king of Bashan, was equally brutal and effective. The Hebrews “utterly destroyed” their enemies, taking all their property as spoils. They put all cities under tribute on pain of the “destruction of all males.” But many of the contemporary tribes, those having less tribal egotism, had long since begun to practice the adoption of superior captives. |
69:8.4 (779.3) Ο κυνηγός, όπως οι Αμερικανοί Ερυθρόδερμοι, δεν υποδούλωνε. Είτε αποδεχόταν είτε σκότωνε τους αιχμαλώτους του. Η δουλεία δεν ήταν διαδεδομένη μεταξύ των βουκολικών λαών, αφού ελάχιστους εργάτες χρειάζονταν. Σε περιόδους πολέμου οι βοσκοί συνήθιζαν να σκοτώνουν όλους τους άνδρες αιχμαλώτους και να παίρνουν σκλάβους μόνο γυναίκες και παιδιά. Ο Μωσαϊκός νόμος περιελάμβανε συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με το να κάνουν συζύγους τους τις αιχμάλωτες αυτές γυναίκες. Αν δεν τους ικανοποιούσαν μπορούσαν να τις διώξουν, αλλά οι Εβραίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πωλούν τις απορριφθείσες αυτές συζύγους ως σκλάβες – αυτό, τουλάχιστον, ήταν μία πρόοδος στον πολιτισμό. Αν και τα κοινωνικά πρότυπα των Εβραίων ήταν πρωτόγονα, βρίσκονταν μακράν εκείνων των φυλών που τους περιέβαλαν. |
|
69:8.4 (779.3) The hunter, like the American red man, did not enslave. He either adopted or killed his captives. Slavery was not prevalent among the pastoral peoples, for they needed few laborers. In war the herders made a practice of killing all men captives and taking as slaves only the women and children. The Mosaic code contained specific directions for making wives of these women captives. If not satisfactory, they could be sent away, but the Hebrews were not allowed to sell such rejected consorts as slaves—that was at least one advance in civilization. Though the social standards of the Hebrews were crude, they were far above those of the surrounding tribes. |
69:8.5 (779.4) Οι βοσκοί ήταν οι πρώτοι κεφαλαιοκράτες. Τα κοπάδια τους αντιπροσώπευαν κεφάλαια και εκείνοι ζούσαν από τους τόκους – τη φυσική αύξηση. Και δεν τους άρεσε να εμπιστεύονται τον πλούτο αυτό στη φύλαξη είτε των σκλάβων, είτε των γυναικών. Αργότερα, όμως, έπαιρναν άνδρες αιχμαλώτους και τους υποχρέωναν να καλλιεργούν τη γη. Αυτή είναι η πρώιμη απαρχή της δουλοπαροικίας – ο άνθρωπος προσαρτημένος στη γη. Οι Αφρικανοί μάθαιναν εύκολα να καλλιεργούν το έδαφος. Γι΄ αυτό έγιναν η μεγάλη φυλή των σκλάβων. |
|
69:8.5 (779.4) The herders were the first capitalists; their herds represented capital, and they lived on the interest—the natural increase. And they were disinclined to trust this wealth to the keeping of either slaves or women. But later on they took male prisoners and forced them to cultivate the soil. This is the early origin of serfdom—man attached to the land. The Africans could easily be taught to till the soil; hence they became the great slave race. |
69:8.6 (779.5) Η δουλεία υπήρξε ο απαραίτητος κρίκος στην αλυσίδα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ήταν η γέφυρα, πάνω από την οποία η κοινωνία πέρασε από το χάος και την οκνηρία στην τάξη και τις πολιτισμένες δραστηριότητες. Υποχρέωσε τους υποανάπτυκτους και νωθρούς λαούς να εργασθούν και έτσι να εξασφαλίσουν πλούτη και ελεύθερο χρόνο για την κοινωνική εξέλιξη των ανωτέρων τους. |
|
69:8.6 (779.5) Slavery was an indispensable link in the chain of human civilization. It was the bridge over which society passed from chaos and indolence to order and civilized activities; it compelled backward and lazy peoples to work and thus provide wealth and leisure for the social advancement of their superiors. |
69:8.7 (779.6) Ο θεσμός της δουλείας υποχρέωσε τον άνθρωπο να εφεύρει το ρυθμιστικό μηχανισμό της πρωτόγονης κοινωνίας. Δημιούργησε την απαρχή της διακυβέρνησης. Η δουλεία απαιτεί ισχυρή ρύθμιση και κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Μεσαίωνα κυριολεκτικά εξαφανίσθηκε επειδή οι φεουδάρχες δεν μπορούσαν να ελέγξουν τους σκλάβους. Οι υποανάπτυκτες φυλές των αρχαίων καιρών, όπως ακριβώς οι ιθαγενείς της Αυστραλίας σήμερα, δεν είχαν ποτέ σκλάβους. |
|
69:8.7 (779.6) The institution of slavery compelled man to invent the regulative mechanism of primitive society; it gave origin to the beginnings of government. Slavery demands strong regulation and during the European Middle Ages virtually disappeared because the feudal lords could not control the slaves. The backward tribes of ancient times, like the native Australians of today, never had slaves. |
69:8.8 (779.7) Πράγματι, η δουλεία ήταν τυραννική, ήταν όμως στα σχολεία της τυραννίας όπου ο άνθρωπος έμαθε την παραγωγή. Στο τέλος οι σκλάβοι συμμετείχαν στην ευλογία μιας ανώτερης κοινωνίας, την οποία εντελώς παρά τη θέλησή τους είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί. Η δουλεία δημιουργεί μια πολιτισμική οργάνωση και μια κοινωνική επίτευξη, αλλά γρήγορα και ύπουλα επιτίθεται στην κοινωνία εκ των έσω, ως η σοβαρότερη από όλες τις καταστροφικές κοινωνικές ασθένειες. |
|
69:8.8 (779.7) True, slavery was oppressive, but it was in the schools of oppression that man learned industry. Eventually the slaves shared the blessings of a higher society which they had so unwillingly helped create. Slavery creates an organization of culture and social achievement but soon insidiously attacks society internally as the gravest of all destructive social maladies. |
69:8.9 (779.8) Οι σύγχρονες μηχανολογικές εφευρέσεις έκαναν τους σκλάβους άχρηστους. Η δουλεία, όπως και η πολυγαμία, παρέρχεται επειδή δεν αποφέρει όφελος. Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ότι είναι πάντα καταστροφικό το να απελευθερώνονται μεγάλοι αριθμοί σκλάβων. Λιγότερα προβλήματα προκύπτουν όταν χειραφετούνται σταδιακά. |
|
69:8.9 (779.8) Modern mechanical invention rendered the slave obsolete. Slavery, like polygamy, is passing because it does not pay. But it has always proved disastrous suddenly to liberate great numbers of slaves; less trouble ensues when they are gradually emancipated. |
69:8.10 (780.1) Σήμερα, οι άνθρωποι δεν είναι κοινωνικοί σκλάβοι, ωστόσο χιλιάδες αφήνουν τη φιλοδοξία να τους υποδουλώσει στο χρέος. Η ακούσια υποδούλωση άνοιξε το δρόμο τη δημιουργία μιας καινούργιας και βελτιωμένης μορφής παραλλαγμένης κοινωνικής σκλαβιάς. |
|
69:8.10 (780.1) Today, men are not social slaves, but thousands allow ambition to enslave them to debt. Involuntary slavery has given way to a new and improved form of modified industrial servitude. |
69:8.11 (780.2) Ενώ το ιδανικό της κοινωνίας είναι η παγκόσμια ελευθερία, η ανεργία δεν πρέπει να γίνει ποτέ ανεκτή. Όλα τα αρτιμελή άτομα πρέπει να υποχρεώνονται να κάνουν, για την συντήρησή τους, τουλάχιστον, μία ποσότητα έργου. |
|
69:8.11 (780.2) While the ideal of society is universal freedom, idleness should never be tolerated. All able-bodied persons should be compelled to do at least a self-sustaining amount of work. |
69:8.12 (780.3) Η σύγχρονη κοινωνία βρίσκεται σε αντίστροφη κίνηση. Η δουλεία έχει σχεδόν εξαφανισθεί. Τα εξημερωμένα ζώα χάνονται. Ο πολιτισμός γυρίζει πίσω στη φωτιά – τον ανόργανο κόσμο – για δύναμη. Ο άνθρωπος βγήκε από την άγρια κατάσταση μέσω της φωτιάς, των ζώων και της δουλείας. Σήμερα οπισθοδρομεί, απορρίπτοντας τη βοήθεια των σκλάβων και την αρωγή των ζώων, ενώ προσπαθεί να αποσπάσει καινούργια μυστικά και πηγές πλούτου και δύναμης από την αποθήκη των στοιχείων της φύσης. |
|
69:8.12 (780.3) Modern society is in reverse. Slavery has nearly disappeared; domesticated animals are passing. Civilization is reaching back to fire—the inorganic world—for power. Man came up from savagery by way of fire, animals, and slavery; today he reaches back, discarding the help of slaves and the assistance of animals, while he seeks to wrest new secrets and sources of wealth and power from the elemental storehouse of nature. |
9. Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ^top |
|
9. Private Property ^top |
69:9.1 (780.4) Ενώ η πρωτόγονη κοινωνία ήταν ουσιαστικά κοινόκτητη, ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν έγινε οπαδός των σύγχρονων δογμάτων του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός των πρώιμων εκείνων ημερών δεν ήταν απλά θεωρία, ή κοινωνικό δόγμα. Ήταν μια απλή και αυτόματη προσαρμογή. Ο κομμουνισμός απέτρεπε την ένδεια και τις ελλείψεις. Η επαιτεία και η πορνεία ήταν σχεδόν άγνωστες μεταξύ των αρχαίων αυτών φυλών. |
|
69:9.1 (780.4) While primitive society was virtually communal, primitive man did not adhere to the modern doctrines of communism. The communism of these early times was not a mere theory or social doctrine; it was a simple and practical automatic adjustment. Communism prevented pauperism and want; begging and prostitution were almost unknown among these ancient tribes. |
69:9.2 (780.5) Ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν υποβίβαζε τους ανθρώπους, ούτε εξήρε τις μετριότητες, αλλά έδινε ένα επίδομα στην αδράνεια και την ανεργία, ενώ, πράγματι, αποθάρρυνε την παραγωγή και κατέστρεφε τις φιλοδοξίες. Ο κομμουνισμός υπήρξε απαραίτητη σκαλωσιά στην ανάπτυξη της πρωτόγονης κοινωνίας, ωστόσο υποχώρησε στην εξέλιξη μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης, επειδή υπήρξε αντίθετος σε τέσσερις δυνατές ανθρώπινες τάσεις: |
|
69:9.2 (780.5) Primitive communism did not especially level men down, nor did it exalt mediocrity, but it did put a premium on inactivity and idleness, and it did stifle industry and destroy ambition. Communism was indispensable scaffolding in the growth of primitive society, but it gave way to the evolution of a higher social order because it ran counter to four strong human proclivities: |
69:9.3 (780.6) 1. Την οικογένεια. Ο άνθρωπος δεν λαχταρά μόνο να αποκτήσει περιουσία. Επιθυμεί να κληροδοτήσει τα κεφάλαια και τα αγαθά του στους απογόνους του. Στην αρχική, όμως, κοινωνία της κοινοκτημοσύνης, η περιουσία ενός ανθρώπου είτε αναλίσκετο άμεσα, είτε διεμοιράζετο μεταξύ των μελών της ομάδας με το θάνατό του. Δεν υπήρχε κληρονομία της περιουσίας – ο φόρος κληρονομίας ήταν εκατό τοις εκατό. Τα μεταγενέστερα έθιμα συσσώρευσης κεφαλαίων και κληρονομιάς της περιουσίας απετέλεσαν μία σαφή κοινωνική πρόοδο. Και τούτο είναι αληθές, παρά την μετέπειτα εκμετάλλευση που ακολούθησε τις καταχρήσεις των κεφαλαίων. |
|
69:9.3 (780.6) 1. The family. Man not only craves to accumulate property; he desires to bequeath his capital goods to his progeny. But in early communal society a man’s capital was either immediately consumed or distributed among the group at his death. There was no inheritance of property—the inheritance tax was one hundred per cent. The later capital-accumulation and property-inheritance mores were a distinct social advance. And this is true notwithstanding the subsequent gross abuses attendant upon the misuse of capital. |
69:9.4 (780.7) 2. Τις θρησκευτικές τάσεις. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήθελε, επιπλέον, να διαφυλάξει την περιουσία του ως πυρήνα, για να αρχίσει τη ζωή στην επόμενη υπόστασή του. Το κίνητρο αυτό εξηγεί το γιατί επεκράτησε για τόσο πολύ καιρό το έθιμο να θάβουν τα ατομικά υπάρχοντα ενός ανθρώπου μαζί του. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι μόνον οι πλούσιοι διασώζονταν μετά θάνατο, μαζί με όλες τις άμεσες απολαύσεις και το κύρος τους. Οι διδάσκαλοι των αποκαλυφθεισών θρησκειών, πιο συγκεκριμένα οι Χριστιανοί διδάσκαλοι, ήσαν οι πρώτοι που κήρυξαν ότι και φτωχοί θα έβρισκαν τη σωτηρία, το ίδιο ακριβώς με τους πλούσιους. |
|
69:9.4 (780.7) 2. Religious tendencies. Primitive man also wanted to save up property as a nucleus for starting life in the next existence. This motive explains why it was so long the custom to bury a man’s personal belongings with him. The ancients believed that only the rich survived death with any immediate pleasure and dignity. The teachers of revealed religion, more especially the Christian teachers, were the first to proclaim that the poor could have salvation on equal terms with the rich. |
69:9.5 (780.8) 3. Την επιθυμία για ελευθερία και άνεση. Τις πολύ παλιές μέρες της κοινωνικής εξέλιξης ο καταμερισμός των ατομικών κερδών μεταξύ της ομάδας αποτελούσε, ουσιαστικά, ένα είδος σκλαβιάς. Ο εργαζόμενος γινόταν σκλάβος του αργόσχολου. Τούτο ήταν η αυτοκτονική αδυναμία του κομμουνισμού: Οι επιμηθείς(*) συνήθως ζούσαν καλά εις βάρος των προνοητικών. Ακόμη και στους σύγχρονους καιρούς οι μη λαμβάνοντες πρόνοια εξαρτώνται από το κράτος (τους προνοητικούς φορολογούμενους) να τους φροντίσει. Εκείνοι που δεν διαθέτουν χρήματα εξακολουθούν να περιμένουν από εκείνους που έχουν να τους συντηρήσουν. |
|
69:9.5 (780.8) 3. The desire for liberty and leisure. In the earlier days of social evolution the apportionment of individual earnings among the group was virtually a form of slavery; the worker was made slave to the idler. This was the suicidal weakness of communism: The improvident habitually lived off the thrifty. Even in modern times the improvident depend on the state (thrifty taxpayers) to take care of them. Those who have no capital still expect those who have to feed them. |
69:9.6 (780.9) 4. Το ένστικτο για ασφάλεια και δύναμη. Ο κομμουνισμός καταστράφηκε, τελικά, από τις απατηλές πρακτικές των προοδευτικών και επιτυχημένων ατόμων, οι οποίοι κατέφυγαν σε διάφορα τεχνάσματα, σε μία προσπάθεια να διαφύγουν την υποδούλωση στους ανίκανους αργόσχολους των φυλών τους. Αρχικά, όμως, το σύνολο της αποθησαύρισης γινόταν κρυφά. Η πρωτόγονη ανασφάλεια εμπόδιζε την εμφανή συσσώρευση πλούτου. Και σε μεταγενέστερους, ακόμη, χρόνους ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να συγκεντρώνει κανείς μεγάλο πλούτο. Ο βασιλιάς σίγουρα θα μηχανευόταν κάποια κατηγορία για να κατάσχει την περιουσία ενός πλουσίου και όταν ένας πλούσιος πέθαινε, δεν γινόταν η κηδεία του, έως ότου η οικογένεια δωρίσει ένα μεγάλο ποσό στην κοινωνική πρόνοια, ή στον βασιλιά, ένα φόρο κληρονομίας. |
|
69:9.6 (780.9) 4. The urge for security and power. Communism was finally destroyed by the deceptive practices of progressive and successful individuals who resorted to diverse subterfuges in an effort to escape enslavement to the shiftless idlers of their tribes. But at first all hoarding was secret; primitive insecurity prevented the outward accumulation of capital. And even at a later time it was most dangerous to amass too much wealth; the king would be sure to trump up some charge for confiscating a rich man’s property, and when a wealthy man died, the funeral was held up until the family donated a large sum to public welfare or to the king, an inheritance tax. |
69:9.7 (781.1) Τα πολύ παλιά χρόνια οι γυναίκες ήσαν ιδιοκτησία της κοινότητας και η μητέρα κυβερνούσε την οικογένεια. Οι πρώιμοι αρχηγοί κατείχαν το σύνολο της γης και ήσαν οι ιδιοκτήτες όλων των γυναικών. Ο γάμος απαιτούσε τη συναίνεση του κυβερνήτη της φυλής. Όταν τέλειωσε η κοινοκτημοσύνη, η γυναίκα ανήκε σε έναν μόνο και ο πατέρας, σταδιακά, ανέλαβε τον έλεγχο της οικογένειας. Έτσι ξεκίνησε η έννοια της εστίας και τα επικρατούντα έθιμα πολυγαμίας υποσκελίσθηκαν, σταδιακά, από τη μονογαμία. (Η πολυγαμία αποτελεί διατήρηση του στοιχείου της υποδούλωσης του θηλυκού στο γάμο. Η μονογαμία είναι το, χωρίς υπόδουλο μέλος, ιδεώδες της μοναδικής σχέσης ενός άνδρα και μιας γυναίκας στο έξοχο εγχείρημα του να φτιάξουν ένα σπίτι, να μεγαλώσουν παιδιά, να εξελιχθούν μαζί και να βελτιωθούν ο καθένας χωριστά.) |
|
69:9.7 (781.1) In earliest times women were the property of the community, and the mother dominated the family. The early chiefs owned all the land and were proprietors of all the women; marriage required the consent of the tribal ruler. With the passing of communism, women were held individually, and the father gradually assumed domestic control. Thus the home had its beginning, and the prevailing polygamous customs were gradually displaced by monogamy. (Polygamy is the survival of the female-slavery element in marriage. Monogamy is the slave-free ideal of the matchless association of one man and one woman in the exquisite enterprise of home building, offspring rearing, mutual culture, and self-improvement.) |
69:9.8 (781.2) Αρχικά, το σύνολο της ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων των εργαλείων και των όπλων, αποτελούσε κοινό κτήμα της φυλής. Η ατομική περιουσία αποτελείτο, στην αρχή, από όλα τα πράγματα που μπορούσε να αγγίξει κανείς. Αν ένας ξένος έπινε από μια κούπα, η κούπα γινόταν, μετά απ’ αυτό, δική του. Κατόπιν, οποιοδήποτε μέρος που πάνω του είχε χυθεί αίμα γινόταν ιδιοκτησία του πληγωμένου ατόμου, ή ομάδας. |
|
69:9.8 (781.2) At first, all property, including tools and weapons, was the common possession of the tribe. Private property first consisted of all things personally touched. If a stranger drank from a cup, the cup was henceforth his. Next, any place where blood was shed became the property of the injured person or group. |
69:9.9 (781.3) Η ατομική περιουσία έγινε εξ αυτού, αρχικά, αξιοσέβαστη επειδή υποτίθεται ότι είχε πληρωθεί με ένα κομμάτι της προσωπικότητας του κατόχου της. Η ακεραιότητα της περιουσίας ήταν ασφαλής εξ αιτίας αυτού του είδους της πρόληψης. Δεν χρειαζόταν αστυνομία για να φρουρεί την ατομική περιουσία. Δεν γίνονταν κλοπές μέσα στην ομάδα, αν και οι άνθρωποι δεν δίσταζαν να σφετερίζονται τα αγαθά άλλων φυλών. Οι ιδιοκτησιακές σχέσεις δεν τερματίζονταν με το θάνατο. Αρχικά, τα ατομικά υπάρχοντα καίγονταν, αργότερα θάβονταν με το νεκρό και αργότερα, κληρονομούνταν από την επιζήσασα οικογένεια, ή από τη φυλή. |
|
69:9.9 (781.3) Private property was thus originally respected because it was supposed to be charged with some part of the owner’s personality. Property honesty rested safely on this type of superstition; no police were needed to guard personal belongings. There was no stealing within the group, though men did not hesitate to appropriate the goods of other tribes. Property relations did not end with death; early, personal effects were burned, then buried with the dead, and later, inherited by the surviving family or by the tribe. |
69:9.10 (781.4) Τα διακοσμημένα προσωπικά είδη προήλθαν από τη χρήση των φυλακτών. Η ματαιοδοξία μαζί με τον φόβο των πνευμάτων έκαναν τον πρώιμο άνθρωπο να αντισταθεί σε όλες τις προσπάθειες για να απαλλαγεί από τα αγαπημένα του φυλακτά, αποδίδοντας σε μια τέτοια ιδιοκτησία αξία πάνω από τα απαραίτητα. |
|
69:9.10 (781.4) The ornamental type of personal effects originated in the wearing of charms. Vanity plus ghost fear led early man to resist all attempts to relieve him of his favorite charms, such property being valued above necessities. |
69:9.11 (781.5) Ο χώρος του ύπνου απετέλεσε μία από τις πρώτες ιδιοκτησίες του ανθρώπου. Αργότερα, οι τόποι όπου υπήρχαν τα σπίτια ορίζονταν από τους αρχηγούς της φυλής, οι οποίοι διαχειρίζονταν το σύνολο της ακίνητης περιουσίας για την ομάδα. Τώρα πλέον, το μέρος όπου βρισκόταν η φωτιά θεωρείτο ιδιοκτησία. Και ακόμη αργότερα, ένα πηγάδι συνιστούσε τίτλο τιμής για τη γειτονική γη. |
|
69:9.11 (781.5) Sleeping space was one of man’s earliest properties. Later, homesites were assigned by the tribal chiefs, who held all real estate in trust for the group. Presently a fire site conferred ownership; and still later, a well constituted title to the adjacent land. |
69:9.12 (781.6) Οι κοιλότητες με νερό και τα πηγάδια ήταν μεταξύ των πρώτων ατομικών ιδιοκτησιών. Το σύνολο των εθίμων γύρω από τα φετίχ(*) χρησιμοποιήθηκε για να φρουρήσει τις γούρνες με το νερό, τα [πηγάδια, τα δένδρα, τα σπαρτά και το μέλι. Μετά την απώλεια της πίστης προς τα φετίχ, δημιουργήθηκαν οι νόμοι για να προστατεύουν την ατομική ιδιοκτησία. Ωστόσο οι σχετικοί με το κυνήγι νόμοι, το δικαίωμα του κυνηγιού προηγήθηκαν κατά πολύ των νόμων για τη γη. Ο Αμερικανός Ερυθρόδερμος ποτέ δεν κατάλαβε την ατομική ιδιοκτησία της γης. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την άποψη του λευκού. |
|
69:9.12 (781.6) Water holes and wells were among the first private possessions. The whole fetish practice was utilized to guard water holes, wells, trees, crops, and honey. Following the loss of faith in the fetish, laws were evolved to protect private belongings. But game laws, the right to hunt, long preceded land laws. The American red man never understood private ownership of land; he could not comprehend the white man’s view. |
69:9.13 (781.7) Η ατομική ιδιοκτησία σημαδεύτηκε από νωρίς με το οικογενειακό έμβλημα και τούτο αποτελεί την πρώιμη καταγωγή των οικοσήμων. Η κτηματική περιουσία μπορούσε, επίσης, να τεθεί υπό τη φύλαξη των πνευμάτων. Οι ιερείς «καθαγίαζαν» ένα κομμάτι γης και εφεξής το κομμάτι αυτό τελούσε υπό την προστασία των μαγικών απαγορεύσεων που εφαρμόσθηκαν σ’ αυτό. Οι ιδιοκτήτες ενός τέτοιου κομματιού γης ελέγετο ότι διέθεταν έναν «τίτλο ιδιοκτησίας από τον ιερέα.» Οι Εβραίοι έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τα οικογενειακά αυτά ορόσημα: «Ας είναι κατηραμένος όποιος μετακινεί το ορόσημο του γείτονά του.» Αυτά τα πέτρινα σημάδια έτρεφαν τα αρχικά του ιερέα. Ακόμη και δένδρα, όταν έφεραν μονόγραμμα, γίνονταν ατομική ιδιοκτησία. |
|
69:9.13 (781.7) Private property was early marked by family insignia, and this is the early origin of family crests. Real estate could also be put under the watchcare of spirits. The priests would “consecrate” a piece of land, and it would then rest under the protection of the magic taboos erected thereon. Owners thereof were said to have a “priest’s title.” The Hebrews had great respect for these family landmarks: “Cursed be he who removes his neighbor’s landmark.” These stone markers bore the priest’s initials. Even trees, when initialed, became private property. |
69:9.14 (782.1) Αρχικά μόνο τα σπαρτά ήσαν ατομικά, αλλά οι αλλεπάλληλες σπορές προσέφεραν τίτλο ιδιοκτησίας. Η γεωργία απετέλεσε, έτσι, τη γένεση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Στα μεμονωμένα άτομα δινόταν αρχικά μόνο μία ισόβια μίσθωση. Με το θάνατό τους η γη επεστρέφετο στη φυλή. Οι πρώτοι τίτλοι ιδιοκτησίας της γης που δωρίσθηκαν από τη φυλή σε άτομα ήσαν τάφοι – τόποι ταφής της οικογένειας. Σε μεταγενέστερους χρόνους η γη ανήκε σ’ εκείνους που την περιέφραζαν. Οι πόλεις, ωστόσο, πάντα διατηρούσαν ορισμένα τμήματα γης για την κοινή βοσκή, αλλά και για χρήση σε περίπτωση πολιορκίας. Αυτά τα «δημόσια κτήματα» αντιπροσωπεύουν την επιβίωση της προγενέστερης μορφής της συλλογικής ιδιοκτησίας. |
|
69:9.14 (782.1) In early days only the crops were private, but successive crops conferred title; agriculture was thus the genesis of the private ownership of land. Individuals were first given only a life tenureship; at death land reverted to the tribe. The very first land titles granted by tribes to individuals were graves—family burying grounds. In later times land belonged to those who fenced it. But the cities always reserved certain lands for public pasturage and for use in case of siege; these “commons” represent the survival of the earlier form of collective ownership. |
69:9.15 (782.2) Με τον καιρό, η πολιτεία παρείχε την ιδιοκτησία στο άτομο, διατηρώντας το δικαίωμα φορολόγησης. Έχοντας εξασφαλίσει τους τίτλους ιδιοκτησίας, οι γαιοκτήμονες συγκέντρωναν μισθώματα και η γη έγινε πηγή εισοδήματος – κεφαλαίου. Τελικά, η γη έγινε αληθινά μέσο διαπραγμάτευσης, με πωλήσεις, μεταβιβάσεις, υποθήκες και κατασχέσεις. |
|
69:9.15 (782.2) Eventually the state assigned property to the individual, reserving the right of taxation. Having made secure their titles, landlords could collect rents, and land became a source of income—capital. Finally land became truly negotiable, with sales, transfers, mortgages, and foreclosures. |
69:9.16 (782.3) Η ατομική ιδιοκτησία έφερε μεγαλύτερη ελευθερία και περισσότερη σταθερότητα. Η ατομική ιδιοκτησία, ωστόσο, της γης έγινε κοινωνικά αποδεκτή μόνο μετά την αποτυχία του ελέγχου και της διεύθυνσης από την κοινότητα ενώ γρήγορα ακολουθήθηκε από μία σειρά σκλάβων, δουλοπάροικων και ακτημόνων τάξεων. Τα μηχανήματα, ωστόσο, που βελτιώνονται απαλλάσσουν, σταδιακά, τον άνθρωπο από τον δουλικό μόχθο. |
|
69:9.16 (782.3) Private ownership brought increased liberty and enhanced stability; but private ownership of land was given social sanction only after communal control and direction had failed, and it was soon followed by a succession of slaves, serfs, and landless classes. But improved machinery is gradually setting men free from slavish toil. |
69:9.17 (782.4) Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία δεν είναι απόλυτο. Είναι καθαρά κοινωνικό. Όλες οι μορφές διακυβέρνησης, όμως, οι νόμοι, η τάξη, τα πολιτικά δικαιώματα, οι κοινωνικές ελευθερίες, οι συνθήκες, η ειρήνη και η ευτυχία, έτσι όπως τα απολαμβάνουν οι σύγχρονοι λαοί, δημιουργήθηκαν γύρω από την ατομική ιδιοκτησία της περιουσίας. |
|
69:9.17 (782.4) The right to property is not absolute; it is purely social. But all government, law, order, civil rights, social liberties, conventions, peace, and happiness, as they are enjoyed by modern peoples, have grown up around the private ownership of property. |
69:9.18 (782.5) Η παρούσα κοινωνική δομή δεν είναι κατ’ ανάγκην ορθό – ούτε θείο, ή ιερό – ωστόσο η ανθρωπότητα θα πράξει σωστά αν κινηθεί αργά-αργά για να κάνει αλλαγές. Αυτό που διαθέτετε είναι άπειρα καλύτερο από οποιοδήποτε σύστημα ήταν γνωστό στους προγόνους σας. Βεβαιωθείτε ότι όταν αλλάζετε την κοινωνική δομή, την αλλάζετε προς το καλύτερο. Μην πεισθείτε να κάνετε πειράματα με τα απορριφθέντα πρότυπα των προπατόρων σας. Πηγαίνετε εμπρός, όχι πίσω! Αφήστε την εξέλιξη να προχωρήσει! Μην κάνετε οπισθοδρομικά βήματα! |
|
69:9.18 (782.5) The present social order is not necessarily right—not divine or sacred—but mankind will do well to move slowly in making changes. That which you have is vastly better than any system known to your ancestors. Make certain that when you change the social order you change for the better. Do not be persuaded to experiment with the discarded formulas of your forefathers. Go forward, not backward! Let evolution proceed! Do not take a backward step. |
69:9.19 (782.6) [Παρουσιάσθηκε από έναν Μελχισεδέκ του Νέβαδον.] |
|
69:9.19 (782.6) [Presented by a Melchizedek of Nebadon.] |