Εγγραφο 86   Paper 86
Η ΠΡΩΙΜΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ   Early Evolution of Religion
86:0.1 (950.1) Η εξέλιξη της θρησκείας, από την προηγηθείσα, πρωτόγονη λατρευτική παρόρμηση δεν εξαρτάται από την αποκάλυψη. Η φυσιολογική λειτουργία της ανθρώπινης διάνοιας υπό την καθοδηγητική επίδραση των έκτου και έβδομου συνοδών πνευμάτων της συμπαντικής πνευματικής πλήρωσης είναι απολύτως επαρκής ώστε να διασφαλισθεί η εξέλιξη αυτή.   86:0.1 (950.1) THE evolution of religion from the preceding and primitive worship urge is not dependent on revelation. The normal functioning of the human mind under the directive influence of the sixth and seventh mind-adjutants of universal spirit bestowal is wholly sufficient to insure such development.
86:0.2 (950.2) Ο πρώιμος, προ της εμφάνισης της θρησκείας, φόβος του ανθρώπου για τις δυνάμεις της φύσης σταδιακά μεταβλήθηκε σε θρησκευτικό, καθώς η φύση προσωποποιήθηκε, πνευματοποιήθηκε και, τελικά, θεοποιήθηκε στην ανθρώπινη συνείδηση. Η θρησκεία μιας πρωτόγονης μορφής υπήρξε, εξ αυτού, μία φυσιολογική, βιολογική συνέπεια της ψυχολογικής αδράνειας των εξελισσόμενων ζωωδών διανοιών, από όταν οι διάνοιες αυτές έφθασαν(*) για πρώτη φορά στις έννοιες του υπερφυσικού.   86:0.2 (950.2) Man’s earliest prereligious fear of the forces of nature gradually became religious as nature became personalized, spiritized, and eventually deified in human consciousness. Religion of a primitive type was therefore a natural biologic consequence of the psychologic inertia of evolving animal minds after such minds had once entertained concepts of the supernatural.
1. Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ: ΚΑΛΟΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑ ^top   1. Chance: Good Luck and Bad Luck ^top
86:1.1 (950.3) Πέραν της φυσιολογικής λατρευτικής παρόρμησης, η πρώιμη εξελικτική θρησκεία προήλθε από τις ανθρώπινες εμπειρίες του τυχαίου – της αποκαλούμενης τύχης, των συνηθισμένων περιστατικών. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν ο κυνηγός της τροφής. Τα αποτελέσματα του κυνηγιού είναι πάντα διαφορετικά και τούτο συντελεί στο να δημιουργηθούν οι εμπειρίες εκείνες, τις οποίες ο άνθρωπος ερμηνεύει ως καλοτυχία και κακοτυχία. Η ατυχία υπήρξε σημαντική συνιστώσα στη ζωή των ανδρών και των γυναικών που ζούσαν διαρκώς στο τραχύ όριο μιας αμφίβολης και εξαντλητικής ύπαρξης.   86:1.1 (950.3) Aside from the natural worship urge, early evolutionary religion had its roots of origin in the human experiences of chance—so-called luck, commonplace happenings. Primitive man was a food hunter. The results of hunting must ever vary, and this gives certain origin to those experiences which man interprets as good luck and bad luck. Mischance was a great factor in the lives of men and women who lived constantly on the ragged edge of a precarious and harassed existence.
86:1.2 (950.4) Ο περιορισμένος διανοητικός ορίζοντας των άγριων επικεντρώνει τόσο πολύ την προσοχή του στη σύμπτωση, ώστε η τύχη γίνεται μια σταθερά συνιστώσα στη ζωή του. Οι πρωτόγονοι Ουραντιανοί αγωνίζονταν για την ύπαρξή τους, όχι για ένα πρότυπο διαβίωσης. Η ζωή τους κινδύνευε και η τύχη έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Ο διαρκής φόβος του άγνωστου και οι απρόβλεπτες συμφορές κρέμονταν πάνω από τους άγριους αυτούς, σαν ένα σύννεφο απελπισίας που δραστικά επισκίαζε κάθε χαρά τους. Ζούσαν με το διαρκή φόβο του να κάνουν κάτι που θα προκαλούσε κακοτυχία. Οι δεισιδαίμονες άγριοι πάντα φοβούνταν την καλή τους τύχη. Θεωρούσαν την καλοτυχία τους ως βέβαιο προάγγελο συμφοράς.   86:1.2 (950.4) The limited intellectual horizon of the savage so concentrates the attention upon chance that luck becomes a constant factor in his life. Primitive Urantians struggled for existence, not for a standard of living; they lived lives of peril in which chance played an important role. The constant dread of unknown and unseen calamity hung over these savages as a cloud of despair which effectively eclipsed every pleasure; they lived in constant dread of doing something that would bring bad luck. Superstitious savages always feared a run of good luck; they viewed such good fortune as a certain harbinger of calamity.
86:1.3 (950.5) Ο πάντα παρών αυτός φόβος της κακοτυχίας ήταν παραλυτικός. Ποιος ο λόγος να εργάζεται κάποιος σκληρά και να εισπράττει κακοτυχία – τίποτα για το κάτι – όταν μπορεί να μην κάνει τίποτα και να συναντά την καλή του τύχη – κάτι για το τίποτα; Οι απερίσκεπτοι άνθρωποι ξεχνούν την καλή τους τύχη – τη θεωρούν δεδομένη – αλλά θυμούνται με οδύνη την κακοτυχία.   86:1.3 (950.5) This ever-present dread of bad luck was paralyzing. Why work hard and reap bad luck—nothing for something—when one might drift along and encounter good luck—something for nothing? Unthinking men forget good luck—take it for granted—but they painfully remember bad luck.
86:1.4 (950.6) Ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε στην αβεβαιότητα και το συνεχή φόβο της σύμπτωσης - της κακοτυχίας. Η ζωή ήταν ένα συναρπαστικό παιχνίδι της τύχης. Η ύπαρξη ήταν ρίσκο. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι εν μέρει πολιτισμένοι άνθρωποι ακόμη πιστεύουν στην τύχη και παρουσιάζουν διαρκή προδιάθεση στο τζόγο. Ο πρωτόγονος άνθρωπος εναλλάσσετο μεταξύ δύο εν δυνάμει διεκδικήσεων: του πάθους του να κερδίσει κάτι χωρίς να δώσει τίποτε και του φόβου να μην κερδίσει τίποτα αφού θα είχε δώσει κάτι. Και το ρίσκο αυτό της ύπαρξης ήταν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και η υπέρτατη σαγήνη για τον πρωτόγονο νου του άγριου.   86:1.4 (950.6) Early man lived in uncertainty and in constant fear of chance—bad luck. Life was an exciting game of chance; existence was a gamble. It is no wonder that partially civilized people still believe in chance and evince lingering predispositions to gambling. Primitive man alternated between two potent interests: the passion of getting something for nothing and the fear of getting nothing for something. And this gamble of existence was the main interest and the supreme fascination of the early savage mind.
86:1.5 (951.1) Οι μεταγενέστεροι βοσκοί διατήρησαν τις ίδιες απόψεις πάνω στη σύμπτωση και την τύχη, ενώ οι ακόμη μετέπειτα γεωργοί είχαν μεγαλύτερη συνείδηση του ότι τα σπαρτά επηρεάζονταν άμεσα από πολλές καταστάσεις πάνω στις οποίες ο άνθρωπος δεν είχε παρά ελάχιστο, ή και καθόλου έλεγχο. Ο κτηματίας βρέθηκε θύμα της ξηρασίας, των πλημμυρών, του χαλαζιού, των καταιγίδων, των λοιμών και των ασθενειών των φυτών, καθώς επίσης της ζέστης και του κρύου. Και καθώς όλοι αυτοί οι φυσικοί παράγοντες επηρέαζαν την ατομική περιουσία, θεωρούνταν ως καλοτυχία, ή κακοτυχία.   86:1.5 (951.1) The later herders held the same views of chance and luck, while the still later agriculturists were increasingly conscious that crops were immediately influenced by many things over which man had little or no control. The farmer found himself the victim of drought, floods, hail, storms, pests, and plant diseases, as well as heat and cold. And as all of these natural influences affected individual prosperity, they were regarded as good luck or bad luck.
86:1.6 (951.2) Η αντίληψη αυτή περί της σύμπτωσης και της τύχης επέδρασε δυναμικά στη φιλοσοφία όλων των αρχαίων λαών. Ακόμη και κατά τους πρόσφατους χρόνους, στη Σοφία του Σολομώντα αναφέρεται: «Επέστρεψα και είδα ότι η φυλή δεν ήταν σε εγρήγορση, ούτε νικούσε στη μάχη, ούτε είχε ψωμί ο συνετός, ούτε πλούτη ο καλός, ούτε χάρη ο άξιος. Αλλά η μοίρα και η σύμπτωση επέδρασαν σ’ όλους. Γιατί ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τη μοίρα του. Σαν τα ψάρια που πιάνονται στο δίχτυ το κακό και σαν τα πουλιά που πιάνονται στο δόκανο, έτσι και οι γιοι του ανθρώπου πιάνονται από την κακιά στιγμή, όταν ξαφνικά πέφτει πάνω τους.»   86:1.6 (951.2) This notion of chance and luck strongly pervaded the philosophy of all ancient peoples. Even in recent times in the Wisdom of Solomon it is said: “I returned and saw that the race is not to the swift, nor the battle to the strong, neither bread to the wise, nor riches to men of understanding, nor favor to men of skill; but fate and chance befall them all. For man knows not his fate; as fishes are taken in an evil net, and as birds are caught in a snare, so are the sons of men snared in an evil time when it falls suddenly upon them.”
2. Η ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΤΩΣΗΣ ^top   2. The Personification of Chance ^top
86:2.1 (951.3) Η ανησυχία ήταν μια φυσική κατάσταση για τον άγριο νου. Όταν άνδρες και γυναίκες γίνονται θύματα υπερβολικής ανησυχίας, επιστρέφουν απλά στην φυσική κατάσταση των μακρινών προγόνων τους. Και όταν η ανησυχία γίνεται πράγματι οδυνηρή, αναστέλλει τη δραστηριότητα και αδιάκοπα θεσμοθετεί εξελικτικές αλλαγές και βιολογικές προσαρμογές. Ο πόνος και η δυστυχία είναι βασικοί παράγοντες στην προοδευτική εξέλιξη.   86:2.1 (951.3) Anxiety was a natural state of the savage mind. When men and women fall victims to excessive anxiety, they are simply reverting to the natural estate of their far-distant ancestors; and when anxiety becomes actually painful, it inhibits activity and unfailingly institutes evolutionary changes and biologic adaptations. Pain and suffering are essential to progressive evolution.
86:2.2 (951.4) Ο αγώνας για την επιβίωση είναι τόσο οδυνηρός, ώστε μερικές υποανάπτυκτες φυλές ακόμη και τώρα κλαίνε και θρηνούν σε κάθε καινούργια ανατολή. Ο πρωτόγονος άνθρωπος συνεχώς ρωτούσε «Ποιος με βασανίζει;» Μη βρίσκοντας μια υλική πηγή για τη δυστυχία του, πίστεψε σε μια πνευματική ερμηνεία. Και έτσι γεννήθηκε η θρησκεία, από το φόβο του μυστηριώδους, το δέος του αόρατου, το φόβο του άγνωστου. Ο φόβος απέναντι στη φύση έγινε, έτσι, μία συνιστώσα στον αγώνα για την ύπαρξη, αρχικά εξ αιτίας της σύμπτωσης και στη συνέχεια εξ αιτίας του μυστηρίου.   86:2.2 (951.4) The struggle for life is so painful that certain backward tribes even yet howl and lament over each new sunrise. Primitive man constantly asked, “Who is tormenting me?” Not finding a material source for his miseries, he settled upon a spirit explanation. And so was religion born of the fear of the mysterious, the awe of the unseen, and the dread of the unknown. Nature fear thus became a factor in the struggle for existence first because of chance and then because of mystery.
86:2.3 (951.5) Ο πρωτόγονος νους ήταν λογικός αλλά εμπεριείχε ελάχιστες απόψεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λογικούς συνειρμούς. Ο πρωτόγονος νους ήταν απαίδευτος, εντελώς απλοϊκός. Αν ένα γεγονός ακολουθούσε ένα άλλο, ο άγριος τα θεωρούσε αίτιο και αιτιατό. Αυτό που ο πολιτισμένος άνθρωπος θεωρεί πρόληψη, αποτελούσε απλή άγνοια για τον άγριο. Η ανθρωπότητα άργησε να μάθει ότι δεν υφίσταται, απαραίτητα, σχέση μεταξύ του σκοπού και του αποτελέσματος. Οι άνθρωποι αρχίζουν μόλις να αντιλαμβάνονται ότι οι αντιδράσεις της ύπαρξης παρουσιάζονται ανάμεσα στις πράξεις και τις συνέπειές τους. Ο άγριος προσπαθεί να προσωποποιήσει οτιδήποτε άπιαστο και μακρινό και έτσι τόσο η φύση, όσο και η σύμπτωση, προσωποποιούνται, ως στοιχεία – πνεύματα – και αργότερα, ως θεοί.   86:2.3 (951.5) The primitive mind was logical but contained few ideas for intelligent association; the savage mind was uneducated, wholly unsophisticated. If one event followed another, the savage considered them to be cause and effect. What civilized man regards as superstition was just plain ignorance in the savage. Mankind has been slow to learn that there is not necessarily any relationship between purposes and results. Human beings are only just beginning to realize that the reactions of existence appear between acts and their consequences. The savage strives to personalize everything intangible and abstract, and thus both nature and chance become personalized as ghosts—spirits—and later on as gods.
86:2.4 (951.6) Ο άνθρωπος τείνει, φυσιολογικά, να πιστέψει ότι αυτό που θεωρεί καλό για τον ίδιο είναι αυτό το οποίο βρίσκεται στα άμεσα, ή έμμεσα ενδιαφέροντά του. Η ιδιοτέλεια επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό τη λογική. Η διαφορά στη διάνοια των αγρίων και των πολιτισμένων ανθρώπων είναι περισσότερο διαφορά περιεχομένου, απ’ όσο διαφορά στη φύση, περισσότερο διαφορά βαθμού, απ’ όσο ποιότητας.   86:2.4 (951.6) Man naturally tends to believe that which he deems best for him, that which is in his immediate or remote interest; self-interest largely obscures logic. The difference between the minds of savage and civilized men is more one of content than of nature, of degree rather than of quality.
86:2.5 (951.7) Το να συνεχίσουμε, όμως, να αποδίδουμε πράγματα δύσκολα να κατανοηθούν, σε υπερφυσικά αίτια δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένας βολικός και εύκολος τρόπος για να αποφύγουμε κάθε μορφή έντονου διανοητικού έργου. Η τύχη είναι απλά ένας όρος που επινοήθηκε για να καλύψει το ανεξήγητο σε κάθε εποχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Προσδιορίζει τα φαινόμενα αυτά, στα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί, ή δεν θέλει να εισχωρήσει. Η σύμπτωση είναι μια λέξη που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πολύ αδαής, ή πολύ ανυπόμονος για να προσδιορίσει τα αίτια. Οι άνθρωποι θεωρούν ένα φυσιολογικό συμβάν ως ατύχημα, ή ως κακοτυχία μόνο όταν τους λείπει εντελώς η περιέργεια και η φαντασία, όταν οι φυλές στερούνται πρωτοβουλίας και αίσθησης περιπέτειας. Η εξερεύνηση των φαινομένων της ζωής, αργά, ή γρήγορα, καταστρέφει την πίστη του ανθρώπου στη σύμπτωση, την τύχη και τα αποκαλούμενα ατυχήματα, αντικαθιστώντας τα μ’ ένα σύμπαν νόμου και τάξης, όπου όλων των αποτελεσμάτων προηγούνται σαφείς αιτίες. Έτσι και ο φόβος της ύπαρξης αντικαθίσταται από τη χαρά της ζωής.   86:2.5 (951.7) But to continue to ascribe things difficult of comprehension to supernatural causes is nothing less than a lazy and convenient way of avoiding all forms of intellectual hard work. Luck is merely a term coined to cover the inexplicable in any age of human existence; it designates those phenomena which men are unable or unwilling to penetrate. Chance is a word which signifies that man is too ignorant or too indolent to determine causes. Men regard a natural occurrence as an accident or as bad luck only when they are destitute of curiosity and imagination, when the races lack initiative and adventure. Exploration of the phenomena of life sooner or later destroys man’s belief in chance, luck, and so-called accidents, substituting therefor a universe of law and order wherein all effects are preceded by definite causes. Thus is the fear of existence replaced by the joy of living.
86:2.6 (952.1) Ο άγριος αντιμετώπιζε το σύνολο της φύσης σαν να ήταν ζωντανό, σαν να κατείχετο από κάτι. Ο πολιτισμένος άνθρωπος εξακολουθεί να εναντιώνεται και να καταριέται τα άψυχα εκείνα πράγματα που μπαίνουν στο δρόμο του και συγκρούονται μαζί του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ουδέποτε θεώρησε κάτι ως συμπτωματικό. Πάντα υπήρχε κάτι σκόπιμο. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, ο χώρος της μοίρας, η λειτουργία της τύχης, ο κόσμος των πνευμάτων, ήταν το ίδιο ανοργάνωτος και ευκαιριακός όπως η πρωτόγονη κοινωνία. Η τύχη αντιμετωπίζετο ως η αλλοπρόσαλλη και ιδιόρρυθμη αντίδραση του κόσμου των πνευμάτων. Αργότερα, ως αστείο των θεών.   86:2.6 (952.1) The savage looked upon all nature as alive, as possessed by something. Civilized man still kicks and curses those inanimate objects which get in his way and bump him. Primitive man never regarded anything as accidental; always was everything intentional. To primitive man the domain of fate, the function of luck, the spirit world, was just as unorganized and haphazard as was primitive society. Luck was looked upon as the whimsical and temperamental reaction of the spirit world; later on, as the humor of the gods.
86:2.7 (952.2) Δεν εξελίχθηκαν, όμως, όλες οι θρησκείες από τον ανιμισμό.(*) Άλλες απόψεις περί του υπερφυσικού υπήρξαν ταυτόχρονες με τον ανιμισμό και οι πεποιθήσεις αυτές οδήγησαν, επίσης, στη λατρεία. Ο νατουραλισμός(*) δεν είναι θρησκεία. Είναι απόρροια της θρησκείας.   86:2.7 (952.2) But all religions did not develop from animism. Other concepts of the supernatural were contemporaneous with animism, and these beliefs also led to worship. Naturalism is not a religion—it is the offspring of religion.
3. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ – ΤΟ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ^top   3. Death—The Inexplicable ^top
86:3.1 (952.3) Ο θάνατος ήταν η συγκλονιστικότερη εμπειρία(*) για τον εξελισσόμενο άνθρωπο, ο πιο περίπλοκος συνδυασμός σύμπτωσης και μυστηρίου. Δεν ήταν η ιερότητα της ζωής, αλλά ο συγκλονισμός του θανάτου που ενέπνεε το φόβο και δι΄ αυτού υπέθαλψε δραστικά τη θρησκεία. Μεταξύ των αγρίων λαών, ο θάνατος κανονικά ήταν αποτέλεσμα βίας, έτσι ώστε ο μη βίαιος θάνατος να γίνει περισσότερο μυστηριώδης. Ο θάνατος, ως φυσικό και αναμενόμενο τέλος της ζωής δεν ήταν προφανής στη συνείδηση των πρωτόγονων λαών και χρειάσθηκαν αιώνες αιώνων για να κατανοήσει ο άνθρωπος το αναπόφευκτο του θανάτου.   86:3.1 (952.3) Death was the supreme shock to evolving man, the most perplexing combination of chance and mystery. Not the sanctity of life but the shock of death inspired fear and thus effectively fostered religion. Among savage peoples death was ordinarily due to violence, so that nonviolent death became increasingly mysterious. Death as a natural and expected end of life was not clear to the consciousness of primitive people, and it has required age upon age for man to realize its inevitability.
86:3.2 (952.4) Ο πρώιμος άνθρωπος ελάμβανε τη ζωή ως γεγονός, ενώ θεωρούσε το θάνατο ως κάποιο είδος δοκιμασίας. Όλες οι φυλές έχουν τους μύθους τους για ανθρώπους που δεν πέθαναν, υπολείμματα παραδόσεων της αρχικής στάσης απέναντι στο θάνατο. Ήδη στον ανθρώπινο νου υπήρχε η νεφελώδης άποψη ενός ασαφούς και ανοργάνωτου πνευματικού κόσμου, ενός χώρου απ’ όπου προέρχονταν όλα όσα ήσαν ανεξήγητα στην ανθρώπινη ζωή και ο θάνατος προστέθηκε σ’ αυτό τον μακρύ κατάλογο των ανεξήγητων φαινομένων.   86:3.2 (952.4) Early man accepted life as a fact, while he regarded death as a visitation of some sort. All races have their legends of men who did not die, vestigial traditions of the early attitude toward death. Already in the human mind there existed the nebulous concept of a hazy and unorganized spirit world, a domain whence came all that is inexplicable in human life, and death was added to this long list of unexplained phenomena.
86:3.3 (952.5) Όλες οι ανθρώπινες αρρώστιες και ο φυσικός θάνατος επιστεύετο, αρχικά, ότι οφείλονταν στην επίδραση των πνευμάτων. Ακόμη και σήμερα, μερικές πολιτισμένες φυλές θεωρούν ότι οι ασθένειες προέρχονται από τον «εχθρό» και βασίζονται σε θρησκευτικές τελετές για να πετύχουν την ίαση. Μεταγενέστερα και περισσότερο σύνθετα συστήματα θεολογίας συνεχίζουν να αποδίδουν το θάνατο στη δράση του κόσμου των πνευμάτων και όλα αυτά οδήγησαν σε δόγματα όπως η αρχική αμαρτία και η έκπτωση του ανθρώπου.   86:3.3 (952.5) All human disease and natural death was at first believed to be due to spirit influence. Even at the present time some civilized races regard disease as having been produced by “the enemy” and depend upon religious ceremonies to effect healing. Later and more complex systems of theology still ascribe death to the action of the spirit world, all of which has led to such doctrines as original sin and the fall of man.
86:3.4 (952.6) Ήταν η συνειδητοποίηση της αδυναμίας μπροστά στις πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης, μαζί με την αναγνώριση της ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στις δοκιμασίες της αρρώστιας και του θανάτου, που ανάγκασαν τον άγριο να αναζητήσει βοήθεια από τον υπερφυσικό κόσμο, τον οποίο αμυδρά φαντάζετο ως την απαρχή αυτών των μυστηριωδών αλλαγών της ζωής.   86:3.4 (952.6) It was the realization of impotency before the mighty forces of nature, together with the recognition of human weakness before the visitations of sickness and death, that impelled the savage to seek for help from the supermaterial world, which he vaguely visualized as the source of these mysterious vicissitudes of life.
4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ-ΣΩΤΗΡΙΑΣ ^top   4. The Death-Survival Concept ^top
86:4.1 (952.7) Η ιδέα μιας υπερφυσικής φάσης της ανθρώπινης προσωπικότητας δημιουργήθηκε από τον ασύνειδο και καθαρά συμπτωματικό συσχετισμό περιστατικών της καθημερινής ζωής με τα όνειρα για τις ψυχές. Το να ονειρεύονται ταυτόχρονα τον νεκρό αργηχό τους πολλά μέλη της φυλής του, φαινόταν να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο παλιός αρχηγός είχε πραγματικά επιστρέψει με κάποια μορφή. Όλα αυτά ήταν παραπάνω από πραγματικά για τους άγριους που ξυπνούσαν μετά από ένα τέτοιο όνειρο στάζοντας στον ιδρώτα, τρέμοντας και ουρλιάζοντας.   86:4.1 (952.7) The concept of a supermaterial phase of mortal personality was born of the unconscious and purely accidental association of the occurrences of everyday life plus the ghost dream. The simultaneous dreaming about a departed chief by several members of his tribe seemed to constitute convincing evidence that the old chief had really returned in some form. It was all very real to the savage who would awaken from such dreams reeking with sweat, trembling, and screaming.
86:4.2 (953.1) Η απαρχή των ονείρων πάνω στην πίστη για τη μέλλουσα ζωή εξηγεί την τάση του να φαντάζεται ο άνθρωπος, πάντα, τα αόρατα πράγματα συσχετίζοντάς τα πράγματα που γνωρίζει. Και τώρα πλέον, αυτή η καινούργια αντίληψη για τα όνειρα-τις ψυχές-τη μέλλουσα ζωή άρχισε δραστικά να λειτουργεί σαν αντίδοτο στο φόβο του θανάτου που σχετίζετο με το βιολογικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης.   86:4.2 (953.1) The dream origin of the belief in a future existence explains the tendency always to imagine unseen things in the terms of things seen. And presently this new dream-ghost-future-life concept began effectively to antidote the death fear associated with the biologic instinct of self-preservation.
86:4.3 (953.2) Ο πρώιμος άνθρωπος ενδιαφέρετο, επίσης, πολύ για την αναπνοή του, ιδιαίτερα στα ψυχρά κλίματα, όπου έμοιαζε με σύννεφο, όταν έβγαινε. Η ανάσα της ζωής εθεωρείτο ως το μοναδικό φαινόμενο που διαχώριζε τους ζωντανούς από τους νεκρούς. Ο άνθρωπος γνώριζε ότι η ανάσα άφηνε το σώμα και τα όνειρά του, όπου έκανε κάθε είδους παράξενο πράγμα ενώ κοιμόταν, τον έπεισαν ότι υπάρχει κάτι μη υλικό σε μια ανθρώπινη ύπαρξη. Η πλέον πρωτόγονη άποψη πάνω στην ανθρώπινη ψυχή, το πνεύμα, του νεκρού, προήλθε από το σύνολο των ιδεών περί αναπνοής-ονείρου.   86:4.3 (953.2) Early man was also much concerned about his breath, especially in cold climates, where it appeared as a cloud when exhaled. The breath of life was regarded as the one phenomenon which differentiated the living and the dead. He knew the breath could leave the body, and his dreams of doing all sorts of queer things while asleep convinced him that there was something immaterial about a human being. The most primitive idea of the human soul, the ghost, was derived from the breath-dream idea-system.
86:4.4 (953.3) Με τον καιρό ο άγριος αντελήφθη τον εαυτό του ως διττής υπόστασης – σώματος και αναπνοής. Η αναπνοή χωρίς το σώμα εξισούτο με ένα πνεύμα, το πνεύμα του νεκρού.(*) Ενώ έχουν μια εντελώς σαφή ανθρώπινη προέλευση, τα φαντάσματα, ή πνεύματα, θεωρούνταν υπερανθρώπινα. Και η πίστη αυτή στην ύπαρξη των ασώματων πνευμάτων φαίνεται να εξηγεί την εμφάνιση του ασυνήθιστου, του εξαιρετικού, του σπάνιου και του ανεξήγητου.   86:4.4 (953.3) Eventually the savage conceived of himself as a double—body and breath. The breath minus the body equaled a spirit, a ghost. While having a very definite human origin, ghosts, or spirits, were regarded as superhuman. And this belief in the existence of disembodied spirits seemed to explain the occurrence of the unusual, the extraordinary, the infrequent, and the inexplicable.
86:4.5 (953.4) Το πρωτόγονο δόγμα της μετά θάνατον σωτηρίας δεν αποτελούσε κατ’ ανάγκην πίστη στην αθανασία. Πλάσματα που δεν μπορούσαν να μετρήσουν πέρα από το είκοσι δεν μπορούσαν να συλλάβουν το άπειρο και την αιωνιότητα. Πίστευαν περισσότερο σε επαναλαμβανόμενες ενσαρκώσεις.   86:4.5 (953.4) The primitive doctrine of survival after death was not necessarily a belief in immortality. Beings who could not count over twenty could hardly conceive of infinity and eternity; they rather thought of recurring incarnations.
86:4.6 (953.5) Η πορτοκαλόχρωμη φυλή είχε ιδιαίτερη πίστη στην μεταμόρφωση(*) και τη μετενσάρκωση. Η ιδέα αυτή της μετενσάρκωσης προήλθε από την παρατήρηση της ομοιότητας στην μορφή και τις τάσεις των απογόνων προς τους προγόνους τους. Το έθιμο να δίνουν στα παιδιά το όνομα του παππού τους καθώς και των άλλων προπατόρων τους οφείλετο στην πίστη στη μετενσάρκωση. Ορισμένες μεταγενέστερες φυλές πίστευαν ότι ο άνθρωπος πέθαινε από τρεις ως επτά φορές. Η πεποίθηση αυτή (κατάλοιπο των διδαχών του Αδάμ περί των κόσμων-δωμάτων) καθώς και πολλά άλλα κατάλοιπα της δι’ αποκαλύψεως θρησκείας, μπορούν να βρεθούν στα, κατά τα λοιπά ανόητα, δόγματα των βαρβάρων του εικοστού αιώνα.   86:4.6 (953.5) The orange race was especially given to belief in transmigration and reincarnation. This idea of reincarnation originated in the observance of hereditary and trait resemblance of offspring to ancestors. The custom of naming children after grandparents and other ancestors was due to belief in reincarnation. Some later-day races believed that man died from three to seven times. This belief (residual from the teachings of Adam about the mansion worlds), and many other remnants of revealed religion, can be found among the otherwise absurd doctrines of twentieth-century barbarians.
86:4.7 (953.6) Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν εμφορείτο από ιδέες περί κόλασης, ή μέλλουσας τιμωρίας. Ο άγριος αντιμετώπιζε τη μέλλουσα ζωή ακριβώς όπως την παρούσα, πλην της κακοτυχίας. Αργότερα, συνέλαβε ένα ξεχωριστό πεπρωμένο για τις καλές ψυχές και τις κακές ψυχές – τον παράδεισο και την κόλαση. Επειδή, όμως, πολλές πρωτόγονες φυλές πίστευαν ότι ο άνθρωπος εισέρχεται στην επόμενη ζωή, όπως ακριβώς εγκατέλειπε την παρούσα, δεν απολάμβαναν την ιδέα να γεράσουν και να φθαρούν. Οι ηλικιωμένοι προτιμούσαν καλύτερα να σκοτωθούν πριν καταβληθούν πολύ.   86:4.7 (953.6) Early man entertained no ideas of hell or future punishment. The savage looked upon the future life as just like this one, minus all ill luck. Later on, a separate destiny for good ghosts and bad ghosts—heaven and hell—was conceived. But since many primitive races believed that man entered the next life just as he left this one, they did not relish the idea of becoming old and decrepit. The aged much preferred to be killed before becoming too infirm.
86:4.8 (953.7) Σχεδόν κάθε φυλή είχε μια διαφορετική άποψη πάνω στη μοίρα της ψυχής. Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι αδύναμοι άνθρωποι σίγουρα έχουν αδύναμη ψυχή. Έτσι εφηύραν τον Άδη ως το κατάλληλο μέρος για την υποδοχή αυτών των αδύναμων ψυχών. Αυτά τα χωρίς δύναμη είδη υποτίθεται, επίσης, ότι είχαν μικρότερες σκιές. Οι πρώιμοι Ανδίτες πίστευαν ότι η ψυχή τους επιστρέφει στην προγονική γη. Οι Κινέζοι και οι Αιγύπτιοι πίστευαν κάποτε ότι η ψυχή και το σώμα παραμένουν μαζί. Αυτό οδήγησε τους Αιγύπτιους στην προσεκτική κατασκευή των τύμβων και στην προσπάθεια διατήρησης του σώματος. Ακόμη και οι σύγχρονοι λαοί προσπαθούν να εμποδίσουν την αποσύνθεση των νεκρών. Οι Εβραίοι πίστευαν ότι ένα φασματικό αντίγραφο του ατόμου κατέβαινε στο Σεόλ.(*) Δεν μπορούσε να επιστρέψει στη γη των ζωντανών. Πραγματοποίησαν, έτσι, τη σημαντική αυτή πρόοδο στο δόγμα της εξέλιξης της ψυχής.   86:4.8 (953.7) Almost every group had a different idea regarding the destiny of the ghost soul. The Greeks believed that weak men must have weak souls; so they invented Hades as a fit place for the reception of such anemic souls; these unrobust specimens were also supposed to have shorter shadows. The early Andites thought their ghosts returned to the ancestral homelands. The Chinese and Egyptians once believed that soul and body remained together. Among the Egyptians this led to careful tomb construction and efforts at body preservation. Even modern peoples seek to arrest the decay of the dead. The Hebrews conceived that a phantom replica of the individual went down to Sheol; it could not return to the land of the living. They did make that important advance in the doctrine of the evolution of the soul.
5. Η ΕΝΝΟΙΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ-ΨΥΧΗΣ ^top   5. The Ghost-Soul Concept ^top
86:5.1 (953.8) Το μη υλικό μέρος το ανθρώπου απεκλήθη με διάφορα ονόματα, πνεύμα του νεκρού, πνεύμα, σκιά, φάντασμα, όραμα και αργότερα, ψυχή. Η ψυχή ήταν το αντίστοιχο του πρώιμου ανθρώπου στα όνειρα. Ήταν, από κάθε άποψη, ακριβώς όπως ο ίδιος ο άνθρωπος, εκτός του ότι δεν ήταν απτή. Η πίστη στο ονειρικό δισυπόστατο οδήγησε άμεσα στην άποψη ότι όλα τα πράγματα, ζώντα και μη, διαθέτουν ψυχή, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Η άποψη αυτή έτεινε να διαιωνίσει τις πεποιθήσεις περί φύσης-πνεύματος. Οι Εσκιμώοι ακόμη πιστεύουν ότι τα πάντα στη φύση έχουν πνεύμα.   86:5.1 (953.8) The nonmaterial part of man has been variously termed ghost, spirit, shade, phantom, specter, and latterly soul. The soul was early man’s dream double; it was in every way exactly like the mortal himself except that it was not responsive to touch. The belief in dream doubles led directly to the notion that all things animate and inanimate had souls as well as men. This concept tended long to perpetuate the nature-spirit beliefs; the Eskimos still conceive that everything in nature has a spirit.
86:5.2 (954.1) Το πνεύμα του νεκρού-ψυχή μπορεί να γίνει αντιληπτό δια της ακοής και της όρασης, αλλά όχι δια της αφής. Σταδιακά η ζωή στα όνειρα μιας φυλής ανέπτυξε και διεύρυνε τις δραστηριότητες του εξελισσόμενου αυτού πνευματικού κόσμου, ώστε ο θάνατος να θεωρηθεί, τελικά, ως «παράδοση του πνεύματος.» Όλες οι πρωτόγονες φυλές, εκτός των ελαχίστων εκείνων που βρίσκονταν μόλις πάνω από τα ζώα, ανέπτυξαν κάποια έννοια περί ψυχής. Καθώς ο πολιτισμός προοδεύει, η προληπτική αυτή άποψη της ψυχής χάνεται και ο άνθρωπος εξαρτάται απόλυτα από την αποκάλυψη και την ατομική θρησκευτική εμπειρία για τη νέα του άποψη περί ψυχής, ως την από κοινού δημιουργία του γνωρίζοντος το Θεό θνητού νου και του ενοικούντος θείου πνεύματος, του Προσαρμοστή της Σκέψης.   86:5.2 (954.1) The ghost soul could be heard and seen, but not touched. Gradually the dream life of the race so developed and expanded the activities of this evolving spirit world that death was finally regarded as “giving up the ghost.” All primitive tribes, except those little above animals, have developed some concept of the soul. As civilization advances, this superstitious concept of the soul is destroyed, and man is wholly dependent on revelation and personal religious experience for his new idea of the soul as the joint creation of the God-knowing mortal mind and its indwelling divine spirit, the Thought Adjuster.
86:5.3 (954.2) Οι πρώιμοι άνθρωποι αδυνατούσαν συνήθως να διαχωρίσουν την έννοια ενός ενοικούντος πνεύματος και μιας ψυχής εξελικτικής φύσης. Οι άγριοι ήσαν πολύ μπερδεμένοι ως προς το εάν το φάντασμα-ψυχή είχε δημιουργηθεί στο σώμα, ή αν ήταν μια εξωτερική επενέργεια που κατείχε το σώμα. Η απουσία λογικής σκέψης υπό την παρουσία της περιπλοκότητας εξηγεί τις σοβαρές ανακολουθίες της άποψης των αγρίων περί ψυχής, φαντασμάτων και πνευμάτων.   86:5.3 (954.2) Early mortals usually failed to differentiate the concepts of an indwelling spirit and a soul of evolutionary nature. The savage was much confused as to whether the ghost soul was native to the body or was an external agency in possession of the body. The absence of reasoned thought in the presence of perplexity explains the gross inconsistencies of the savage view of souls, ghosts, and spirits.
86:5.4 (954.3) Η ψυχή επιστεύετο ότι σχετίζετο με το σώμα, όπως το άρωμα με το λουλούδι. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή μπορούσε να εγκαταλείψει το σώμα με διάφορους τρόπους, όπως:   86:5.4 (954.3) The soul was thought of as being related to the body as the perfume to the flower. The ancients believed that the soul could leave the body in various ways, as in:
86:5.5 (954.4) 1. Με την συνήθη, παροδική λιποθυμία.   86:5.5 (954.4) 1. Ordinary and transient fainting.
86:5.6 (954.5) 2. με τον ύπνο, το φυσιολογικό όνειρο.   86:5.6 (954.5) 2. Sleeping, natural dreaming.
86:5.7 (954.6) 3. Με το κώμα και την έλλειψη συνείδησης που σχετίζεται με τις ασθένειες και τα ατυχήματα.   86:5.7 (954.6) 3. Coma and unconsciousness associated with disease and accidents.
86:5.8 (954.7) 4. Με τον θάνατο, την μόνιμη αναχώρηση.   86:5.8 (954.7) 4. Death, permanent departure.
86:5.9 (954.8) Οι άγριοι θεωρούσαν το φτάρνισμα ως ατελέσφορη προσπάθεια της ψυχής να φύγει από το σώμα. Μένοντας ξύπνιο και σε επιφυλακή, το σώμα μπορούσε να εμποδίσει την επιχειρούμενη φυγή της ψυχής. Αργότερα, το φτάρνισμα συνοδεύετο πάντα από μια θρησκευτική έκφραση, όπως, «με τις υγείες σου.»(*)   86:5.9 (954.8) The savage looked upon sneezing as an abortive attempt of the soul to escape from the body. Being awake and on guard, the body was able to thwart the soul’s attempted escape. Later on, sneezing was always accompanied by some religious expression, such as “God bless you!”
86:5.10 (954.9) Από πολύ νωρίς στην εξέλιξη ο ύπνος θεωρήθηκε ως απόδειξη του ότι το φάντασμα-ψυχή μπορούσε να λείψει από το σώμα ενώ επιστεύετο ότι μπορούσε να ανακληθεί αν έλεγε, κάποιος, ή φώναζε το όνομα του κοιμώμενου. Σε άλλες μορφές ασυνειδησίας επιστεύετο ότι η ψυχή βρισκόταν ακόμη μακρύτερα, προσπαθώντας, ίσως, να φύγει για πάντα – ο επικείμενος θάνατος. Τα όνειρα θεωρούνταν εμπειρίες της ψυχής κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ προσωρινά έλειπε από το σώμα. Ο άγριος πιστεύει ότι τα όνειρά του είναι εξ ίσου αληθινά με τις εμπειρίες του όταν είναι ξύπνιος. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να ξυπνούν τους κοιμώμενους σταδιακά, ώστε η ψυχή να βρει το χρόνο να επιστρέψει το σώμα.   86:5.10 (954.9) Early in evolution sleep was regarded as proving that the ghost soul could be absent from the body, and it was believed that it could be called back by speaking or shouting the sleeper’s name. In other forms of unconsciousness the soul was thought to be farther away, perhaps trying to escape for good—impending death. Dreams were looked upon as the experiences of the soul during sleep while temporarily absent from the body. The savage believes his dreams to be just as real as any part of his waking experience. The ancients made a practice of awaking sleepers gradually so that the soul might have time to get back into the body.
86:5.11 (954.10) Σε όλους τους αιώνες οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με δέος τα φαντάσματα της νύχτας, και οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Πίστευαν πραγματικά ότι ο Θεός τους μιλούσε στα όνειρά τους, παρά τις νουθεσίες του Μωυσή εναντίον αυτής της άποψης. Και ο Μωυσής είχε δίκιο, αφού τα συνηθισμένα όνειρα δεν ανήκουν στις μεθόδους που μετέρχονται οι προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου όταν προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τις υλικές υπάρξεις.   86:5.11 (954.10) All down through the ages men have stood in awe of the apparitions of the night season, and the Hebrews were no exception. They truly believed that God spoke to them in dreams, despite the injunctions of Moses against this idea. And Moses was right, for ordinary dreams are not the methods employed by the personalities of the spiritual world when they seek to communicate with material beings.
86:5.12 (954.11) Οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές μπορούν να μπουν στα ζώα, ή ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα. Τούτο αποκορυφώθηκε στην ιδέα της λυκανθρωπίας, όπου υπήρχε ταύτιση με το ζώο. Ένα άτομο μπορούσε την ημέρα να είναι ένας νομοταγής πολίτης, αλλά όταν κοιμόταν, η ψυχή του μπορούσε να μπει σ’ ένα λύκο, ή σε κάποιο άλλο ζώο για να βρει τη λεία της στις νυκτερινές αρπαγές.   86:5.12 (954.11) The ancients believed that souls could enter animals or even inanimate objects. This culminated in the werewolf ideas of animal identification. A person could be a law-abiding citizen by day, but when he fell asleep, his soul could enter a wolf or some other animal to prowl about on nocturnal depredations.
86:5.13 (955.1) Οι πρωτόγονοι άνθρωποι πίστευαν ότι η ψυχή συνδέετο με την αναπνοή και ότι οι ιδιότητές της μπορούσαν να μεταδοθούν, ή να μεταφερθούν δια της αναπνοής. Οι γενναίοι αρχηγοί ανάσαιναν πάνω από το νεογέννητο παιδί, μεταδίδοντάς του, έτσι, θάρρος. Στους πρώτους Χριστιανούς, η τελετή της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος συνοδεύετο από την εκπνοή επί των υποψηφίων. Λέει ο Ψαλμωδός: «Με το λόγο του Κυρίου έγιναν οι ουρανοί και όλα όσα τους κατοικούν με την αναπνοή του στόματός του.» Υπήρξε για αιώνες έθιμο οι μεγαλύτεροι γιοι να προσπαθούν να πιάσουν την τελευταία ανάσα του πατέρα τους που πέθαινε.   86:5.13 (955.1) Primitive men thought that the soul was associated with the breath, and that its qualities could be imparted or transferred by the breath. The brave chief would breathe upon the newborn child, thereby imparting courage. Among early Christians the ceremony of bestowing the Holy Spirit was accompanied by breathing on the candidates. Said the Psalmist: “By the word of the Lord were the heavens made and all the host of them by the breath of his mouth.” It was long the custom of the eldest son to try to catch the last breath of his dying father.
86:5.14 (955.2) Η σκιά ήλθε, αργότερα, για να αποτελέσει αντικείμενο φόβου και να τιμηθεί εξ ίσου με την αναπνοή. Η αντανάκλαση ενός ανθρώπου στο νερό εθεωρείτο, επίσης, μερικές φορές ως απόδειξη του δισυπόστατου του εαυτού και οι καθρέπτες αντιμετωπίζονταν με προληπτικό δέος. Ακόμη και σήμερα, πολλοί πολιτισμένοι άνθρωποι γυρίζουν τους καθρέφτες προς τον τοίχο όταν πεθάνει κάποιος. Ορισμένες υποανάπτυκτες φυλές πιστεύουν ακόμη ότι το να φτιάχνει κανείς εικόνες, ζωγραφιές, μακέτες, ή απεικονίσεις αφαιρεί ένα μέρος, ή και ολόκληρη την ψυχή από το σώμα. Και γι’ αυτό, όλα τούτα απαγορεύονται.   86:5.14 (955.2) The shadow came, later on, to be feared and revered equally with the breath. The reflection of oneself in the water was also sometimes looked upon as proof of the double self, and mirrors were regarded with superstitious awe. Even now many civilized persons turn the mirror to the wall in the event of death. Some backward tribes still believe that the making of pictures, drawings, models, or images removes all or a part of the soul from the body; hence such are forbidden.
86:5.15 (955.3) Γενικά επιστεύετο ότι η ψυχή ταυτίζετο με την αναπνοή, αλλά εντοπίζετο, επίσης, από διάφορους λαούς στο κεφάλι, τα μαλλιά, την καρδιά, το συκώτι, το αίμα και το λίπος. Η «κραυγή του αίματος του Άβελ από τον τάφο» εκφράζει την αλλοτινή πεποίθηση στην παρουσία της ψυχής μέσα στο αίμα. Οι Σιμίτες δίδασκαν ότι η ψυχή κατοικούσε στο λίπος του σώματος και μεταξύ πολλών η βρώση του λίπους των ζώων ήταν απαγορευμένη. Το κυνήγι των κεφαλών ήταν μια μέθοδος για να συλληφθεί η ψυχή του εχθρού, όπως ήταν και η αφαίρεση του δέρματος του κρανίου. Τα πρόσφατους καιρούς τα μάτια θεωρούνταν τα παράθυρα της ψυχής.   86:5.15 (955.3) The soul was generally thought of as being identified with the breath, but it was also located by various peoples in the head, hair, heart, liver, blood, and fat. The “crying out of Abel’s blood from the ground” is expressive of the onetime belief in the presence of the ghost in the blood. The Semites taught that the soul resided in the bodily fat, and among many the eating of animal fat was taboo. Head hunting was a method of capturing an enemy’s soul, as was scalping. In recent times the eyes have been regarded as the windows of the soul.
86:5.16 (955.4) Εκείνοι που υποστήριζαν το δόγμα των τριών, ή τεσσάρων ψυχών πίστευαν ότι η απώλεια μιας ψυχής σήμαινε δυσφορία, δύο ψυχών αρρώστια, τριών ψυχών, θάνατο. Μία ψυχή υπήρχε στην αναπνοή, μία στο κεφάλι μία στα μαλλιά και μία στην καρδιά. Οι ασθενείς ήσαν ψυχές που αμάρτησαν. Οι μεγαλύτεροι μάγοι υποτίθεται ότι αντάλλασσαν την άρρωστη ψυχή του νεκρού ατόμου με μία καινούργια, την «καινούργια γέννηση.»   86:5.16 (955.4) Those who held the doctrine of three or four souls believed that the loss of one soul meant discomfort, two illness, three death. One soul lived in the breath, one in the head, one in the hair, one in the heart. The sick were advised to stroll about in the open air with the hope of recapturing their strayed souls. The greatest of the medicine men were supposed to exchange the sick soul of a diseased person for a new one, the “new birth.”
86:5.17 (955.5) Τα παιδιά των Μπαντονάν ανέπτυξαν την πίστη σε δύο ψυχές, την αναπνοή και τη σκιά. Οι πρώιμες φυλές των Νοδιτών θεωρούσαν τον άνθρωπο ως αποτελούμενοι από δύο πρόσωπα, την ψυχή και το σώμα. Αυτή η φιλοσοφία για την ανθρώπινη υπόσταση εκφράσθηκε αργότερα στην άποψη των Ελλήνων. Οι ίδιοι οι Έλληνες πίστευαν σε τρεις ψυχές. Η φυτική κατοικούσε στο στομάχι, η ζωώδης στην καρδιά και η πνευματική στο κεφάλι. Οι Εσκιμώοι πίστευαν ότι ο άνθρωπος έχει τρία μέρη: σώμα, ψυχή και όνομα.   86:5.17 (955.5) The children of Badonan developed a belief in two souls, the breath and the shadow. The early Nodite races regarded man as consisting of two persons, soul and body. This philosophy of human existence was later reflected in the Greek viewpoint. The Greeks themselves believed in three souls; the vegetative resided in the stomach, the animal in the heart, the intellectual in the head. The Eskimos believe that man has three parts: body, soul, and name.
6. ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ-ΨΥΧΗΣ ^top   6. The Ghost-Spirit Environment ^top
86:6.1 (955.6) Ο άνθρωπος κληρονόμησε ένα φυσικό περιβάλλον, απέκτησε κοινωνικό περιβάλλον και ονειρεύτηκε ένα περιβάλλον για τα πνεύματα των νεκρών. Το κράτος αποτελεί την αντίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, η εστία στο κοινωνικό περιβάλλον και η εκκλησία στο ψευδαισθητικό περιβάλλον των φαντασμάτων.   86:6.1 (955.6) Man inherited a natural environment, acquired a social environment, and imagined a ghost environment. The state is man’s reaction to his natural environment, the home to his social environment, the church to his illusory ghost environment.
86:6.2 (955.7) Από πολύ νωρίς στην ιστορία της ανθρωπότητας οι πραγματικότητες του ψευδαισθητικού κόσμου των φαντασμάτων και των πνευμάτων έγιναν παγκόσμιες πεποιθήσεις και αυτός ο πρόσφατα δημιουργημένος πνευματικός κόσμος έγινε δύναμη στην πρωτόγονη κοινωνία. Η διανοητική και ηθική ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας άλλαξε για πάντα με την εμφάνιση αυτού του νέου παράγοντα στην ανθρώπινη σκέψη και δράση.   86:6.2 (955.7) Very early in the history of mankind the realities of the imaginary world of ghosts and spirits became universally believed, and this newly imagined spirit world became a power in primitive society. The mental and moral life of all mankind was modified for all time by the appearance of this new factor in human thinking and acting.
86:6.3 (955.8) Μέσα σ’ αυτή τη μείζονα περιοχή της αυταπάτης και της άγνοιας, ο ανθρώπινος φόβος συγκέντρωσε όλες τις μετέπειτα προλήψεις και θρησκείες των πρωτόγονων λαών. Αυτή υπήρξε η μοναδική θρησκεία του ανθρώπου ως την εποχή της αποκάλυψης και σήμερα πολλές από τις φυλές του κόσμου διαθέτουν μόνο αυτή τη σκληρή θρησκεία της εξέλιξης.   86:6.3 (955.8) Into this major premise of illusion and ignorance, mortal fear has packed all of the subsequent superstition and religion of primitive peoples. This was man’s only religion up to the times of revelation, and today many of the world’s races have only this crude religion of evolution.
86:6.4 (955.9) Καθώς η εξέλιξη προχωρούσε, η καλή τύχη συνδέθηκε με τα καλά πνεύματα και η κακή τύχη με τα κακά πνεύματα. Η δυσφορία της αναγκαστικής προσαρμογής σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον θεωρήθηκε ως κακοτυχία, ως δυσαρέσκεια των πνευμάτων-φαντασμάτων. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προήγαγε με αργό ρυθμό τη θρησκεία μέσα από την εγγενή παρόρμησή του για λατρεία και την παρανόησή του πάνω στην κακοτυχία. Ο πολιτισμένος άνθρωπος διαθέτει ασφαλιστικές δικλείδες για να αντιπαρέρχεται αυτά τα τυχαία συμβάντα. Η σύγχρονη επιστήμη τοποθετεί έναν λογιστή με μαθηματικούς υπολογισμούς στη θέση των φανταστικών πνευμάτων και των ιδιότροπων θεών.   86:6.4 (955.9) As evolution progressed, good luck became associated with good spirits and bad luck with bad spirits. The discomfort of enforced adaptation to a changing environment was regarded as ill luck, the displeasure of the spirit ghosts. Primitive man slowly evolved religion out of his innate worship urge and his misconception of chance. Civilized man provides schemes of insurance to overcome these chance occurrences; modern science puts an actuary with mathematical reckoning in the place of fictitious spirits and whimsical gods.
86:6.5 (956.1) Κάθε γενιά που περνά χαμογελά με τις ανόητες προλήψεις των προπατόρων της, ενώ εξακολουθεί να εμφορείται από τις πλάνες της σκέψης και της λατρείας που θα προκαλέσουν το χαμόγελο εκ μέρους των διαφωτισμένων απογόνων.   86:6.5 (956.1) Each passing generation smiles at the foolish superstitions of its ancestors while it goes on entertaining those fallacies of thought and worship which will give cause for further smiling on the part of enlightened posterity.
86:6.6 (956.2) Τελικά, όμως, ο νους του πρωτόγονου ανθρώπου κατελήφθη από σκέψεις που υπερέβησαν όλες τις κληρονομικές, βιολογικές παρορμήσεις του. Τελικά ο άνθρωπος επρόκειτο να αναπτύξει ένα τρόπο ζωής βασισμένο σε κάτι περισσότερο από αντίδραση στα υλικά ερεθίσματα. Η απαρχή ενός τρόπου(*) πρωτόγονης φιλοσοφημένης ζωής ανεδύετο. Ένα υπερφυσικό πρότυπο ζωής επρόκειτο να εμφανισθεί, αφού, εάν το πνεύμα-φάντασμα επιβάλλει, όταν οργίζεται, κακοτυχία, ενώ όταν ευχαριστείται, καλοτυχία, τότε η ανθρώπινη συμπεριφορά πρέπει να ρυθμιστεί ανάλογα. Η έννοια του καλού και του κακού είχε, τουλάχιστον, αναπτυχθεί. Και όλα τούτα, πολύ πριν από την εποχή οποιασδήποτε αποκάλυψης στη γη.   86:6.6 (956.2) But at last the mind of primitive man was occupied with thoughts which transcended all of his inherent biologic urges; at last man was about to evolve an art of living based on something more than response to material stimuli. The beginnings of a primitive philosophic life policy were emerging. A supernatural standard of living was about to appear, for, if the spirit ghost in anger visits ill luck and in pleasure good fortune, then must human conduct be regulated accordingly. The concept of right and wrong had at last evolved; and all of this long before the times of any revelation on earth.
86:6.7 (956.3) Με την εμφάνιση αυτών των εννοιών, άρχισε ο μακραίωνος και μάταιος αγώνας να εξευμενισθούν τα πάντα δυσαρεστημένα πνεύματα, τα δουλικά δεσμά του εξελικτικού θρησκευτικού φόβου, η μακραίωνη αυτή σπατάλη της ανθρώπινης προσπάθειας σε τάφους, ναούς, θυσίες και κλήρο. Ήταν ένα τρομερό και φριχτό τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, αλλά άξιζε τον κόπο, αφού ο άνθρωπος δι’ αυτού επέτυχε μία φυσική συνειδητοποίηση του σχετικού ορθού και λάθους. Η ανθρώπινη ηθική είχε γεννηθεί!   86:6.7 (956.3) With the emergence of these concepts, there was initiated the long and wasteful struggle to appease the ever-displeased spirits, the slavish bondage to evolutionary religious fear, that long waste of human effort upon tombs, temples, sacrifices, and priesthoods. It was a terrible and frightful price to pay, but it was worth all it cost, for man therein achieved a natural consciousness of relative right and wrong; human ethics was born!
7. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΟΝΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ^top   7. The Function of Primitive Religion ^top
86:7.1 (956.4) Ο πρωτόγονος ένοιωθε την ανάγκη της εξασφάλισης και γι’ αυτό εκούσια πλήρωνε το βαρύ τίμημα του φόβου, της πρόληψης, του τρόμου και των δώρων στον κλήρο για να αποκτήσει το συμβόλαιο της μαγικής ασφάλισης ενάντια στην κακοτυχία. Η πρωτόγονη θρησκεία ήταν απλά η πληρωμή των ασφαλίστρων για τη διασφάλιση έναντι των κινδύνων των δασών. Ο πολιτισμένος άνθρωπος πληρώνει υλικά ασφάλιστρα έναντι των εργατικών ατυχημάτων και των επειγουσών αναγκών του σύγχρονου τρόπου ζωής.   86:7.1 (956.4) The savage felt the need of insurance, and he therefore willingly paid his burdensome premiums of fear, superstition, dread, and priest gifts toward his policy of magic insurance against ill luck. Primitive religion was simply the payment of premiums on insurance against the perils of the forests; civilized man pays material premiums against the accidents of industry and the exigencies of modern modes of living.
86:7.2 (956.5) Η σύγχρονη κοινωνία αφαιρεί την ευθύνη της ασφάλειας από το χώρο των κληρικών και της θρησκείας, τοποθετώντας την στο χώρο της οικονομίας. Η θρησκεία απασχολείται η ίδια ολοένα και περισσότερο με την εξασφάλιση της μετά θάνατον ζωής. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι σκεπτόμενοι, τουλάχιστον, δεν πληρώνουν, πλέον, μάταια ασφάλιστρα για να ελέγξουν την τύχη. Η θρησκεία ανελίσσεται αργά σε ανώτερα φιλοσοφικά επίπεδα σε αντίθεση με την παλαιότερη λειτουργία της, ως πλαίσιο ασφάλισης έναντι της κακοτυχίας.   86:7.2 (956.5) Modern society is removing the business of insurance from the realm of priests and religion, placing it in the domain of economics. Religion is concerning itself increasingly with the insurance of life beyond the grave. Modern men, at least those who think, no longer pay wasteful premiums to control luck. Religion is slowly ascending to higher philosophic levels in contrast with its former function as a scheme of insurance against bad luck.
86:7.3 (956.6) Οι αρχαίες, όμως, αυτές απόψεις της θρησκείας απέτρεψαν τον άνθρωπο από το να γίνει μοιρολατρικά και χωρίς ελπίδα πεσιμιστής. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι μπορούσαν τουλάχιστον να κάνουν κάτι για να επηρεάσουν το πεπρωμένο. Η θρησκεία του φόβου των φαντασμάτων έδωσε την εντύπωση στους ανθρώπους ότι όφειλαν να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους, ότι υπήρχε ένας υπεράνω της ύλης κόσμος ο οποίος ήλεγχε το ανθρώπινο πεπρωμένο.   86:7.3 (956.6) But these ancient ideas of religion prevented men from becoming fatalistic and hopelessly pessimistic; they believed they could at least do something to influence fate. The religion of ghost fear impressed upon men that they must regulate their conduct, that there was a supermaterial world which was in control of human destiny.
86:7.4 (956.7) Οι σύγχρονες πολιτισμένες φυλές αναδύονται μόλις από το φόβο των φαντασμάτων ως ερμηνεία της τύχης και των καθημερινών μεταβολών της ύπαρξης. Η ανθρωπότητα κατορθώνει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του να ερμηνεύουν την κακοτυχία με το φόβο των πνευμάτων. Όσο, όμως, οι άνθρωποι παραδίδονται στο εσφαλμένο δόγμα του πνευματικού αιτίου για τις μεταβολές της ζωής, επιδεικνύουν μία εκπληκτική προθυμία να αποδεχθούν μια σχεδόν εξ ίσου εσφαλμένη διδασκαλία, η οποία τους κάνει να αποδίδουν όλες τις ανθρώπινες ανισότητες σε πολιτική δυσπροσαρμοστικότητα, κοινωνική αδικία και επιχειρησιακό ανταγωνισμό. Ωστόσο η καινούργια νομοθεσία, η αυξανόμενη φιλανθρωπία και η μεγαλύτερη βιομηχανική αναδιοργάνωση, όσο και αν είναι καλές από μόνες τους, δεν θα επανορθώσουν το γεγονός της γέννησης και τα ατυχήματα της ζωής. Μόνο η κατανόηση των γεγονότων και ο συνετός χειρισμός εντός των φυσικών νόμων θα κάνει τον άνθρωπο ικανό να πάρει αυτό που θέλει και να αποφύγει εκείνο που δεν θέλει. Η επιστημονική γνώση, που οδηγεί στην επιστημονική δράση, είναι το μοναδικό αντίδοτο στις αποκαλούμενες συμπτωματικές κακοτυχίες.   86:7.4 (956.7) Modern civilized races are just emerging from ghost fear as an explanation of luck and the commonplace inequalities of existence. Mankind is achieving emancipation from the bondage of the ghost-spirit explanation of ill luck. But while men are giving up the erroneous doctrine of a spirit cause of the vicissitudes of life, they exhibit a surprising willingness to accept an almost equally fallacious teaching which bids them attribute all human inequalities to political misadaptation, social injustice, and industrial competition. But new legislation, increasing philanthropy, and more industrial reorganization, however good in and of themselves, will not remedy the facts of birth and the accidents of living. Only comprehension of facts and wise manipulation within the laws of nature will enable man to get what he wants and to avoid what he does not want. Scientific knowledge, leading to scientific action, is the only antidote for so-called accidental ills.
86:7.5 (957.1) Η βιομηχανία, ο πόλεμος, η δουλεία και οι πολιτικές κυβερνήσεις αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου μέσα στο φυσικό του περιβάλλον. Η θρησκεία με τρόπο παρόμοιο δημιουργήθηκε ως απάντηση στο απατηλό περιβάλλον του φανταστικού κόσμου των πνευμάτων. Η θρησκεία απετέλεσε την εξελικτική επέκταση της αυτοσυντήρησης και έτσι λειτούργησε, παρά το ότι υπήρξε, αρχικά, λανθασμένη ως προς τις απόψεις και απόλυτα παράλογη.   86:7.5 (957.1) Industry, war, slavery, and civil government arose in response to the social evolution of man in his natural environment; religion similarly arose as his response to the illusory environment of the imaginary ghost world. Religion was an evolutionary development of self-maintenance, and it has worked, notwithstanding that it was originally erroneous in concept and utterly illogical.
86:7.6 (957.2) Η πρωτόγονη θρησκεία προετοίμασε το έδαφος για την ανθρώπινη διάνοια με την δραστική και γεμάτη δέος δύναμη του λανθασμένου φόβου, για την επιφοίτηση μιας καλόπιστης πνευματικής δύναμης υπερφυσικής προέλευσης, του Προσαρμοστή της Σκέψης. Και οι θείοι Προσαρμοστές μοχθούν από τότε για να μετουσιώσουν το Θεό-φόβο στον Θεό-αγάπη. Η εξέλιξη μπορεί να είναι αργή, αλλά είναι απόλυτα πραγματική.   86:7.6 (957.2) Primitive religion prepared the soil of the human mind, by the powerful and awesome force of false fear, for the bestowal of a bona fide spiritual force of supernatural origin, the Thought Adjuster. And the divine Adjusters have ever since labored to transmute God-fear into God-love. Evolution may be slow, but it is unerringly effective.
86:7.7 (957.3) [Παρουσιάσθηκε από ένα Λαμπρό Εσπερινό Αστέρα του Νέβαδον.]   86:7.7 (957.3) [Presented by an Evening Star of Nebadon.]