Εγγραφο 89 |
|
Paper 89 |
ΑΜΑΡΤΙΑ, ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΞΙΛΕΩΣΗ |
|
Sin, Sacrifice, and Atonement |
89:0.1 (974.1) Ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι χρωστούσε στα πνεύματα, αφού είχε ανάγκη τη λύτρωση. Όπως το αντιμετώπιζαν οι άγριοι, αποδίδοντας τα πνεύματα δικαιοσύνη, θα μπορούσαν να τους είχαν τιμωρήσει με μεγαλύτερη ακόμη κακοτυχία. Με το πέρασμα του χρόνου, η άποψη αυτή εξελίχθηκε στο δόγμα της αμαρτίας και της σωτηρίας. Η ψυχή αντιμετωπίζετο σαν να ερχόταν στον κόσμο χωρίς κανένα δικαίωμα – το προπατορικό αμάρτημα. Η ψυχή έπρεπε να λυτρωθεί. Έπρεπε να βρεθεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ο κεφαλοκυνηγός, πέραν της άσκησης της λατρείας του κρανίου, μπορούσε, επίσης, να παράσχει ένα υποκατάστατο για τη ζωή του, ένα εξιλαστήριο θύμα. |
|
89:0.1 (974.1) PRIMITIVE man regarded himself as being in debt to the spirits, as standing in need of redemption. As the savages looked at it, in justice the spirits might have visited much more bad luck upon them. As time passed, this concept developed into the doctrine of sin and salvation. The soul was looked upon as coming into the world under forfeit—original sin. The soul must be ransomed; a scapegoat must be provided. The head-hunter, in addition to practicing the cult of skull worship, was able to provide a substitute for his own life, a scapeman. |
89:0.2 (974.2) Ο άγριος πίστεψε από νωρίς τη δοξασία ότι τα πνεύματα αντλούν υπέρτατη αγαλλίαση από το θέαμα της ανθρώπινης δυστυχίας, του πόνου και του εξευτελισμού. Αρχικά ο άνθρωπος ενδιαφέρετο μόνο για τις αμαρτίες που διέπραττε, αργότερα, όμως, ασχολήθηκε με τις αμαρτίες που έκανε παραλείποντας πράγματα. Και ολόκληρο το μεταγενέστερο σύστημα θυσιών αναπτύχθηκε γύρω από τις δύο αυτές τις κεντρικές έννοιες. Το καινούργιο αυτό τυπικό είχε να κάνει με την τήρηση των εξιλαστήριων τελετουργιών της θυσίας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι πρέπει να γίνει κάτι ξεχωριστό για να κερδίσει την εύνοια των θεών. Μόνον ο προηγμένος πολιτισμός αναγνωρίζει έναν σταθερά ήρεμο και καλοκάγαθο Θεό. Η εξιλαστήρια θυσία αποτελούσε διασφάλιση κατά της άμεσης κακοτυχίας, μάλλον, παρά επένδυση στη μελλοντική ευδαιμονία. Και τα τελετουργικά της αποφυγής, του εξορκισμού, της πίεσης και της εξιλέωσης συγχωνεύονται, όλα, μεταξύ τους. |
|
89:0.2 (974.2) The savage was early possessed with the notion that spirits derive supreme satisfaction from the sight of human misery, suffering, and humiliation. At first, man was only concerned with sins of commission, but later he became exercised over sins of omission. And the whole subsequent sacrificial system grew up around these two ideas. This new ritual had to do with the observance of the propitiation ceremonies of sacrifice. Primitive man believed that something special must be done to win the favor of the gods; only advanced civilization recognizes a consistently even-tempered and benevolent God. Propitiation was insurance against immediate ill luck rather than investment in future bliss. And the rituals of avoidance, exorcism, coercion, and propitiation all merge into one another. |
1. ΤΑ ΤΑΜΠΟΥ ^top |
|
1. The Taboo ^top |
89:1.1 (974.3) Η τήρηση των ταμπού υπήρξε η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεφύγει από την κακή τύχη, να μην προσβάλει τα πνεύματα-φαντάσματα αποφεύγοντας να πράξει κάτι. Τα ταμπού αρχικά δεν είχαν σχέση με τη θρησκεία, αλλά συνδέθηκαν σύντομα με τα φαντάσματα, ή τα πνεύματα και, αφού ενισχύθηκαν εξ αυτού, έγιναν δημιουργοί των νόμων και πλάστες των θεσμών. Το ταμπού είναι η απαρχή των τελετουργικών προτύπων και ο πρόγονος του αυτοελέγχου του πρωτόγονου ανθρώπου. Υπήρξε η πρώτη μορφή κοινωνικού κανονισμού και για αιώνες του μοναδικού. Εξακολουθεί να αποτελεί, βασική μονάδα της κοινωνικής ρυθμιστικής δομής. |
|
89:1.1 (974.3) Observance of a taboo was man’s effort to dodge ill luck, to keep from offending the spirit ghosts by the avoidance of something. The taboos were at first nonreligious, but they early acquired ghost or spirit sanction, and when thus reinforced, they became lawmakers and institution builders. The taboo is the source of ceremonial standards and the ancestor of primitive self-control. It was the earliest form of societal regulation and for a long time the only one; it is still a basic unit of the social regulative structure. |
89:1.2 (974.4) Ο σεβασμός, τον οποίο οι απαγορεύσεις αυτές επέβαλλαν, δημιουργούσε στο νου των αγρίων τον ίδιο ακριβώς φόβο με τις δυνάμεις οι οποίες υποτίθεται ότι τους ενίσχυαν. Τα ταμπού δημιουργήθηκαν, αρχικά, εξ αιτίας των συμπτωματικών εμπειριών με την κακοτυχία. Αργότερα, προτείνονταν από τους αρχηγούς και τους σαμάνους – φετιχιστές, για τους οποίους επιστεύετο ότι καθοδηγούνταν από ένα πνεύμα-φάντασμα, ακόμη κι’ από ένα θεό. Ο φόβος της εκδίκησης των πνευμάτων ήταν τόσο μεγάλος στο νου των πρωτόγονων, ώστε πολλές φορές πέθαιναν από το φόβο τους, αν παραβίαζαν ένα ταμπού και το δραματικό αυτό συμβάν ισχυροποιούσε φοβερά την επίδραση των ταμπού στο νου όσων είχαν επιζήσει. |
|
89:1.2 (974.4) The respect which these prohibitions commanded in the mind of the savage exactly equaled his fear of the powers who were supposed to enforce them. Taboos first arose because of chance experience with ill luck; later they were proposed by chiefs and shamans—fetish men who were thought to be directed by a spirit ghost, even by a god. The fear of spirit retribution is so great in the mind of a primitive that he sometimes dies of fright when he has violated a taboo, and this dramatic episode enormously strengthens the hold of the taboo on the minds of the survivors. |
89:1.3 (974.5) Μεταξύ των αρχικών απαγορεύσεων, υπήρχαν οι περιορισμοί όσον αφορούσε στην κατοχή των γυναικών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων. Καθώς η θρησκεία άρχισε να παίζει σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη των ταμπού, το αντικείμενο εκείνο το οποίο τελούσε υπό απαγόρευση εθεωρείτο ακάθαρτο, συνεπώς ανόσιο. Τα αρχεία των Εβραίων είναι γεμάτα με αναφορές πραγμάτων καθαρών και ακάθαρτων, ιερών και ανίερων, οι πεποιθήσεις τους, ωστόσο, πάνω σ’ αυτά ήταν λιγότερο δυσκίνητες και εκτεταμένες, όσο εκείνες πολλών άλλων λαών. |
|
89:1.3 (974.5) Among the earliest prohibitions were restrictions on the appropriation of women and other property. As religion began to play a larger part in the evolution of the taboo, the article resting under ban was regarded as unclean, subsequently as unholy. The records of the Hebrews are full of the mention of things clean and unclean, holy and unholy, but their beliefs along these lines were far less cumbersome and extensive than were those of many other peoples. |
89:1.4 (975.1) Οι επτά εντολές της Νταλαμέιτια και της Εδέμ, καθώς επίσης και οι δέκα εντολές των Εβραίων ήσαν σαφείς απαγορεύσεις, εκφρασμένες όλες στην ίδια αρνητική μορφή που είχαν οι περισσότερες αρχαίες απαγορεύσεις. Οι νεώτεροι, ωστόσο, αυτοί κώδικες υπήρξαν πράγματι απελευθερωτικοί, κατά το ότι πήραν τη θέση χιλιάδων άλλων προϋπαρχόντων ταμπού. Επιπλέον, δε, αυτές οι μεταγενέστερες εντολές υπόσχονταν κάτι ως αντάλλαγμα της υπακοής. |
|
89:1.4 (975.1) The seven commandments of Dalamatia and Eden, as well as the ten injunctions of the Hebrews, were definite taboos, all expressed in the same negative form as were the most ancient prohibitions. But these newer codes were truly emancipating in that they took the place of thousands of pre-existent taboos. And more than this, these later commandments definitely promised something in return for obedience. |
89:1.5 (975.2) Τα πρώιμα περί την τροφή ταμπού προήλθαν από τον φετιχισμό και τον τοτεμισμό. Ο χοίρος ήταν ιερός για τους Φοίνικες, η αγελάδα για τους Ινδουιστές. Το Αιγυπτιακό ταμπού για το χοίρο διαιωνίσθηκε δια της Εβραϊκής και Ισλαμικής πίστης. Μία παραλλαγή των περί την τροφή ταμπού ήταν η πεποίθηση ότι μια έγκυος μπορούσε να σκεφθεί τόσο έντονα μια συγκεκριμένη τροφή, ώστε το παιδί, όταν γεννιόταν, να γίνει ο αντίλαλος της τροφής αυτής. Τέτοια φαγητά, θα αποτελούσαν ταμπού για το παιδί. |
|
89:1.5 (975.2) The early food taboos originated in fetishism and totemism. The swine was sacred to the Phoenicians, the cow to the Hindus. The Egyptian taboo on pork has been perpetuated by the Hebraic and Islamic faiths. A variant of the food taboo was the belief that a pregnant woman could think so much about a certain food that the child, when born, would be the echo of that food. Such viands would be taboo to the child. |
89:1.6 (975.3) Ο τρόπος φαγητού σύντομα έγινε ταμπού και έτσι δημιουργήθηκε η αρχαία και σύγχρονη ετικέτα στο τραπέζι. Το σύστημα της κάστας και των κοινωνικών επιπέδων είναι υποτυπώδη κατάλοιπα παλιότερων απαγορεύσεων. Τα ταμπού ήσαν εξαιρετικά αποτελεσματικά στην κοινωνική οργάνωση. Ήσαν, όμως, φοβερά επιβαρυντικά. Το αρνητικό σύστημα των απαγορεύσεων δεν διατήρησε μόνο χρήσιμους και εποικοδομητικούς κανονισμούς, αλλά επίσης παλιομοδίτικα, απαρχαιωμένα και άχρηστα ταμπού. |
|
89:1.6 (975.3) Methods of eating soon became taboo, and so originated ancient and modern table etiquette. Caste systems and social levels are vestigial remnants of olden prohibitions. The taboos were highly effective in organizing society, but they were terribly burdensome; the negative-ban system not only maintained useful and constructive regulations but also obsolete, outworn, and useless taboos. |
89:1.7 (975.4) Καμία, ωστόσο, πολιτισμένη κοινωνία δεν πρέπει να ασκεί κριτική στον πρωτόγονο άνθρωπο, πέραν των διεσπαρμένων και πολυποίκιλων ταμπού, ενώ τα ταμπού δεν έπρεπε να διαρκούν περισσότερο από όσο απαιτείται για την υποστήριξη της καθιέρωσης της πρωτόγονης θρησκείας. Πολλοί από τους βασικούς στην εξέλιξη του ανθρώπου παράγοντες υπήρξαν πολυδάπανοι, είχαν άπειρο κόστος σε προσπάθεια, θυσίες και αυταπάρνηση, τα επιτεύγματα, όμως, αυτά του αυτοελέγχου υπήρξαν πραγματικά τα σκαλοπάτια, όπου πάνω τους ο άνθρωπος αναρριχήθηκε την ανελισσόμενη κλίμακα του πολιτισμού. |
|
89:1.7 (975.4) There would, however, be no civilized society to sit in criticism upon primitive man except for these far-flung and multifarious taboos, and the taboo would never have endured but for the upholding sanctions of primitive religion. Many of the essential factors in man’s evolution have been highly expensive, have cost vast treasure in effort, sacrifice, and self-denial, but these achievements of self-control were the real rungs on which man climbed civilization’s ascending ladder. |
2. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ^top |
|
2. The Concept of Sin ^top |
89:2.1 (975.5) Ο φόβος της σύμπτωσης και ο τρόμος της κακοτυχίας έκαναν τον άνθρωπο να εφεύρει την πρωτόγονη θρησκεία ως υποθετική διασφάλιση εναντίον παρόμοιων συμφορών. Από τη μαγεία και τα φαντάσματα, η θρησκεία εξελίχθηκε δια των πνευμάτων και των φετίχ στα ταμπού. Κάθε πρωτόγονη φυλή διέθετε το δικό της δένδρο του απαγορευμένου καρπού, της μηλιάς, εν προκειμένω, που μεταφορικά, ωστόσο, είχε χιλιάδες κλαδιά που βάραιναν από κάθε είδους ταμπού. Και το απαγορευμένο δένδρο έλεγε πάντα «Δεν θα το κάνεις.» |
|
89:2.1 (975.5) The fear of chance and the dread of bad luck literally drove man into the invention of primitive religion as supposed insurance against these calamities. From magic and ghosts, religion evolved through spirits and fetishes to taboos. Every primitive tribe had its tree of forbidden fruit, literally the apple but figuratively consisting of a thousand branches hanging heavy with all sorts of taboos. And the forbidden tree always said, “Thou shalt not.” |
89:2.2 (975.6) Καθώς ο άγριος νους εξελίσσετο στο σημείο εκείνο όπου μπορούσε να φαντασθεί τα καλά, αλλά και τα κακά πνεύματα και όταν τα ταμπού έλαβαν τη σοβαρή επικύρωση της εξελισσόμενης θρησκείας, η σκηνή ήταν έτοιμη για την εμφάνιση της καινούργιας έννοιας της αμαρτίας. Η αντίληψη της αμαρτίας είχε εγκατασταθεί παντού στον κόσμο, πριν η δια της αποκάλυψης θρησκεία κάνει την είσοδό της. Ήταν μόνο δια της αντίληψης της αμαρτίας που κατανοήθηκε ο φυσικός θάνατος από τον πρωτόγονο νου. Η αμαρτία υπήρξε η υπέρβαση των ταμπού και ο θάνατος η τιμωρία για την αμαρτία. |
|
89:2.2 (975.6) As the savage mind evolved to that point where it envisaged both good and bad spirits, and when the taboo received the solemn sanction of evolving religion, the stage was all set for the appearance of the new conception of sin. The idea of sin was universally established in the world before revealed religion ever made its entry. It was only by the concept of sin that natural death became logical to the primitive mind. Sin was the transgression of taboo, and death was the penalty of sin. |
89:2.3 (975.7) Η αμαρτία ήταν θρησκευτική, όχι λογική. Ήταν πράξη, όχι σκέψη. Και ολόκληρη αυτή η έννοια της αμαρτίας καλλιεργήθηκε από τις ζωντανές ακόμη παραδόσεις του Ντιλμούν και την εποχή ενός μικρού παράδεισου στη γη. Οι παραδόσεις για τον Αδάμ και τον Κήπο της Εδέμ επίσης έδωσαν υπόσταση στο όνειρο του πάλαι ποτέ «χρυσού αιώνα», τότε που πρωτοεμφανίσθηκαν οι φυλές. Και όλα τούτα επιβεβαίωναν τις αντιλήψεις που αργότερα εκφράσθηκαν μέσα από την πίστη ότι ο άνθρωπος προήλθε από μια ξεχωριστή δημιουργία, ότι άρχισε την πορεία του στην τελειότητα και ότι η υπέρβαση των ταμπού – η αμαρτία – τον έριξε στην μεταγενέστερη αξιοθρήνητη κατάστασή του. |
|
89:2.3 (975.7) Sin was ritual, not rational; an act, not a thought. And this entire concept of sin was fostered by the lingering traditions of Dilmun and the days of a little paradise on earth. The tradition of Adam and the Garden of Eden also lent substance to the dream of a onetime “golden age” of the dawn of the races. And all this confirmed the ideas later expressed in the belief that man had his origin in a special creation, that he started his career in perfection, and that transgression of the taboos—sin—brought him down to his later sorry plight. |
89:2.4 (976.1) Η συνήθης παραβίαση των ταμπού έγινε ανηθικότητα. Ο πρωτόγονος νόμος μετέτρεψε το ελάττωμα σε έγκλημα. Η θρησκεία το έκανε αμάρτημα. Μεταξύ των πρώιμων φυλών, η παραβίαση ενός ταμπού ήταν συνδυασμένο έγκλημα και αμάρτημα. Η συμφορά στην κοινότητα θεωρείτο πάντα τιμωρία για τα αμαρτήματα της φυλής. Για εκείνους που πίστευαν ότι η ευημερία και η δικαιοσύνη πήγαιναν μαζί, η προφανής ευημερία των άνομων προκαλούσε τόσο μεγάλη πίκρα, που ήταν απαραίτητο να ανακαλυφθεί η κόλαση για την τιμωρία εκείνων που παραβίασαν τα ταμπού. Ο αριθμός των τόπων αυτών της μελλοντικής τιμωρίας εποίκιλαν από ένα έως πέντε. |
|
89:2.4 (976.1) The habitual violation of a taboo became a vice; primitive law made vice a crime; religion made it a sin. Among the early tribes the violation of a taboo was a combined crime and sin. Community calamity was always regarded as punishment for tribal sin. To those who believed that prosperity and righteousness went together, the apparent prosperity of the wicked occasioned so much worry that it was necessary to invent hells for the punishment of taboo violators; the numbers of these places of future punishment have varied from one to five. |
89:2.5 (976.2) Η έννοια της εξομολόγησης και της άφεσης εμφανίσθηκε γρήγορα στην πρωτόγονη θρησκεία. Ο άνθρωπος ζητούσε συγχώρεση δημόσια για τις αμαρτίες που επρόκειτο να διαπράξει την επόμενη εβδομάδα. Η εξομολόγηση ήταν, απλά, μία τελετή άφεσης, ήταν επίσης, μία δημόσια γνωστοποίηση μόλυνσης, μια τελετουργία κραυγών «ακάθαρτος, ακάθαρτος!» Στη συνέχεια ακολουθούσε όλο το τελετουργικό πρόγραμμα εξαγνισμού. Όλοι οι αρχαίοι λαοί εξασκούσαν αυτές, τις χωρίς νόημα, τελετουργίες. Πολλά, φαινομενικά υγιεινά, έθιμα των αρχαίων φυλών ήσαν κατά μέγα μέρος τελετουργικά. |
|
89:2.5 (976.2) The idea of confession and forgiveness early appeared in primitive religion. Men would ask forgiveness at a public meeting for sins they intended to commit the following week. Confession was merely a rite of remission, also a public notification of defilement, a ritual of crying “unclean, unclean!” Then followed all the ritualistic schemes of purification. All ancient peoples practiced these meaningless ceremonies. Many apparently hygienic customs of the early tribes were largely ceremonial. |
3. ΑΠΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ^top |
|
3. Renunciation and Humiliation ^top |
89:3.1 (976.3) Η απάρνηση ήλθε ως το επόμενο βήμα στην θρησκευτική εξέλιξη. Η νηστεία αποτελούσε κοινή πρακτική. Σύντομα έγινε συνήθεια να προηγούνται πολλά είδη σωματικής απόλαυσης, κυρίως σεξουαλικής φύσης. Το τελετουργικό της νηστείας ήταν βαθιά ριζωμένο σε πολλές αρχαίες θρησκείες και μεταβιβάσθηκε σε όλα, πρακτικά, τα σύγχρονα θεολογικά συλλογιστικά συστήματα. |
|
89:3.1 (976.3) Renunciation came as the next step in religious evolution; fasting was a common practice. Soon it became the custom to forgo many forms of physical pleasure, especially of a sexual nature. The ritual of the fast was deeply rooted in many ancient religions and has been handed down to practically all modern theologic systems of thought. |
89:3.2 (976.4) Την εποχή περίπου κατά την οποία ο βάρβαρος άνθρωπος ανέκαμπτε από την άχρηστη πρακτική της καύσης και ταφής της περιουσίας του μαζί με το νεκρό, την εποχή ακριβώς που η οικονομική δομή των φυλών άρχιζε να αποκτά σχήμα, εμφανίσθηκε το νέο αυτό θρησκευτικό δόγμα της απάρνησης και δεκάδες χιλιάδων ένθερμων ψυχών άρχισαν να αναζητούν την πενία. Ο πλούτος θεωρήθηκε πνευματικό εμπόδιο. Οι δοξασίες αυτές περί των πνευματικών κινδύνων εκ της κατοχής υλικών αγαθών ήσαν ευρέως διαδεδομένες την εποχή του Φίλωνα(*) και του Αποστόλου Παύλου και επηρέασαν, έκτοτε, σε μεγάλο βαθμό την Ευρωπαϊκή φιλοσοφία. |
|
89:3.2 (976.4) Just about the time barbarian man was recovering from the wasteful practice of burning and burying property with the dead, just as the economic structure of the races was beginning to take shape, this new religious doctrine of renunciation appeared, and tens of thousands of earnest souls began to court poverty. Property was regarded as a spiritual handicap. These notions of the spiritual dangers of material possession were widespreadly entertained in the times of Philo and Paul, and they have markedly influenced European philosophy ever since. |
89:3.3 (976.5) Η πενία αποτελούσε μέρος του τελετουργικού του κολασμού της σάρκας, ο οποίος, ατυχώς, περιελήφθη στις γραφές και τη διδασκαλία πολλών θρησκειών, κυρίως του Χριστιανισμού. Η μετάνοια είναι η αρνητική μορφή αυτής της συχνά ανόητης τελετουργίας της απάρνησης. Ωστόσο, όλα αυτά δίδασκαν στον άγριο τον αυτοέλεγχο και αυτή υπήρξε μια αξιόλογη πρόοδος στην κοινωνική εξέλιξη. Η αυταπάρνηση και ο αυτοέλεγχος ήσαν δύο από τα μεγαλύτερα κοινωνικά κέρδη που προήλθαν από την πρώιμη εξελικτική θρησκεία. Ο αυτοέλεγχος έδωσε στον άνθρωπο μια καινούργια φιλοσοφία για τη ζωή. Τον δίδαξε την τέχνη του να αυξάνει το κλάσμα της ζωής μειώνοντας τον παρονομαστή των ατομικών απαιτήσεων, αντί του να προσπαθεί πάντα να αυξάνει τον αριθμητή του κλάσματος με την εγωιστική ικανοποίηση. |
|
89:3.3 (976.5) Poverty was just a part of the ritual of the mortification of the flesh which, unfortunately, became incorporated into the writings and teachings of many religions, notably Christianity. Penance is the negative form of this ofttimes foolish ritual of renunciation. But all this taught the savage self-control, and that was a worth-while advancement in social evolution. Self-denial and self-control were two of the greatest social gains from early evolutionary religion. Self-control gave man a new philosophy of life; it taught him the art of augmenting life’s fraction by lowering the denominator of personal demands instead of always attempting to increase the numerator of selfish gratification. |
89:3.4 (976.6) Οι αρχαίες αυτές απόψεις περί αυτοπειθαρχίας περιελάμβαναν το μαστίγωμα και κάθε είδος σωματικού βασανισμού. Οι ιερείς της λατρείας της μητέρας ήσαν ιδιαίτερα δραστήριοι στη διδασκαλία των αρετών του σωματικού πόνου, δίνοντας το παράδειγμα με τον ευνουχισμό τους. Οι Εβραίοι, οι Ινδουιστές και οι Βουδιστές ήσαν ένθερμοι πιστοί του δόγματος αυτού της σωματικής ταπείνωσης. |
|
89:3.4 (976.6) These olden ideas of self-discipline embraced flogging and all sorts of physical torture. The priests of the mother cult were especially active in teaching the virtue of physical suffering, setting the example by submitting themselves to castration. The Hebrews, Hindus, and Buddhists were earnest devotees of this doctrine of physical humiliation. |
89:3.5 (976.7) Καθ’ όλη τη διάρκεια των αρχαίων εποχών οι άνθρωποι αναζητούσαν, με τον τρόπο αυτό, επιπλέον πίστωση στα λογιστικά βιβλία αυταπάρνησης των θεών τους. Ήταν, κάποτε, έθιμο, όταν κάποιος βρισκόταν κάτω από συναισθηματική πίεση, να κάνει όρκους αυταπάρνησης και αυτοβασανισμού. Με τον καιρό, οι όρκοι αυτοί πήραν τη μορφή συμβολαίων με τους θεούς και, υπ’ αυτή την έννοια, αντιπροσώπευσαν πραγματική εξελικτική πρόοδο κατά το ότι οι θεοί υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν κάτι συγκεκριμένο ως ανταπόδοση αυτού του αυτοβασανισμού και της ταπείνωσης της σάρκας. Οι όρκοι ήσαν αρνητικοί αλλά και θετικοί. Δεσμεύσεις τέτοιας βλαπτικής και ακραίας φύσης παρατηρούνται καλύτερα στις μέρες μας μεταξύ ορισμένων φυλών στην Ινδία. |
|
89:3.5 (976.7) All through the olden times men sought in these ways for extra credits on the self-denial ledgers of their gods. It was once customary, when under some emotional stress, to make vows of self-denial and self-torture. In time these vows assumed the form of contracts with the gods and, in that sense, represented true evolutionary progress in that the gods were supposed to do something definite in return for this self-torture and mortification of the flesh. Vows were both negative and positive. Pledges of this harmful and extreme nature are best observed today among certain groups in India. |
89:3.6 (977.1) Ήταν εντελώς φυσικό το ότι η λατρεία της απάρνησης και της ταπείνωσης εστίασε την προσοχή της στη σεξουαλική ικανοποίηση. Η λατρεία της εγκράτειας προήλθε ως τελετουργία μεταξύ των στρατιωτών πριν πάνε στη μάχη. Αργότερα έγινε πρακτική των «αγίων.» Η λατρεία αυτή ανεχόταν το γάμο μόνον ως κακό μικρότερο από την μοιχεία. Πολλές από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου επηρεάσθηκαν αρνητικά από την αρχαία αυτή λατρεία, καμία, όμως, τόσο εμφανώς όσο ο Χριστιανισμός. Ο Απόστολος Παύλος ήταν θιασώτης της λατρείας αυτής, και οι προσωπικές του απόψεις ανακλώνται στη διδασκαλία του, την οποία προσέδεσε στη Χριστιανική θεολογία: «Είναι καλό για τον άνδρα να μην αγγίζει γυναίκα.» «Θα επιθυμούσα όλοι οι άνθρωποι να είναι χωρίς πάθη, όπως εγώ.» «Λέγω, λοιπόν, στους ανύμφευτους και τις χήρες, ότι είναι καλό γι’ αυτούς να μένουν χωρίς πάθη, όπως εγώ.» Ο Παύλος εγνώριζε καλά ότι παρόμοιες διδαχές δεν αποτελούσαν μέρος του ευαγγελίου του Ιησού και η γνώση του αυτή απεικονίζεται στην αναφορά του: «Τα λέγω αυτά κατόπιν αδείας, όχι κατόπιν εντολής.» Η λατρεία, ωστόσο, αυτή έκανε τον Παύλο να περιφρονήσει τις γυναίκες. Και το λυπηρό με όλα αυτά είναι το ότι οι ατομικές του απόψεις επηρέασαν για αιώνες τη διδασκαλία μιας μεγάλης θρησκείας του κόσμου. Αν οι συμβουλές του σκηνοποιού-διδάσκαλου επρόκειτο να ακολουθηθούν κυριολεκτικά και σε επίπεδο παγκόσμιο, τότε η ανθρώπινη φυλή θα είχε φθάσει σε ένα ξαφνικό και άδοξο τέλος. Επιπλέον, η ανάμιξη μιας θρησκείας με την αρχαία λατρεία της εγκράτειας οδηγεί άμεσα σε πόλεμο κατά του γάμου και της οικογένειας, του πραγματικού θεμέλιου της κοινωνίας και βασικού θεσμού της ανθρώπινης προόδου. Και δεν είναι να απορεί κανείς για το ότι όλες αυτές οι πεποιθήσεις υπέθαλψαν τη δημιουργία άγαμου κλήρου σε πολλές θρησκείες διαφόρων λαών. |
|
89:3.6 (977.1) It was only natural that the cult of renunciation and humiliation should have paid attention to sexual gratification. The continence cult originated as a ritual among soldiers prior to engaging in battle; in later days it became the practice of “saints.” This cult tolerated marriage only as an evil lesser than fornication. Many of the world’s great religions have been adversely influenced by this ancient cult, but none more markedly than Christianity. The Apostle Paul was a devotee of this cult, and his personal views are reflected in the teachings which he fastened onto Christian theology: “It is good for a man not to touch a woman.” “I would that all men were even as I myself.” “I say, therefore, to the unmarried and widows, it is good for them to abide even as I.” Paul well knew that such teachings were not a part of Jesus’ gospel, and his acknowledgment of this is illustrated by his statement, “I speak this by permission and not by commandment.” But this cult led Paul to look down upon women. And the pity of it all is that his personal opinions have long influenced the teachings of a great world religion. If the advice of the tentmaker-teacher were to be literally and universally obeyed, then would the human race come to a sudden and inglorious end. Furthermore, the involvement of a religion with the ancient continence cult leads directly to a war against marriage and the home, society’s veritable foundation and the basic institution of human progress. And it is not to be wondered at that all such beliefs fostered the formation of celibate priesthoods in the many religions of various peoples. |
89:3.7 (977.2) Κάποια μέρα ο άνθρωπος θα μάθει πώς να απολαμβάνει την ελευθερία του χωρίς ασυδοσία, την τροφή χωρίς τη λαιμαργία και την απόλαυση χωρίς τη διαφθορά. Ο αυτοέλεγχος είναι καλύτερη ανθρώπινη τακτική για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς από όσο η ακραία αυταπάρνηση. Ούτε ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε ποτέ αυτές τις εξωφρενικές απόψεις στους μαθητές του. |
|
89:3.7 (977.2) Someday man should learn how to enjoy liberty without license, nourishment without gluttony, and pleasure without debauchery. Self-control is a better human policy of behavior regulation than is extreme self-denial. Nor did Jesus ever teach these unreasonable views to his followers. |
4. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ^top |
|
4. Origins of Sacrifice ^top |
89:4.1 (977.3) Η θυσία ως μέρος της προσευχής, όπως και πολλές άλλες λατρευτικές τελετές, δεν είχε μία απλή και μοναδική προέλευση. Η τάση να υποκύπτει κανείς μπροστά στη δύναμη και να γονατίζει για να προσκυνήσει με ευλάβεια αντικρίζοντας το μυστήριο μοιάζει με τις χαρές(*) που κάνει ο σκύλος μόλις δει τον αφέντη του. Δεν είναι παρά ένα βήμα από την παρόρμηση της λατρείας ως την πράξη της θυσίας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος μετρούσε την αξία της θυσίας του με τον πόνο τον οποίο υπέφερε. Όταν η έννοια της θυσίας προσαρτήθηκε για πρώτη φορά σε θρησκευτική τελετουργία, καμία προσφορά δεν μελετάτο που να μην προκαλεί πόνο. Οι πρώτες θυσίες ήσαν πράξεις όπως το ξερίζωμα των μαλλιών, το κόψιμο της σάρκας, οι ακρωτηριασμοί, οι γροθιές στα δόντια και το κόψιμο των δακτύλων. Καθώς ο πολιτισμός προόδευε, οι σκληρές αυτές αντιλήψεις περί θυσίας εξήρθησαν στο επίπεδο των τελετών της αυταπάρνησης, του ασκητισμού, της νηστείας, της αποστέρησης και του μετέπειτα Χριστιανικού δόγματος του καθαγιασμού δια της λύπης, του πόνου και της ταπείνωσης της σάρκας. |
|
89:4.1 (977.3) Sacrifice as a part of religious devotions, like many other worshipful rituals, did not have a simple and single origin. The tendency to bow down before power and to prostrate oneself in worshipful adoration in the presence of mystery is foreshadowed in the fawning of the dog before its master. It is but one step from the impulse of worship to the act of sacrifice. Primitive man gauged the value of his sacrifice by the pain which he suffered. When the idea of sacrifice first attached itself to religious ceremonial, no offering was contemplated which was not productive of pain. The first sacrifices were such acts as plucking hair, cutting the flesh, mutilations, knocking out teeth, and cutting off fingers. As civilization advanced, these crude concepts of sacrifice were elevated to the level of the rituals of self-abnegation, asceticism, fasting, deprivation, and the later Christian doctrine of sanctification through sorrow, suffering, and the mortification of the flesh. |
89:4.2 (977.4) Από νωρίς στην εξέλιξη της θρησκείας υπήρξαν δύο απόψεις περί θυσίας: η άποψη της θυσίας-προσφοράς η οποία ενείχε τη θέση ευχαριστίας και η θυσία-οφειλή, η οποία ενστερνίζετο την έννοια της λύτρωσης. Αργότερα αναπτύχθηκε η αντίληψη της υποκατάστασης. |
|
89:4.2 (977.4) Early in the evolution of religion there existed two conceptions of the sacrifice: the idea of the gift sacrifice, which connoted the attitude of thanksgiving, and the debt sacrifice, which embraced the idea of redemption. Later there developed the notion of substitution. |
89:4.3 (977.5) Ο άνθρωπος, πολύ αργότερα, σκέφθηκε ότι η θυσία του, οποιαδήποτε φύσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αγγελιαφόρος προς τους θεούς. Μπορούσε να είναι σαν άρωμα γλυκό στη μύτη της θεότητας. Έτσι δημιουργήθηκε το λιβάνισμα, όπως και άλλα αισθητικά χαρακτηριστικά των εξιλαστήριων τελετών, οι οποίες εξελίχθηκαν στις εξιλαστήριες γιορτές, που με τον καιρό έγιναν περισσότερο περίτεχνες και φανταχτερές. |
|
89:4.3 (977.5) Man still later conceived that his sacrifice of whatever nature might function as a message bearer to the gods; it might be as a sweet savor in the nostrils of deity. This brought incense and other aesthetic features of sacrificial rituals which developed into sacrificial feasting, in time becoming increasingly elaborate and ornate. |
89:4.4 (978.1) Καθώς η θρησκεία εξελίσσετο, οι εξιλαστήριες τελετές συμβιβασμού και εξιλέωσης αντικατέστησαν τις παλαιότερες μεθόδους της αποφυγής, της ειρήνευσης και του εξορκισμού. |
|
89:4.4 (978.1) As religion evolved, the sacrificial rites of conciliation and propitiation replaced the older methods of avoidance, placation, and exorcism. |
89:4.5 (978.2) Η αρχική έννοια της θυσίας ήταν η έννοια του δασμού της ουδετερότητας που επεβάλλετο από τα προγονικά πνεύματα. Μόνον αργότερα αναπτύχθηκε η έννοια της εξιλέωσης. Καθώς ο άνθρωπος απομακρύνετο από την αντίληψη της εξελικτικής προέλευσης της φυλής, καθώς οι παραδόσεις γύρω από τον Πλανητικό Πρίγκιπα και την παραμονή στη γη του Αδάμ εξασθενούσαν με τον καιρό, η έννοια της αμαρτίας αλλά και του προπατορικού αμαρτήματος εξαπλώθηκαν παντού, έτσι ώστε η θυσία για το τυχαίο, ατομικό αμάρτημα εξελίχθηκε στο δόγμα της θυσίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων της φυλής. Η εξιλέωση δια της θυσίας ήταν ένα όργανο μικτής ασφάλειας, που κάλυπτε ακόμη και την δυσφορία και τη ζήλια ενός άγνωστου θεού. |
|
89:4.5 (978.2) The earliest idea of the sacrifice was that of a neutrality assessment levied by ancestral spirits; only later did the idea of atonement develop. As man got away from the notion of the evolutionary origin of the race, as the traditions of the days of the Planetary Prince and the sojourn of Adam filtered down through time, the concept of sin and of original sin became widespread, so that sacrifice for accidental and personal sin evolved into the doctrine of sacrifice for the atonement of racial sin. The atonement of the sacrifice was a blanket insurance device which covered even the resentment and jealousy of an unknown god. |
89:4.6 (978.3) Περικυκλωμένος από τόσα πολλά ευαίσθητα πνεύματα και άπληστους θεούς, ο πρωτόγονος άνθρωπος βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πλήθος θεοτήτων-πιστωτών, ώστε χρειαζόταν όλους τους ιερείς, όλες τις τελετουργίες και όλες τις θυσίες, για όλη του τη ζωή προκειμένου να απαλλαγεί από την πνευματική οφειλή. Το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, ή της φυλετικής ενοχής, έκανε κάθε άνθρωπο μεγάλο οφειλέτη στις πνευματικές δυνάμεις. |
|
89:4.6 (978.3) Surrounded by so many sensitive spirits and grasping gods, primitive man was face to face with such a host of creditor deities that it required all the priests, ritual, and sacrifices throughout an entire lifetime to get him out of spiritual debt. The doctrine of original sin, or racial guilt, started every person out in serious debt to the spirit powers. |
89:4.7 (978.4) Οι προσφορές και οι δωροδοκίες είναι δεδομένες για τον άνθρωπο, όταν, όμως, προσφέρονται στους θεούς, χαρακτηρίζονται αφιερωμένες, ιερές, ή ονομάζονται θυσίες. Η απάρνηση ήταν η αρνητική μορφή της εξιλέωσης. Η θυσία έγινε η θετική μορφή. Η πράξη της εξιλέωσης περιελάμβανε εγκώμια, εξύμνηση, κολακεία, ακόμη και ψυχαγωγία. Και είναι τα κατάλοιπα αυτών των θετικών πρακτικών της αρχαίας λατρείας της εξιλέωσης που συνιστούν τις σύγχρονες μορφές της θείας λατρείας. Οι σύγχρονες μορφές λατρείας είναι, απλά, η εκτέλεση του τυπικού των αρχαίων αυτών εξιλαστήριων τεχνικών της θετικής εξιλέωσης. |
|
89:4.7 (978.4) Gifts and bribes are given to men; but when tendered to the gods, they are described as being dedicated, made sacred, or are called sacrifices. Renunciation was the negative form of propitiation; sacrifice became the positive form. The act of propitiation included praise, glorification, flattery, and even entertainment. And it is the remnants of these positive practices of the olden propitiation cult that constitute the modern forms of divine worship. Present-day forms of worship are simply the ritualization of these ancient sacrificial techniques of positive propitiation. |
89:4.8 (978.5) Η θυσία των ζώων σήμαινε πολλά περισσότερα για τον πρωτόγονο άνθρωπο από ότι θα μπορούσε να σημαίνει για τις σύγχρονες φυλές. Οι βάρβαροι αυτοί θεωρούσαν τα ζώα ως πραγματικούς και στενούς συγγενείς τους. Με το πέρασμα του χρόνου, ο άνθρωπος έγινε πιο πρακτικός, όσον αφορά στις θυσίες του, σταματώντας να προσφέρει τα ζώα που του δούλευαν. Αρχικά θυσίαζε το καλύτερο από το κάθε τι, περιλαμβανομένων και των οικόσιτων ζώων. |
|
89:4.8 (978.5) Animal sacrifice meant much more to primitive man than it could ever mean to modern races. These barbarians regarded the animals as their actual and near kin. As time passed, man became shrewd in his sacrificing, ceasing to offer up his work animals. At first he sacrificed the best of everything, including his domesticated animals. |
89:4.9 (978.6) Δεν ήταν απλή καυχησιολογία που έκανε κάποιος Αιγύπτιος κυβερνήτης, όταν δήλωσε ότι είχε θυσιάσει 113,433 σκλάβους, 493,386 βόδια, 88 σκάφη, 2,756 χρυσές εικόνες, 331,702 δοχεία με μέλι και λάδι, 228,380 δοχεία με κρασί, 680,714 χήνες, 6,744,428 καρβέλια ψωμί και 5,740,352 σάκους με νομίσματα. Και για να το κάνει αυτό πρέπει να φορολόγησε σκληρά τους μοχθούντες υποτελείς του. |
|
89:4.9 (978.6) It was no empty boast that a certain Egyptian ruler made when he stated that he had sacrificed: 113,433 slaves, 493,386 head of cattle, 88 boats, 2,756 golden images, 331,702 jars of honey and oil, 228,380 jars of wine, 680,714 geese, 6,744,428 loaves of bread, and 5,740,352 sacks of corn. And in order to do this he must needs have sorely taxed his toiling subjects. |
89:4.10 (978.7) Η καθαρή ανάγκη έκανε, με τον καιρό, αυτούς τους ημι-άγριους να τρώνε το υλικό μέρος της θυσίας τους, με τους θεούς να έχουν απολαύσει την ψυχή των ζώων που θυσίαζαν. Και το έθιμο αυτό δικαιώθηκε με το πρόσχημα του αρχαίου ιερού γεύματος, μιας θείας μετάληψης, σύμφωνα με τη σύγχρονη πρακτική. |
|
89:4.10 (978.7) Sheer necessity eventually drove these semisavages to eat the material part of their sacrifices, the gods having enjoyed the soul thereof. And this custom found justification under the pretense of the ancient sacred meal, a communion service according to modern usage. |
5. ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ ^top |
|
5. Sacrifices and Cannibalism ^top |
89:5.1 (978.8) Οι σύγχρονες απόψεις για τον πανάρχαιο κανιβαλισμό είναι εντελώς λανθασμένες. Ο κανιβαλισμός αποτελούσε μέρος των ηθών της πρώιμης κοινωνίας. Ενώ είναι, κατά παράδοση, φρικτός για τον σύγχρονο πολιτισμό, αποτελούσε μέρος της κοινωνικής και θρησκευτικής δομής της πρωτόγονης κοινωνίας. Τα συμφέροντα της φυλής υπαγόρευαν την πρακτική του κανιβαλισμού. Αναπτύχθηκε μέσα από την πίεση της ανάγκης και διατηρήθηκε εξ αιτίας της δουλείας στις προλήψεις και την άγνοια. Ήταν ένα κοινωνικό, οικονομικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό έθιμο. |
|
89:5.1 (978.8) Modern ideas of early cannibalism are entirely wrong; it was a part of the mores of early society. While cannibalism is traditionally horrible to modern civilization, it was a part of the social and religious structure of primitive society. Group interests dictated the practice of cannibalism. It grew up through the urge of necessity and persisted because of the slavery of superstition and ignorance. It was a social, economic, religious, and military custom. |
89:5.2 (979.1) Ο πρώιμος άνθρωπος ήταν κανίβαλος. Απολάμβανε την ανθρώπινη σάρκα και γι’ αυτό την προσέφερε ως τροφή-δώρο στα πνεύματα και τους πρωτόγονους θεούς του. Αφού τα φαντάσματα-πνεύματα ήσαν παραλλαγμένοι άνθρωποι και αφού η τροφή ήταν η σπουδαιότερη ανάγκη του ανθρώπου, τότε η τροφή αυτή πρέπει, να είναι η σπουδαιότερη ανάγκη ενός πνεύματος, επίσης. |
|
89:5.2 (979.1) Early man was a cannibal; he enjoyed human flesh, and therefore he offered it as a food gift to the spirits and his primitive gods. Since ghost spirits were merely modified men, and since food was man’s greatest need, then food must likewise be a spirit’s greatest need. |
89:5.3 (979.2) Ο κανιβαλισμός ήταν κάποτε σχεδόν παγκόσμιος μεταξύ των εξελισσόμενων φυλών. Οι Σαντζίκ ήσαν όλοι κανίβαλοι, οι Αντονίτες, όμως, αρχικά δεν ήσαν, ούτε οι Νοδίτες και οι Αδαμίτες. Ούτε οι Ανδίτες ήσαν, ει μη μόνο αφού αναμίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις εξελικτικές φυλές. |
|
89:5.3 (979.2) Cannibalism was once well-nigh universal among the evolving races. The Sangiks were all cannibalistic, but originally the Andonites were not, nor were the Nodites and Adamites; neither were the Andites until after they had become grossly admixed with the evolutionary races. |
89:5.4 (979.3) Η προτίμηση για την ανθρώπινη σάρκα μεγαλώνει. Έχοντας ξεκινήσει από την πείνα, τη φιλία, την εκδίκηση, ή το θρησκευτικό τελετουργικό, η βρώση της ανθρώπινης σάρκας εξελίσσεται σε κανονικό κανιβαλισμό. Η βρώση της ανθρώπινης σάρκας άρχισε εξ αιτίας της έλλειψης τροφής, αν και τούτος σπάνια ήταν ο πραγματικός λόγος. Οι Εσκιμώοι και οι πρώιμοι Αντονίτες σπάνια γίνονταν κανίβαλοι, εκτός των περιόδων λιμού. Οι ερυθρόδερμοι, ειδικά στην Κεντρική Αμερική ήσαν κανίβαλοι. Αποτελούσε, κάποτε, γενικευμένη πρακτική για τις πρωτόγονες μητέρες να σκοτώνουν και να τρώνε τα ίδια τους τα παιδιά για να ανακτήσουν τη δύναμη που έχαναν κατά την εγκυμοσύνη, ενώ στο Κουήνσλαντ το πρωτότοκο παιδί ακόμη σκοτώνεται και καταβροχθίζεται με τον τρόπο αυτό. Σε πρόσφατους χρόνους, πολλές Αφρικανικές φυλές καταφεύγουν κυριολεκτικά στον κανιβαλισμό, ως πρακτική σε καιρό πολέμου, ένα είδος εκφοβισμού, για να τρομοκρατούν μ’ αυτό τους γείτονές τους. |
|
89:5.4 (979.3) The taste for human flesh grows. Having been started through hunger, friendship, revenge, or religious ritual, the eating of human flesh goes on to habitual cannibalism. Man-eating has arisen through food scarcity, though this has seldom been the underlying reason. The Eskimos and early Andonites, however, seldom were cannibalistic except in times of famine. The red men, especially in Central America, were cannibals. It was once a general practice for primitive mothers to kill and eat their own children in order to renew the strength lost in childbearing, and in Queensland the first child is still frequently thus killed and devoured. In recent times cannibalism has been deliberately resorted to by many African tribes as a war measure, a sort of frightfulness with which to terrorize their neighbors. |
89:5.5 (979.4) Ο κανιβαλισμός υπήρξε, ως ένα σημείο, αποτέλεσμα του εκφυλισμού των, κάποτε, ανώτερων γενών, αλλά επικρατούσε κυρίως μεταξύ των εξελικτικών φυλών. Η βρώση του ανθρώπου άρχισε βαθμηδόν μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι βίωναν έντονα και άσχημα συναισθήματα έναντι των εχθρών τους. Η βρώση της ανθρώπινης σάρκας έγινε μέρος μιας επίσημης τελετής εκδίκησης. Επιστεύετο ότι το φάντασμα ενός εχθρού μπορούσε, έτσι, να εξοντωθεί, ή να συγχωνευθεί με το φάντασμα εκείνου που έτρωγε τον εχθρό. Αποτελούσε κάποτε ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση το ότι οι μάγοι αποκτούσαν τις δυνάμεις τους τρώγοντας ανθρώπινη σάρκα. |
|
89:5.5 (979.4) Some cannibalism resulted from the degeneration of once superior stocks, but it was mostly prevalent among the evolutionary races. Man-eating came on at a time when men experienced intense and bitter emotions regarding their enemies. Eating human flesh became part of a solemn ceremony of revenge; it was believed that an enemy’s ghost could, in this way, be destroyed or fused with that of the eater. It was once a widespread belief that wizards attained their powers by eating human flesh. |
89:5.6 (979.5) Ορισμένες ομάδες κανιβάλων κατανάλωναν μόνο μέλη της φυλής τους, σε μια ψευδο-διασταύρωση, η οποία υποτίθεται ότι εξήρε την αλληλεγγύη της φυλής. Ωστόσο, έτρωγαν και εχθρούς, επίσης, για εκδίκηση έχοντας την άποψη ότι έτσι σφετερίζονταν τη δύναμη τους. Θεωρείτο τιμή για την ψυχή ενός φίλου, ή συντρόφου από τη φυλή το να φαγωθεί το σώμα του, ενώ δεν ήταν παρά τιμωρία για τον εχθρό το να κατασπαραχθεί με τον τρόπο αυτό. Ο πρωτόγονος νους δεν προσποιείτο ότι ήταν συνεπής. |
|
89:5.6 (979.5) Certain groups of man-eaters would consume only members of their own tribes, a pseudospiritual inbreeding which was supposed to accentuate tribal solidarity. But they also ate enemies for revenge with the idea of appropriating their strength. It was considered an honor to the soul of a friend or fellow tribesman if his body were eaten, while it was no more than just punishment to an enemy thus to devour him. The savage mind made no pretensions to being consistent. |
89:5.7 (979.6) Σε ορισμένες φυλές, οι γέροντες γονείς επιθυμούσαν να φαγωθούν από τα παιδιά τους. Σε άλλες ήταν συνηθισμένο να μην τρώνε στενούς συγγενείς. Τα σώματά τους επωλούντο, ή ανταλλάσσονταν με εκείνα των ξένων. Γινόταν μεγάλο εμπόριο με γυναίκες και παιδιά που τα πάχαιναν για να τα σκοτώσουν. Όταν οι ασθένειες, ή ο πόλεμος δεν κατόρθωναν να ελέγξουν τον πληθυσμό, το περίσσευμα, ανεπίσημα, τρωγόταν. |
|
89:5.7 (979.6) Among some tribes aged parents would seek to be eaten by their children; among others it was customary to refrain from eating near relations; their bodies were sold or exchanged for those of strangers. There was considerable commerce in women and children who had been fattened for slaughter. When disease or war failed to control population, the surplus was unceremoniously eaten. |
89:5.8 (979.7) Ο κανιβαλισμός σταδιακά εξαφανίσθηκε εξ αιτίας των εξής αιτίων: |
|
89:5.8 (979.7) Cannibalism has been gradually disappearing because of the following influences: |
89:5.9 (979.8) 1. Ορισμένες φορές, γινόταν μια ομαδική τελετή, η ανάληψη συλλογικής ευθύνης για την επιβολή της θανατικής ποινής σ’ ένα μέλος της φυλής. Η ενοχή του αίματος παύει να είναι έγκλημα για την κοινωνία, όταν όλοι είναι συμμέτοχοι σ’ αυτήν. Η τελευταία μορφή κανιβαλισμού στην Ασία ήταν αυτή η βρώση των εγκληματιών που εκτελέσθηκαν. |
|
89:5.9 (979.8) 1. It sometimes became a communal ceremony, the assumption of collective responsibility for inflicting the death penalty upon a fellow tribesman. The blood guilt ceases to be a crime when participated in by all, by society. The last of cannibalism in Asia was this eating of executed criminals. |
89:5.10 (979.9) 2. Από νωρίς έγινε θρησκευτική τελετή, αλλά η ανάπτυξη του φόβου προς τα φαντάσματα δεν λειτούργησε πάντα προς την κατεύθυνση της μείωσης της βρώσης της ανθρώπινης σάρκας. |
|
89:5.10 (979.9) 2. It very early became a religious ritual, but the growth of ghost fear did not always operate to reduce man-eating. |
89:5.11 (979.10) 3. Με τον καιρό, ο κανιβαλισμός προόδευσε ως το σημείο όπου ορισμένα, μόνο μέρη, ή όργανα του σώματος τρώγονταν, τα μέρη εκείνα τα οποία υποτίθεται ότι περιείχαν την ψυχή, ή τμήματα του πνεύματος. Η πόση του αίματος διαδόθηκε και ήταν σύνηθες να αναμιγνύουν τα «βρώσιμα» μέρη του σώματος με φάρμακα. |
|
89:5.11 (979.10) 3. Eventually it progressed to the point where only certain parts or organs of the body were eaten, those parts supposed to contain the soul or portions of the spirit. Blood drinking became common, and it was customary to mix the “edible” parts of the body with medicines. |
89:5.12 (980.1) 4. Ο κανιβαλισμός περιορίσθηκε στους άνδρες. Στις γυναίκες απαγορεύετο να τρώνε ανθρώπινη σάρκα |
|
89:5.12 (980.1) 4. It became limited to men; women were forbidden to eat human flesh. |
89:5.13 (980.2) 5. Στη συνέχεια περιορίσθηκε στους αρχηγούς, τους ιερείς και τους σαμάνους. |
|
89:5.13 (980.2) 5. It was next limited to the chiefs, priests, and shamans. |
89:5.14 (980.3) 6. Αργότερα έγινε ταμπού μεταξύ των ανώτερων φυλών. Το ταμπού για τη βρώση της ανθρώπινης σάρκας πρωτοξεκίνησε στην Νταλαμέιτια και σιγά-σιγά εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι Νοδίτες ενεθάρρυναν την καύση ως μέσο καταπολέμησης του κανιβαλισμού, αφού κάποτε αποτελούσε κοινή πρακτική το να ξεθάβουν τα σώματα και να τα τρώνε. |
|
89:5.14 (980.3) 6. Then it became taboo among the higher tribes. The taboo on man-eating originated in Dalamatia and slowly spread over the world. The Nodites encouraged cremation as a means of combating cannibalism since it was once a common practice to dig up buried bodies and eat them. |
89:5.15 (980.4) 7. Η ανθρωποθυσία σήμανε το τέλος του κανιβαλισμού. Η ανθρώπινη σάρκα, έχοντας γίνει τροφή των ανώτερων ανθρώπων, των αρχηγών, φυλάχθηκε με τον καιρό για τα ακόμη ανώτερα πνεύματα. Και έτσι, η προσφορά ανθρωποθυσιών έθεσε δραστικά τέλος στον κανιβαλισμό, εκτός των κατώτερων φυλών. Όταν οι ανθρωποθυσίες παγιώθηκαν πλήρως, η βρώση του ανθρώπου έγινε ταμπού. Η ανθρώπινη σάρκα ήταν τροφή μόνο για τους θεούς. Ο άνθρωπος μπορούσε να φάει μόνο ένα μικρό, τελετουργικό κομμάτι, ένα αντίδωρο. |
|
89:5.15 (980.4) 7. Human sacrifice sounded the death knell of cannibalism. Human flesh having become the food of superior men, the chiefs, it was eventually reserved for the still more superior spirits; and thus the offering of human sacrifices effectively put a stop to cannibalism, except among the lowest tribes. When human sacrifice was fully established, man-eating became taboo; human flesh was food only for the gods; man could eat only a small ceremonial bit, a sacrament. |
89:5.16 (980.5) Τελικά τα υποκατάστατα ζώων χρησιμοποιήθηκαν γενικά για εξιλαστήριους σκοπούς, ενώ ακόμη και στις πλέον υποανάπτυκτες φυλές, η βρώση των σκύλων μείωσε σημαντικά τη βρώση των ανθρώπων. Ο σκύλος ήταν το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και εκτιμάτο πάρα πολύ τόσο ως εξημερωμένο ζώο, όσο και ως τροφή. |
|
89:5.16 (980.5) Finally animal substitutes came into general use for sacrificial purposes, and even among the more backward tribes dog-eating greatly reduced man-eating. The dog was the first domesticated animal and was held in high esteem both as such and as food. |
6. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑΣ ^top |
|
6. Evolution of Human Sacrifice ^top |
89:6.1 (980.6) Η ανθρωποθυσία υπήρξε το έμμεσο αποτέλεσμα του κανιβαλισμού, όπως επίσης και η ίασή του. Η εξασφάλιση συνοδών πνευμάτων στον πνευματικό κόσμο οδήγησε, επίσης, στη μείωση της βρώσης του ανθρώπου, αφού δεν ήταν ποτέ έθιμο το να τρώνε τους νεκρούς αυτούς που θυσίαζαν. Καμία φυλή δεν απηλλάγη, ποτέ, εντελώς από την πρακτική της ανθρωποθυσίας, με κάποια μορφή και σε κάποια εποχή, παρά το ότι οι Αντονίτες, οι Νοδίτες και οι Αδαμίτες ήσαν οι λιγότερο εθισμένοι στον κανιβαλισμό. |
|
89:6.1 (980.6) Human sacrifice was an indirect result of cannibalism as well as its cure. Providing spirit escorts to the spirit world also led to the lessening of man-eating as it was never the custom to eat these death sacrifices. No race has been entirely free from the practice of human sacrifice in some form and at some time, even though the Andonites, Nodites, and Adamites were the least addicted to cannibalism. |
89:6.2 (980.7) Η ανθρωποθυσία υπήρξε κυριολεκτικά παγκόσμια. Διατηρήθηκε στα θρησκευτικά έθιμα των Κινέζων, των Ινδουιστών, των Αιγύπτιων, των Εβραίων, των Μεσοποταμίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων και πολλών άλλων λαών, ακόμη και ως τις πρόσφατες εποχές, μεταξύ των υποανάπτυκτων Αφρικανικών και Αυστραλιανών φυλών. Οι μεταγενέστεροι Ινδιάνοι της Αμερικής είχαν ένα πολιτισμό που αναδύθηκε από τον κανιβαλισμό και ως εκ τούτου επηρεάσθηκαν από τις ανθρωποθυσίες, κυρίως στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Οι Χαλδαίοι ήσαν μεταξύ των πρώτων που εγκατέλειψαν τις ανθρωποθυσίες για συνηθισμένες αιτίες, υποκαθιστώντας τες με τις θυσίες ζώων. Δύο, περίπου, χιλιάδες χρόνια πριν ένας καλόκαρδος Γιαπωνέζος αυτοκράτορας εισήγαγε τις πήλινες εικόνες στη θέση των ανθρωποθυσιών, είναι, όμως, λιγότερα από χίλια χρόνια από όταν οι ανθρωποθυσίες αυτές σταμάτησαν στη βόρεια Ευρώπη. Μεταξύ ορισμένων υποανάπτυκτων φυλών, γίνονται ακόμη ανθρωποθυσίες από εθελοντές, ένα είδος θρησκευτικής, ή τελετουργικής αυτοκτονίας. Ένας σαμάνος διέταξε, κάποτε, τη θυσία ενός αξιοσέβαστου γέροντα κάποιας φυλής. Ο λαός επαναστάτησε. Αρνήθηκε να υπακούσει. Κατόπιν αυτού, ο γέροντας έβαλε το γιο του να τον πάει. Οι αρχαίοι πίστευαν, πραγματικά, σ’ αυτό το έθιμο. |
|
89:6.2 (980.7) Human sacrifice has been virtually universal; it persisted in the religious customs of the Chinese, Hindus, Egyptians, Hebrews, Mesopotamians, Greeks, Romans, and many other peoples, even on to recent times among the backward African and Australian tribes. The later American Indians had a civilization emerging from cannibalism and, therefore, steeped in human sacrifice, especially in Central and South America. The Chaldeans were among the first to abandon the sacrificing of humans for ordinary occasions, substituting therefor animals. About two thousand years ago a tenderhearted Japanese emperor introduced clay images to take the place of human sacrifices, but it was less than a thousand years ago that these sacrifices died out in northern Europe. Among certain backward tribes, human sacrifice is still carried on by volunteers, a sort of religious or ritual suicide. A shaman once ordered the sacrifice of a much respected old man of a certain tribe. The people revolted; they refused to obey. Whereupon the old man had his own son dispatch him; the ancients really believed in this custom. |
89:6.3 (980.8) Δεν υπάρχει καταγεγραμμένη πιο τραγική και παθητική εμπειρία, που να παρουσιάζει τη θλιβερή διαμάχη μεταξύ των αρχαίων και καθιερωμένων από το χρόνο θρησκευτικών εθίμων και των αντίθετων απαιτήσεων του προοδεύοντος πολιτισμού, από εκείνη της Εβραϊκής ιστορίας του Τζεφθά και της μοναχοκόρης του. Σύμφωνα με το κοινό έθιμο, αυτός ο καλοκάγαθος άνθρωπος έδωσε τον ανόητο όρκο του, παζάρέψε με «το θεό των μαχών», συμφωνώντας να πληρώσει ένα ορισμένο τίμημα για τη νίκη του επί των εχθρών του. Και το τίμημα αυτό ήταν να θυσιάσει το πρώτο άτομο που θα έβγαινε από το σπίτι να τον προϋπαντήσει όταν θα επέστρεφε. Ο Τζεφθά πίστευε ότι κάποιος από τους πιστούς του σκλάβους θα ερχόταν να τον χαιρετήσει, αλλά συνέβη να βγει η θυγατέρα του και μοναδικό του παιδί να τον καλωσορίσει στο σπίτι. Και έτσι, ακόμη και εκείνη την μεταγενέστερη εποχή και σ’ ένα, υποτίθεται, πολιτισμένο λαό, αυτή η όμορφη παρθένα, αφού θρήνησε για δύο μήνες την τύχη της, προσφέρθηκε, ουσιαστικά, ως ανθρώπινη θυσία από τον πατέρα της και με την έγκριση των συντρόφων του από τη φυλή. Και όλα τούτα συνέβησαν όταν ήδη υπήρχαν οι αυστηροί νόμοι του Μωυσή κατά της ανθρωποθυσίας. Οι άνδρες, όμως και οι γυναίκες ήσαν εθισμένοι στο να κάνουν ανόητους και άχρηστους όρκους, ενώ οι άνθρωποι του παλιού καιρού θεωρούσαν τις υποσχέσεις αυτές απαραβίαστες.(*) |
|
89:6.3 (980.8) There is no more tragic and pathetic experience on record, illustrative of the heart-tearing contentions between ancient and time-honored religious customs and the contrary demands of advancing civilization, than the Hebrew narrative of Jephthah and his only daughter. As was common custom, this well-meaning man had made a foolish vow, had bargained with the “god of battles,” agreeing to pay a certain price for victory over his enemies. And this price was to make a sacrifice of that which first came out of his house to meet him when he returned to his home. Jephthah thought that one of his trusty slaves would thus be on hand to greet him, but it turned out that his daughter and only child came out to welcome him home. And so, even at that late date and among a supposedly civilized people, this beautiful maiden, after two months to mourn her fate, was actually offered as a human sacrifice by her father, and with the approval of his fellow tribesmen. And all this was done in the face of Moses’ stringent rulings against the offering of human sacrifice. But men and women are addicted to making foolish and needless vows, and the men of old held all such pledges to be highly sacred. |
89:6.4 (981.1) Σε παλιότερους καιρούς, όταν άρχιζε η οικοδόμηση ενός σημαντικού κτιρίου, ήταν έθιμο να σφαγιάζουν έναν άνθρωπο ως «θεμέλια θυσία.» Τούτο εξασφάλιζε ένα φάντασμα-πνεύμα για να επιβλέπει και να φροντίζει την οικοδομή. Όταν οι Κινέζοι έλιωναν το μέταλλο για να φτιάξουν μια καμπάνα, το έθιμο επέτασσε τη θυσία μιας, τουλάχιστον, παρθένας με το σκοπό να βελτιωθεί ο ήχος της καμπάνας. Το κορίτσι που είχε επιλεγεί ριχνόταν ζωντανό μέσα στο λιωμένο μέταλλο. |
|
89:6.4 (981.1) In olden times, when a new building of any importance was started, it was customary to slay a human being as a “foundation sacrifice.” This provided a ghost spirit to watch over and protect the structure. When the Chinese made ready to cast a bell, custom decreed the sacrifice of at least one maiden for the purpose of improving the tone of the bell; the girl chosen was thrown alive into the molten metal. |
89:6.5 (981.2) Ήταν για πάρα πολλά χρόνια πρακτική πολλών φυλών να κτίζουν σκλάβους ζωντανούς μέσα σε σημαντικά, γι’ αυτούς τείχη. Σε μεταγενέστερους χρόνους, οι φυλές της βόρειας Ευρώπης υποκατέστησαν το έθιμο αυτό του να θάβουν ζωντανούς ανθρώπους στα τείχη ενός νέου κτιρίου με το να καλύπτουν το τοίχο με τη σκιά κάποιου περαστικού. Οι Κινέζοι έθαβαν μέσα στον τοίχο τους εργάτες εκείνους που πέθαιναν κατά τη διάρκεια της οικοδόμησή του. |
|
89:6.5 (981.2) It was long the practice of many groups to build slaves alive into important walls. In later times the northern European tribes substituted the walling in of the shadow of a passerby for this custom of entombing living persons in the walls of new buildings. The Chinese buried in a wall those workmen who died while constructing it. |
89:6.6 (981.3) Ένας στενόμυαλος βασιλιάς στην Παλαιστίνη όταν έκτιζε τα τείχη της Ιεριχούς, «έθαψε στα θεμέλια τους τον Αμπιράμ, τον πρωτότοκο γιο του και έφτιαξε τις πύλες τους κάτω από τον νεώτερο γιο του, τον Σεγκούμπ.» Ακόμη και σ’ αυτή την μεταγενέστερη εποχή, ο πατέρας αυτός όχι μόνον έθαψε δύο από τους γιους του στα θεμέλια των πυλών της πόλης, αλλά η πράξη του καταγράφηκε, επιπλέον, ως «σύμφωνη με το λόγο του Κυρίου.» Ο Μωυσής είχε απαγορεύσει αυτές τις θυσίες στα θεμέλια, οι Ισραηλίτες, όμως, ξαναγύρισαν σ’ αυτές αμέσως μετά το θάνατό του. Το τυπικό του εικοστού αιώνα να μπαίνουν μικροπράγματα και ενθύμια στο θεμέλιο λίθο μιας καινούργιας οικοδομής είναι κατάλοιπο των πρωτόγονων θυσιών στα θεμέλια. |
|
89:6.6 (981.3) A petty king in Palestine, in building the walls of Jericho, “laid the foundation thereof in Abiram, his first-born, and set up the gates thereof in his youngest son, Segub.” At that late date, not only did this father put two of his sons alive in the foundation holes of the city’s gates, but his action is also recorded as being “according to the word of the Lord.” Moses had forbidden these foundation sacrifices, but the Israelites reverted to them soon after his death. The twentieth-century ceremony of depositing trinkets and keepsakes in the cornerstone of a new building is reminiscent of the primitive foundation sacrifices. |
89:6.7 (981.4) Υπήρξε για πολλούς αιώνες έθιμο πολλών λαών το να αφιερώνουν τους πρώτους καρπούς στα πνεύματα. Και οι καθιερωμένες αυτές τελετές, τώρα, πλέον, λίγο-πολύ συμβολικές, είναι κατάλοιπα των αρχικών τελετουργιών, κατά τις οποίες γίνονταν ανθρωποθυσίες. Η ιδέα να προσφέρουν το πρωτότοκο παιδί ως θυσία ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αρχαίων, ιδιαίτερα μεταξύ των Φοινίκων, οι οποίοι ήσαν οι τελευταίοι που την εγκατέλειψαν. Συνήθιζαν να λένε στον θυσιαζόμενο «ζωή για τη ζωή.» Τώρα λέτε, όταν πεθάνει κάποιος, «χους ει, εις χουν απελεύσει.» |
|
89:6.7 (981.4) It was long the custom of many peoples to dedicate the first fruits to the spirits. And these observances, now more or less symbolic, are all survivals of the early ceremonies involving human sacrifice. The idea of offering the first-born as a sacrifice was widespread among the ancients, especially among the Phoenicians, who were the last to give it up. It used to be said upon sacrificing, “life for life.” Now you say at death, “dust to dust.” |
89:6.8 (981.5) Το θέαμα του Αβραάμ που υποχρεώθηκε να θυσιάσει το γιο του Ισαάκ, ενώ είναι συγκλονιστικό για την πολιτισμένη ευαισθησία, δεν αποτελούσε καινούργια, ή παράξενη ιδέα για τους ανθρώπους εκείνου του καιρού. Για αιώνες υπήρξε πάγια τακτική των πατέρων, σε περιόδους μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης, να θυσιάζουν τους πρωτότοκους γιους τους. Πολλοί λαοί έχουν παράδοση ανάλογη με την ιστορία αυτή, διότι κάποτε υπήρξε μια παγκόσμια και βαθιά πεποίθηση ότι ήταν απαραίτητο να προσφερθεί μια ανθρώπινη θυσία, όταν συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο, ή παράξενο. |
|
89:6.8 (981.5) The spectacle of Abraham constrained to sacrifice his son Isaac, while shocking to civilized susceptibilities, was not a new or strange idea to the men of those days. It was long a prevalent practice for fathers, at times of great emotional stress, to sacrifice their first-born sons. Many peoples have a tradition analogous to this story, for there once existed a world-wide and profound belief that it was necessary to offer a human sacrifice when anything extraordinary or unusual happened. |
7. ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑΣ ^top |
|
7. Modifications of Human Sacrifice ^top |
89:7.1 (981.6) Ο Μωυσής προσπάθησε να θέσει τέλος στις ανθρωποθυσίες εγκαινιάζοντας τα λύτρα ως υποκατάστατο. Κατάρτισε ένα συστηματικό σχέδιο που έκανε το λαό του ικανό να ξεφύγει από τις χειρότερες επιπτώσεις των βιαστικών και ανόητων όρκων του. Η γη, η περιουσία και τα παιδιά μπορούσαν να εξαργυρωθούν σύμφωνα με καθιερωμένο ποσό, που έπρεπε να πληρωθεί στους ιερείς. Οι φυλές εκείνες που σταμάτησαν να θυσιάζουν τους πρωτότοκους γιους τους είχαν μεγάλα πλεονεκτήματα επί των λιγότερο προοδευτικών γειτόνων τους, που συνέχιζαν αυτές τις ειδεχθείς πράξεις. Πολλές τέτοιες υποανάπτυκτες φυλές όχι μόνον εξασθένησαν σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της απώλειας των γιων τους, αλλά ακόμη και η ίδια η διαδοχή του αρχηγού συχνά διεκόπτετο. |
|
89:7.1 (981.6) Moses attempted to end human sacrifices by inaugurating the ransom as a substitute. He established a systematic schedule which enabled his people to escape the worst results of their rash and foolish vows. Lands, properties, and children could be redeemed according to the established fees, which were payable to the priests. Those groups which ceased to sacrifice their first-born soon possessed great advantages over less advanced neighbors who continued these atrocious acts. Many such backward tribes were not only greatly weakened by this loss of sons, but even the succession of leadership was often broken. |
89:7.2 (982.1) Μια εξέλιξη της παροδικής θυσίας των παιδιών υπήρξε το έθιμο να επαλείφουν με αίμα τις κολώνες της πόρτας ενός σπιτιού για την προστασία του πρωτότοκου. Τούτο συχνά γινόταν σε σχέση με μία από τις ιερές γιορτές του χρόνου και η τελετουργία αυτή είχε κάποτε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, από το Μεξικό, ως την Αίγυπτο. |
|
89:7.2 (982.1) An outgrowth of the passing child sacrifice was the custom of smearing blood on the house doorposts for the protection of the first-born. This was often done in connection with one of the sacred feasts of the year, and this ceremony once obtained over most of the world from Mexico to Egypt. |
89:7.3 (982.2) Ακόμη και αφού οι περισσότερες φυλές είχαν σταματήσει τους τελετουργικούς φόνους των παιδιών, ήταν έθιμο να εγκαταλείπουν ένα βρέφος μόνο του, στην ερημιά, ή μέσα σ’ ένα σκάφος, στο νερό. Αν το παιδί επιζούσε, επιστεύετο ότι είχαν μεσολαβήσει οι θεοί για να το γλιτώσουν, όπως συμβαίνει στις παραδόσεις του Σαργκόν,(*) του Μωυσή, του Κύρου και του Ρωμύλου. Αργότερα εφαρμόσθηκε η πρακτική να αφιερώνουν τους πρωτότοκους γιους ως ιερούς, ή εξιλαστήριους, αφήνοντάς τους να ζήσουν και κατόπιν εξορίζοντάς τους δίκην θανάτου. Αυτή υπήρξε η απαρχή του εποικισμού. Οι Ρωμαίοι έμειναν πιστοί σ’ αυτό το έθιμο στο δικό τους πλάνο εποικισμού. |
|
89:7.3 (982.2) Even after most groups had ceased the ritual killing of children, it was the custom to put an infant away by itself, off in the wilderness or in a little boat on the water. If the child survived, it was thought that the gods had intervened to preserve him, as in the traditions of Sargon, Moses, Cyrus, and Romulus. Then came the practice of dedicating the first-born sons as sacred or sacrificial, allowing them to grow up and then exiling them in lieu of death; this was the origin of colonization. The Romans adhered to this custom in their scheme of colonization. |
89:7.4 (982.3) Πολλές από τις παράξενες σχέσεις της σεξουαλικής ελευθεριότητας με την πρωτόγονη λατρεία είχαν την απαρχή τους στις ανθρωποθυσίες. Σε παλιότερους χρόνους, αν μια γυναίκα συναντούσε κεφαλοκυνηγούς, εξαγόραζε τη ζωή της παραδιδόμενη σεξουαλικά. Αργότερα, μια παρθένα που ήταν αφιερωμένη στους θεούς ως εξιλαστήρια προσφορά, μπορούσε να επιλέξει να εξαργυρώσει τη ζωή της αφιερώνοντας το σώμα της ισόβια στην ιερή σεξουαλική υπηρεσία του ναού. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να κερδίσει τα χρήματα για την εξαγορά της. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ως εξαιρετικά σημαντικό το να κάνουν σεξουαλικές σχέσεις με μία γυναίκα που είχε με τον τρόπο αυτό αναγκασθεί να εξαγοράσει τη ζωή της. Ήταν θρησκευτική τελετουργία το να συνευρεθεί κάποιος με τις ιερές αυτές παρθένες, ενώ επιπλέον, ολόκληρο αυτό το τελετουργικό παρείχε μια αποδεκτή δικαιολογία για συνηθισμένη σεξουαλική ικανοποίηση. Επρόκειτο για ένα ραφιναρισμένο είδος σεξουαλικής απάτης, την οποία τόσο οι παρθένες όσο και εκείνοι που συνευρίσκονταν μαζί τους απολάμβαναν να διαπράττουν. Τα ήθη πάντα παρέσυραν προς την οπισθοδρόμηση την εξελικτική πρόοδο των φυλών, εξασφαλίζοντας, εξ αυτού, την επικύρωση για τις προγενέστερες και περισσότερο βάρβαρες σεξουαλικές πρακτικές των εξελικτικών φυλών. |
|
89:7.4 (982.3) Many of the peculiar associations of sex laxity with primitive worship had their origin in connection with human sacrifice. In olden times, if a woman met head-hunters, she could redeem her life by sexual surrender. Later, a maiden consecrated to the gods as a sacrifice might elect to redeem her life by dedicating her body for life to the sacred sex service of the temple; in this way she could earn her redemption money. The ancients regarded it as highly elevating to have sex relations with a woman thus engaged in ransoming her life. It was a religious ceremony to consort with these sacred maidens, and in addition, this whole ritual afforded an acceptable excuse for commonplace sexual gratification. This was a subtle species of self-deception which both the maidens and their consorts delighted to practice upon themselves. The mores always drag behind in the evolutionary advance of civilization, thus providing sanction for the earlier and more savagelike sex practices of the evolving races. |
89:7.5 (982.4) Η ιερή πορνεία(*) διαδόθηκε, τελικά, σ’ ολόκληρη τη νότια Ευρώπη και την Ασία. Τα χρήματα που κέρδιζαν οι ιερές πόρνες θεωρούνταν ιερά απ’ όλους τους λαούς – ένα ανώτερο δώρο να προσφέρουν στους θεούς. Οι ανώτεροι τύποι των γυναικών γέμιζαν τις αγορές του έρωτα των ναών και αφιέρωναν τα κέρδη τους σε κάθε είδους ιερή υπηρεσία και κοινωφελές έργο. Πολλές από τις καλύτερες τάξεις των γυναικών έφτιαχναν την προίκα τους με τις προσωρινές σεξουαλικές τους υπηρεσίες στους ναούς και οι περισσότεροι άνδρες προτιμούσαν αυτές τις γυναίκες για συζύγους. |
|
89:7.5 (982.4) Temple harlotry eventually spread throughout southern Europe and Asia. The money earned by the temple prostitutes was held sacred among all peoples—a high gift to present to the gods. The highest types of women thronged the temple sex marts and devoted their earnings to all kinds of sacred services and works of public good. Many of the better classes of women collected their dowries by temporary sex service in the temples, and most men preferred to have such women for wives. |
8. ΕΞΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ^top |
|
8. Redemption and Covenants ^top |
89:8.1 (982.5) Η εξιλαστήρια εξαγορά και η ιερή πορνεία ήσαν στην πραγματικότητα παραλλαγές της ανθρώπινης θυσίας. Στη συνέχεια ήλθε η εικονική θυσία των θυγατέρων. Το τελετουργικό αυτό συνίστατο στην αιματοχυσία, δια της οποίας η γυναίκα αφιερώνετο σε ισόβια παρθενία και αποτελούσε ηθική αντίδραση στην προγενέστερη ιερή πορνεία. Σε πιο πρόσφατες εποχές οι παρθένες αφιερώνονταν στην υπηρεσία του να φυλάσσουν τις ιερές πυρές των ναών. |
|
89:8.1 (982.5) Sacrificial redemption and temple prostitution were in reality modifications of human sacrifice. Next came the mock sacrifice of daughters. This ceremony consisted in bloodletting, with dedication to lifelong virginity, and was a moral reaction to the older temple harlotry. In more recent times virgins dedicated themselves to the service of tending the sacred temple fires. |
89:8.2 (982.6) Οι άνθρωποι με τον καιρό συνέλαβαν την ιδέα ότι η προσφορά ενός μέρους του σώματος μπορούσε να πάρει τη θέση της παλαιότερης και πλήρους ανθρωποθυσίας. Ο σωματικός ακρωτηριασμός επίσης θεωρείτο ένα αποδεκτό υποκατάστατο. Θυσιάζονταν μαλλιά, νύχια, αίμα, ακόμη και δάκτυλα χεριών και ποδιών. Το μεταγενέστερο και σχεδόν παγκόσμιο έθιμο της περιτομής, ήταν το αποτέλεσμα της λατρείας της μερικής θυσίας. Ήταν καθαρά εξιλαστήρια τελετή, χωρίς να υπάρχει σ’ αυτό ίχνος φροντίδας για την υγιεινή. Οι άνδρες έκαναν περιτομή. Οι γυναίκες τρυπούσαν τα αυτιά τους. |
|
89:8.2 (982.6) Men eventually conceived the idea that the offering of some part of the body could take the place of the older and complete human sacrifice. Physical mutilation was also considered to be an acceptable substitute. Hair, nails, blood, and even fingers and toes were sacrificed. The later and well-nigh universal ancient rite of circumcision was an outgrowth of the cult of partial sacrifice; it was purely sacrificial, no thought of hygiene being attached thereto. Men were circumcised; women had their ears pierced. |
89:8.3 (983.1) Αργότερα έγινε έθιμο το να δένουν τα δάκτυλα μαζί, αντί να τα κόβουν. Το ξύρισμα της κεφαλής και το κόψιμο των μαλλιών αποτελούσαν επίσης μορφές θρησκευτικής αφοσίωσης. Ο ευνουχισμός υπήρξε αρχικά παραλλαγή της έννοιας της ανθρωποθυσίας. Το τρύπημα της μύτης και των χειλιών εφαρμόζεται ακόμη στην Αφρική, ενώ το τατουάζ είναι η καλλιτεχνική εξέλιξη της προγενέστερης, σκληρής πρόκλησης ουλών στο σώμα. |
|
89:8.3 (983.1) Subsequently it became the custom to bind fingers together instead of cutting them off. Shaving the head and cutting the hair were likewise forms of religious devotion. The making of eunuchs was at first a modification of the idea of human sacrifice. Nose and lip piercing is still practiced in Africa, and tattooing is an artistic evolution of the earlier crude scarring of the body. |
89:8.4 (983.2) Το έθιμο της θυσίας συνδέθηκε, με τον καιρό, ως αποτέλεσμα προοδευτικών διδαχών, με την έννοια του συμβολαίου. Επιτέλους, οι θεοί εθεωρούντο ότι έκαναν πραγματικές συμφωνίες με τους ανθρώπους. Και τούτο υπήρξε ένα σπουδαίο βήμα για τη σταθεροποίηση της θρησκείας. Ο νόμος, ένα συμβόλαιο, παίρνει τη θέση της τύχης, του φόβου και της πρόληψης. |
|
89:8.4 (983.2) The custom of sacrifice eventually became associated, as a result of advancing teachings, with the idea of the covenant. At last, the gods were conceived of as entering into real agreements with man; and this was a major step in the stabilization of religion. Law, a covenant, takes the place of luck, fear, and superstition. |
89:8.5 (983.3) Ο άνθρωπος δεν μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί ότι θα έκανε συμβόλαιο με το Θείο, ως την εποχή που η άποψή του για το Θεό είχε προχωρήσει στο επίπεδο εκείνο, όπου να φαντάζεται τους ελεγκτές του σύμπαντος ως αξιόπιστους. Και η αρχική άποψη του ανθρώπου για το Θεό υπήρξε τόσο ανθρωπομορφική, ώστε ήταν ανίκανος να συλλάβει την ιδέα μιας αξιόπιστης Θεότητας, έως ότου ο ίδιος έγινε, σχετικά, αξιόπιστος, δίκαιος και ηθικός. |
|
89:8.5 (983.3) Man could never even dream of entering into a contract with Deity until his concept of God had advanced to the level whereon the universe controllers were envisioned as dependable. And man’s early idea of God was so anthropomorphic that he was unable to conceive of a dependable Deity until he himself became relatively dependable, moral, and ethical. |
89:8.6 (983.4) Η ιδέα, όμως, του να κάνει κάποιος συμβόλαιο με τους θεούς ήλθε, επιτέλους. Ο εξελικτικός άνθρωπος επέτυχε, τελικά, τόσο μεγάλο ηθικό ανάστημα, ώστε τόλμησε να παζαρέψει με τους θεούς του. Και έτσι, η διαδικασία της προσφοράς θυσίας εξελίχθηκε σταδιακά στο παιγνίδι του φιλοσοφικού παζαρέματος του ανθρώπου με το Θεό. Και όλ’ αυτά αντιπροσωπεύουν ένα καινούργιο τρόπο εξασφάλισης εναντίον της κακοτυχίας, ή, μάλλον, μια βελτιωμένη τεχνική για μια θετικότερη αγορά ευημερίας. Μην βαυκαλίζεσθε με την εσφαλμένη άποψη ότι οι πρώιμες αυτές θυσίες αποτελούσαν εκούσιο δώρο προς τους θεούς, αυθόρμητη προσφορά ευγνωμοσύνης, ή ευχαριστίας. Δεν ήσαν εκφράσεις αληθούς λατρείας. |
|
89:8.6 (983.4) But the idea of making a covenant with the gods did finally arrive. Evolutionary man eventually acquired such moral dignity that he dared to bargain with his gods. And so the business of offering sacrifices gradually developed into the game of man’s philosophic bargaining with God. And all this represented a new device for insuring against bad luck or, rather, an enhanced technique for the more definite purchase of prosperity. Do not entertain the mistaken idea that these early sacrifices were a free gift to the gods, a spontaneous offering of gratitude or thanksgiving; they were not expressions of true worship. |
89:8.7 (983.5) Οι πρωτόγονες μορφές προσευχής δεν ήσαν τίποτα λιγότερο, ή περισσότερο από παζάρι με τα πνεύματα, από διαφωνία με τους θεούς. Ήταν ένα είδος αγοραπωλησίας, στο οποίο η ικεσία και η πειθώ αντικατέστησαν κάτι περισσότερο απτό και ακριβό. Το αναπτυσσόμενο εμπόριο μεταξύ των φυλών είχε εμφυσήσει το πνεύμα της ανταλλαγής και είχες αναπτύξει την πονηριά του συναλλασσόμενου. Και τώρα, οι ιδιότητες αυτές άρχισαν να παρουσιάζονται στις λατρευτικές μεθόδους των ανθρώπων. Και όπως ορισμένοι άνθρωποι ήσαν καλύτεροι έμποροι από άλλους, έτσι ορισμένοι θεωρούνταν καλύτεροι στις προσευχές από άλλους. Η προσευχή ενός δίκαιου ανθρώπου ετιμάτο πολύ. Ένας δίκαιος άνθρωπος ήταν εκείνος που είχε εξοφλήσει όλους τους λογαριασμούς του με τα πνεύματα, που είχε εκτελέσει στο ακέραιο κάθε τελετουργική υποχρέωση προς τους θεούς. |
|
89:8.7 (983.5) Primitive forms of prayer were nothing more nor less than bargaining with the spirits, an argument with the gods. It was a kind of bartering in which pleading and persuasion were substituted for something more tangible and costly. The developing commerce of the races had inculcated the spirit of trade and had developed the shrewdness of barter; and now these traits began to appear in man’s worship methods. And as some men were better traders than others, so some were regarded as better prayers than others. The prayer of a just man was held in high esteem. A just man was one who had paid all accounts to the spirits, had fully discharged every ritual obligation to the gods. |
89:8.8 (983.6) Η αρχική προσευχή δεν ήταν λατρεία. Ήταν αίτηση συναλλαγής για υγεία, ευημερία και μακροζωία. Και από πολλές απόψεις οι προσευχές δεν έχουν αλλάξει πολύ με το πέρασμα των αιώνων. Διαβάζονται ακόμη μέσα από τα βιβλία, εκφέρονται τυπικά και γράφονται για να τοποθετηθούν σε τροχούς και να κρεμαστούν στα δένδρα, όπου το φύσημα του ανέμου θα απαλλάξει τον άνθρωπο από το μπελά να φυσήξει ο ίδιος. |
|
89:8.8 (983.6) Early prayer was hardly worship; it was a bargaining petition for health, wealth, and life. And in many respects prayers have not much changed with the passing of the ages. They are still read out of books, recited formally, and written out for emplacement on wheels and for hanging on trees, where the blowing of the winds will save man the trouble of expending his own breath. |
9. ΘΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ ^top |
|
9. Sacrifices and Sacraments ^top |
89:9.1 (983.7) Η ανθρωποθυσία, σ’ ολόκληρη τη διαδρομή της εξέλιξης των τελετουργικών της Ουράντια, προόδευσε από τις αιματοβαμμένες διαδικασίες της ανθρωποφαγίας σε ανώτερα και περισσότερο συμβολικά επίπεδα. Τα πρώιμα τελετουργικά της θυσίας δημιούργησαν τις μετέπειτα τελετές της θείας μετάληψης. Στους πιο πρόσφατους καιρούς μόνον ο ιερέας μετείχε, με ένα κομματάκι της κανιβαλιστικής θυσίας, ή μια σταγόνα ανθρώπινου αίματος και αργότερα, όλοι μετείχαν στη βρώση του ζώου υποκατάστατου. Αυτές οι πρώιμες απόψεις περί λύτρωσης, εξαγοράς και συμβολαίων εξελίχθηκαν στις μεταγενέστερες λειτουργίες της μετάληψης. Και όλη αυτή η τελετουργική εξέλιξη άσκησε μεγάλη, εξανθρωπιστική επιρροή. |
|
89:9.1 (983.7) The human sacrifice, throughout the course of the evolution of Urantian rituals, has advanced from the bloody business of man-eating to higher and more symbolic levels. The early rituals of sacrifice bred the later ceremonies of sacrament. In more recent times the priest alone would partake of a bit of the cannibalistic sacrifice or a drop of human blood, and then all would partake of the animal substitute. These early ideas of ransom, redemption, and covenants have evolved into the later-day sacramental services. And all this ceremonial evolution has exerted a mighty socializing influence. |
89:9.2 (984.1) Σε σχέση με τη λατρεία της Μητέρας του Θεού, στο Μεξικό αλλά και αλλού, η μετάληψη με γλυκό και κρασί χρησιμοποιήθηκε, με τον καιρό, στη θέση της σάρκας και του αίματος των παλαιότερων ανθρωποθυσιών. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν για αιώνες το τυπικό αυτό, ως μέρος των τελετών τους για το Πάσχα και ήταν από την ιεροπραξία αυτή που δημιουργήθηκε η μετέπειτα Χριστιανική έκδοση της Θείας Μετάληψης. |
|
89:9.2 (984.1) In connection with the Mother of God cult, in Mexico and elsewhere, a sacrament of cakes and wine was eventually utilized in lieu of the flesh and blood of the older human sacrifices. The Hebrews long practiced this ritual as a part of their Passover ceremonies, and it was from this ceremonial that the later Christian version of the sacrament took its origin. |
89:9.3 (984.2) Οι αρχαίες κοινωνικές αδελφότητες στηρίζονταν στο τελετουργικό της πόσης του αίματος. Οι πρώτες Εβραϊκές αδελφότητες αφορούσαν την εξιλαστήρια αιματοχυσία. Ο Απόστολος Παύλος άρχισε τη δημιουργία μιας νέας Χριστιανικής λατρείας επί «του αίματος του αιώνιου συμβολαίου.» Και ενώ μπορεί να επιβάρυνε, χωρίς λόγο, το Χριστιανισμό με διδασκαλίες πάνω στο αίμα και τη θυσία, έθεσε τέλος μία για πάντα στα δόγματα της λύτρωσης δια των θυσιών ανθρώπων, ή ζώων. Οι θεολογικοί συμβιβασμοί του καταδεικνύουν ότι ακόμη και η αποκάλυψη οφείλει να υποταχθεί στο σταδιακό έλεγχο της εξέλιξης. Σύμφωνα με τον Παύλο, ο Χριστός η τελευταία και υπεραρκετή ανθρωποθυσία. Και ο θείος Κριτής είναι, πλέον, απόλυτα και αιώνια ικανοποιημένος. |
|
89:9.3 (984.2) The ancient social brotherhoods were based on the rite of blood drinking; the early Jewish fraternity was a sacrificial blood affair. Paul started out to build a new Christian cult on “the blood of the everlasting covenant.” And while he may have unnecessarily encumbered Christianity with teachings about blood and sacrifice, he did once and for all make an end of the doctrines of redemption through human or animal sacrifices. His theologic compromises indicate that even revelation must submit to the graduated control of evolution. According to Paul, Christ became the last and all-sufficient human sacrifice; the divine Judge is now fully and forever satisfied. |
89:9.4 (984.3) Και έτσι, μετά από ατέλειωτους αιώνες, η λατρεία της θυσίας εξελίχθηκε στη λατρεία της Θείας Μετάληψης. Οι ευχαριστίες των σύγχρονων θρησκειών, είναι, λοιπόν, γνήσιοι διάδοχοι των φοβερών εκείνων πρώιμων τελετών της ανθρωποθυσίας και των ακόμη παλαιότερων κανιβαλιστικών τελετουργικών. Πολλοί εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από το αίμα για τη σωτηρία τους, αλλά αυτό αργότερα έγινε μεταφορικό, συμβολικό και απόκρυφο. |
|
89:9.4 (984.3) And so, after long ages the cult of the sacrifice has evolved into the cult of the sacrament. Thus are the sacraments of modern religions the legitimate successors of those shocking early ceremonies of human sacrifice and the still earlier cannibalistic rituals. Many still depend upon blood for salvation, but it has at least become figurative, symbolic, and mystic. |
10. Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ^top |
|
10. Forgiveness of Sin ^top |
89:10.1 (984.4) Ο αρχαίος άνθρωπος επετύγχανε την επίγνωση της χάρης του Θεού μόνο δια της θυσίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να αναπτύξει καινούργιες τεχνικές επίτευξης της αυτεπίγνωσης της σωτηρίας. Η έννοια της αμαρτίας διατηρείται στο θνητό νου, αλλά τα πρότυπα σκέψης πάνω στη σωτηρία έχουν διαρκέσει περισσότερο από όσο χρειάζεται και έχουν απαρχαιωθεί. Η πραγματικότητα των πνευματικών αναγκών παραμένει, αλλά η διανοητική πρόοδος έχει καταστρέψει τους παλιούς τρόπους διασφάλισης της γαλήνης και της παραμυθίας για το νου και την ψυχή. |
|
89:10.1 (984.4) Ancient man only attained consciousness of favor with God through sacrifice. Modern man must develop new techniques of achieving the self-consciousness of salvation. The consciousness of sin persists in the mortal mind, but the thought patterns of salvation therefrom have become outworn and antiquated. The reality of the spiritual need persists, but intellectual progress has destroyed the olden ways of securing peace and consolation for mind and soul. |
89:10.2 (984.5) Η αμαρτία πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ως εκούσια απείθεια προς το Θείο. Υπάρχουν βαθμοί απείθειας: Η μερική ευπείθεια που οφείλεται σε δισταγμό. Η διαχωρισμένη ευπείθεια εξ αιτίας διχογνωμίας. Η θνήσκουσα ευπείθεια εξ αιτίας της αδιαφορίας. Και ο θάνατος της ευπείθειας που εμφανίζεται με την πίστη σε ιδανικά μακριά από το Θεό. |
|
89:10.2 (984.5) Sin must be redefined as deliberate disloyalty to Deity. There are degrees of disloyalty: the partial loyalty of indecision; the divided loyalty of confliction; the dying loyalty of indifference; and the death of loyalty exhibited in devotion to godless ideals. |
89:10.3 (984.6) Η έννοια, ή το συναίσθημα της ενοχής είναι η επίγνωση της παραβίασης των ηθών. Δεν αποτελεί απαραίτητα αμαρτία. Δεν υφίσταται πραγματική αμαρτία όταν δεν υπάρχει ενσυνείδητη απείθεια προς το Θείο. |
|
89:10.3 (984.6) The sense or feeling of guilt is the consciousness of the violation of the mores; it is not necessarily sin. There is no real sin in the absence of conscious disloyalty to Deity. |
89:10.4 (984.7) Η δυνατότητα αυτή της αναγνώρισης της έννοιας της ενοχής είναι δείγμα υπερβατικής διάκρισης για την ανθρωπότητα. Δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι κακός, αλλά, μάλλον, τον ξεχωρίζει ως πλάσμα δυνητικού μεγαλείου και αιώνια ανελισσόμενης λάμψης. Μια τέτοια αίσθηση ευτέλειας είναι το αρχικό ερέθισμα που οδηγεί γοργά και βέβαια στις κατακτήσεις εκείνες της πίστης, που μεταφέρουν τον θνητό νου στα υπέρτατα επίπεδα της ανθρώπινης ευγένειας, της κοσμικής ενόρασης και της πνευματικής ζωής. Έτσι, κάθε έννοια της ανθρώπινης υπόστασης μεταβάλλεται από το εγκόσμιο στο αιώνιο και όλες οι αξίες εξαίρονται από το ανθρώπινο στο θείο. |
|
89:10.4 (984.7) The possibility of the recognition of the sense of guilt is a badge of transcendent distinction for mankind. It does not mark man as mean but rather sets him apart as a creature of potential greatness and ever-ascending glory. Such a sense of unworthiness is the initial stimulus that should lead quickly and surely to those faith conquests which translate the mortal mind to the superb levels of moral nobility, cosmic insight, and spiritual living; thus are all the meanings of human existence changed from the temporal to the eternal, and all values are elevated from the human to the divine. |
89:10.5 (984.8) Η ομολογία της αμαρτίας αποτελεί θαρραλέα αποκήρυξη της απείθειας, αλλά με κανένα τρόπο δεν μετριάζει τις χωροχρονικές συνέπειες μιας τέτοιας αμαρτίας. Ωστόσο, η ομολογία – ειλικρινής αναγνώριση της φύσης της αμαρτίας - είναι απαραίτητη για τη θρησκευτική ανάπτυξη και την πνευματική πρόοδο. |
|
89:10.5 (984.8) The confession of sin is a manful repudiation of disloyalty, but it in no wise mitigates the time-space consequences of such disloyalty. But confession—sincere recognition of the nature of sin—is essential to religious growth and spiritual progress. |
89:10.6 (985.1) Η συγχώρηση της αμαρτίας από τη Θεότητα είναι η ανανέωση των σχέσεων ευπείθειας μετά από μία περίοδο επίγνωσης από τον άνθρωπο της έκπτωσης αυτών των σχέσεων, ως συνέπεια ενσυνείδητης εξέγερσης. Η συγχώρηση δεν πρέπει να αναζητάται, μόνο να γίνεται δεκτή ως η επίγνωση της επανεγκαθίδρυσης των σχέσεων ευπείθειας μεταξύ του πλάσματος και του Δημιουργού. Και όλοι οι ευπειθείς υιοί του Θεού είναι ευτυχείς, προσφέρουν με την καρδιά τους και πάντα προχωρούν στην ανέλιξη προς τον Παράδεισο. |
|
89:10.6 (985.1) The forgiveness of sin by Deity is the renewal of loyalty relations following a period of the human consciousness of the lapse of such relations as the consequence of conscious rebellion. The forgiveness does not have to be sought, only received as the consciousness of re-establishment of loyalty relations between the creature and the Creator. And all the loyal sons of God are happy, service-loving, and ever-progressive in the Paradise ascent. |
89:10.7 (985.2) [Παρουσιάσθηκε από ένα Λαμπρό Εσπερινό Αστέρα του Νέβαδον.] |
|
89:10.7 (985.2) [Presented by a Brilliant Evening Star of Nebadon.] |