Εγγραφο 121 |
|
Paper 121 |
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ |
|
The Times of Michael’s Bestowal |
121:0.1 (1332.1) Ενεργώντας κάτω από την επίβλεψη μιας επιτροπής από δώδεκα μέλη της Ενωμένης Αδελφότητας των Ουραντιανών Μεσόδρομων, και μετά από εισήγηση του προεδρεύοντος από το τάγμα μας και τους Μελχισεδέκ των αρχείων, εγώ είμαι ο δευτερεύων μεσόδρομος κάποιας προσκόλλησης που είχε γίνει προς τον Απόστολο Ανδρέα, και είμαι εξουσιοδοτημένος να καταγράψω την διήγηση για την ζωή και τις συναλλαγές του Ιησού από την Ναζαρέτ όπως έγιναν γνωστές από το τάγμα μου από γήινα πλάσματα, και όπως καταγράφτηκαν τμηματικά έπειτα, από το άνθρωπο που καθοδηγούσα προσωρινά. Γνωρίζοντας πως ο Αφέντης του σχολαστικά απέφευγε να αφήσει γραπτά αρχεία πίσω του, ο Ανδρέας επίμονα αρνήθηκε να βγάλει πολλά αντίγραφα της γραπτής του διήγησης. Μια παρόμοια στάση είχαν και οι άλλοι απόστολοι του Ιησού και γι αυτό καθυστέρησε τόσο η συγγραφή των Ευαγγελίων. |
|
121:0.1 (1332.1) ACTING under the supervision of a commission of twelve members of the United Brotherhood of Urantia Midwayers, conjointly sponsored by the presiding head of our order and the Melchizedek of record, I am the secondary midwayer of onetime attachment to the Apostle Andrew, and I am authorized to place on record the narrative of the life transactions of Jesus of Nazareth as they were observed by my order of earth creatures, and as they were subsequently partially recorded by the human subject of my temporal guardianship. Knowing how his Master so scrupulously avoided leaving written records behind him, Andrew steadfastly refused to multiply copies of his written narrative. A similar attitude on the part of the other apostles of Jesus greatly delayed the writing of the Gospels. |
1. Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟ ^top |
|
1. The Occident of the First Century After Christ ^top |
121:1.1 (1332.2) Ο Ιησούς δεν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο σε μια εποχή πνευματικής παρακμής¨ τον καιρό της γέννησής του η Ουράντια βίωνε μια τέτοια ανανέωση πνευματικής σκέψης και θρησκευτικής ζωής που δεν είχε γνωρίσει σε καμιά περίοδο σε όλη της την ιστορία μετά τον Αδάμ. Όταν ο Μιχαήλ ενσαρκώθηκε στην Ουράντια, ο κόσμος παρουσίαζε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την Παρουσία του Δημιουργού Υιού που είχαν ποτέ επικρατήσει. Τους αιώνες ακριβώς πριν από αυτήν την εποχή η Ελληνική κουλτούρα και η Ελληνική γλώσσα είχαν εξαπλωθεί στον Δυτικό κόσμο και κοντά στην Ανατολή, και οι Εβραίοι, όντας Ανατολική φυλή, στην φύση εν μέρει Δυτικοί και εν μέρει ανατολικοί, ήταν οι πιο κατάλληλοι για να αξιοποιήσουν ένα τέτοιο πολιτιστικό και γλωσσολογικό σκηνικό για την αποτελεσματική εξάπλωση μιας νέας θρησκείας και στην Ανατολή και στην Δύση. Αυτές οι πολύ ευνοϊκές συνθήκες διευρυνόντουσαν ακόμα περισσότερο από την ανεκτική πολιτική διακυβέρνηση του Μεσογειακού κόσμου από τους Ρωμαίους. |
|
121:1.1 (1332.2) Jesus did not come to this world during an age of spiritual decadence; at the time of his birth Urantia was experiencing such a revival of spiritual thinking and religious living as it had not known in all its previous post-Adamic history nor has experienced in any era since. When Michael incarnated on Urantia, the world presented the most favorable condition for the Creator Son’s bestowal that had ever previously prevailed or has since obtained. In the centuries just prior to these times Greek culture and the Greek language had spread over Occident and near Orient, and the Jews, being a Levantine race, in nature part Occidental and part Oriental, were eminently fitted to utilize such cultural and linguistic settings for the effective spread of a new religion to both East and West. These most favorable circumstances were further enhanced by the tolerant political rule of the Mediterranean world by the Romans. |
121:1.2 (1332.3) Όλος αυτός ο συνδυασμός από επιδράσεις απεικονίζεται καλά από τις δραστηριότητες του Παύλου, που, ενώ στην θρησκευτική παιδεία ήταν ένας Εβραίος, διακήρυσσε το ευαγγέλιο ενός Εβραίου Μεσσία στην ελληνική γλώσσα, ενώ ο ίδιος ήταν Ρωμαίος πολίτης. |
|
121:1.2 (1332.3) This entire combination of world influences is well illustrated by the activities of Paul, who, being in religious culture a Hebrew of the Hebrews, proclaimed the gospel of a Jewish Messiah in the Greek tongue, while he himself was a Roman citizen. |
121:1.3 (1332.4) Τέτοιος πολιτισμός σαν αυτόν στις μέρες του Ιησού δεν έχει παρατηρηθεί στην Δύση ούτε πριν ούτε μετά από εκείνες τις μέρες. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ενοποιήθηκε και συντονίστηκε κάτω από μια τρίπτυχη ασυνήθιστη επιρροή: |
|
121:1.3 (1332.4) Nothing like the civilization of the times of Jesus has been seen in the Occident before or since those days. European civilization was unified and co-ordinated under an extraordinary threefold influence: |
121:1.4 (1332.5) 1. Τα Ρωμαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. |
|
121:1.4 (1332.5) 1. The Roman political and social systems. |
121:1.5 (1332.6) 2. Την Ελληνική γλώσσα και παιδεία- και φιλοσοφία σε κάποιο βαθμό. |
|
121:1.5 (1332.6) 2. The Grecian language and culture—and philosophy to a certain extent. |
121:1.6 (1332.7) 3. Την ταχεία εξάπλωση των Ιουδαϊκών θρησκευτικών και ηθικών διδασκαλιών. |
|
121:1.6 (1332.7) 3. The rapidly spreading influence of Jewish religious and moral teachings. |
121:1.7 (1332.8) Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, όλος ο Μεσογειακός κόσμος ήταν μια ενοποιημένη αυτοκρατορία. Καλοί δρόμοι, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, συνέδεαν πολλά μείζονα κέντρα. Οι θάλασσες είχαν ξεκαθαρίσει από τους πειρατές, και βρισκόταν σε μεγάλη πρόοδο μια νέα εποχή εμπορίου και ταξιδιών. Η Ευρώπη από τότε δεν ξαναχάρηκε τέτοια εποχή εμπορίου και ταξιδιών, μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα μετά Χριστό. |
|
121:1.7 (1332.8) When Jesus was born, the entire Mediterranean world was a unified empire. Good roads, for the first time in the world’s history, interconnected many major centers. The seas were cleared of pirates, and a great era of trade and travel was rapidly advancing. Europe did not again enjoy another such period of travel and trade until the nineteenth century after Christ. |
121:1.8 (1333.1) Παρά την εσωτερική ειρήνη και την επιφανειακή ευημερία του Ελληνο-Ρωμαϊκού κόσμου, μια πλειοψηφία των κατοίκων της αυτοκρατορίας, μαράζωνε στην αθλιότητα και την φτώχεια. Η μικρή ανώτερη τάξη ήταν πλούσια¨ η εξαθλιωμένη και πάμπτωχη κατώτερη τάξη περιλάμβανε τους περισσότερους απλούς ανθρώπους . Δεν υπήρχε εκείνες τις μέρες ευτυχισμένη και ευημερούσα μεσαία τάξη¨ ότι είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στην Ρωμαϊκή κοινωνία. |
|
121:1.8 (1333.1) Notwithstanding the internal peace and superficial prosperity of the Greco-Roman world, a majority of the inhabitants of the empire languished in squalor and poverty. The small upper class was rich; a miserable and impoverished lower class embraced the rank and file of humanity. There was no happy and prosperous middle class in those days; it had just begun to make its appearance in Roman society. |
121:1.9 (1333.2) Οι πρώτοι αγώνες ανάμεσα στα επεκτεινόμενα Ρωμαϊκά και Πάρθια κράτη είχαν τελειώσει στο πρόσφατο παρελθόν, αφήνοντας την Συρία στα χέρια των Ρωμαίων. Τον καιρό του Ιησού, η Παλαιστίνη και η Συρία απολάμβαναν μια περίοδο ευημερίας, σχετικής ειρήνης, και εκτεταμένων εμπορικών συναλλαγών και με την Ανατολή και με την Δύση. |
|
121:1.9 (1333.2) The first struggles between the expanding Roman and Parthian states had been concluded in the then recent past, leaving Syria in the hands of the Romans. In the times of Jesus, Palestine and Syria were enjoying a period of prosperity, relative peace, and extensive commercial intercourse with the lands to both the East and the West. |
2. Ο ΕΒΡΑΪΚΟΣ ΛΑΟΣ ^top |
|
2. The Jewish People ^top |
121:2.1 (1333.3) Οι Εβραίοι ήταν τμήμα μιας παλαιότερης Σημιτικής φυλής, που περιλάμβανε και τους Βαβυλώνες, τους Φοίνικες, και τους πιο πρόσφατους εχθρούς της Ρώμης, τους Καρχηδόνιους. Κατά το πρώτο μέρος του πρώτου αιώνα μετά Χριστό, οι Εβραίοι ήταν η πιο ισχυρή φυλή από τους Σημιτικούς λαούς, και έτυχε να καταλαμβάνουν μια ιδιαίτερα στρατηγική γεωγραφική θέση στον κόσμο με τον τρόπο που ήταν τότε οργανωμένο το εμπόριο. |
|
121:2.1 (1333.3) The Jews were a part of the older Semitic race, which also included the Babylonians, the Phoenicians, and the more recent enemies of Rome, the Carthaginians. During the fore part of the first century after Christ, the Jews were the most influential group of the Semitic peoples, and they happened to occupy a peculiarly strategic geographic position in the world as it was at that time ruled and organized for trade. |
121:2.2 (1333.4) Πολλοί από τους μεγάλους κόμβους που συνέδεαν τα κράτη της αρχαιότητας περνούσαν μέσα από την Παλαιστίνη, που έγινε έτσι σημείο συνάντησης, ή σταυροδρόμι , τριών ηπείρων. Τα ταξίδια, το εμπόριο, και οι στρατοί της Βαβυλωνίας, της Ασσυρίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, της Ελλάδας, της Παρθίας και της Ρώμης διαδοχικά περνούσαν από την Παλαιστίνη. Από αμνημονεύτων χρόνων, πολλές πορείες καραβανιών από την Ανατολή περνούσαν μέσα από ένα μέρος αυτού του τμήματος για να φτάσουν στα λίγα καλά λιμάνια του ανατολικού άκρου της Μεσογείου, από όπου πλοία μετέφεραν τα φορτία τους προς όλο τον ναυτικό Δυτικό κόσμο. Και περισσότερη από το μισό από το ρεύμα αυτών των καραβανιών περνούσε από μέσα ή κοντά από την μικρή πόλη της Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. |
|
121:2.2 (1333.4) Many of the great highways joining the nations of antiquity passed through Palestine, which thus became the meeting place, or crossroads, of three continents. The travel, trade, and armies of Babylonia, Assyria, Egypt, Syria, Greece, Parthia, and Rome successively swept over Palestine. From time immemorial, many caravan routes from the Orient passed through some part of this region to the few good seaports of the eastern end of the Mediterranean, whence ships carried their cargoes to all the maritime Occident. And more than half of this caravan traffic passed through or near the little town of Nazareth in Galilee. |
121:2.3 (1333.5) Παρόλο που η Παλαιστίνη ήταν η πατρίδα της Εβραϊκής θρησκευτικής κουλτούρας και η γενέτειρα του Χριστιανισμού, οι Εβραίοι ξενιτευόντουσαν, και κατοικούσαν σε πολλά έθνη και εμπορευόντουσαν σε κάθε αποικία των Ρωμαϊκών και Πάρθιων κρατών. |
|
121:2.3 (1333.5) Although Palestine was the home of Jewish religious culture and the birthplace of Christianity, the Jews were abroad in the world, dwelling in many nations and trading in every province of the Roman and Parthian states. |
121:2.4 (1333.6) Η Ελλάδα παρείχε την γλώσσα και την κουλτούρα, η Ρώμη έχτιζε τους δρόμους και ενοποιούσε μια αυτοκρατορία, αλλά ο διασκορπισμός των Εβραίων, με τις περισσότερες από διακόσιες συναγωγές και καλά οργανωμένες θρησκευτικές κοινότητες τις διάσπαρτες εδώ και κει στον Ρωμαϊκό κόσμο, δημιούργησε τα εκπαιδευτικά κέντρα στα οποία θα γινόταν η πρώτη υποδοχή του νέου ευαγγελίου της βασιλείας των ουρανών, και από όπου έπειτα θα εξαπλωνόταν στα πέρατα του κόσμου. |
|
121:2.4 (1333.6) Greece provided a language and a culture, Rome built the roads and unified an empire, but the dispersion of the Jews, with their more than two hundred synagogues and well-organized religious communities scattered hither and yon throughout the Roman world, provided the cultural centers in which the new gospel of the kingdom of heaven found initial reception, and from which it subsequently spread to the uttermost parts of the world. |
121:2.5 (1333.7) Κάθε μια Εβραϊκή συναγωγή είχε στους κόλπους της και μια ομάδα πιστών μη Ιουδαίων, «θρήσκων» ή «θεοφοβούμενων» ανθρώπων , και ήταν σε αυτήν την ομάδα προσήλυτων που ο Παύλος βρήκε το κύριο μέρος των νέων προσήλυτων στον Χριστιανισμό. Ακόμα και ο ναός στην Ιερουσαλήμ φιλοξενούσε στην αυλή του μια ομάδα μη Ιουδαίων. Υπήρχε πολύ στενή σχέση ανάμεσα στην παιδεία, το εμπόριο, και την λατρεία της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας. Στην Αντιόχεια οι οπαδοί του Παύλου ονομάστηκαν για πρώτη φορά «Χριστιανοί». |
|
121:2.5 (1333.7) Each Jewish synagogue tolerated a fringe of gentile believers, “devout” or “God-fearing” men, and it was among this fringe of proselytes that Paul made the bulk of his early converts to Christianity. Even the temple at Jerusalem possessed its ornate court of the gentiles. There was very close connection between the culture, commerce, and worship of Jerusalem and Antioch. In Antioch Paul’s disciples were first called “Christians.” |
121:2.6 (1333.8) Η επικέντρωση της λατρείας στον Ιουδαϊκό ναό στην Ιερουσαλήμ περιλάμβανε εξίσου το μυστικό της επιβίωσης του μονοθεϊσμού τους και την υπόσχεση της καλλιέργειας και διάδοσης στον κόσμο μιας νέας διευρυμένης αντίληψης αυτού του ενός Θεού όλων των εθνών και Πατέρα όλων των θνητών. Η υπηρεσία του ναού στην Ιερουσαλήμ αντιπροσώπευε την επιβίωση μιας θρησκευτικής πολιτιστικής αντίληψης μετά την πτώση μιας σειράς μη Ιουδαίων εθνικών ηγεμόνων και φυλετικών διωκτών. |
|
121:2.6 (1333.8) The centralization of the Jewish temple worship at Jerusalem constituted alike the secret of the survival of their monotheism and the promise of the nurture and sending forth to the world of a new and enlarged concept of that one God of all nations and Father of all mortals. The temple service at Jerusalem represented the survival of a religious cultural concept in the face of the downfall of a succession of gentile national overlords and racial persecutors. |
121:2.7 (1334.1) Ο Εβραϊκός λαός εκείνης της εποχής, παρόλο που βρισκόταν κάτω από Ρωμαϊκή επικυριαρχία, απολάμβανε ένα σημαντικό βαθμό αυτό-διακυβέρνησης και, θυμούμενοι τα τότε πρόσφατα ηρωικά ανδραγαθήματα για απελευθέρωση του Ιούδα του Μακαβαίου και των άμεσων διαδόχων του, είχε πού ζωηρή την προσδοκία για την άμεση εμφάνιση ενός ακόμα μεγαλύτερου απελευθερωτή, τον από καιρού αναμενόμενο Μεσσία. |
|
121:2.7 (1334.1) The Jewish people of this time, although under Roman suzerainty, enjoyed a considerable degree of self-government and, remembering the then only recent heroic exploits of deliverance executed by Judas Maccabee and his immediate successors, were vibrant with the expectation of the immediate appearance of a still greater deliverer, the long-expected Messiah. |
121:2.8 (1334.2) Το μυστικό της επιβίωσης της Παλαιστίνης, του βασιλείου των Εβραίων, σαν ημι-ανεξάρτητο κράτος βρισκόταν στην εξωτερική πολιτική της Ρωμαϊκής κυβέρνησης, που επιθυμούσε να διατηρήσει τον έλεγχο της Παλαιστινιακής εθνικής οδού και των ταξιδιωτικών δρόμων ανάμεσα στην Συρία και στην Αίγυπτο καθώς στις δυτικές αφετηρίες των πορειών των καραβανιών ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση. Η Ρώμη Δεν επιθυμούσε να αυξηθεί καμιά δύναμη στην Ανατολή που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την μελλοντική της επέκταση σε αυτές τις περιοχές. Η πολιτική των μηχανορραφιών που είχε αντικείμενό της η Σελευκιακή Συρία και η Πτολεμαϊκή Αίγυπτός να σκάψουν τον λάκκο η μια της άλλης, έκανε απαραίτητη να αποδεχτούν την Παλαιστίνη σαν ξεχωριστό και ανεξάρτητο κράτος. Η Ρωμαϊκή πολιτική, ο εκφυλισμός της Αιγύπτου, και η προοδευτική αποδυνάμωση των Σελευκιδών μπροστά στην αυξανόμενη δύναμη της Πάρθιας, εξηγούν γιατί για πολλές γενεές μια μικρή και αδύναμη ομάδα Εβραίων μπόρεσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και από τους Σελευκίδες προς τον βορά και τους Πτολεμαίους προς τον Νότο. Αυτήν την αναπάντεχη ελευθερία και ανεξαρτησία από την πολιτική ηγεσία των συνοριακών και ισχυρότερων λαών οι Εβραίοι την απέδωσαν στο γεγονός ότι ήταν ο «εκλεκτός λαός», και στην άμεση παρέμβαση του Ιεχωβά. Αυτή η στάση φυλετικής υπεροχής τους έκανε πολύ δύσκολο να ανεχτούν την Ρωμαϊκή επικυριαρχία όταν τελικά έφτασε και στην χώρα τους. Αλλά ακόμα και εκείνη την θλιβερή στιγμή οι Εβραίοι αρνήθηκαν να μάθουν ότι η παγκόσμια αποστολή τους ήταν πνευματική και όχι πολιτική. |
|
121:2.8 (1334.2) The secret of the survival of Palestine, the kingdom of the Jews, as a semi-independent state was wrapped up in the foreign policy of the Roman government, which desired to maintain control of the Palestinian highway of travel between Syria and Egypt as well as the western terminals of the caravan routes between the Orient and the Occident. Rome did not wish any power to arise in the Levant which might curb her future expansion in these regions. The policy of intrigue which had for its object the pitting of Seleucid Syria and Ptolemaic Egypt against each other necessitated fostering Palestine as a separate and independent state. Roman policy, the degeneration of Egypt, and the progressive weakening of the Seleucids before the rising power of Parthia, explain why it was that for several generations a small and unpowerful group of Jews was able to maintain its independence against both Seleucidae to the north and Ptolemies to the south. This fortuitous liberty and independence of the political rule of surrounding and more powerful peoples the Jews attributed to the fact that they were the “chosen people,” to the direct interposition of Yahweh. Such an attitude of racial superiority made it all the harder for them to endure Roman suzerainty when it finally fell upon their land. But even in that sad hour the Jews refused to learn that their world mission was spiritual, not political. |
121:2.9 (1334.3) Οι Εβραίοι ήταν ασυνήθιστα ανήσυχοι και φιλύποπτοι σε όλη την διάρκεια της εποχής του Ιησού επειδή τότε κυβερνιόντουσαν από έναν ξένο, τον Ηρώδη της Ιδουμενέας, που είχε καταλάβει την ηγεμονία της Ιουδαίας κερδίζοντας έξυπνα την εύνοια των Ρωμαίων κυβερνητών. Και παρόλο που ο Ηρώδης προσποιούταν πίστη στην τελετουργική τήρηση των τύπων, άρχισε και να χτίζει ναούς για πολλούς ξένους θεούς. |
|
121:2.9 (1334.3) The Jews were unusually apprehensive and suspicious during the times of Jesus because they were then ruled by an outsider, Herod the Idumean, who had seized the overlordship of Judea by cleverly ingratiating himself with the Roman rulers. And though Herod professed loyalty to the Hebrew ceremonial observances, he proceeded to build temples for many strange gods. |
121:2.10 (1334.4) Οι φιλικές σχέσεις του Ηρώδη με τους Ρωμαίους κυβερνήτες έκανε τον κόσμο ασφαλή για τον Εβραϊκά ταξίδια και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την αυξημένη Ιουδαϊκή διείσδυση ακόμα και στα πιο μακρινά μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ακόμα και σε έθνη με ξένες συνθήκες, με το νέο ευαγγέλιο της βασιλείας του ουρανού. Η βασιλεία του Ηρώδη επίσης συνεισέφερε κατά πού για την περαιτέρω ανάμιξη των Εβραϊκών και Ελληνιστικών φιλοσοφιών. |
|
121:2.10 (1334.4) The friendly relations of Herod with the Roman rulers made the world safe for Jewish travel and thus opened the way for increased Jewish penetration even of distant portions of the Roman Empire and of foreign treaty nations with the new gospel of the kingdom of heaven. Herod’s reign also contributed much toward the further blending of Hebrew and Hellenistic philosophies. |
121:2.11 (1334.5) Ο Ηρώδης έχτισε το λιμάνι της Καισαρείας, που βοήθησε ακόμα περισσότερο στο να γίνει η Παλαιστίνη το σταυροδρόμι του πολιτισμένου κόσμου. Πέθανε το 4 προ Χριστού, και ο γιος του ο Ηρώδης Αντύπας κυβέρνησε την Γαλιλαία και Περέα σε όλη την διάρκεια της νεότητας και προσφοράς του Ιησού μέχρι το 39 μετά Χριστό, και σαν τον πατέρα του, ήταν και αυτός μεγάλος κτίστης. Επαναοικοδόμησε πολλές από τις πόλεις της Γαλιλαίας, συμπεριλαμβανομένου και του μεγάλου εμπορικού κέντρου της Σέφορης. |
|
121:2.11 (1334.5) Herod built the harbor of Caesarea, which further aided in making Palestine the crossroads of the civilized world. He died in 4 b.c., and his son Herod Antipas governed Galilee and Perea during Jesus’ youth and ministry to a.d. 39. Antipas, like his father, was a great builder. He rebuilt many of the cities of Galilee, including the important trade center of Sepphoris. |
121:2.12 (1334.6) Οι Γαλιλαίοι δεν είχαν την εύνοια των θρησκευτικών ηγετών της Ιερουσαλήμ , και των ραββίνων διδασκάλων. Η Γαλιλαία ήταν περισσότερο μη Ιουδαϊκή παρά Ιουδαϊκή όταν γεννήθηκε ο Ιησούς. |
|
121:2.12 (1334.6) The Galileans were not regarded with full favor by the Jerusalem religious leaders and rabbinical teachers. Galilee was more gentile than Jewish when Jesus was born. |
3. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ ^top |
|
3. Among the Gentiles ^top |
121:3.1 (1334.7) Παρόλο που η κοινωνική και οικονομική κατάσταση του Ρωμαϊκού κράτους δεν ήταν και η καλύτερη, η πλατιά διαδεδομένη εσωτερική ειρήνη και η ευημερία ήταν ευνοϊκές για την Παρουσία του Μιχαήλ. Τον πρώτο αιώνα μετά Χριστό οι κοινωνία του Μεσογειακού κόσμου αποτελείτο από πέντε καλά προσδιορισμένα κοινωνικά στρώματα: |
|
121:3.1 (1334.7) Although the social and economic condition of the Roman state was not of the highest order, the widespread domestic peace and prosperity was propitious for the bestowal of Michael. In the first century after Christ the society of the Mediterranean world consisted of five well-defined strata: |
121:3.2 (1335.1) 1. Την αριστοκρατία. Οι ανώτερες τάξεις με το χρήμα και την επίσημη δύναμη, οι προνομιούχες και ηγετικές ομάδες. |
|
121:3.2 (1335.1) 1. The aristocracy. The upper classes with money and official power, the privileged and ruling groups. |
121:3.3 (1335.2) 2. Τις ομάδες των επιχειρηματιών. Οι πρίγκιπες έμποροι και οι τραπεζίτες, οι εμπορευόμενοι – οι μεγάλοι εισαγωγείς και εξαγωγείς—οι διεθνείς έμποροι. |
|
121:3.3 (1335.2) 2. The business groups. The merchant princes and the bankers, the traders—the big importers and exporters—the international merchants. |
121:3.4 (1335.3) 3. Την μικρή μεσαία τάξη. Παρόλο που αυτή η ομάδα ήταν πραγματικά μικρή, είχε μεγάλη επιρροή και ήταν η σπονδυλική στήλη της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, που ενθάρρυνε αυτές τις ομάδες να συνεχίζουν τις διάφορες τέχνες τους και τα επαγγέλματά τους. Στους Εβραίους πολλοί από τους Φαρισαίους ανήκαν σε αυτήν την τάξη των επαγγελματιών. |
|
121:3.4 (1335.3) 3. The small middle class. Although this group was indeed small, it was very influential and provided the moral backbone of the early Christian church, which encouraged these groups to continue in their various crafts and trades. Among the Jews many of the Pharisees belonged to this class of tradesmen. |
121:3.5 (1335.4) 4. Το ελεύθερο προλεταριάτο. Αυτή η ομάδα είχε πολύ μικρή ή και καθόλου κοινωνικό κύρος. Αν και υπερήφανοι για την ελευθερία τους, είχαν μεγάλη μειονεκτική θέση επειδή έπρεπε να συναγωνίζονται με την δουλεία. Οι ανώτερες τάξεις τους έβλεπαν περιφρονητικά, καταλογίζοντάς τους ότι ήταν άχρηστοι εκτός για «αναπαραγωγικούς σκοπούς». |
|
121:3.5 (1335.4) 4. The free proletariat. This group had little or no social standing. Though proud of their freedom, they were placed at great disadvantage because they were forced to compete with slave labor. The upper classes regarded them disdainfully, allowing that they were useless except for “breeding purposes.” |
121:3.6 (1335.5) 5. Οι δούλοι. Ο μισός πληθυσμός του Ρωμαϊκού κράτους ήταν δούλοι¨ πολλοί από αυτούς ήταν ανώτερα άτομα και σύντομα ανερχόντουσαν στο ελεύθερο προλεταριάτο, ακόμα και στους επαγγελματίες. Η πλειοψηφία ήταν είτε μέτριοι ή πολύ κατώτεροι. |
|
121:3.6 (1335.5) 5. The slaves. Half the population of the Roman state were slaves; many were superior individuals and quickly made their way up among the free proletariat and even among the tradesmen. The majority were either mediocre or very inferior. |
121:3.7 (1335.6) Η δουλεία, ακόμα και των ανώτερων λαών, ήταν ένα χαρακτηριστικό της Ρωμαϊκής στρατιωτικής κατάκτησης. Η δύναμη του αφέντη πάνω στον σκλάβο του ήταν απεριόριστη. Η πρώτη Χριστιανική εκκλησία αποτελείτο κατά μεγάλο μέρος από τις κατώτερες τάξεις και από αυτούς τους δούλους. |
|
121:3.7 (1335.6) Slavery, even of superior peoples, was a feature of Roman military conquest. The power of the master over his slave was unqualified. The early Christian church was largely composed of the lower classes and these slaves. |
121:3.8 (1335.7) Οι ανώτεροι σκλάβοι συχνά έπαιρναν μισθό και αποταμιεύοντας αυτά τα κέρδη τους μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Πολλοί τέτοιοι απελευθερωμένοι σκλάβοι ανήλθαν σε υψηλές θέσεις του κράτους, της εκκλησίας και του επιχειρηματικού κόσμου. Και ήταν αυτές οι δυνατότητες που έκαναν την πρώτη Χριστιανική εκκλησία να δείξει ανοχή σε αυτός τον τροποποιημένο θεσμό της δουλείας. |
|
121:3.8 (1335.7) Superior slaves often received wages and by saving their earnings were able to purchase their freedom. Many such emancipated slaves rose to high positions in state, church, and the business world. And it was just such possibilities that made the early Christian church so tolerant of this modified form of slavery. |
121:3.9 (1335.8) Δεν υπήρχε κανένα πλατιά διαδεδομένο κοινωνικό πρόβλημα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον πρώτο αιώνα μετά Χριστό. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού θεωρούσε ότι ανήκε στην ομάδα που ήταν γραφτό να γεννηθούν. Υπήρχε πάντα η ανοιχτή πόρτα μέσα από την οποία τα ταλαντούχα και ικανά άτομα μπορούσαν να ανέλθουν από τα χαμηλότερα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Ρωμαϊκής κοινωνίας, αλλά οι άνθρωποι ήταν γενικά ικανοποιημένοι με την κοινωνική τους τάξη. Δεν ήταν δυσαρεστημένοι από την τάξη τους, ούτε θεωρούσαν αυτές τις κοινωνικές διακρίσεις άδικες ή λανθασμένες. Ο Χριστιανισμός δεν ήταν σε καμία περίπτωση οικονομικό κίνημα με σκοπό την βελτίωση των δυστυχιών των καταπιεσμένων τάξεων. |
|
121:3.9 (1335.8) There was no widespread social problem in the Roman Empire in the first century after Christ. The major portion of the populace regarded themselves as belonging in that group into which they chanced to be born. There was always the open door through which talented and able individuals could ascend from the lower to the higher strata of Roman society, but the people were generally content with their social rank. They were not class conscious, neither did they look upon these class distinctions as being unjust or wrong. Christianity was in no sense an economic movement having for its purpose the amelioration of the miseries of the depressed classes. |
121:3.10 (1335.9) Η γυναίκα, παρόλο που απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από ότι στην περιορισμένη θέση της στην Παλαιστίνη, η οικογενειακή αφοσίωση και η φυσική στοργή των Εβραίων κατά πολύ υπερέβαιναν εκείνες του μη Ιουδαϊκού κόσμου. |
|
121:3.10 (1335.9) Although woman enjoyed more freedom throughout the Roman Empire than in her restricted position in Palestine, the family devotion and natural affection of the Jews far transcended that of the gentile world. |
4. Η ΜΗ ΙΟΥΔΑΪΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ^top |
|
4. Gentile Philosophy ^top |
121:4.1 (1335.10) Οι μη Ιουδαίοι ήταν, από ηθική σκοπιά, κάπως κατώτεροι από τους Εβραίους, αλλά στις καρδιές των ευγενέστερων υπήρχε άφθονο γόνιμο έδαφος φυσικής καλοσύνης και δυναμικό αγάπης προς τους συνανθρώπους τους στο οποίο ο σπόρος του Χριστιανισμού ήταν δυνατόν να βλαστήσει και να παράγει άφθονο ηθικό χαρακτήρα και πνευματικά επιτεύγματα. Στον μη Ιουδαϊκό κόσμο, επικρατούσαν τέσσερις σπουδαίες φιλοσοφίες, που όλες λιγότερο ή περισσότερο προερχόντουσαν από τον πρώτο Πλατωνισμό των Ελλήνων. Αυτές οι φιλοσοφικές σχολές ήταν: |
|
121:4.1 (1335.10) The gentiles were, from a moral standpoint, somewhat inferior to the Jews, but there was present in the hearts of the nobler gentiles abundant soil of natural goodness and potential human affection in which it was possible for the seed of Christianity to sprout and bring forth an abundant harvest of moral character and spiritual achievement. The gentile world was then dominated by four great philosophies, all more or less derived from the earlier Platonism of the Greeks. These schools of philosophy were: |
121:4.2 (1335.11) 1. Η Επικουρική. Αυτή η φιλοσοφική σχολή ήταν αφιερωμένη στην αναζήτηση της ευτυχίας. Οι καλύτεροι Επικουρικοί δεν επιδιδόντουσαν σε αισθησιακές υπερβολές. Τουλάχιστον αυτή η διδασκαλία βοηθούσε τους Ρωμαίους να αποφύγουν μια πιο αμείλικτη μορφή φαταλισμού¨ δίδασκε ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν κάτι για να βελτιώσουν την επίγεια κατάστασή τους. Ακόμα, μαχόταν αποτελεσματικά τις προλήψεις που οφειλόντουσαν στην άγνοια. |
|
121:4.2 (1335.11) 1. The Epicurean. This school of thought was dedicated to the pursuit of happiness. The better Epicureans were not given to sensual excesses. At least this doctrine helped to deliver the Romans from a more deadly form of fatalism; it taught that men could do something to improve their terrestrial status. It did effectually combat ignorant superstition. |
121:4.3 (1336.1) 2. Η Στωική. Ο Στωικισμός ήταν η ανώτερη φιλοσοφία των ανώτερων τάξεων. Οι Στωικοί πίστευαν ότι μια μοιραία αιτιοκρατία κυριαρχούσε σε όλη την φύση. Δίδασκαν ότι η ψυχή του ανθρώπου ήταν θεϊκή¨ ότι ΄ήταν φυλακισμένη στο αμαρτωλό σώμα της φυσικής φύσης. Η ψυχή του ανθρώπου μπορούσε να πετύχει την ελευθερία ζώντας σε αρμονία με την φύση, με τον Θεό¨ έτσι η αρετή γινόταν αυτοσκοπός. Ο Στωικισμός ανερχόταν στην απόλυτη ηθικότητα, σε ιδανικά που κανένα ανθρώπινο σύστημα φιλοσοφίας δεν μπόρεσε ποτέ να υπερβεί. Ενώ οι Στωικοί ισχυριζόντουσαν ότι είναι «τα παιδιά του Θεού», δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν, και έτσι απέτυχαν να τον βρουν. Ο Στωικισμός παρέμεινε μια φιλοσοφία¨ ποτέ δεν έγινε θρησκεία. Οι οπαδοί του προσπαθούσαν να συντονίσουν τον νου τους με την αρμονία του Συμπαντικού Νου, αλλά δεν μπόρεσαν να οραματιστούν τους εαυτούς τους σαν παιδιά ενός στοργικού Πατέρα. Ο Παύλος έκλινε πολύ προς τον Στωικισμό όταν έγραφε, « Έχω μάθει σε οποιαδήποτε κατάσταση να βρίσκομαι, εκεί να είμαι ικανοποιημένος.» |
|
121:4.3 (1336.1) 2. The Stoic. Stoicism was the superior philosophy of the better classes. The Stoics believed that a controlling Reason-Fate dominated all nature. They taught that the soul of man was divine; that it was imprisoned in the evil body of physical nature. Man’s soul achieved liberty by living in harmony with nature, with God; thus virtue came to be its own reward. Stoicism ascended to a sublime morality, ideals never since transcended by any purely human system of philosophy. While the Stoics professed to be the “offspring of God,” they failed to know him and therefore failed to find him. Stoicism remained a philosophy; it never became a religion. Its followers sought to attune their minds to the harmony of the Universal Mind, but they failed to envisage themselves as the children of a loving Father. Paul leaned heavily toward Stoicism when he wrote, “I have learned in whatsoever state I am, therewith to be content.” |
121:4.4 (1336.2) 3. Η Κυνική. Παρόλο που οι Κυνικοί ανάγουν την θεωρία τους στον Διογένη της Αθήνας, πολύ από την διδασκαλία τους την πήραν από τα υπολείμματα της διδασκαλίας του Μαχιβέντα Μελχισεδέκ. Ο Κυνισμός παλαιότερα ήταν περισσότερο θρησκεία παρά φιλοσοφία. Τουλάχιστον οι Κυνικοί έκαναν την θρησκεία-φιλοσοφία τους δημοκρατική. Στους αγρούς και στα μέρη της αγοράς εκήρυσσαν διαρκώς την θεωρία τους ότι ο «ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί αν θέλει». Εκήρυσσαν την απλότητα και την αρετή και προέτρεπαν τους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν τον θάνατο χωρίς φόβο. Αυτοί οι περιπλανώμενοι Κυνικοί κήρυκες προσέφεραν πολλά στην προετοιμασία του πνευματικά πεινασμένου πληθυσμού για τους μετέπειτα Χριστιανούς ιεραποστόλους. Το σχέδιο του λαϊκού κηρύγματος ήταν σύμφωνα με το πρότυπο και το στυλ των επιστολών του Παύλου. |
|
121:4.4 (1336.2) 3. The Cynic. Although the Cynics traced their philosophy to Diogenes of Athens, they derived much of their doctrine from the remnants of the teachings of Machiventa Melchizedek. Cynicism had formerly been more of a religion than a philosophy. At least the Cynics made their religio-philosophy democratic. In the fields and in the market places they continually preached their doctrine that “man could save himself if he would.” They preached simplicity and virtue and urged men to meet death fearlessly. These wandering Cynic preachers did much to prepare the spiritually hungry populace for the later Christian missionaries. Their plan of popular preaching was much after the pattern, and in accordance with the style, of Paul’s Epistles. |
121:4.5 (1336.3) 4. Η Σκεπτικιστική. Ο Σκεπτικισμός ισχυριζόταν ότι η γνώση είναι απατηλή, και ότι είναι αδύνατες η βεβαιότητα και η πεποίθηση. Ήταν μια εντελώς αρνητική στάση και ποτέ δεν διαδόθηκε πολύ. |
|
121:4.5 (1336.3) 4. The Skeptic. Skepticism asserted that knowledge was fallacious, and that conviction and assurance were impossible. It was a purely negative attitude and never became widespread. |
121:4.6 (1336.4) Αυτές οι φιλοσοφίες ήταν ημι-θρησκευτικές¨ συχνά ήταν αναζωογονητικές, ηθικοπλαστικές, και εξευγενιστικές αλλά συνήθως δεν προοριζόντουσαν για τους κοινούς ανθρώπους. Με μόνη πιθανή εξαίρεση τον Κυνισμό, ήταν φιλοσοφίες για τους ισχυρούς και τους μορφωμένους, όχι θρησκείες για την σωτηρία και των φτωχών και των αδυνάτων. |
|
121:4.6 (1336.4) These philosophies were semireligious; they were often invigorating, ethical, and ennobling but were usually above the common people. With the possible exception of Cynicism, they were philosophies for the strong and the wise, not religions of salvation for even the poor and the weak. |
5. ΟΙ ΜΗ ΙΟΥΔΑΪΚΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ^top |
|
5. The Gentile Religions ^top |
121:5.1 (1336.5) Σε όλες τις προηγούμενες εποχές η θρησκεία ήταν υπόθεση κυρίως της φυλής ή του έθνους¨ δεν ήταν θέμα που αφορούσε το άτομο. Οι θεοί ήταν φυλετικοί ή εθνικοί, όχι προσωπικοί. Τέτοια θρησκευτικά συστήματα παρείχαν πολύ λίγη ικανοποίηση στις ατομικές πνευματικές ανησυχίες των συνηθισμένων ανθρώπων. |
|
121:5.1 (1336.5) Throughout preceding ages religion had chiefly been an affair of the tribe or nation; it had not often been a matter of concern to the individual. Gods were tribal or national, not personal. Such religious systems afforded little satisfaction for the individual spiritual longings of the average person. |
121:5.2 (1336.6) Τον καιρό του Ιησού οι θρησκείες στην Δύση περιλάμβαναν: |
|
121:5.2 (1336.6) In the times of Jesus the religions of the Occident included: |
121:5.3 (1336.7) 1. Τις παγανιστικές θρησκείες. Αυτές ήταν ένας συνδυασμός Ελληνικής και Λατινικής μυθολογίας, πατριωτισμού, και παραδόσεων. |
|
121:5.3 (1336.7) 1. The pagan cults. These were a combination of Hellenic and Latin mythology, patriotism, and tradition. |
121:5.4 (1336.8) 2. Την Λατρεία του Αυτοκράτορα. Αυτή την θεϊκοποίηση του ανθρώπου σαν σύμβολο του κράτους, την απεχθανόντουσαν εντελώς οι Εβραίοι και οι πρώτοι Χριστιανοί, και οδήγησε στους σκληρούς διωγμούς και των δύο εκκλησιών από την Ρωμαϊκή κυβέρνηση. |
|
121:5.4 (1336.8) 2. Emperor worship. This deification of man as the symbol of the state was very seriously resented by the Jews and the early Christians and led directly to the bitter persecutions of both churches by the Roman government. |
121:5.5 (1337.1) 3. Την αστρολογία. Αυτή η ψευδο- επιστήμη της Βαβυλώνας εξελίχτηκε σε θρησκεία σε όλη την Ελληνο- Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ακόμα και τον εικοστό αιώνα οι άνθρωποι δεν έχουν εντελώς απελευθερωθεί από αυτήν την προληπτική πεποίθηση. |
|
121:5.5 (1337.1) 3. Astrology. This pseudo science of Babylon developed into a religion throughout the Greco-Roman Empire. Even in the twentieth century man has not been fully delivered from this superstitious belief. |
121:5.6 (1337.2) 4. Τις μυστηριώδεις θρησκείες. Σε έναν τόσο πνευματικά πεινασμένο κόσμο είχε ξεσπάσει ένα μια πλημμύρα μυστηριωδών δοξασιών, νέες και παράξενες θρησκείες από την Ανατολή, που είχαν ξετρελάνει τους συνηθισμένους ανθρώπους και τους υποσχόταν «ατομική» σωτηρία. Αυτές οι θρησκείες σύντομα έγιναν η παραδεκτή πίστη των χαμηλότερων τάξεων του Ελληνο_Ρωμαϊκού κόσμου. Και έκαναν πολλά για την προετοιμασία του δρόμου για την ταχεία εξάπλωση των κατά πολύ ανώτερων Χριστιανικών διδασκαλιών, που παρουσίαζαν μια μεγαλοπρεπή έννοια της Θεότητας, που συνδεόταν με μια ελκυστική θεολογία για τους έξυπνους και μια βαθιά προσφορά σωτηρίας για όλους, συμπεριλαμβανομένων και των αμόρφωτων αλλά πνευματικά πεινασμένων μεσαίων ανθρώπων εκείνων των ημερών. |
|
121:5.6 (1337.2) 4. The mystery religions. Upon such a spiritually hungry world a flood of mystery cults had broken, new and strange religions from the Levant, which had enamored the common people and had promised them individual salvation. These religions rapidly became the accepted belief of the lower classes of the Greco-Roman world. And they did much to prepare the way for the rapid spread of the vastly superior Christian teachings, which presented a majestic concept of Deity, associated with an intriguing theology for the intelligent and a profound proffer of salvation for all, including the ignorant but spiritually hungry average man of those days. |
121:5.7 (1337.3) Οι μυστηριώδεις θρησκείες σήμαναν το τέλος των εθνικών πίστεων και είχαν σαν αποτέλεσμα την γέννηση πολλών προσωπικών δοξασιών. Τα μυστήρια ήταν πολλά αλλά όλα χαρακτηριζόντουσαν από: |
|
121:5.7 (1337.3) The mystery religions spelled the end of national beliefs and resulted in the birth of the numerous personal cults. The mysteries were many but were all characterized by: |
121:5.8 (1337.4) 1. Κάποιο μυθικό θρύλο, ένα μυστήριο—από όπου βγήκε και το όνομά τους. Κατά κανόνα, αυτό το μυστήριο είχε να κάνει με την ιστορία της ζωής και του θανάτου κάποιου θεού και της επιστροφής του στην ζωή, όπως απεικονιζόταν από τις διδασκαλίες του Μιθραϊσμού, που, για κάποιο χρονικό διάστημα, συνυπήρχε, και ανταγωνιζότανε το δόγμα του Παύλου για τον Χριστιανισμό. |
|
121:5.8 (1337.4) 1. Some mythical legend, a mystery—whence their name. As a rule this mystery pertained to the story of some god’s life and death and return to life, as illustrated by the teachings of Mithraism, which, for a time, were contemporary with, and a competitor of, Paul’s rising cult of Christianity. |
121:5.9 (1337.5) 2. Τα μυστήρια ήταν μη εθνικά και διαφυλετικά. Ήταν προσωπικά και αδερφικά, δημιουργώντας έτσι θρησκευτικές αδελφότητες και πολλές σεχταριστικές κοινωνίες. |
|
121:5.9 (1337.5) 2. The mysteries were nonnational and interracial. They were personal and fraternal, giving rise to religious brotherhoods and numerous sectarian societies. |
121:5.10 (1337.6) 3. Στις υπηρεσίες τους χαρακτηριζόντουσαν από περίπλοκες τελετές μύησης και εντυπωσιακά λατρευτικά μυστήρια. Οι μυστικές ιεροτελεστίες και τελετουργίες τους μερικές φορές ήταν μακάβριες και αηδιαστικές. |
|
121:5.10 (1337.6) 3. They were, in their services, characterized by elaborate ceremonies of initiation and impressive sacraments of worship. Their secret rites and rituals were sometimes gruesome and revolting. |
121:5.11 (1337.7) 4. Αλλά άσχετα με την φύση των τελετών τους ή τον βαθμό των υπερβολών τους, αυτά τα μυστήρια απαρέγκλιτα υποσχόντουσαν στους πιστούς τους «σωτηρία», «απαλλαγή από το κακό, ζωή μετά θάνατον, και μακροχρόνιο βίο σε σφαίρες ευδαιμονίας πέρα από αυτό τον κόσμο της δυστυχίας και της δουλείας.» |
|
121:5.11 (1337.7) 4. But no matter what the nature of their ceremonies or the degree of their excesses, these mysteries invariably promised their devotees salvation, “deliverance from evil, survival after death, and enduring life in blissful realms beyond this world of sorrow and slavery.” |
121:5.12 (1337.8) Αλλά μην κάνετε το λάθος να συγχέετε τις διδασκαλίες του Ιησού με τα μυστήρια. Η δημοτικότητα των μυστηρίων αποκαλύπτει την αναζήτηση του ανθρώπου για την επιβίωση, απεικονίζοντας έτσι μια πραγματική πείνα και δίψα για προσωπική θρησκεία και ατομική δικαιοσύνη. Παρόλο που τα μυστήρια δεν πέτυχαν να ικανοποιήσουν επαρκώς αυτούς τους πόθους, όμως προετοίμασαν το έδαφος για την επακόλουθη εμφάνιση του Ιησού, που έφερε πραγματικά στον κόσμο «τον άρτο και το ύδωρ της ζωής». |
|
121:5.12 (1337.8) But do not make the mistake of confusing the teachings of Jesus with the mysteries. The popularity of the mysteries reveals man’s quest for survival, thus portraying a real hunger and thirst for personal religion and individual righteousness. Although the mysteries failed adequately to satisfy this longing, they did prepare the way for the subsequent appearance of Jesus, who truly brought to this world the bread of life and the water thereof. |
121:5.13 (1337.9) Ο Παύλος, σε μια προσπάθεια να αξιοποιήσει τις διαδεδομένες προσκολλήσεις στους καλύτερους τύπους μυστηριωδών θρησκειών, έκανε κάποιες προσαρμογές της διδασκαλίας του Ιησού για να την κάνει πιο αποδεκτή από ένα μεγαλύτερο μέρος μελλοντικών προσήλυτων. Αλλά ακόμα και ο συμβιβασμός του Παύλου της διδασκαλίας του Ιησού (Χριστιανισμού) ήταν ανώτερος και από τα καλύτερα των μυστηρίων στο ότι: |
|
121:5.13 (1337.9) Paul, in an effort to utilize the widespread adherence to the better types of the mystery religions, made certain adaptations of the teachings of Jesus so as to render them more acceptable to a larger number of prospective converts. But even Paul’s compromise of Jesus’ teachings (Christianity) was superior to the best in the mysteries in that: |
121:5.14 (1337.10) 1. Ο Παύλος δίδαξε ηθική λύτρωση και σωτηρία. Ο Χριστιανισμός έδειξε τον δρόμο για μια νέα ζωή και διακήρυξε ένα νέο ιδανικό. Ο Παύλος απέρριψε τις μαγικές ιεροτελεστίες και τις τελετουργικές μαγείες. |
|
121:5.14 (1337.10) 1. Paul taught a moral redemption, an ethical salvation. Christianity pointed to a new life and proclaimed a new ideal. Paul forsook magic rites and ceremonial enchantments. |
121:5.15 (1337.11) 2. Ο Χριστιανισμός παρουσίασε μια θρησκεία που καταπιανόταν με τις τελικές λύσεις του ανθρώπινου προβλήματος, γιατί δεν προσέφερε μόνο σωτηρία από την θλίψη ακόμα και από τον θάνατο, αλλά ακόμα υποσχέθηκε την άφεση αμαρτιών χάρη σε ένα χαρακτήρα ορθό με χαρίσματα αιώνιας ζωής. |
|
121:5.15 (1337.11) 2. Christianity presented a religion which grappled with final solutions of the human problem, for it not only offered salvation from sorrow and even from death, but it also promised deliverance from sin followed by the endowment of a righteous character of eternal survival qualities. |
121:5.16 (1338.1) 3. Τα μυστήρια βασιζόντουσαν σε μύθους. Ο Χριστιανισμός, όπως τον εκήρυσσε ο Παύλος, βασιζόταν σε ένα ιστορικό γεγονός: την Παρουσία του Μιχαήλ, του Υιού του Θεού, στο ανθρώπινο είδος. |
|
121:5.16 (1338.1) 3. The mysteries were built upon myths. Christianity, as Paul preached it, was founded upon a historic fact: the bestowal of Michael, the Son of God, upon mankind. |
121:5.17 (1338.2) Η ηθικότητα ανάμεσα τους μη Ιουδαίους δεν συνδεόταν απαραίτητα ούτε με την φιλοσοφία, ούτε με την θρησκεία. Στους ανθρώπους εκτός Παλαιστίνης, δεν περνούσε από το μυαλό ότι ένας ιερέας υποτίθεται ότι έπρεπε να ζει ηθική ζωή. Η Εβραϊκή θρησκεία και έπειτα και οι διδασκαλίες του Ιησού και αργότερα ο εξελισσόμενος Χριστιανισμός του Παύλου ήταν οι πρώτες Ευρωπαϊκές θρησκείες που με το ένα χέρι στο ήθος και το άλλο στον ηθικό κώδικα, επέμεναν ότι οι θρησκευόμενοι πρέπει να προσέχουν και τα δύο. |
|
121:5.17 (1338.2) Morality among the gentiles was not necessarily related to either philosophy or religion. Outside of Palestine it not always occurred to people that a priest of religion was supposed to lead a moral life. Jewish religion and subsequently the teachings of Jesus and later the evolving Christianity of Paul were the first European religions to lay one hand upon morals and the other upon ethics, insisting that religionists pay some attention to both. |
121:5.18 (1338.3) Σε μια τέτοια γενιά ανθρώπων, που την κυριαρχούσαν τέτοια ατελή συστήματα φιλοσοφίας και την μπέρδευαν τέτοια περίπλοκα θρησκευτικά δόγματα, ο Ιησούς γεννήθηκε στην Παλαιστίνη. Και σε αυτήν ακριβώς την γενιά έδωσε έπειτα το ευαγγέλιο της προσωπικής θρησκείας του—«οι άνθρωποι είναι τέκνα του Θεού.» |
|
121:5.18 (1338.3) Into such a generation of men, dominated by such incomplete systems of philosophy and perplexed by such complex cults of religion, Jesus was born in Palestine. And to this same generation he subsequently gave his gospel of personal religion—sonship with God. |
6. Η ΕΒΡΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ^top |
|
6. The Hebrew Religion ^top |
121:6.1 (1338.4) Με το κλείσιμο του πρώτου αιώνα προ Χριστού η θρησκευτική σκέψη της Ιερουσαλήμ είχε επηρεαστεί πάρα πολύ και κάπως τροποποιηθεί από τις διδασκαλίας της Ελληνικής παιδείας ακόμα και από την Ελληνική φιλοσοφία. Στον μακρόχρονο ανταγωνισμό ανάμεσα στις απόψεις των Ανατολικών και Δυτικών σχολών Εβραϊκής σκέψης, η Ιερουσαλήμ και η υπόλοιπη Δύση και Ανατολή γενικά υιοθέτησαν την Δυτική Εβραϊκή ή τροποποιημένη Ελληνιστική άποψη. |
|
121:6.1 (1338.4) By the close of the first century before Christ the religious thought of Jerusalem had been tremendously influenced and somewhat modified by Greek cultural teachings and even by Greek philosophy. In the long contest between the views of the Eastern and Western schools of Hebrew thought, Jerusalem and the rest of the Occident and the Levant in general adopted the Western Jewish or modified Hellenistic viewpoint. |
121:6.2 (1338.5) Τις μέρες του Ιησού τρεις γλώσσες επικρατούσαν στην Παλαιστίνη: οι κοινοί άνθρωποι μιλούσαν κάποια διάλεκτο της Αραμαϊκής¨ οι ιερείς και οι ραββίνοι μιλούσαν Εβραϊκά¨ και οι μορφωμένες τάξεις και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των Εβραίων γενικά, μιλούσαν Ελληνικά. Η πρώτη μετάφραση των Εβραϊκών γραφών στα Ελληνικά στην Αλεξάνδρεια, ήταν υπεύθυνη σε αρκετά μεγάλο βαθμό για την επόμενη επικράτηση της Ελληνικής πτέρυγας της Εβραϊκής κουλτούρας και θεολογίας. Και τα γραπτά των Χριστιανών διδασκάλων σύντομα θα εμφανιζόντουσαν στην ίδια γλώσσα. Η αναγέννηση του Ιουδαϊσμού χρονολογείται από την μετάφραση των Εβραϊκών γραφών. Αυτή ήταν μια ζωτική επίδραση που αργότερα καθόρισε την κατεύθυνση της λατρείας του Χριστιανισμού του Παύλου προς την Δύση αντί για την Ανατολή. |
|
121:6.2 (1338.5) In the days of Jesus three languages prevailed in Palestine: The common people spoke some dialect of Aramaic; the priests and rabbis spoke Hebrew; the educated classes and the better strata of Jews in general spoke Greek. The early translation of the Hebrew scriptures into Greek at Alexandria was responsible in no small measure for the subsequent predominance of the Greek wing of Jewish culture and theology. And the writings of the Christian teachers were soon to appear in the same language. The renaissance of Judaism dates from the Greek translation of the Hebrew scriptures. This was a vital influence which later determined the drift of Paul’s Christian cult toward the West instead of toward the East. |
121:6.3 (1338.6) Παρόλο που οι Ελληνοποιημένες Εβραϊκές απόψεις ήταν πολύ λίγο επηρεασμένες από τις διδασκαλίες των Επικουρικών, ήταν όμως πολύ επηρεασμένες από την φιλοσοφία του Πλάτωνα και την θεωρία της αυτό-αυταπάρνησης των Στωικών. Η μεγάλη πέραση του Στωικισμού εξηγείται από το Τέταρτο Βιβλίο των Μακαβαίων¨ η διείσδυση και της Πλατωνικής φιλοσοφίας και της Στωικής θεωρίας παρουσιάζεται στην Σοφία του Σολομώντα. Οι Ελληνοποιημένοι Εβραίοι έφεραν στις Εβραϊκές γραφές μια τέτοια αλληγορική ερμηνεία ώστε δεν βρήκαν καμιά δυσκολία στο να προσαρμόσουν την Εβραϊκή θεολογία με την αγαπημένη τους Αριστοτελική φιλοσοφία. Αλλά όλα αυτά οδήγησαν σε μια καταστροφική περιπλοκή μέχρι που ανέλαβε τα προβλήματα αυτά ο Φίλωνας από την Αλεξάνδρεια, που προχώρησε και εναρμόνισε και συστηματικοποίησε την Ελληνική φιλοσοφία και την Εβραϊκή θεολογία σε ένα συμπαγές και αρκετά συνεπές σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών. Και ήταν αυτή η μεταγενέστερη διδασκαλία ενός μίγματος της Ελληνικής φιλοσοφίας και της Εβραϊκής θεολογίας που επικρατούσε στην Παλαιστίνη όταν έζησε και δίδαξε ο Ιησούς, την οποία ο Παύλος αξιοποίησε σαν θεμέλιο πάνω στο οποίο να κτίσει μια πιο προχωρημένη και διαφωτιστική θεωρία του Χριστιανισμού. |
|
121:6.3 (1338.6) Though the Hellenized Jewish beliefs were very little influenced by the teachings of the Epicureans, they were very materially affected by the philosophy of Plato and the self-abnegation doctrines of the Stoics. The great inroad of Stoicism is exemplified by the Fourth Book of the Maccabees; the penetration of both Platonic philosophy and Stoic doctrines is exhibited in the Wisdom of Solomon. The Hellenized Jews brought to the Hebrew scriptures such an allegorical interpretation that they found no difficulty in conforming Hebrew theology with their revered Aristotelian philosophy. But this all led to disastrous confusion until these problems were taken in hand by Philo of Alexandria, who proceeded to harmonize and systemize Greek philosophy and Hebrew theology into a compact and fairly consistent system of religious belief and practice. And it was this later teaching of combined Greek philosophy and Hebrew theology that prevailed in Palestine when Jesus lived and taught, and which Paul utilized as the foundation on which to build his more advanced and enlightening cult of Christianity. |
121:6.4 (1338.7) Ο Φίλωνας ήταν μεγάλος διδάσκαλος¨ από τον καιρό του Μωυσή δεν είχε ξαναζήσει άνθρωπος που να άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στην ηθική και θρησκευτική σκέψη του Δυτικού κόσμου. Στο θέμα του συνδυασμού των καλύτερων στοιχείων των σύγχρονων συστημάτων ηθικών και θρησκευτικών διδασκαλιών, έχουν υπάρξει επτά ξεχωριστοί ανθρώπινοι διδάσκαλοι: ο Σέθαρντ, ο Μωυσής, ο Ζωροάστρης, ο Λάο-τσε, ο Βούδας, ο Φίλωνας, και ο Παύλος. |
|
121:6.4 (1338.7) Philo was a great teacher; not since Moses had there lived a man who exerted such a profound influence on the ethical and religious thought of the Occidental world. In the matter of the combination of the better elements in contemporaneous systems of ethical and religious teachings, there have been seven outstanding human teachers: Sethard, Moses, Zoroaster, Lao-tse, Buddha, Philo, and Paul. |
121:6.5 (1339.1) Πολλές, αλλά όχι όλες, από τις αντιφατικότητες του Φίλωνα που προερχόντουσαν από την προσπάθειά του να συνδυάσει την Ελληνική μυστικιστική φιλοσοφία και τις Ρωμαϊκές Στωικές θεωρίες με την τυπολατρική θεολογία των Εβραίων, ο Παύλος τις αναγνώρισε και πολύ σοφά τις παρέλειψε από την βασική του προ-Χριστιανική θεολογία. Ο Φίλωνας άνοιξε τον δρόμο για τον Παύλο να αποκαταστήσει πιο ουσιαστικά την έννοια της Παραδείσιας Τριάδας, που για πολύ καιρό βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση στην Εβραϊκή θεολογία. Μόνο σε ένα ζήτημα ο Παύλος δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με τον Φίλωνα ή να υπερβεί τις διδασκαλίες αυτού του πλούσιου και μορφωμένου Εβραίου από την Αλεξάνδρεια, και αυτή ήταν η διδασκαλία της εξιλέωσης¨ ο Φίλωνας δίδαξε την απαλλαγή από τις αμαρτίες μόνο μετά το χύσιμο αίματος. Επίσης πιθανόν να συνέλαβε την πραγματικότητα και την παρουσία των Προσαρμοστών Σκέψης πιο καθαρά από τον Παύλο. Αλλά η θεωρία του Παύλου για το προπατορικό αμάρτημα, οι θεωρίες της κληρονομικής ενοχής και του έμφυτου κακού και την εξιλέωσή του από αυτό, ήταν εν μέρει Μιθραϊκής προέλευσης, με ελάχιστα κοινά με την Εβραϊκή θεολογία, την φιλοσοφία του Φίλωνα, ή τις διδασκαλίες του Ιησού. Μερικές φάσεις της διδασκαλίας του Παύλου όσον αφορά το προπατορικό αμάρτημα και την εξιλέωση ήταν εντελώς δικής του σύλληψης. |
|
121:6.5 (1339.1) Many, but not all, of Philo’s inconsistencies resulting from an effort to combine Greek mystical philosophy and Roman Stoic doctrines with the legalistic theology of the Hebrews, Paul recognized and wisely eliminated from his pre-Christian basic theology. Philo led the way for Paul more fully to restore the concept of the Paradise Trinity, which had long been dormant in Jewish theology. In only one matter did Paul fail to keep pace with Philo or to transcend the teachings of this wealthy and educated Jew of Alexandria, and that was the doctrine of the atonement; Philo taught deliverance from the doctrine of forgiveness only by the shedding of blood. He also possibly glimpsed the reality and presence of the Thought Adjusters more clearly than did Paul. But Paul’s theory of original sin, the doctrines of hereditary guilt and innate evil and redemption therefrom, was partially Mithraic in origin, having little in common with Hebrew theology, Philo’s philosophy, or Jesus’ teachings. Some phases of Paul’s teachings regarding original sin and the atonement were original with himself. |
121:6.6 (1339.2) Το ευαγγέλιο του Ιωάννη, το τελευταίο από τις διηγήσεις για την επίγεια ζωή του Ιησού, απευθυνόταν στους Δυτικούς ανθρώπους και παρουσιάζει την ιστορία του περισσότερο στο φως της άποψης των μετέπειτα Αλεξανδρινών Χριστιανών, που ήταν επίσης οπαδοί και της διδασκαλίας του Φίλωνα. |
|
121:6.6 (1339.2) The Gospel of John, the last of the narratives of Jesus’ earth life, was addressed to the Western peoples and presents its story much in the light of the viewpoint of the later Alexandrian Christians, who were also disciples of the teachings of Philo. |
121:6.7 (1339.3) Περίπου τον καιρό του Ιησού, συνέβη στην Αλεξάνδρεια μια παράξενη μετατροπή στην στάση προς τους Εβραίους, και εκεί που ήταν το προπύργιο των Εβραίων, ξεκίνησε ένα σφοδρό κύμα διωγμών, που έφτασε μέχρι και την Ρώμη, από όπου εξορίστηκαν πολλές χιλιάδες. Αλλά μια τέτοια προπαγάνδα διαστρέβλωσης δεν κράτησε πολύ¨ σύντομα η αυτοκρατορική κυβέρνηση αποκατέστησε πλήρως τις περικομμένες ελευθερίες των Εβραίων σε όλη την αυτοκρατορία. |
|
121:6.7 (1339.3) At about the time of Christ a strange reversion of feeling toward the Jews occurred in Alexandria, and from this former Jewish stronghold there went forth a virulent wave of persecution, extending even to Rome, from which many thousands were banished. But such a campaign of misrepresentation was short-lived; very soon the imperial government fully restored the curtailed liberties of the Jews throughout the empire. |
121:6.8 (1339.4) Σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου, όπου και να βρισκόντουσαν οι Εβραίοι διασκορπισμένοι, είτε για λόγους εμπορίου ή καταπίεσης, όλοι από κοινού κράτησαν τις καρδιές τους επικεντρωμένες στον ιερό ναό της Ιερουσαλήμ. Η Εβραϊκή θεολογία επιβίωσε όπως ερμηνευόταν και εξασκούταν στην Ιερουσαλήμ, και σώθηκε πολλές φορές από την λήθη που παρά λίγο να προκαλέσουν διάφορες επίκαιρες παρεμβάσεις από κάποιους Βαβυλώνιους διδασκάλους. |
|
121:6.8 (1339.4) Throughout the whole wide world, no matter where the Jews found themselves dispersed by commerce or oppression, all with one accord kept their hearts centered on the holy temple at Jerusalem. Jewish theology did survive as it was interpreted and practiced at Jerusalem, notwithstanding that it was several times saved from oblivion by the timely intervention of certain Babylonian teachers. |
121:6.9 (1339.5) Περίπου δυόμιση εκατομμύρια από εκείνους τους διασκορπισμένους Εβραίους ερχόντουσαν στην Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό των εθνικών θρησκευτικών τους εορτών. Και παρά τις θεολογικές ή φιλοσοφικές διαφορές των Ανατολικών (Βαβυλωνικών) και των Δυτικών (Ελληνικών) Εβραίων, όλοι συμφωνούσαν να είναι η Ιερουσαλήμ το κέντρο της λατρείας τους, και στην αναμονή του ερχομού του Μεσσία. |
|
121:6.9 (1339.5) As many as two and one-half million of these dispersed Jews used to come to Jerusalem for the celebration of their national religious festivals. And no matter what the theologic or philosophic differences of the Eastern (Babylonian) and the Western (Hellenic) Jews, they were all agreed on Jerusalem as the center of their worship and in ever looking forward to the coming of the Messiah. |
7. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗ ΕΒΡΑΙΟΙ ^top |
|
7. Jews and Gentiles ^top |
121:7.1 (1339.6) Μέχρι τα χρόνια του Ιησού οι Εβραίοι είχαν κατασταλάξει για την καταγωγή τους, την ιστορία τους, και τον προορισμό τους. Είχαν οικοδομήσει ένα άκαμπτο τοίχος διαχωρισμού ανάμεσα σε αυτούς και τους μη Εβραίους¨ αντιμετώπιζαν όλους κάθε τι μη εβραϊκό, με απόλυτη περιφρόνηση. Λάτρευαν το γράμμα του νόμου και καλλιεργούσαν μια μορφή αυτό-ορθότητας που βασιζόταν στο ψεύτικη χάρη της αρετής και της σεμνότητας. Είχαν σχηματίσει προδικασμένες αντιλήψεις για τον Μεσσία, και οι πιο πολλές από τις προσδοκίες τους φανταζόντουσαν έναν Μεσσία που θα ερχόταν σαν μέρος της φυλετικής και εθνικής τους ιστορίας. Για τους Εβραίους εκείνων των ημερών η Εβραϊκή θεολογία ήταν ανέκκλητη, κατασταλαγμένη, και για πάντα καθορισμένη. |
|
121:7.1 (1339.6) By the times of Jesus the Jews had arrived at a settled concept of their origin, history, and destiny. They had built up a rigid wall of separation between themselves and the gentile world; they looked upon all gentile ways with utter contempt. They worshiped the letter of the law and indulged a form of self-righteousness based upon the false pride of descent. They had formed preconceived notions regarding the promised Messiah, and most of these expectations envisaged a Messiah who would come as a part of their national and racial history. To the Hebrews of those days Jewish theology was irrevocably settled, forever fixed. |
121:7.2 (1339.7) Οι διδασκαλίες και οι πραχτικές του Ιησού όσον αφορά την ανεκτικότητα και την καλοσύνη ερχόντουσαν σε αντίθεση με την παλιά μακροχρόνια στάση των Εβραίων προς τους άλλους λαούς τους οποίους θεωρούσαν βαρβάρους. Για πολλές γενεές οι Εβραίοι είχαν καλλιεργήσει μια στάση προς τον έξω κόσμο που έκανε αδύνατο γι αυτούς να δεχτούν τις διδασκαλίες του Κυρίου για την πνευματική αδερφοσύνη του ανθρώπου. Δεν ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τον Ιεχωβά με ίσους όρους με τους μη Εβραίους και γι αυτό δεν ήταν πρόθυμοι να δεχτούν σαν Υιό του Θεού κάποιον που δίδασκε τέτοιες νέες και παράξενες θεωρίες. |
|
121:7.2 (1339.7) The teachings and practices of Jesus regarding tolerance and kindness ran counter to the long-standing attitude of the Jews toward other peoples whom they considered heathen. For generations the Jews had nourished an attitude toward the outside world which made it impossible for them to accept the Master’s teachings about the spiritual brotherhood of man. They were unwilling to share Yahweh on equal terms with the gentiles and were likewise unwilling to accept as the Son of God one who taught such new and strange doctrines. |
121:7.3 (1340.1) Οι γραμματείς, οι Φαρισαίοι, και το ιερατείο κρατούσαν τους Εβραίους κάτω από τα φοβερά δεσμά τυπολατρίας και νομικισμού, δεσμά πολύ πιο πραγματικά από την Ρωμαϊκή πολιτική ηγεσία. Οι Εβραίοι των ημερών του Ιησού δεν ήταν μόνο υπόδουλοι του νόμου αλλά ήταν κάτω από τα δεσμά των δουλικών απαιτήσεων των παραδόσεων, που σχετιζόντουσαν και εισέβαλαν σε κάθε τομέα προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Αυτοί οι μικροπεριορισμοί στην συμπεριφορά κυνηγούσαν και κυριαρχούσαν κάθε πιστό Εβραίο, και δεν είναι παράξενο που απέρριψαν αμέσως κάποιον από αυτούς που φάνηκε να αγνοεί τις ιερές παραδόσεις τους, και που τόλμησε να αψηφήσει τους παλαιούς τιμημένους κανόνες τους κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν μπορούσαν να δουν ευνοϊκά τις διδασκαλίες ενός που δεν δίσταζε να συγκρουστεί με τα δόγματα που αυτού θεωρούσαν ότι τους είχαν οριστεί κατευθείαν από τον Πατέρα Αβραάμ τον ίδιο. Ο Μωυσής τους παρέδωσε τον νόμο τους και δεν επρόκειτο να συμβιβαστούν με οτιδήποτε διαφορετικό. |
|
121:7.3 (1340.1) The scribes, the Pharisees, and the priesthood held the Jews in a terrible bondage of ritualism and legalism, a bondage far more real than that of the Roman political rule. The Jews of Jesus’ time were not only held in subjugation to the law but were equally bound by the slavish demands of the traditions, which involved and invaded every domain of personal and social life. These minute regulations of conduct pursued and dominated every loyal Jew, and it is not strange that they promptly rejected one of their number who presumed to ignore their sacred traditions, and who dared to flout their long-honored regulations of social conduct. They could hardly regard with favor the teachings of one who did not hesitate to clash with dogmas which they regarded as having been ordained by Father Abraham himself. Moses had given them their law and they would not compromise. |
121:7.4 (1340.2) Μέχρι τον πρώτο μετά Χριστό αιώνα οι προφορική ερμηνεία του νόμου από τους αναγνωρισμένους δασκάλους, τους γραμματείς, είχε γίνει ανώτερη εξουσία από τον ίδιο τον γραπτό νόμο. Και όλα αυτά διευκόλυναν κάποιους θρησκευτικούς ηγέτες των Εβραίων να παρατάξουν τους ανθρώπους ενάντια στην αποδοχή ενός νέου ευαγγελίου. |
|
121:7.4 (1340.2) By the time of the first century after Christ the spoken interpretation of the law by the recognized teachers, the scribes, had become a higher authority than the written law itself. And all this made it easier for certain religious leaders of the Jews to array the people against the acceptance of a new gospel. |
121:7.5 (1340.3) Αυτές οι περιστάσεις έκαναν αδύνατον για τους Εβραίους να εκπληρώσουν τον θεϊκό προορισμό τους σαν αγγελιαφόροι του νέου ευαγγελίου της θρησκευτικής και πνευματικής ελευθερίας. Δεν μπόρεσαν να σπάσουν τα δεσμά της παράδοσης. Ο Ιερεμίας είχε πει ότι «ο νόμος πρέπει να είναι γραμμένος στις καρδιές των ανθρώπων», ο Ιεζεκιήλ είχε μιλήσει για «ένα νέο πνεύμα πρέπει να ζήσει στην ψυχή του ανθρώπου», και ο Ψαλμωδός είχε προσευχηθεί ο Θεός να «δημιουργούσε μια καθαρή καρδιά μέσα μας και να ανανέωνε ένα ορθό πνεύμα». Αλλά όταν η Εβραϊκή θρησκεία των αγαθοεργιών και τυφλής υπακοής προς τον νόμο έπεσε θύμα στην στασιμότητα της αδράνειας που φέρνει η λατρεία των παραδόσεων, το κίνημα της θρησκευτικής εξέλιξης πέρασε προς τα δυτικά στους Ευρωπαϊκούς λαούς. |
|
121:7.5 (1340.3) These circumstances rendered it impossible for the Jews to fulfill their divine destiny as messengers of the new gospel of religious freedom and spiritual liberty. They could not break the fetters of tradition. Jeremiah had told of the “law to be written in men’s hearts,” Ezekiel had spoken of a “new spirit to live in man’s soul,” and the Psalmist had prayed that God would “create a clean heart within and renew a right spirit.” But when the Jewish religion of good works and slavery to law fell victim to the stagnation of traditionalistic inertia, the motion of religious evolution passed westward to the European peoples. |
121:7.6 (1340.4) Και έτσι, κλήθηκε ένας διαφορετικός λαός για να φέρει μια προοδευτική θεολογία στον κόσμο, ένα σύστημα διδασκαλίας που να περιλαμβάνει την φιλοσοφία των Ελλήνων, την ηθικότητα των Εβραίων, και το ευαγγέλιο της ιερότητας της προσωπικότητας και της πνευματικής ελευθερίας που διατυπώθηκε από τον Παύλο και βασίστηκε στις διδασκαλίες του Ιησού. |
|
121:7.6 (1340.4) And so a different people were called upon to carry an advancing theology to the world, a system of teaching embodying the philosophy of the Greeks, the law of the Romans, the morality of the Hebrews, and the gospel of personality sanctity and spiritual liberty formulated by Paul and based on the teachings of Jesus. |
121:7.7 (1340.5) Το δόγμα του Παύλου για τον Χριστιανισμό παρουσίασε την ηθικότητά του σαν Εβραϊκό σημάδι γέννησης. Οι Εβραίοι θεωρούσαν την ιστορία σαν Θεϊκή πρόνοια—ο Ιεχωβάς εν ώρα εργασίας. Οι Έλληνες έφεραν στην νέα διδασκαλία καθαρότερες αντιλήψεις για την αιώνια ζωή. Οι θεωρίες του Παύλου επηρεάστηκαν στην θεολογία και την φιλοσοφία όχι μόνο από τις διδασκαλίες του Ιησού αλλά και του Πλάτωνα και του Φίλωνα. Στο ήθος εμπνεύστηκε όχι μόνο από τον Χριστό αλλά και από τους Στωικούς. |
|
121:7.7 (1340.5) Paul’s cult of Christianity exhibited its morality as a Jewish birthmark. The Jews viewed history as the providence of God—Yahweh at work. The Greeks brought to the new teaching clearer concepts of the eternal life. Paul’s doctrines were influenced in theology and philosophy not only by Jesus’ teachings but also by Plato and Philo. In ethics he was inspired not only by Christ but also by the Stoics. |
121:7.8 (1340.6) Το ευαγγέλιο του Ιησού, όπως περιλαμβανόταν στο δόγμα του Χριστιανισμού της Αντιόχειας του Παύλου, αναμίχθηκε με τις ακόλουθες διδασκαλίες: |
|
121:7.8 (1340.6) The gospel of Jesus, as it was embodied in Paul’s cult of Antioch Christianity, became blended with the following teachings: |
121:7.9 (1340.7) 1. Την φιλοσοφική αιτιοκρατία την Ελλήνων προσήλυτων στον Ιουδαϊσμό, συμπεριλαμβανομένων και μερικών από τις αντιλήψεις τους για την αιώνια ζωή. |
|
121:7.9 (1340.7) 1. The philosophic reasoning of the Greek proselytes to Judaism, including some of their concepts of the eternal life. |
121:7.10 (1340.8) 2. Τις ελκυστικές διδασκαλίες των επικρατούντων μυστηριωδών θρησκειών, ιδιαίτερα των Μιθραϊκών διδασκαλιών για εξιλέωση, λύτρωση και σωτηρία με την θυσία που έκανε κάποιος θεός. |
|
121:7.10 (1340.8) 2. The appealing teachings of the prevailing mystery cults, especially the Mithraic doctrines of redemption, atonement, and salvation by the sacrifice made by some god. |
121:7.11 (1340.9) 3. Την σθεναρή ηθικότητα της καθιερωμένης Εβραϊκής θρησκείας. |
|
121:7.11 (1340.9) 3. The sturdy morality of the established Jewish religion. |
121:7.12 (1341.1) Η Μεσογειακή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το Πάρθιο βασίλειο, και οι γειτονικοί λαοί των καιρών του Ιησού όλοι είχαν κάποιες χοντροκομμένες και πρωτόγονες ιδέες όσον αφορά την γεωγραφία του κόσμου, την αστρονομία, την υγεία, και τις ασθένειες¨ και φυσικά έμειναν έκπληκτοι από τις νέες και εντυπωσιακές δηλώσεις του ξυλουργού από την Ναζαρέτ. Οι ιδέες της κατοχής πνεύματος, καλού και κακού, εφαρμόστηκαν όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά κάθε βράχος και δέντρο θεωρείτο πως είχε πνεύμα. Ήταν μια μαγεμένη εποχή, και όλοι πίστευαν στα θαύματα σαν καθημερινά φαινόμενα. |
|
121:7.12 (1341.1) The Mediterranean Roman Empire, the Parthian kingdom, and the adjacent peoples of Jesus’ time all held crude and primitive ideas regarding the geography of the world, astronomy, health, and disease; and naturally they were amazed by the new and startling pronouncements of the carpenter of Nazareth. The ideas of spirit possession, good and bad, applied not merely to human beings, but every rock and tree was viewed by many as being spirit possessed. This was an enchanted age, and everybody believed in miracles as commonplace occurrences. |
8. ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΓΡΑΠΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ^top |
|
8. Previous Written Records ^top |
121:8.1 (1341.2) Όσο είναι δυνατόν, συνεπείς προς την εντολή μας, έχουμε προσπαθήσει να αξιοποιήσουμε και σε κάποιο βαθμό να συντονίσουμε τα υπάρχοντα αρχεία για την ζωή του Ιησού στην Ουράντια. Παρόλο που είχαμε πρόσβαση στο χαμένο αρχείο του Αποστόλου Ανδρέα και έχουμε αποκομίσει όφελος από την συνεργασία μας με ένα τεράστιο πλήθος ουράνιων υπάρξεων που βρισκόταν στην γη τον καιρό της Παρουσίας του Μιχαήλ (ιδιαίτερα του τώρα Προσωποποιηθέντος Προσαρμοστή), υπήρξε σκοπός μας να κάνομε επίσης χρήση των ονομαζόμενων Ευαγγελίων του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά, και του Ιωάννη. |
|
121:8.1 (1341.2) As far as possible, consistent with our mandate, we have endeavored to utilize and to some extent co-ordinate the existing records having to do with the life of Jesus on Urantia. Although we have enjoyed access to the lost record of the Apostle Andrew and have benefited from the collaboration of a vast host of celestial beings who were on earth during the times of Michael’s bestowal (notably his now Personalized Adjuster), it has been our purpose also to make use of the so-called Gospels of Matthew, Mark, Luke, and John. |
121:8.2 (1341.3) Αυτά τα αρχεία της Καινής Διαθήκης είχαν την προέλευσή τους στις ακόλουθες περιστάσεις: |
|
121:8.2 (1341.3) These New Testament records had their origin in the following circumstances: |
121:8.3 (1341.4) 1. Το Ευαγγέλιο του Μάρκου. Ο Ιωάννης Μάρκος έγραψε το πρώτο, (εκτός από τις σημειώσεις του Ανδρέα), το συνοπτικότερο, και το πιο απλό αρχείο της ζωής του Ιησού. Παρουσίαζε τον Κύριο σαν κληρικό, άνθρωπο ανάμεσα σε ανθρώπους. Παρόλο που ο Μάρκος ήταν ένας νέος είχε παραστεί σε πολλές από τις σκηνές που περιγράφει, η καταγραφή του στην πραγματικότητα είναι το ευαγγέλιο σύμφωνα με τον Πέτρο τον Σίμωνα. Στην αρχή είχε σχέσεις με τον Πέτρο¨ αργότερα με τον Παύλο. Ο Μάρκος έγραψε αυτά τα πραχτικά μετά από υποκίνηση του Πέτρου και με το έντονο αίτημα της εκκλησίας της Ρώμης. Γνωρίζοντας πόσο επίμονα ο Κύριος αρνιότανε να καταγράψει τις διδασκαλίες του στην επίγεια ζωή του, ο Μάρκος, όπως οι απόστολοι και άλλοι μαθητές, δίστασε να τις καταγράψει. Αλλά ο Πέτρος αισθάνθηκε ότι η εκκλησία της Ρώμης χρειαζόταν την βοήθεια μιας τέτοιας γραπτής εξιστόρησης, και ο Μάρκος συμφώνησε να αναλάβει την προετοιμασία της. Κράτησε πολλές σημειώσεις πριν πεθάνει ο Πέτρος το 67 μ.Χ., και σύμφωνα με την περίληψη που είχε εγκρίνει ο Πέτρος και για την εκκλησία της Ρώμης, άρχισε να γράφει αμέσως μετά τον θάνατο του Πέτρου. Το Ευαγγέλιο συμπληρώθηκε περίπου στο τέλος του 68 μ.Χ. Ο Μάρκος έγραφε αποκλειστικά από μνήμης δικής του και του Πέτρου. Το αρχείο αυτό έχει από τότε αλλάξει κατά πολύ, πολλά κομμάτια έχουν βγει και κάποια μεταγενέστερα υλικά έχουν προστεθεί στο τέλος για να αντικαταστήσουν το τελευταίο ένα πέμπτο του αρχικού Ευαγγελίου, που χάθηκε από το πρώτο χειρόγραφο πριν ακόμα αντιγραφεί. Αυτό το αρχείο από τον Μάρκο, ήταν από κοινού με τις σημειώσεις του Ανδρέα και Ματθαίου η γραπτή βάση όλων των επόμενων Ευαγγελίων που επιδίωξαν να περιγράψουν την ζωή και τις διδασκαλίες του Ιησού. |
|
121:8.3 (1341.4) 1. The Gospel by Mark. John Mark wrote the earliest (excepting the notes of Andrew), briefest, and most simple record of Jesus’ life. He presented the Master as a minister, as man among men. Although Mark was a lad lingering about many of the scenes which he depicts, his record is in reality the Gospel according to Simon Peter. He was early associated with Peter; later with Paul. Mark wrote this record at the instigation of Peter and on the earnest petition of the church at Rome. Knowing how consistently the Master refused to write out his teachings when on earth and in the flesh, Mark, like the apostles and other leading disciples, was hesitant to put them in writing. But Peter felt the church at Rome required the assistance of such a written narrative, and Mark consented to undertake its preparation. He made many notes before Peter died in a.d. 67, and in accordance with the outline approved by Peter and for the church at Rome, he began his writing soon after Peter’s death. The Gospel was completed near the end of a.d. 68. Mark wrote entirely from his own memory and Peter’s memory. The record has since been considerably changed, numerous passages having been taken out and some later matter added at the end to replace the latter one fifth of the original Gospel, which was lost from the first manuscript before it was ever copied. This record by Mark, in conjunction with Andrew’s and Matthew’s notes, was the written basis of all subsequent Gospel narratives which sought to portray the life and teachings of Jesus. |
121:8.4 (1341.5) 2. Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Αυτό το Ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι η καταγραφή της ζωής του Κυρίου που γράφτηκε για την διαπαιδαγώγηση των Χριστιανών Ιουδαίων. Ο συγγραφέας αυτού του αρχείου συνεχώς επιδιώκει να δείξει στην ζωή του Ιησού ότι πολλά από όσα έκανε ήταν «αυτά που έπρεπε να εκπληρωθούν και είχαν προβλεφθεί από τους προφήτες». Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου παρουσιάζει τον Ιησού σαν υιό του Δαβίδ, περιγράφοντάς τον να δείχνει μεγάλο σεβασμό για τον νόμο και τους προφήτες. |
|
121:8.4 (1341.5) 2. The Gospel of Matthew. The so-called Gospel according to Matthew is the record of the Master’s life which was written for the edification of Jewish Christians. The author of this record constantly seeks to show in Jesus’ life that much which he did was that “it might be fulfilled which was spoken by the prophet.” Matthew’s Gospel portrays Jesus as a son of David, picturing him as showing great respect for the law and the prophets. |
121:8.5 (1341.6) Ο Απόστολος Ματθαίος δεν έγραψε αυτό το Ευαγγέλιο. Γράφτηκε από τον Ίζαδωρ, έναν από τους μαθητές του, που είχε για βοήθεια στο έργο του όχι μόνο την προσωπική ανάμνηση του Ματθαίου αυτών των γεγονότων, αλλά ακόμα και κάποια πραχτικά που είχε κρατήσει ο Ματθαίος από αυτά που είχε πει ο Ιησούς αμέσως μετά την σταύρωση. Αυτό το αρχείο του Ματθαίου είχε γραφτεί στα Αραμαϊκά¨ ο Ίζαντωρ το έγραψε στα Ελληνικά. Δεν υπήρχε πρόθεση εξαπάτησης που αποδόθηκε το Ευαγγέλιο αυτό στον Ματθαίο. Ήταν συνήθεια εκείνες τις μέρες να τιμούν οι μαθητές τους δασκάλους τους. |
|
121:8.5 (1341.6) The Apostle Matthew did not write this Gospel. It was written by Isador, one of his disciples, who had as a help in his work not only Matthew’s personal remembrance of these events but also a certain record which the latter had made of the sayings of Jesus directly after the crucifixion. This record by Matthew was written in Aramaic; Isador wrote in Greek. There was no intent to deceive in accrediting the production to Matthew. It was the custom in those days for pupils thus to honor their teachers. |
121:8.6 (1342.1) Το αρχικό αρχείο του Ματθαίου εκδόθηκε και προστέθηκε το 40 μ.Χ. ακριβώς πριν φύγει από την Ιερουσαλήμ για να ενασχοληθεί με το κήρυγμα του ευαγγελίου. Ήταν ένα ιδιωτικό αρχείο, το τελευταίο αντίγραφο του οποίου καταστράφηκε όταν κάηκε ένα Συριακό μοναστήρι το 416 μ.Χ. |
|
121:8.6 (1342.1) Matthew’s original record was edited and added to in a.d. 40 just before he left Jerusalem to engage in evangelistic preaching. It was a private record, the last copy having been destroyed in the burning of a Syrian monastery in a.d. 416. |
121:8.7 (1342.2) Ο Ίζαντορ δραπέτευσε από την Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. μετά την κατάληψη της πόλης από τα στρατεύματα του Τίτου, παίρνοντας μαζί του στην Πέλλα ένα αντίγραφο των σημειώσεων του Ματθαίου. Τον χρόνο 71, ενώ ζούσε στην Πέλλα, ο Ίζαντορ έγραψε το Ευαγγέλιο σύμφωνα με τον Ματθαίο. Επίσης είχε μαζί του τα πρώτα τέσσερα πέμπτα της διήγησης του Μάρκου. |
|
121:8.7 (1342.2) Isador escaped from Jerusalem in a.d. 70 after the investment of the city by the armies of Titus, taking with him to Pella a copy of Matthew’s notes. In the year 71, while living at Pella, Isador wrote the Gospel according to Matthew. He also had with him the first four fifths of Mark’s narrative. |
121:8.8 (1342.3) 3. Το Ευαγγέλιο του Λουκά. Ο Λουκάς, ο γιατρός από την Αντιόχεια στην Πισιδία, ήταν ένας μη Ιουδαίος προσήλυτος του Παύλου, και έγραψε μια εντελώς διαφορετική ιστορία της ζωής του Κυρίου. Άρχισε να ακολουθεί τον Παύλο και να μαθαίνει για την ζωή και τις διδασκαλίες του Ιησού το 47 μ.Χ. Ο Λουκάς διατήρησε πολλή από «την χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού» στα γραπτά του όπως συνέλεγε τα γεγονότα από τον Παύλο και άλλους. Ο Λουκάς παρουσιάζει τον Κύριο σαν «φίλο των τελωνών και των αμαρτωλών.» Δεν συνέταξε τις διάφορες σημειώσεις του στο Ευαγγέλιο μέχρι τον θάνατο του Παύλου. Ο Λουκάς έγραφε το 82 στην Αχαία. Σχεδίασε τρία βιβλία για την ιστορία του Χριστού και του Χριστιανισμού αλλά πέθανε το 90 μ.Χ λίγο πριν τελειώσει το δεύτερο από αυτά τα έργα του, τις «Πράξεις των Αποστόλων». |
|
121:8.8 (1342.3) 3. The Gospel by Luke. Luke, the physician of Antioch in Pisidia, was a gentile convert of Paul, and he wrote quite a different story of the Master’s life. He began to follow Paul and learn of the life and teachings of Jesus in a.d. 47. Luke preserves much of the “grace of the Lord Jesus Christ” in his record as he gathered up these facts from Paul and others. Luke presents the Master as “the friend of publicans and sinners.” He did not formulate his many notes into the Gospel until after Paul’s death. Luke wrote in the year 82 in Achaia. He planned three books dealing with the history of Christ and Christianity but died in a.d. 90 just before he finished the second of these works, the “Acts of the Apostles.” |
121:8.9 (1342.4) ¨Όσον αφορά το υλικό του για την σύνταξη του Ευαγγελίου του, ο Λουκάς στην αρχή βασίστηκε στην ιστορία της ζωής του Ιησού όπως την είχε αναφέρει σε αυτόν ο Παύλος. Το Ευαγγέλιο λοιπόν του Λουκά είναι κατά κάποιο τρόπο το Ευαγγέλιο του Παύλου. Αλλά ο Λουκάς είχε και άλλες πηγές πληροφοριών, Όχι μόνο συζήτησε με ένα σωρό αυτόπτων μαρτύρων στα πολυάριθμα επεισόδια της ζωής του Ιησού που κατέγραψε, αλλά είχε ακόμα μαζί του ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου του Μάρκου, δηλαδή, τα πρώτα τέσσερα πέμπτα της διήγησης του Ίζαντορ, και ένα σύντομο σύγγραμμα που γράφτηκε το 78 μ.Χ στην Αντιόχεια από έναν πιστό με το όνομα Σήδης. Ο Λουκάς είχε ακόμα ένα κουτσουρεμένο πολύ- εκδομένο αντίγραφο κάποιων σημειώσεων που εμφανιζόντουσαν να έχουν γίνει από τον Απόστολο Ανδρέα. |
|
121:8.9 (1342.4) As material for the compilation of his Gospel, Luke first depended upon the story of Jesus’ life as Paul had related it to him. Luke’s Gospel is, therefore, in some ways the Gospel according to Paul. But Luke had other sources of information. He not only interviewed scores of eyewitnesses to the numerous episodes of Jesus’ life which he records, but he also had with him a copy of Mark’s Gospel, that is, the first four fifths, Isador’s narrative, and a brief record made in the year a.d. 78 at Antioch by a believer named Cedes. Luke also had a mutilated and much-edited copy of some notes purported to have been made by the Apostle Andrew. |
121:8.10 (1342.5) 4. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη διηγείται πολύ από το έργο του Ιησού στην Ιουδαία και γύρω από την Ιερουσαλήμ που δεν περιέχεται στις άλλες καταγραφές. Αυτό είναι το ονομαζόμενο Ευαγγέλιο του Ιωάννη του υιού του Ζεβεδαίου, και παρόλο που δεν το έγραψε ο Ιωάννης, το ενέπνευσε όμως. Από την πρώτη συγγραφή του έχει εκδοθεί πολλές φορές για να φαίνεται ότι το έγραψε ο ίδιος ο Ιωάννης. Όταν έγινε αυτή η Καταγραφή, ο Ιωάννης είχε τα άλλα Ευαγγέλια, και είδε ότι είχαν παραληφθεί πολλά¨ γι αυτό, το 101 μ.Χ ενθάρρυνε τον συνεργάτη του τον Ναθαναήλ, ένας Έλληνα Εβραίο από την Καισαρεία, να αρχίσει την συγγραφή του. Ο Ιωάννης του παρείχε το υλικό από την μνήμη του και αναφερόμενος στα ήδη τρία υπάρχοντα αρχεία. Δεν είχε δικά του γραπτά αρχεία. Η Επιστολή η γνωστή σαν «η Πρώτη Επιστολή του Ιωάννη» γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιωάννη σαν γράμμα κάλυψη για το έργο που θα εκτελούσε ο Ναθαναήλ κάτω από τις οδηγίες του. |
|
121:8.10 (1342.5) 4. The Gospel of John. The Gospel according to John relates much of Jesus’ work in Judea and around Jerusalem which is not contained in the other records. This is the so-called Gospel according to John the son of Zebedee, and though John did not write it, he did inspire it. Since its first writing it has several times been edited to make it appear to have been written by John himself. When this record was made, John had the other Gospels, and he saw that much had been omitted; accordingly, in the year a.d. 101 he encouraged his associate, Nathan, a Greek Jew from Caesarea, to begin the writing. John supplied his material from memory and by reference to the three records already in existence. He had no written records of his own. The Epistle known as “First John” was written by John himself as a covering letter for the work which Nathan executed under his direction. |
121:8.11 (1342.6) Όλοι αυτοί οι συγγραφείς παρουσίασαν ειλικρινείς εικόνες του Ιησού όπως τις είδαν, τις θυμόντουσαν, ή είχαν μάθει γι αυτόν, και όπως οι δικές τους αντιλήψεις γι αυτά τα μακρινά γεγονότα είχαν επηρεαστεί από την επακόλουθη υιοθέτηση της θεολογίας του Παύλου για τον Χριστιανισμό. Και ατά τα αρχεία, όσο και να μην ήταν τέλεια, υπήρξαν επαρκή για να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας της Ουράντια για σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια. |
|
121:8.11 (1342.6) All these writers presented honest pictures of Jesus as they saw, remembered, or had learned of him, and as their concepts of these distant events were affected by their subsequent espousal of Paul’s theology of Christianity. And these records, imperfect as they are, have been sufficient to change the course of the history of Urantia for almost two thousand years. |
121:8.12 (1343.1) [Αναγνώριση: Διεκπεραιώνοντας την αποστολή μου να επαναδιατυπώσω τις διδασκαλίες και να ξανα-διηγηθώ τα έργα του Ιησού από την Ναζαρέτ, έχω συμβουλευτεί ελεύθερα από όλες τις πηγές και τις πλανητικές πληροφορίες. Το κύριο κίνητρό μου είναι να ετοιμάσω ένα αρχείο που να μην είναι μόνο διαφωτιστικό για την γενιά ανθρώπων που ζουν τώρα, αλλά που να είναι χρήσιμο και για όλες τις μελλοντικές γενιές. Από το τεράστιο απόθεμα πληροφοριών που είχα στην διάθεσή μου, έχω επιλέξει το πιο κατάλληλο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Όσο το δυνατόν έχω αντλήσει τις πληροφορίες μου από σκέτες ανθρώπινες πηγές. Μόνο όταν τέτοιες πηγές αποτύχαιναν, τότε ανέτρεξα σε εκείνα τα αρχεία που είναι υπεράνθρωπα. Όταν οι ιδέες και οι απόψεις για την ζωή του Ιησού και τις διδασκαλίες του έχουν εκφραστεί ικανοποιητικά από ανθρώπινο νου, απαρέγκλιτα προτίμησα τα ανθρώπινα αυτά πρότυπα σκέψης. Παρόλο που επιδίωξα να προσαρμόσω την λεκτική έκφραση που ώστε να είναι η καλύτερη για να ταιριάζει με την δική μας αντίληψή για την πραγματική έννοια και την αληθινή σημασία της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου, όσο ήταν δυνατόν, έχω εμμείνει στην πραγματική ανθρώπινη αντίληψη και πρότυπο σκέψης σε όλες τις διηγήσεις μου. Γνωρίζω καλά ότι εκείνες οι αντιλήψεις που έχουν προέλευση στον ανθρώπινο νου θα αποδειχθούν πιο αποδεκτές και χρήσιμες για όλες τις ανθρώπινες διάνοιες. Όταν δεν μπόρεσα να βρω τις απαραίτητες έννοιες στα ανθρώπινα αρχεία ή στις ανθρώπινες εκφράσεις, τότε ανέτρεξα μνήμες της δικής μου τάξης γήινων πλασμάτων, τους μεσόδρομους. Και όταν αυτή η δευτεροβάθμια πηγή πληροφοριών ήταν ανεπαρκής, τότε χωρίς δισταγμό ανέτρεξα στις υπερπλανητικές πηγές πληροφοριών. |
|
121:8.12 (1343.1) [Acknowledgment: In carrying out my commission to restate the teachings and retell the doings of Jesus of Nazareth, I have drawn freely upon all sources of record and planetary information. My ruling motive has been to prepare a record which will not only be enlightening to the generation of men now living, but which may also be helpful to all future generations. From the vast store of information made available to me, I have chosen that which is best suited to the accomplishment of this purpose. As far as possible I have derived my information from purely human sources. Only when such sources failed, have I resorted to those records which are superhuman. When ideas and concepts of Jesus’ life and teachings have been acceptably expressed by a human mind, I invariably gave preference to such apparently human thought patterns. Although I have sought to adjust the verbal expression the better to conform to our concept of the real meaning and the true import of the Master’s life and teachings, as far as possible, I have adhered to the actual human concept and thought pattern in all my narratives. I well know that those concepts which have had origin in the human mind will prove more acceptable and helpful to all other human minds. When unable to find the necessary concepts in the human records or in human expressions, I have next resorted to the memory resources of my own order of earth creatures, the midwayers. And when that secondary source of information proved inadequate, I have unhesitatingly resorted to the superplanetary sources of information. |
121:8.13 (1343.2) Τα στοιχεία που έχω συλλέξει, και από τα οποία έχω ετοιμάσει αυτήν την διήγηση της ζωής και διδασκαλίας του Ιησού—εκτός από την μνήμη του αρχείου του Αποστόλου Ανδρέα—περιλαμβάνουν πολύτιμες σκέψεις και ανώτερες έννοιες της διδασκαλίας του Ιησού που είχαν συσσωρευθεί από πάνω από δύο χιλιάδες ανθρώπινες υπάρξεις που ζούσαν στην γη από τις μέρες του Ιησού έως την στιγμή που εκφράζονται αυτές οι αποκαλύψεις, σωστότερα επαναδιατυπώσεις. Η άδεια για αποκάλυψη αξιοποιήθηκε μόνο όταν το ανθρώπινο αρχείο και οι ανθρώπινες έννοιες δεν μπορούσαν να παρέχουν ένα επαρκές πρότυπο σκέψης. Η ανάθεση της αποκαλυπτικής αποστολής μου, μου απαγόρεψε να ανατρέξω σε εξτρα- ανθρώπινες πηγές είτε πληροφοριών είτε έκφρασης μέχρι την στιγμή που θα μπορούσα να καταθέσω ότι απέτυχα στις προσπάθειές μου να βρω τις απαραίτητες αποδεκτές εκφράσεις στις απόλυτα ανθρώπινες πηγές. |
|
121:8.13 (1343.2) The memoranda which I have collected, and from which I have prepared this narrative of the life and teachings of Jesus—aside from the memory of the record of the Apostle Andrew—embrace thought gems and superior concepts of Jesus’ teachings assembled from more than two thousand human beings who have lived on earth from the days of Jesus down to the time of the inditing of these revelations, more correctly restatements. The revelatory permission has been utilized only when the human record and human concepts failed to supply an adequate thought pattern. My revelatory commission forbade me to resort to extrahuman sources of either information or expression until such a time as I could testify that I had failed in my efforts to find the required conceptual expression in purely human sources. |
121:8.14 (1343.3) Ενώ εγώ, με την συνεργασία των έντεκα συνεταιρικών μου μεσόδρομων και κάτω από την επίβλεψη του Μελχισεδέκ των αρχείων, έχω παρουσιάσει αυτήν την διήγηση σύμφωνα με την αντίληψή μου για την ικανοποιητική του διευθέτηση και σύμφωνα με την επιλογή μου της άμεσης έκφρασης, ωστόσο, η πλειοψηφία των ιδεών, ακόμα και κάποιων ικανοποιητικών εκφράσεων που έχω αξιοποιήσει είχαν την προέλευσή τους στις διάνοιες ανθρώπων πολλών φυλών που έχουν ζήσει στην γη στις ενδιάμεσες γενιές, μέχρι και εκείνων που είναι ακόμα ζωντανοί αυτήν την στιγμή αυτού του εγχειρήματος. Κατά πολλούς τρόπους έχω λειτουργήσει περισσότερο σαν συλλέκτης και εκδότης από ότι σαν γνήσιος αφηγητής. Έχω χωρίς δισταγμό οικειοποιηθεί εκείνες τις αντιλήψεις και ιδέες, κατά προτίμηση ανθρώπινες, που θα με έκαναν ικανό να παρουσιάσω το πιο ικανοποιητικό πορτραίτο της ζωής του Ιησού, και θα μου έδιναν την ικανότητα να επαναδιατυπώσω τις απαράμιλλες διδασκαλίες του με την πιο χρήσιμη και συμπαντικά ανώτερη φρασεολογία. Εν ονόματι της Αδερφότητας των Ενωμένων Μεσόρομων της Ουράντια, με πολύ ευγνωμοσύνη αναγνωρίζω την υποχρέωσή μας προς όλες τις πηγές αρχείων και αντιλήψεων που από δω και στο εξής θα αξιοποιηθούν στην περεταίρω επεξεργασία της επαναδιατύπωσης αυτής της επίγειας ζωής του Ιησού]. |
|
121:8.14 (1343.3) While I, with the collaboration of my eleven associate fellow midwayers and under the supervision of the Melchizedek of record, have portrayed this narrative in accordance with my concept of its effective arrangement and in response to my choice of immediate expression, nevertheless, the majority of the ideas and even some of the effective expressions which I have thus utilized had their origin in the minds of the men of many races who have lived on earth during the intervening generations, right on down to those who are still alive at the time of this undertaking. In many ways I have served more as a collector and editor than as an original narrator. I have unhesitatingly appropriated those ideas and concepts, preferably human, which would enable me to create the most effective portraiture of Jesus’ life, and which would qualify me to restate his matchless teachings in the most strikingly helpful and universally uplifting phraseology. In behalf of the Brotherhood of the United Midwayers of Urantia, I most gratefully acknowledge our indebtedness to all sources of record and concept which have been hereinafter utilized in the further elaboration of our restatement of Jesus’ life on earth.] |