Εγγραφο 127   Paper 127
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ   The Adolescent Years
127:0.1 (1395.1) Καθώς ο Ιησούς εισήλθε στην εφηβική ηλικία, βρέθηκε να είναι ο αρχηγός και μοναδικό στήριγμα μιας μεγάλης οικογένειας. Μέσα σε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του όλη τους η περιουσία είχε χαθεί. Καθώς περνούσε ο καιρός, συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο την προ-ύπαρξή του. Συγχρόνως άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι είχε έρθει στη γη και στη σάρκα για το σαφή σκοπό της αποκάλυψης του Ουράνιου Πατέρα του στα παιδιά του ανθρώπου.   127:0.1 (1395.1) AS JESUS entered upon his adolescent years, he found himself the head and sole support of a large family. Within a few years after his father’s death all their property was gone. As time passed, he became increasingly conscious of his pre-existence; at the same time he began more fully to realize that he was present on earth and in the flesh for the express purpose of revealing his Paradise Father to the children of men.
127:0.2 (1395.2) Κανένας έφηβος που έζησε ποτέ στο παρελθόν ή θα ζήσει στο μέλλον, στον κόσμο αυτό ή σε κάποιον άλλο κόσμο, είχε ή θα έχει να λύσει πιο σοβαρά προβλήματα ή πιο περίπλοκες δυσκολίες να ξεμπερδέψει. Κανένας νέος της Ουράντια δεν θα υποχρεωθεί ποτέ να περάσει από πιο απαιτητικές συγκρούσεις ή πιο επίπονες καταστάσεις, από όσες υπέμενε ο ίδιος ο Ιησούς κατά τη διάρκεια εκείνων των γεμάτων εμπειριών ετών, από τα δεκαπέντε έως τα είκοσι.   127:0.2 (1395.2) No adolescent youth who has lived or ever will live on this world or any other world has had or ever will have more weighty problems to resolve or more intricate difficulties to untangle. No youth of Urantia will ever be called upon to pass through more testing conflicts or more trying situations than Jesus himself endured during those strenuous years from fifteen to twenty.
127:0.3 (1395.3) Έχοντας έτσι δοκιμάσει την πραγματική εμπειρία του να ζεις αυτά τα εφηβικά χρόνια σ’ έναν κόσμο περιστοιχισμένο από το κακό και παραζαλισμένο από την αμαρτία, ο Υιός του Ανθρώπου απόκτησε πλήρως τη γνώση για τις εμπειρίες της ζωής όλων των νέων στον τομέα επιρροής του Νέβαδον, και μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε το φιλικό καταφύγιο για τους δυστυχισμένους και μπερδεμένους εφήβους όλων των εποχών και όλων των κόσμων σε όλο το τοπικό σύμπαν.   127:0.3 (1395.3) Having thus tasted the actual experience of living these adolescent years on a world beset by evil and distraught by sin, the Son of Man became possessed of full knowledge about the life experience of the youth of all the realms of Nebadon, and thus forever he became the understanding refuge for the distressed and perplexed adolescents of all ages and on all worlds throughout the local universe.
127:0.4 (1395.4) Αργά, αλλά σταθερά και με πραγματική εμπειρία, αυτός ο θεϊκός Γιος κέρδισε το δικαίωμα να γίνει απόλυτος άρχοντας του δικού του σύμπαντος, ο αδιαμφισβήτητος και ανώτατος κυβερνήτης όλων των δημιουργημένων διανοιών σε όλα τα τοπικά σύμπαντα, το φιλικό καταφύγιο όλων των πλασμάτων όλων των εποχών και όλων των βαθμίδων των ατομικών ικανοτήτων και εμπειριών.   127:0.4 (1395.4) Slowly, but certainly and by actual experience, this divine Son is earning the right to become sovereign of his universe, the unquestioned and supreme ruler of all created intelligences on all local universe worlds, the understanding refuge of the beings of all ages and of all degrees of personal endowment and experience.
1. ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΔΕΚΑΕΞΙ ΕΤΩΝ (10 Μ.Χ.) ^top   1. The Sixteenth Year (A.D. 10) ^top
127:1.1 (1395.5) Ο ενσαρκωμένος Γιος πέρασε τη νηπιακή ηλικία και βίωσε μια ήρεμη παιδική ηλικία. Και μετά ξεπρόβαλε από εκείνο το απαιτητικό και επίπονο μεταβατικό στάδιο μεταξύ παιδικής ηλικίας και νεαρής ανδρικής – έγινε ο έφηβος Ιησούς.   127:1.1 (1395.5) The incarnated Son passed through infancy and experienced an uneventful childhood. Then he emerged from that testing and trying transition stage between childhood and young manhood—he became the adolescent Jesus.
127:1.2 (1395.6) Αυτό το έτος έφτασε στην πλήρη σωματική του ανάπτυξη. Ήταν ένας αρρενωπός και ευχάριστος στην εμφάνιση νεαρός. Μεγαλώνοντας γινόταν εγκρατής και σοβαρός, αλλά ήταν καλός και συμπονετικός. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό αλλά διερευνητικό. Το χαμόγελό του ήταν πάντα ευχάριστο και καθησυχαστικό. Η φωνή του ήταν μουσική αλλά επίσημη, ο χαιρετισμός του εγκάρδιος αλλά ανεπιτήδευτος. Πάντοτε, ακόμα και στις πιο κοινές σχέσεις, ήταν προφανής η ύπαρξη ενός αγγίγματος διπλής φύσεως, της ανθρώπινης και της θεϊκής. Πάντα επεδείκνυε αυτό το συνδυασμό, ενός συμπονετικού φίλου και ενός αυθεντικού δασκάλου. Και αυτά τα ίχνη της προσωπικότητάς του άρχισαν να γίνονται ορατά από νωρίς, ακόμα και σ’ αυτά τα χρόνια της εφηβείας.   127:1.2 (1395.6) This year he attained his full physical growth. He was a virile and comely youth. He became increasingly sober and serious, but he was kind and sympathetic. His eye was kind but searching; his smile was always engaging and reassuring. His voice was musical but authoritative; his greeting cordial but unaffected. Always, even in the most commonplace of contacts, there seemed to be in evidence the touch of a twofold nature, the human and the divine. Ever he displayed this combination of the sympathizing friend and the authoritative teacher. And these personality traits began early to become manifest, even in these adolescent years.
127:1.3 (1395.7) Αυτός ο σωματικά δυνατός και γεροφτιαγμένος νεαρός απόκτησε επίσης και τη μέγιστη ανάπτυξη της ανθρώπινης διανοίας του, όχι όλη την εμπειρία της ανθρώπινης γνώσης αλλά την πλήρη ικανότητα για μια τέτοια διανοητική ανάπτυξη. Κατείχε ένα υγιές και συμμετρικό σώμα, έξυπνη και αναλυτική σκέψη, ευγενική και συμπονετική διάθεση, χαρακτήρα με διακυμάνσεις κάποιου βαθμού αλλά ορμητικό και όλα αυτά είχαν οργανωθεί σε μια ισχυρή, εντυπωσιακή και ελκυστική προσωπικότητα.   127:1.3 (1395.7) This physically strong and robust youth also acquired the full growth of his human intellect, not the full experience of human thinking but the fullness of capacity for such intellectual development. He possessed a healthy and well-proportioned body, a keen and analytical mind, a kind and sympathetic disposition, a somewhat fluctuating but aggressive temperament, all of which were becoming organized into a strong, striking, and attractive personality.
127:1.4 (1396.1) Καθώς πέρναγε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τη μητέρα του και τα αδέλφια του να τον κατανοήσουν. Δυσκολευόντουσαν να πιστέψουν τα λόγια του και καταλάβαιναν λάθος τις πράξεις του. Ήταν ακατάλληλοι για να εννοήσουν τη ζωή του μεγαλύτερου αδελφού τους, επειδή η μητέρα τους τους είχε κάνει να πιστέψουν ότι ήταν προορισμένος να γίνει ο ελευθερωτής του Εβραϊκού λαού. Μετά από την αποδοχή μιας τέτοιας γνωστοποίησης εκ μέρους της Μαρίας, σαν οικογενειακό μυστικό, φανταστείτε τη σύγχυσή τους όταν ο Ιησούς θα τους αρνείτο ειλικρινά όλες αυτές τις ιδέες και τις προθέσεις.   127:1.4 (1396.1) As time went on, it became more difficult for his mother and his brothers and sisters to understand him; they stumbled over his sayings and misinterpreted his doings. They were all unfitted to comprehend their eldest brother’s life because their mother had given them to understand that he was destined to become the deliverer of the Jewish people. After they had received from Mary such intimations as family secrets, imagine their confusion when Jesus would make frank denials of all such ideas and intentions.
127:1.5 (1396.2) Αυτό το χρόνο ο Σίμων πήγε πρώτη φορά σχολείο και αναγκάστηκαν να πουλήσουν άλλο ένα σπίτι. Ο Ιάκωβος ανέλαβε τώρα να διδάσκει τις τρεις αδελφές του, δυο από τις οποίες ήταν αρκετά μεγάλες για να αρχίσουν μια σοβαρή μελέτη. Μόλις η Ρουθ μεγάλωσε, την ανέλαβαν η Μύριαμ και η Μάρθα. Κανονικά τα κορίτσια των Εβραϊκών οικογενειών λάβαιναν λιγοστή εκπαίδευση, αλλά ο Ιησούς υποστήριζε (και η μητέρα του συμφωνούσε) ότι τα κορίτσια έπρεπε να πηγαίνουν σχολείο όπως και τα αγόρια και μια και το σχολείο της συναγωγής δεν τα δεχόταν, δεν έμενε τίποτε άλλο από το να δημιουργήσουν ένα σχολείο στο σπίτι ειδικά γι αυτά.   127:1.5 (1396.2) This year Simon started to school, and they were compelled to sell another house. James now took charge of the teaching of his three sisters, two of whom were old enough to begin serious study. As soon as Ruth grew up, she was taken in hand by Miriam and Martha. Ordinarily the girls of Jewish families received little education, but Jesus maintained (and his mother agreed) that girls should go to school the same as boys, and since the synagogue school would not receive them, there was nothing to do but conduct a home school especially for them.
127:1.6 (1396.3) Όλο αυτό το χρόνο ο Ιησούς παρέμεινε περιορισμένος στον πάγκο εργασίας του ξυλουργείου. Ευτυχώς είχε πολύ δουλειά. Ήταν τόσο ανώτερης κλάσης η δική του εργασία ώστε δεν έμενε ποτέ άνεργος άσχετα με το πόσο περιορισμένη ήταν η ζήτηση σ’ εκείνη την περιοχή. Μερικές φορές ήταν τόση η δουλειά που τον βοηθούσε και ο Ιάκωβος.   127:1.6 (1396.3) Throughout this year Jesus was closely confined to the workbench. Fortunately he had plenty of work; his was of such a superior grade that he was never idle no matter how slack work might be in that region. At times he had so much to do that James would help him.
127:1.7 (1396.4) Με το τέλος του χρόνου είχε αποφασίσει ότι , μόλις τέλειωνε με την ανατροφή την οικογένειάς του και τους έβλεπε παντρεμένους, θα άρχιζε τη δημόσια θητεία του σαν δάσκαλος της αλήθειας και θα αποκάλυπτε τον ουράνιο Πατέρα του στον κόσμο. Γνώριζε ότι δεν θα γινόταν ο Εβραίος Μεσσίας, και έβγαλε το συμπέρασμα ότι ήταν σχεδόν άχρηστο να συζητήσει αυτά τα θέματα με τη μητέρα του. Αποφάσισε να την αφήσει να επιμένει σε όποιες ιδέες θα διάλεγε, αφού όσα της είχε πει στο παρελθόν λίγο ή καθόλου δεν είχαν εισακουσθεί και έφερνε στο μυαλό του τον πατέρα του ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ποτέ να πει κάτι που θα του άλλαζε το μυαλό. Από αυτό το χρόνο και μετά μίλαγε όλο και λιγότερο με τη μητέρα του, ή κάποιον άλλο γι αυτά τα θέματα. Ήταν τόσο ιδιόρρυθμη η αποστολή του που κανείς στη γη δεν μπορούσε να του δώσει συμβουλή που θα αφορούσε την μελλοντική δίωξή του.   127:1.7 (1396.4) By the end of this year he had just about made up his mind that he would, after rearing his family and seeing them married, enter publicly upon his work as a teacher of truth and as a revealer of the heavenly Father to the world. He knew he was not to become the expected Jewish Messiah, and he concluded that it was next to useless to discuss these matters with his mother; he decided to allow her to entertain whatever ideas she might choose since all he had said in the past had made little or no impression upon her and he recalled that his father had never been able to say anything that would change her mind. From this year on he talked less and less with his mother, or anyone else, about these problems. His was such a peculiar mission that no one living on earth could give him advice concerning its prosecution.
127:1.8 (1396.5) Ήταν ένας αληθινός αν και νεαρός πατέρας για την οικογένεια, πέρναγε κάθε πιθανή ώρα με τους νεαρότερους, και αυτοί τον αγαπούσαν πραγματικά. Η μητέρα του στενοχωριόταν που τον έβλεπε να εργάζεται τόσο σκληρά. Θλιβόταν γιατί μέρα τη μέρα μοχθούσε στην παγίδα του πάγκου του μαραγκού κερδίζοντας τα προς το ζην της οικογένειας, αντί να βρίσκονται, όπως είχαν τόσο στοργικά σχεδιάσει, στην Ιερουσαλήμ και να μελετάει κοντά στους ραβίνους. Ενώ ήταν πολλά αυτά που η Μαρία δεν καταλάβαινε για το γιο της, τον αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ την προθυμία με την οποία είχε επωμιστεί τις ευθύνες του σπιτιού.   127:1.8 (1396.5) He was a real though youthful father to the family; he spent every possible hour with the youngsters, and they truly loved him. His mother grieved to see him work so hard; she sorrowed that he was day by day toiling at the carpenter’s bench earning a living for the family instead of being, as they had so fondly planned, at Jerusalem studying with the rabbis. While there was much about her son that Mary could not understand, she did love him, and she most thoroughly appreciated the willing manner in which he shouldered the responsibility of the home.
2. ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΕΤΩΝ (11 Μ.Χ.) ^top   2. The Seventeenth Year (A.D. 11) ^top
127:2.1 (1396.6) Εκείνη την εποχή υπήρχε μια σημαντική κινητικότητα, ειδικά στην Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, υπέρ μιας εξέγερσης εναντίον της πληρωμής φόρων στη Ρώμη. Μόλις είχε δημιουργηθεί ένα ισχυρό εθνικιστικό κόμμα, που ονομαζόταν οι Ζηλωτές. Οι Ζηλωτές, όπως και οι Φαρισαίοι, δεν ήσαν πρόθυμοι να αναμένουν τον ερχομό του Μεσσία. Πρότειναν να φέρουν σε κρίση τα πράγματα δια μέσου μιας πολιτικής στάσης.   127:2.1 (1396.6) At about this time there was considerable agitation, especially at Jerusalem and in Judea, in favor of rebellion against the payment of taxes to Rome. There was coming into existence a strong nationalist party, presently to be called the Zealots. The Zealots, unlike the Pharisees, were not willing to await the coming of the Messiah. They proposed to bring things to a head through political revolt.
127:2.2 (1396.7) Μια ομάδα από τους οργανωτές έφτασε στη Γαλιλαία από την Ιερουσαλήμ και είχαν καλή απήχηση στον κόσμο μέχρι που έφτασαν στη Ναζαρέτ. Όταν πήγαν να δουν τον Ιησού, τους άκουσε προσεκτικά και έκανε πολλές ερωτήσεις αλλά αρνήθηκε να ενταχθεί στο κόμμα. Αρνήθηκε εντελώς να αποκαλύψει τους λόγους της μη ένταξής του και η άρνησή του είχε σαν αποτέλεσμα να κρατήσει μακριά και πολλούς από τη νεολαία της Ναζαρέτ.   127:2.2 (1396.7) A group of organizers from Jerusalem arrived in Galilee and were making good headway until they reached Nazareth. When they came to see Jesus, he listened carefully to them and asked many questions but refused to join the party. He declined fully to disclose his reasons for not enlisting, and his refusal had the effect of keeping out many of his youthful fellows in Nazareth.
127:2.3 (1397.1) Η Μαρία προσπάθησε πολύ να τον πείσει να ενταχθεί, αλλά δεν κατόρθωσε να τον κάνει να υποχωρήσει. Προχώρησε μάλιστα τόσο πολύ ώστε να υποθέσει πως η άρνησή του να υιοθετήσει την εθνικιστική ιδέα όπως τον διέταζε, ήταν η ανυπακοή, αθέτηση δηλαδή της υπόσχεσής, που έκανε μετά την επιστροφή τους από την Ιερουσαλήμ, ότι θα υπακούει στους γονείς του. Αλλά σαν απάντηση σ’ αυτό τον υπαινιγμό της, ο Ιησούς την χτύπησε μαλακά στον ώμο με το χέρι και, κοιτάζοντάς τη κατάματα, είπε: «Μητέρα μου, πώς μπόρεσες;». Και η Μαρία απέσυρε τον ισχυρισμό της.   127:2.3 (1397.1) Mary did her best to induce him to enlist, but she could not budge him. She went so far as to intimate that his refusal to espouse the nationalist cause at her behest was insubordination, a violation of his pledge made upon their return from Jerusalem that he would be subject to his parents; but in answer to this insinuation he only laid a kindly hand on her shoulder and, looking into her face, said: “My mother, how could you?” And Mary withdrew her statement.
127:2.4 (1397.2) Ένας από τους θείους του Ιησού, (ο Σίμων, ο αδελφός της μητέρας του), είχε ήδη οργανωθεί στην ομάδα και στη συνέχεια έγινε αξιωματούχος στον τομέα της Γαλιλαίας. Και για αρκετά χρόνια υπήρχε μια αποξένωση μεταξύ του Ιησού και του θείου.   127:2.4 (1397.2) One of Jesus’ uncles (Mary’s brother Simon) had already joined this group, subsequently becoming an officer in the Galilean division. And for several years there was something of an estrangement between Jesus and his uncle.
127:2.5 (1397.3) Αλλά άρχισαν να υποκινούνται φασαρίες στη Ναζαρέτ. Η στάση του Ιησού σε αυτά τα θέματα είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας διχασμός ανάμεσα στους νεαρούς Ιουδαίους της πόλης. Οι μισοί περίπου είχαν ενταχθεί στην εθνικιστική οργάνωση και οι άλλοι μισοί δημιούργησαν μια αντίθετη ομάδα, πιο συντηρητικών πατριωτών, περιμένοντας να αναλάβει την αρχηγία ο Ιησούς. Εξεπλάγησαν όταν αρνήθηκε την τιμή που του προσέφεραν, επικαλούμενος σαν δικαιολογία τις βαριές ευθύνες της οικογενείας του, αλλά το δέχτηκαν. Όμως η κατάσταση έγινε ακόμα πιο μπερδεμένη όταν, τελευταία, ένας πλούσιος Εβραίος, ονόματι Ισαάκ, ένας τοκογλύφος των εθνικών, προσφέρθηκε να βοηθήσει την οικογένεια του Ιησού, εάν αυτός άφηνε τα εργαλεία του και αναλάμβανε την αρχηγία αυτών των Ναζαρηνών πατριωτών.   127:2.5 (1397.3) But trouble began to brew in Nazareth. Jesus’ attitude in these matters had resulted in creating a division among the Jewish youths of the city. About half had joined the nationalist organization, and the other half began the formation of an opposing group of more moderate patriots, expecting Jesus to assume the leadership. They were amazed when he refused the honor offered him, pleading as an excuse his heavy family responsibilities, which they all allowed. But the situation was still further complicated when, presently, a wealthy Jew, Isaac, a moneylender to the gentiles, came forward agreeing to support Jesus’ family if he would lay down his tools and assume leadership of these Nazareth patriots.
127:2.6 (1397.4) Ο Ιησούς, μόλις δεκαεπτά ετών, ήρθε αντιμέτωπος με μια από τις πιο ευαίσθητες και δύσκολες καταστάσεις της νεανικής του ζωής. Πατριωτικά ζητήματα, ειδικά όταν εμπλέκεται σ’ αυτά η φορολογία από ξένους δυνάστες, είναι πάντοτε δύσκολο για τους πνευματικούς αρχηγούς να συσχετισθούν με αυτά, και διπλασιάστηκε το πρόβλημα σ’ αυτή την υπόθεση αφότου η Εβραϊκή θρησκεία ανακατεύτηκε σε όλη αυτή την ταραχή κατά της Ρώμης.   127:2.6 (1397.4) Jesus, then scarcely seventeen years of age, was confronted with one of the most delicate and difficult situations of his early life. Patriotic issues, especially when complicated by tax-gathering foreign oppressors, are always difficult for spiritual leaders to relate themselves to, and it was doubly so in this case since the Jewish religion was involved in all this agitation against Rome.
127:2.7 (1397.5) Η θέση του Ιησού έγινε πιο δύσκολη επειδή η μητέρα του και ο θείος του, ακόμη και ο μικρότερος αδελφός του Ιάκωβος, τον πίεζαν να οργανωθεί στο εθνικιστικό κίνημα. Όλοι οι καλύτεροι Εβραίοι της Ναζαρέτ είχαν προσχωρήσει, και εκείνοι οι νέοι που δεν είχαν προσχωρήσει ακόμα στο κίνημα θα το έκαναν τη στιγμή που ο Ιησούς άλλαζε γνώμη. Δεν είχε παρά μόνο ένα σοφό σύμβουλο σε όλη τη Ναζαρέτ, τον παλιό του δάσκαλο τον αρχιραβίνο, που τον συμβούλεψε για την απάντηση που θα έδινε στην επιτροπή πολιτών της Ναζαρέτ, όταν αυτοί ήρθαν να τον ρωτήσουν δημόσια. Σε όλη τη νεανική ζωή του Ιησού, αυτή ήταν η πρώτη φορά που προσέφυγε σε δημόσια στρατηγική. Μέχρι τότε, κατέθετε πάντοτε με ειλικρίνεια την αλήθεια για να διαφωτίσει μιαν υπόθεση, αλλά τώρα δεν μπορούσε να πει ολόκληρη την αλήθεια. Δεν μπορούσε να φανερώσει ότι ήταν πάνω από άνθρωπος, δεν μπορούσε να αποκαλύψει την ιδέα της αποστολής η οποία ανέμενε τα επιτεύγματα ενός ώριμου άνδρα. Εκτός από αυτούς τους περιορισμούς η θρησκευτική του πίστη και η εθνική του νομιμοφροσύνη προκαλούνταν ευθέως. Η οικογένειά του βρισκόταν σε αναταραχή, οι νεαροί φίλοι του μοιρασμένοι και όλοι οι Ιουδαίοι της περιοχής του σε αναβρασμό. Και να σκεφτεί κανείς ότι έφταιγε αυτός για όλα αυτά! Ενώ ήταν εντελώς αθώος και χωρίς πρόθεση να δημιουργήσει κανενός είδους αναστάτωση, πόσο μάλλον μια τέτοια ταραχή.   127:2.7 (1397.5) Jesus’ position was made more difficult because his mother and uncle, and even his younger brother James, all urged him to join the nationalist cause. All the better Jews of Nazareth had enlisted, and those young men who had not joined the movement would all enlist the moment Jesus changed his mind. He had but one wise counselor in all Nazareth, his old teacher, the chazan, who counseled him about his reply to the citizens’ committee of Nazareth when they came to ask for his answer to the public appeal which had been made. In all Jesus’ young life this was the very first time he had consciously resorted to public strategy. Theretofore, always had he depended upon a frank statement of truth to clarify the situation, but now he could not declare the full truth. He could not intimate that he was more than a man; he could not disclose his idea of the mission which awaited his attainment of a riper manhood. Despite these limitations his religious fealty and national loyalty were directly challenged. His family was in a turmoil, his youthful friends in division, and the entire Jewish contingent of the town in a hubbub. And to think that he was to blame for it all! And how innocent he had been of all intention to make trouble of any kind, much less a disturbance of this sort.
127:2.8 (1397.6) Κάτι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να εκφράσει τη θέση του, και αυτό έκανε με θάρρος και διπλωματικότητα προς ικανοποίηση πολλών, αλλά όχι όλων. Επέμενε στους όρους της πρώτης αιτιολογίας του, υποστηρίζοντας ότι πρώτη υποχρέωσή του ήταν η οικογένειά του, ότι μια χήρα μάνα και οκτώ αδέλφια χρειαζόντουσαν κάτι περισσότερο από ότι μπορούσε να αγοράσει μόνο το χρήμα – τις φυσικές ανάγκες της ζωής – ότι είχε επιφορτισθεί την πατρική προσοχή και καθοδήγηση, και ότι δεν μπορούσε να αποδεσμευτεί με καθαρή τη συνείδηση από την υποχρέωση που ένα φρικτό ατύχημα είχε βάλει πάνω του. Υπέβαλε τις ευχαριστίες του στη μητέρα του και τον μεγαλύτερο από τα αδέλφια του που φάνηκαν πρόθυμοι να τον απαλλάξουν αλλά επανέλαβε ότι η πίστη σ’ ένα νεκρό πατέρα του απαγόρευε να εγκαταλείψει την οικογένεια, όσα χρήματα και αν ερχόντουσαν για την υλική συντήρησή τους, κάνοντας την αξέχαστη ανακοίνωση ότι «το χρήμα δεν μπορεί να αγαπήσει». Στην πορεία αυτής της ομιλίας ο Ιησούς έκανε αρκετές καλυμμένες αναφορές στην «αποστολή της ζωής του» αλλά εξήγησε ότι , ανεξάρτητα από το αν ή δεν συμφωνούσε με τη στρατιωτική ιδέα, αυτό, μαζί και με οτιδήποτε άλλο στη ζωή του, είχε εγκαταλειφθεί για να είναι σε θέση να εκπληρώσει πιστά την υποχρέωσή του στην οικογένειά του. Καθένας στη Ναζαρέτ ήξερε καλά ότι ήταν ένας καλός πατέρας για την οικογένειά του και αυτό ήταν ένα θέμα τόσο κοντά στην καρδιά κάθε ευγενούς Ιουδαίου, ώστε η έκκληση του Ιησού βρήκε πρόσφορη απάντηση στις καρδιές πολλών ακροατών του και μερικοί μάλιστα από εκείνους που δεν ήταν τόσο πρόθυμοι, αφοπλίστηκαν από ένα λόγο που έβγαλε ο Ιάκωβος, που αν και δεν ήταν στο πρόγραμμα, εκφωνήθηκε τότε. Εκείνη την ίδια μέρα ο αρχιραβίνος είχε εκπαιδεύσει τον Ιάκωβο σ’ αυτό το λόγο, αλλά αυτό ήταν το μυστικό τους.   127:2.8 (1397.6) Something had to be done. He must state his position, and this he did bravely and diplomatically to the satisfaction of many, but not all. He adhered to the terms of his original plea, maintaining that his first duty was to his family, that a widowed mother and eight brothers and sisters needed something more than mere money could buy—the physical necessities of life—that they were entitled to a father’s watchcare and guidance, and that he could not in clear conscience release himself from the obligation which a cruel accident had thrust upon him. He paid compliment to his mother and eldest brother for being willing to release him but reiterated that loyalty to a dead father forbade his leaving the family no matter how much money was forthcoming for their material support, making his never-to-be-forgotten statement that “money cannot love.” In the course of this address Jesus made several veiled references to his “life mission” but explained that, regardless of whether or not it might be inconsistent with the military idea, it, along with everything else in his life, had been given up in order that he might be able to discharge faithfully his obligation to his family. Everyone in Nazareth well knew he was a good father to his family, and this was a matter so near the heart of every noble Jew that Jesus’ plea found an appreciative response in the hearts of many of his hearers; and some of those who were not thus minded were disarmed by a speech made by James, which, while not on the program, was delivered at this time. That very day the chazan had rehearsed James in his speech, but that was their secret.
127:2.9 (1398.1) Ο Ιάκωβος είχε αναφέρει ότι ήταν σίγουρος πως ο Ιησούς θα βοηθούσε να ελευθερωθεί ο λαός του εάν αυτός (ο Ιάκωβος) μεγάλωνε αρκετά ώστε να αναλάβει την ευθύνη της οικογένειας και ότι, εάν συναινούσαν και επέτρεπαν να παραμείνει ο Ιησούς «μαζί μας, να είναι ο πατέρας και δάσκαλός μας, τότε δεν θα έχετε μόνο έναν αρχηγό από την οικογένεια του Ιωσήφ, αλλά θα έχετε πέντε πιστούς εθνικιστές, γιατί δεν είμαστε πέντε αγόρια που μεγαλώνουν υπό την καθοδήγηση του αδελφού/πατέρα μας και θα προσφερθούν να υπηρετήσουν το έθνος μας;». Και πράττοντας αυτό, το παιδάκι, έφερε ένα ευτυχισμένο τέλος σε μια πολύ τεταμένη και απειλητική κατάσταση.   127:2.9 (1398.1) James stated that he was sure Jesus would help to liberate his people if he (James) were only old enough to assume responsibility for the family, and that, if they would only consent to allow Jesus to remain “with us, to be our father and teacher, then you will have not just one leader from Joseph’s family, but presently you will have five loyal nationalists, for are there not five of us boys to grow up and come forth from our brother-father’s guidance to serve our nation?” And thus did the lad bring to a fairly happy ending a very tense and threatening situation.
127:2.10 (1398.2) Η κρίση προς το παρόν είχε αποφευχθεί αλλά δεν ξεχάστηκε ποτέ αυτό το συμβάν στη Ναζαρέτ. Η αναταραχή συνεχιζόταν. Ο Ιησούς δεν ξανάγινε ποτέ αποδεκτός από όλο τον κόσμο. Το συναίσθημα του διχασμού δεν ξεπεράστηκε ποτέ τελείως. Και αυτό, προσαυξημένο από άλλες επόμενες καταστάσεις ήταν ένας από τους κύριους λόγους που τους ανάγκασε να μετακομίσουν στην Καπερναούμ τα επόμενα χρόνια. Από δω και στο εξής η Ναζαρέτ διατήρησε το διασπαστικό συναίσθημα σχετικά με το Γιο του Ανθρώπου.   127:2.10 (1398.2) The crisis for the time being was over, but never was this incident forgotten in Nazareth. The agitation persisted; not again was Jesus in universal favor; the division of sentiment was never fully overcome. And this, augmented by other and subsequent occurrences, was one of the chief reasons why he moved to Capernaum in later years. Henceforth Nazareth maintained a division of sentiment regarding the Son of Man.
127:2.11 (1398.3) Ο Ιάκωβος αυτό το χρόνο τελείωσε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται όλη τη μέρα στο ξυλουργείο. Έγινε ένας επιτήδειος εργάτης με τα εργαλεία και αναλάμβαναν την κατασκευή υνιών και αρότρων ενώ ο Ιησούς άρχισε να φτιάχνει υλικά αποπεράτωσης σπιτιών και εξειδικευμένα έπιπλα.   127:2.11 (1398.3) James graduated at school this year and began full-time work at home in the carpenter shop. He had become a clever worker with tools and now took over the making of yokes and plows while Jesus began to do more house finishing and expert cabinet work.
127:2.12 (1398.4) Αυτό το χρόνο ο Ιησούς προόδευσε πολύ στην οργάνωση της σκέψης του. Σταδιακά συνένωσε τις δυο φύσεις του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή και τελειοποίησε την οργάνωση της διανοίας του δια των δικών του αποφάσεων και με μόνη τη βοήθεια του ενσωματωμένου Ελεγκτή, τον ίδιο Ελεγκτή που διαθέτουν στη διάνοιά τους όλοι οι κοινοί θνητοί στους μετά την ενσάρκωση του Υιού κόσμους. Μέχρι τώρα τίποτε υπερφυσικό δεν είχε συμβεί στην πορεία αυτού του νεαρού άνδρα εκτός από την επίσκεψη ενός αγγελιαφόρου, σταλμένου από τον μεγαλύτερο αδελφό του Εμμανουήλ, που του εμφανίστηκε εκείνη τη νύχτα στην Ιερουσαλήμ.   127:2.12 (1398.4) This year Jesus made great progress in the organization of his mind. Gradually he had brought his divine and human natures together, and he accomplished all this organization of intellect by the force of his own decisions and with only the aid of his indwelling Monitor, just such a Monitor as all normal mortals on all postbestowal-Son worlds have within their minds. So far, nothing supernatural had happened in this young man’s career except the visit of a messenger, dispatched by his elder brother Immanuel, who once appeared to him during the night at Jerusalem.
3. ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΕΤΩΝ (12 Μ.Χ.) ^top   3. The Eighteenth Year (A.D. 12) ^top
127:3.1 (1398.5) Στην πορεία αυτού του χρόνου όλη η οικογενειακή περιουσία, εκτός από το σπίτι και τον κήπο είχε χαθεί. Το τελευταίο μέρος από την περιουσία στην Καπερναούμ (εκτός από ένα μερίδιο σε κάποια άλλη), ήδη υποθηκευμένη, πουλήθηκε. Με τα έσοδα πλήρωσαν φόρους, αγόρασαν καινούργια εργαλεία για τον Ιάκωβο και πλήρωσαν ένα λογαριασμό του παλιού οικογενειακού μαγαζιού τους που πούλαγε εφόδια και έκανε επισκευές, κοντά στο στέκι του καραβανιού, το οποίο ο Ιησούς τώρα πρότεινε να αγοράσει ξανά αφού ο Ιάκωβος ήταν αρκετά μεγάλος για να εργάζεται στο μαγαζί του σπιτιού και να βοηθάει και τη Μαρία στο σπίτι. Με την οικονομική πίεση προς το παρόν χαλαρωμένη με αυτό τον τρόπο, ο Ιησούς αποφάσισε να πάρει τον Ιάκωβο στο Εβραϊκό Πάσχα. Πήγαν στην Ιερουσαλήμ μια μέρα πολύ πρωί, για να είναι μόνοι στο δρόμο προς τη Σαμάρια. Περπατούσαν και ο Ιησούς διηγιόταν στον Ιάκωβο για τα ιστορικά μέρη που συναντούσαν καθ’ οδόν, όπως ο πατέρας του τον είχε διδάξει σ’ ένα παρόμοιο ταξίδι πέντε χρόνια πρωτύτερα.   127:3.1 (1398.5) In the course of this year all the family property, except the home and garden, was disposed of. The last piece of Capernaum property (except an equity in one other), already mortgaged, was sold. The proceeds were used for taxes, to buy some new tools for James, and to make a payment on the old family supply and repair shop near the caravan lot, which Jesus now proposed to buy back since James was old enough to work at the house shop and help Mary about the home. With the financial pressure thus eased for the time being, Jesus decided to take James to the Passover. They went up to Jerusalem a day early, to be alone, going by way of Samaria. They walked, and Jesus told James about the historic places en route as his father had taught him on a similar journey five years before.
127:3.2 (1399.1) Περνώντας από τη Σαμάρια, είδαν πολλά παράξενα τοπία. Στο ταξίδι αυτό συζήτησαν για τα πολλά προβλήματά τους, προσωπικά, οικογενειακά και εθνικά. Ο Ιάκωβος ήταν πολύ θρησκευόμενο παιδί και μια και δεν συμφωνούσε απόλυτα με τη μητέρα του όσον αφορούσε τα λίγα που γνώριζε για τα σχέδια της ζωής του Ιησού, περίμενε με ανυπομονησία τον καιρό που θα ήταν ικανός να αναλάβει τις ευθύνες της οικογένειας ώστε να μπορέσει ο Ιησούς να ξεκινήσει την αποστολή του. Εξετίμησε πολύ που ο Ιησούς τον πήρε στη γιορτή του Πάσχα και που συζήτησαν για το μέλλον πιο διεξοδικά από κάθε άλλη φορά.   127:3.2 (1399.1) In passing through Samaria, they saw many strange sights. On this journey they talked over many of their problems, personal, family, and national. James was a very religious type of lad, and while he did not fully agree with his mother regarding the little he knew of the plans concerning Jesus’ lifework, he did look forward to the time when he would be able to assume responsibility for the family so that Jesus could begin his mission. He was very appreciative of Jesus’ taking him up to the Passover, and they talked over the future more fully than ever before.
127:3.3 (1399.2) Ο Ιησούς ήταν πολύ σκεπτικός καθώς πέρναγαν μέσα από τη Σαμάρια, ιδιαιτέρως δε στη Βαιθήλ και όταν ήπιαν νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Αυτός και ο αδελφός του συζήτησαν τις παραδόσεις για τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Προσπαθούσε να προετοιμάσει τον Ιάκωβο γι αυτό που επρόκειτο να δει στην Ιερουσαλήμ, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να ελαττώσει το ξάφνιασμα που αυτός είχε αισθανθεί κατά την πρώτη του επίσκεψη στο ναό. Αλλά ο Ιάκωβος δεν ήταν τόσο ευαίσθητος σε μερικά από αυτά τα θεάματα. Σχολίασε την απροθυμία και το σκληρό τρόπο με τον οποίο κάποιοι ιερείς ασκούσαν τα καθήκοντά τους, αλλά συνολικά ευχαριστήθηκαν πολύ την διαμονή τους στην Ιερουσαλήμ.   127:3.3 (1399.2) Jesus did much thinking as they journeyed through Samaria, particularly at Bethel and when drinking from Jacob’s well. He and his brother discussed the traditions of Abraham, Isaac, and Jacob. He did much to prepare James for what he was about to witness at Jerusalem, thus seeking to lessen the shock such as he himself had experienced on his first visit to the temple. But James was not so sensitive to some of these sights. He commented on the perfunctory and heartless manner in which some of the priests performed their duties but on the whole greatly enjoyed his sojourn at Jerusalem.
127:3.4 (1399.3) Ο Ιησούς πήρε τον Ιάκωβο στη Βηθανία για το πασχαλινό δείπνο. Ο Σίμων είχε ήδη πεθάνει και αναπαυόταν με τους πατέρες του και ο Ιησούς είχε τοποθετηθεί υπεύθυνος του σπιτιού αυτής της πασχαλινής οικογένειας, φέρνοντας το πασχαλινό αρνί από το ναό.   127:3.4 (1399.3) Jesus took James to Bethany for the Passover supper. Simon had been laid to rest with his fathers, and Jesus presided over this household as the head of the Passover family, having brought the paschal lamb from the temple.
127:3.5 (1399.4) Μετά το δείπνο η Μαρία κάθισε να μιλήσει λίγο με τον Ιάκωβο, ενώ η Μάρθα, ο Λάζαρος και ο Ιησούς είχαν μια συζήτηση που τράβηξε μακριά μέσα στη νύχτα. Την άλλη μέρα παρακολούθησαν τις ιεροτελεστίες στο ναό και ο Ιάκωβος έγινε δεκτός από την Εβραϊκή κοινωνία. Εκείνο το πρωί καθώς σταμάτησαν στο φρύδι του όρους των Ελαιών για να απολαύσουν τη θέα του ναού, ενόσω ο Ιάκωβος αναφωνούσε με θαυμασμό, ο Ιησούς παρατηρούσε την Ιερουσαλήμ σιωπηλός. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του αδελφού του. Την νύχτα επέστρεψαν στη Βηθανία και θα αναχωρούσαν για το σπίτι την άλλη μέρα, αλλά ο Ιάκωβος επέμενε να πάνε πάλι στο ναό, εξηγώντας ότι ήθελε να ακούσει τους διδασκάλους. Αν και αυτό ήταν αλήθεια, βαθιά μέσα του ήθελε να ακούσει τον Ιησού να παίρνει μέρος σε αυτές τις συζητήσεις, όπως είχε ακούσει από τη μητέρα του. Στη συνέχεια πήγαν στο ναό και άκουσαν τις ομιλίες αλλά ο Ιησούς δεν έκανε καμία ερώτηση. Φαινόντουσαν όλα τόσο ανόητα και ασήμαντα στο αφυπνισμένο μυαλό του ανθρώπου του Θεού – τους λυπόταν μόνο. Ο Ιάκωβος απογοητεύτηκε που ο Ιησούς δεν είπε τίποτα. Στις ερωτήσεις του ο Ιησούς απάντησε μόνο: «Η ώρα μου δεν ήρθε ακόμα».   127:3.5 (1399.4) After the Passover supper Mary sat down to talk with James while Martha, Lazarus, and Jesus talked together far into the night. The next day they attended the temple services, and James was received into the commonwealth of Israel. That morning, as they paused on the brow of Olivet to view the temple, while James exclaimed in wonder, Jesus gazed on Jerusalem in silence. James could not comprehend his brother’s demeanor. That night they again returned to Bethany and would have departed for home the next day, but James was insistent on their going back to visit the temple, explaining that he wanted to hear the teachers. And while this was true, secretly in his heart he wanted to hear Jesus participate in the discussions, as he had heard his mother tell about. Accordingly, they went to the temple and heard the discussions, but Jesus asked no questions. It all seemed so puerile and insignificant to this awakening mind of man and God—he could only pity them. James was disappointed that Jesus said nothing. To his inquiries Jesus only made reply, “My hour has not yet come.”
127:3.6 (1399.5) Την επόμενη μέρα ταξίδεψαν για το σπίτι μέσω Ιεριχούς και της κοιλάδας του Ιορδάνη και ο Ιησούς αφηγήθηκε πολλά πράγματα με αυτή την ευκαιρία, συμπεριλαμβανομένου του προηγούμενου ταξιδιού του στον ίδιο δρόμο όταν ήταν δεκατριών ετών.   127:3.6 (1399.5) The next day they journeyed home by Jericho and the Jordan valley, and Jesus recounted many things by the way, including his former trip over this road when he was thirteen years old.
127:3.7 (1399.6) Όταν επέστρεψαν στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς άρχισε να δουλεύει στο παλιό μαγαζί της οικογένειας που έκανε επισκευές και ήταν πολύ χαρούμενος που μπορούσε να συναντάει τόσους ανθρώπους κάθε μέρα από όλα τα μέρη της χώρας και της γύρω περιοχής. Ο Ιησούς αγαπούσε αληθινά τους ανθρώπους – τους απλούς ανθρώπους. Κάθε μήνα έπαιρνε τις πληρωμές του από το μαγαζί και με τη βοήθεια του Ιακώβου συνέχισε να εφοδιάζει την οικογένεια.   127:3.7 (1399.6) Upon returning to Nazareth, Jesus began work in the old family repair shop and was greatly cheered by being able to meet so many people each day from all parts of the country and surrounding districts. Jesus truly loved people—just common folks. Each month he made his payments on the shop and, with James’s help, continued to provide for the family.
127:3.8 (1399.7) Αρκετές φορές το χρόνο, όταν δεν ήσαν παρόντες επισκέπτες για να εξυπηρετηθούν, ο Ιησούς συνέχιζε να διαβάζει στη συναγωγή τα χειρόγραφα κατά το Σάββατο και πολλές φορές έκανε σχόλια πάνω στο μάθημα, αλλά συνήθως διάλεγε τα εδάφια έτσι ώστε τα σχόλια ήταν περιττά. Ήταν επιδέξιος στο να καθορίζει την σειρά στο διάβασμα των ποικίλων εδαφίων τόσο ώστε το ένα να αποτελεί επεξήγηση στο άλλο. Ποτέ δεν παρέλειψε, καιρού επιτρέποντος, να βγάλει έξω τα αδέλφια του τα απογεύματα του Σαββάτου για να κάνουν τη βόλτα τους στη φύση.   127:3.8 (1399.7) Several times a year, when visitors were not present thus to function, Jesus continued to read the Sabbath scriptures at the synagogue and many times offered comments on the lesson, but usually he so selected the passages that comment was unnecessary. He was skillful, so arranging the order of the reading of the various passages that the one would illuminate the other. He never failed, weather permitting, to take his brothers and sisters out on Sabbath afternoons for their nature strolls.
127:3.9 (1400.1) Αυτή την εποχή περίπου ο αρχιραβίνος εγκαινίασε μια λέσχη νεαρών ανδρών για φιλοσοφικές συζητήσεις οι οποίοι συναντιόντουσαν στα σπίτια των διαφόρων μελών και συχνά στο δικό του σπίτι και ο Ιησούς έγινε ένα διακεκριμένο μέλος της ομάδας αυτής. Με αυτό τον τρόπο μπόρεσε να ξανακερδίσει ένα μέρος από το τοπικό κύρος που είχε χάσει την εποχή των πρόσφατων εθνικιστικών αμφισβητήσεων.   127:3.9 (1400.1) About this time the chazan inaugurated a young men’s club for philosophic discussion which met at the homes of different members and often at his own home, and Jesus became a prominent member of this group. By this means he was enabled to regain some of the local prestige which he had lost at the time of the recent nationalistic controversies.
127:3.10 (1400.2) Η κοινωνική ζωή του, ενώ ήταν περιορισμένη δεν ήταν τελείως παραμελημένη. Είχε πολλούς ένθερμους φίλους και σταθερούς θαυμαστές ανάμεσα και στους νεαρούς άνδρες και στις νεαρές γυναίκες της Ναζαρέτ.   127:3.10 (1400.2) His social life, while restricted, was not wholly neglected. He had many warm friends and stanch admirers among both the young men and the young women of Nazareth.
127:3.11 (1400.3) Το Σεπτέμβριο, η Ελισάβετ και ο Ιωάννης ήρθαν για επίσκεψη στην οικογένεια της Ναζαρέτ. Ο Ιωάννης έχοντας χάσει τον πατέρα του, σκόπευε να επιστρέψει στους λόφους της Ιουδαίας και να ασχοληθεί με την καλλιέργεια και την ανατροφή προβάτων εκτός και αν ο Ιησούς του πρότεινε να παραμείνει στη Ναζαρέτ και να απασχοληθεί με την ξυλουργική ή κάποια άλλη εργασία. Δεν ήξεραν ότι η οικογένεια ήταν σχεδόν άπορη. Όσο περισσότερο η Μαρία και η Ελισάβετ κουβέντιαζαν για τους γιους τους τόσο πιο πολύ πείθονταν ότι θα ήταν καλό και για τους δυο νέους να εργαστούν μαζί και να ανακαλύψουν περισσότερα ο ένας για τον άλλο.   127:3.11 (1400.3) In September, Elizabeth and John came to visit the Nazareth family. John, having lost his father, intended to return to the Judean hills to engage in agriculture and sheep raising unless Jesus advised him to remain in Nazareth to take up carpentry or some other line of work. They did not know that the Nazareth family was practically penniless. The more Mary and Elizabeth talked about their sons, the more they became convinced that it would be good for the two young men to work together and see more of each other.
127:3.12 (1400.4) Ο Ιησούς και ο Ιωάννης κουβέντιασαν πολύ μαζί, και συζήτησαν για μερικά πολύ ενδόμυχα και προσωπικά θέματα. Όταν η επίσκεψη τελείωσε, είχαν αποφασίσει να μη ξαναβρεθούν παρά όταν θα συναντιόντουσαν στη δημόσια θητεία τους αφού πρώτα «ο ουράνιος πατέρας τους καλούσε» να εργαστούν. Ο Ιωάννης είχε εντυπωσιασθεί σε μεγάλο βαθμό από ό,τι είδε στη Ναζαρέτ, ότι θα γύριζε σπίτι και θα δούλευε για τη στήριξη της μητέρας του. Είχε πειστεί ότι ήταν μέρος της αποστολής ζωής του Ιησού, αλλά διαπίστωνε ότι ο Ιησούς θα απασχολείτο για πολλά χρόνια με την ανατροφή της οικογενείας του, έτσι ήταν πιο ικανοποιημένος να γυρίσει σπίτι του και να ασχοληθεί με τη φροντίδα του μικρού κτήματός τους και να εξυπηρετεί τις ανάγκες της μητέρας του. Και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ ο Ιωάννης και ο Ιησούς μέχρι την ημέρα στον Ιορδάνη όταν ο Γιος του Ανθρώπου παρουσιάστηκε για να βαπτισθεί.   127:3.12 (1400.4) Jesus and John had many talks together; and they talked over some very intimate and personal matters. When they had finished this visit, they decided not again to see each other until they should meet in their public service after “the heavenly Father should call” them to their work. John was tremendously impressed by what he saw at Nazareth that he should return home and labor for the support of his mother. He became convinced that he was to be a part of Jesus’ life mission, but he saw that Jesus was to occupy many years with the rearing of his family; so he was much more content to return to his home and settle down to the care of their little farm and to minister to the needs of his mother. And never again did John and Jesus see each other until that day by the Jordan when the Son of Man presented himself for baptism.
127:3.13 (1400.5) Το απόγευμα του Σαββάτου της 3ης Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου, ο θάνατος χτύπησε για δεύτερη φορά αυτή την οικογένεια της Ναζαρέτ. Ο μικρός Αμώς, το μωρό αδελφάκι τους, πέθανε μετά από αρρώστια μιας εβδομάδας με υψηλό πυρετό. Περνώντας τον καιρό της θλίψης με τον πρωτότοκο γιο και μόνο της στήριγμα, η Μαρία επιτέλους και με πλήρη συναίσθηση αναγνώρισε τον Ιησού σαν την πραγματική κεφαλή της οικογένειας, και ήταν μια αληθινά αντάξια κεφαλή.   127:3.13 (1400.5) On Saturday afternoon, December 3, of this year, death for the second time struck at this Nazareth family. Little Amos, their baby brother, died after a week’s illness with a high fever. After passing through this time of sorrow with her first-born son as her only support, Mary at last and in the fullest sense recognized Jesus as the real head of the family; and he was truly a worthy head.
127:3.14 (1400.6) Επί τέσσερα χρόνια το βιοτικό τους επίπεδο συνεχώς μειωνόταν. Χρόνο με το χρόνο αισθανόντουσαν το σφίξιμο της αυξανόμενης φτώχιας. Στο τέλος του χρόνου αυτού αντιμετώπισαν μια από τις πιο δύσκολες εμπειρίες όλων των επίπονων προσπαθειών τους. Ο Ιάκωβος δεν είχε αρχίσει ακόμα να κερδίζει πολλά και τα έξοδα μιας κηδείας σαν κατακλείδα όλων, τους κλόνισε. Αλλά ο Ιησούς θα έλεγε στην ανήσυχη και πενθούσα μητέρα του: «Μητέρα Μαρία, η θλίψη δεν θα μας βοηθήσει. Όλοι κάνουμε το καλύτερο και το χαμόγελο της μητέρας ίσως, μπορέσει να μας εμπνεύσει να κάνουμε ακόμη καλύτερα. Μέρα τη μέρα γινόμαστε πιο δυνατοί γι αυτά τα καθήκοντα με την ελπίδα ότι έρχονται καλύτερες μέρες μπροστά». Η ρωμαλέα και πρακτική αισιοδοξία του ήταν πράγματι μεταδοτική, όλα τα παιδιά ζούσαν σε μια ατμόσφαιρα προσδοκίας καλύτερων ημερών και καλύτερων πραγμάτων. Και αυτό το ελπιδοφόρο κουράγιο του συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη ισχυρών και καλών χαρακτήρων, παρά την αποκαρδιωτική φτώχια τους.   127:3.14 (1400.6) For four years their standard of living had steadily declined; year by year they felt the pinch of increasing poverty. By the close of this year they faced one of the most difficult experiences of all their uphill struggles. James had not yet begun to earn much, and the expenses of a funeral on top of everything else staggered them. But Jesus would only say to his anxious and grieving mother: “Mother-Mary, sorrow will not help us; we are all doing our best, and mother’s smile, perchance, might even inspire us to do better. Day by day we are strengthened for these tasks by our hope of better days ahead.” His sturdy and practical optimism was truly contagious; all the children lived in an atmosphere of anticipation of better times and better things. And this hopeful courage contributed mightily to the development of strong and noble characters, in spite of the depressiveness of their poverty.
127:3.15 (1400.7) Ο Ιησούς διέθετε την ικανότητα να κινητοποιεί αποτελεσματικά όλες τις δυνάμεις του μυαλού, της ψυχής και του σώματος για το άμεσο καθήκον. Μπορούσε να συγκεντρώσει τη βαθύτερη σκέψη του στο πρόβλημα που επιθυμούσε να λύσει και αυτό, σε συνδυασμό με την ακούραστη υπομονή του, τον καθιστούσε ικανό να υπομένει με γαλήνη τις δοκιμασίες μιας δύσκολης θνητής ύπαρξης – να ζει «σαν να έβλεπε Αυτόν που είναι αόρατος».   127:3.15 (1400.7) Jesus possessed the ability effectively to mobilize all his powers of mind, soul, and body on the task immediately in hand. He could concentrate his deep-thinking mind on the one problem which he wished to solve, and this, in connection with his untiring patience, enabled him serenely to endure the trials of a difficult mortal existence—to live as if he were “seeing Him who is invisible.”
4. ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΔΕΚΑΕΝΝΙΑ ΕΤΩΝ (13 Μ.Χ.) ^top   4. The Nineteenth Year (A.D. 13) ^top
127:4.1 (1401.1) Αυτό τον καιρό ο Ιησούς και η Μαρία τα πήγαιναν πολύ καλύτερα. Τον θεωρούσε λιγότερο σαν παιδί. Είχε γίνει γι αυτήν περισσότερο ένας πατέρας για τα παιδιά της. Κάθε ημέρα της ζωής τους έβριθε από πρακτικές και άμεσες δυσκολίες. Λιγότερο συχνά μίλαγαν για την εργασία της ζωής του, γιατί καθώς περνούσε ο καιρός, όλες οι σκέψεις τους ήταν από κοινού αφιερωμένες στην φροντίδα και την αγωγή της οικογενείας τους που αποτελείτο από τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια.   127:4.1 (1401.1) By this time Jesus and Mary were getting along much better. She regarded him less as a son; he had become to her more a father to her children. Each day’s life swarmed with practical and immediate difficulties. Less frequently they spoke of his lifework, for, as time passed, all their thought was mutually devoted to the support and upbringing of their family of four boys and three girls.
127:4.2 (1401.2) Στο ξεκίνημα αυτού του χρόνου ο Ιησούς είχε πείσει τελείως τη μητέρα του να αποδεχτεί τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε για την ανατροφή των παιδιών – τη θετική εντολή να κάνεις καλό στη θέση της παλιάς Ιουδαϊκής μεθόδου, που απαγόρευε να κάνεις κακό. Στο σπίτι του και σε όλη την περίοδο της δημόσιας διδασκαλίας του ο Ιησούς χρησιμοποιούσε απαράβατα τη θετική μορφή της προτροπής. Παντού και πάντα κήρυττε: «Κάνε αυτό – οφείλεις να κάνεις εκείνο». Ποτέ δεν χρησιμοποίησε τον αρνητικό τύπο διδασκαλίας που προερχόταν από τις παλιές απαγορεύσεις. Απέφευγε να δίνει έμφαση στο κακό απαγορεύοντάς το, ενώ εξύψωνε το καλό απαιτώντας την εκτέλεσή του. Η ώρα της προσευχής σ’ αυτό το σπιτικό ήταν ευκαιρία για συζήτηση πάνω στα πάντα τα σχετικά με την ευτυχία της οικογένειας.   127:4.2 (1401.2) By the beginning of this year Jesus had fully won his mother to the acceptance of his methods of child training—the positive injunction to do good in the place of the older Jewish method of forbidding to do evil. In his home and throughout his public-teaching career Jesus invariably employed the positive form of exhortation. Always and everywhere did he say, “You shall do this—you ought to do that.” Never did he employ the negative mode of teaching derived from the ancient taboos. He refrained from placing emphasis on evil by forbidding it, while he exalted the good by commanding its performance. Prayer time in this household was the occasion for discussing anything and everything relating to the welfare of the family.
127:4.3 (1401.3) Ο Ιησούς ξεκίνησε να εφαρμόζει συνετή πειθαρχία στα αδέλφια του που ήταν σε τόσο μικρή ηλικία ώστε χρειαζόταν λίγη η καθόλου τιμωρία για να εξασφαλιστεί η πρόθυμη και ολόψυχη υπακοή τους. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Ιούδας, επί του οποίου ο Ιησούς, σε ετερόκλητες περιστάσεις αναγκάστηκε να επιβάλει τιμωρίες επειδή παραβίαζε τους κανόνες του σπιτιού. Σε τρεις περιστάσεις, όταν κρίθηκε σκόπιμο να τιμωρήσει τον Ιούδα για προμελετημένες παραβάσεις των οικογενειακών κανόνων συμπεριφοράς, που ομολόγησε μόνος του, η τιμωρία του ορίστηκε με ομόφωνη απόφαση των μεγαλύτερων παιδιών και έγινε δεκτή από τον ίδιο τον Ιούδα πριν του επιβληθεί.   127:4.3 (1401.3) Jesus began wise discipline upon his brothers and sisters at such an early age that little or no punishment was ever required to secure their prompt and wholehearted obedience. The only exception was Jude, upon whom on sundry occasions Jesus found it necessary to impose penalties for his infractions of the rules of the home. On three occasions when it was deemed wise to punish Jude for self-confessed and deliberate violations of the family rules of conduct, his punishment was fixed by the unanimous decree of the older children and was assented to by Jude himself before it was inflicted.
127:4.4 (1401.4) Ενώ ο Ιησούς ήταν πολύ μεθοδικός και συστηματικός σε ότι έκανε, υπήρχε επίσης σε όλες τις διοικητικές αποφάσεις του μια αναζωογονητική ελαστικότητα στην ερμηνεία και μια ιδιαιτερότητα στην εφαρμογή που εντυπωσίαζε βαθιά όλα τα παιδιά, με το πνεύμα της δικαιοσύνης που ενεργούσε ο αδελφός-πατέρας τους. Δεν επέβαλε ποτέ αυθαίρετα την πειθαρχία στ’ αδέλφια του και τέτοιου είδους ομοιόμορφη δικαιοσύνη και προσωπική υπόληψη έκαναν τον Ιησού πολύ αγαπητό σε όλη την οικογένεια.   127:4.4 (1401.4) While Jesus was most methodical and systematic in everything he did, there was also in all his administrative rulings a refreshing elasticity of interpretation and an individuality of adaptation that greatly impressed all the children with the spirit of justice which actuated their father-brother. He never arbitrarily disciplined his brothers and sisters, and such uniform fairness and personal consideration greatly endeared Jesus to all his family.
127:4.5 (1401.5) Ο Ιάκωβος και ο Σίμων μεγάλωναν προσπαθώντας να ακολουθήσουν το σχέδιο του Ιησού να ειρηνεύουν τους φιλοπόλεμους και μερικές φορές οργισμένους συντρόφους τους στο παιχνίδι με την πειθώ και την παθητική αντίσταση και σχεδόν το κατάφερναν. Αλλά ο Ιωσήφ και ο Ιούδας, ενώ συμφωνούσαν με αυτά τα διδάγματα όταν ήσαν στο σπίτι, βιάζονταν να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους όταν τους πρόσβαλαν οι σύντροφοί τους. Ειδικά ο Ιούδας ήταν ένοχος γιατί παρέβαινε το πνεύμα αυτών των διδασκαλιών. Αλλά η παθητική αντίσταση δεν αποτελούσε κανόνα της οικογένειας. Καμία τιμωρία δεν επιβαλλόταν για την παράβαση προσωπικών διδασκαλιών.   127:4.5 (1401.5) James and Simon grew up trying to follow Jesus’ plan of placating their bellicose and sometimes irate playmates by persuasion and nonresistance, and they were fairly successful; but Joseph and Jude, while assenting to such teachings at home, made haste to defend themselves when assailed by their comrades; in particular was Jude guilty of violating the spirit of these teachings. But nonresistance was not a rule of the family. No penalty was attached to the violation of personal teachings.
127:4.6 (1401.6) Γενικά, όλα τα παιδιά, ειδικά τα κορίτσια συμβουλευόντουσαν τον Ιησού για τα προβλήματα της παιδικής ηλικίας τους και τον εμπιστευόντουσαν ακριβώς όπως θα έκαναν με ένα στοργικό πατέρα.   127:4.6 (1401.6) In general, all of the children, particularly the girls, would consult Jesus about their childhood troubles and confide in him just as they would have in an affectionate father.
127:4.7 (1401.7) Ο Ιάκωβος μεγάλωνε για να γίνει ένας ισορροπημένος και ήρεμος νέος, αλλά δεν είχε την ίδια κλίση προς τα πνευματικά όπως ο Ιησούς. Ήταν πολύ καλύτερος μαθητής από τον Ιωσήφ, ο οποίος ενώ ήταν καλός μάστορας, είχε ακόμη λιγότερη θρησκευτική κλίση. Ο Ιωσήφ προόδευε αργά και όχι στο ίδιο πνευματικό επίπεδο με τα άλλα παιδιά. Ο Σίμων ήταν καλοπροαίρετο αγόρι αλλά πολύ ονειροπόλο. Αργούσε να προσαρμοσθεί στη ζωή και ήταν η αιτία σημαντικής ανησυχίας για τον Ιησού και τη Μαρία. Αλλά ήταν πάντα ένα ευγενικό και καλοπροαίρετο παιδί. Ο Ιούδας ήταν υποκινητής. Είχε μεγάλα ιδανικά αλλά ήταν ασταθής χαρακτήρας. Είχε πάρει την αποφασιστικότητα της μητέρας του και την επιθετικότητα αλλά του έλειπε πολύ η δική της αίσθηση συμμετρίας και σύνεσης.   127:4.7 (1401.7) James was growing up to be a well-balanced and even-tempered youth, but he was not so spiritually inclined as Jesus. He was a much better student than Joseph, who, while a faithful worker, was even less spiritually minded. Joseph was a plodder and not up to the intellectual level of the other children. Simon was a well-meaning boy but too much of a dreamer. He was slow in getting settled down in life and was the cause of considerable anxiety to Jesus and Mary. But he was always a good and well-intentioned lad. Jude was a firebrand. He had the highest of ideals, but he was unstable in temperament. He had all and more of his mother’s determination and aggressiveness, but he lacked much of her sense of proportion and discretion.
127:4.8 (1402.1) Η Μύριαμ ήταν ισορροπημένη και καλόπιστη κόρη και εκτιμούσε έντονα τα ανώτερα πράγματα και τα πνευματικά. Η Μάρθα ήταν αργή στη σκέψη και πράξη αλλά αξιόπιστο και ικανό παιδί. Το μωρό η Ρουθ ήταν η ηλιαχτίδα του σπιτιού, αν και επιπόλαιη στα λόγια είχε ειλικρινή καρδιά. Λάτρευε κυριολεκτικά το μεγάλο αδελφό και πατέρα της. Αλλά δεν την κακομάθαιναν. Ήταν όμορφο παιδί αλλά όχι τόσο ευχάριστο στην όψη όπως η Μύριαμ, που ήταν η ωραία της οικογένειας, αν όχι της πόλης.   127:4.8 (1402.1) Miriam was a well-balanced and level-headed daughter with a keen appreciation of things noble and spiritual. Martha was slow in thought and action but a very dependable and efficient child. Baby Ruth was the sunshine of the home; though thoughtless of speech, she was most sincere of heart. She just about worshiped her big brother and father. But they did not spoil her. She was a beautiful child but not quite so comely as Miriam, who was the belle of the family, if not of the city.
127:4.9 (1402.2) Καθώς πέρναγε ο καιρός, ο Ιησούς έκανε πολλά για να φιλελευθεροποιήσει και τροποποιήσει τη διδασκαλία και τις πρακτικές της οικογένειας που συνδέονταν με την τήρηση του Σαββάτου και πολλών άλλων θρησκευτικών ρυθμίσεων, και σε όλες αυτές τις αλλαγές η Μαρία έδινε την συγκατάθεσή της από καρδιάς. Αυτή την εποχή ο Ιησούς είχε γίνει ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας του σπιτιού.   127:4.9 (1402.2) As time passed, Jesus did much to liberalize and modify the family teachings and practices related to Sabbath observance and many other phases of religion, and to all these changes Mary gave hearty assent. By this time Jesus had become the unquestioned head of the house.
127:4.10 (1402.3) Αυτό το χρόνο ο Ιούδας άρχισε το σχολείο και ήταν απαραίτητο να πουλήσει ο Ιησούς την άρπα του για να καλύψει αυτά τα έξοδα. Έτσι έχασε και την τελευταία του ψυχαγωγική ευχαρίστηση. Αγαπούσε πολύ να παίζει άρπα όταν ένιωθε το μυαλό του κουρασμένο και εξαντλημένο το σώμα του, αλλά παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι τουλάχιστον η άρπα ήταν ασφαλής από την κατάσχεσή της από τον φοροεισπράκτορα.   127:4.10 (1402.3) This year Jude started to school, and it was necessary for Jesus to sell his harp in order to defray these expenses. Thus disappeared the last of his recreational pleasures. He much loved to play the harp when tired in mind and weary in body, but he comforted himself with the thought that at least the harp was safe from seizure by the tax collector.
5. Η ΡΕΒΕΚΚΑ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΖΡΑ ^top   5. Rebecca, the Daughter of Ezra ^top
127:5.1 (1402.4) Αν και ο Ιησούς ήταν φτωχός, η κοινωνική θέση του στη Ναζαρέτ δεν είχε καθόλου επηρεαστεί. Ήταν από τους σπουδαιότερους νέους άνδρες της πόλης και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τις περισσότερες νεαρές γυναίκες. Αφού λοιπόν ο Ιησούς ήταν τόσο θαυμαστό παράδειγμα ρωμαλέου και διανοούμενου άνδρα, δεδομένης της φήμης του σαν πνευματικού ηγέτη, δεν ήταν περίεργο που η Ρεβέκκα, η μεγαλύτερη κόρη του Έζρα, ενός πλούσιου χονδρεμπόρου της Ναζαρέτ, ανακάλυψε ότι σιγά σιγά ερωτευόταν το γιο του Ιωσήφ. Εμπιστεύθηκε πρώτα την συμπάθειά της στη Μύριαμ, την αδελφή του Ιησού και η Μύριαμ με τη σειρά της μίλησε για όλα αυτά στη μητέρα της. Η Μαρία ξεσηκώθηκε έντονα. Μήπως θα έχανε το γιο της, τώρα που είχε γίνει η απαραίτητη κεφαλή της οικογένειας; Δεν θα σταματούσαν ποτέ τα βάσανα; Τι άλλο θα συνέβαινε στη συνέχεια; Και μετά σταμάτησε για να μελετήσει τι επιπτώσεις θα είχε ένας γάμος πάνω στη μελλοντική σταδιοδρομία του Ιησού. Και όχι συχνά αλλά τουλάχιστον κάποιες φορές, ανακαλούσε στη μνήμη της το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν «το παιδί της επαγγελίας». Αφού αυτή και η Μύριαμ συζήτησαν γι αυτό το θέμα, αποφάσισαν να κάνουν μια προσπάθεια και να το σταματήσουν πριν το μάθει ο Ιησούς, πηγαίνοντας κατ’ ευθείαν στη Ρεβέκκα, ξεδιπλώνοντας όλη την ιστορία μπροστά της και λέγοντάς της ειλικρινά για το πιστεύω τους, ότι ο Ιησούς ήταν ένας γιος του πεπρωμένου, ότι θα γινόταν ένας μεγάλος θρησκευτικός δάσκαλος, ίσως ο Μεσσίας.   127:5.1 (1402.4) Although Jesus was poor, his social standing in Nazareth was in no way impaired. He was one of the foremost young men of the city and very highly regarded by most of the young women. Since Jesus was such a splendid specimen of robust and intellectual manhood, and considering his reputation as a spiritual leader, it was not strange that Rebecca, the eldest daughter of Ezra, a wealthy merchant and trader of Nazareth, should discover that she was slowly falling in love with this son of Joseph. She first confided her affection to Miriam, Jesus’ sister, and Miriam in turn talked all this over with her mother. Mary was intensely aroused. Was she about to lose her son, now become the indispensable head of the family? Would troubles never cease? What next could happen? And then she paused to contemplate what effect marriage would have upon Jesus’ future career; not often, but at least sometimes, did she recall the fact that Jesus was a “child of promise.” After she and Miriam had talked this matter over, they decided to make an effort to stop it before Jesus learned about it, by going direct to Rebecca, laying the whole story before her, and honestly telling her about their belief that Jesus was a son of destiny; that he was to become a great religious leader, perhaps the Messiah.
127:5.2 (1402.5) Η Ρεβέκκα άκουγε προσεκτικά. Έτρεμε από συγκίνηση κατά την εξιστόρηση και περισσότερο από ποτέ αποφάσισε να ενώσει την τύχη της με αυτόν τον άνδρα της επιλογής της και να μοιραστεί την σταδιοδρομία της αρχηγίας. Συζήτησε με τον εαυτό της και συμφώνησε ότι ένας τέτοιος άνδρας χρειάζεται μια πιστή και ικανή γυναίκα. Ερμήνευσε τις προσπάθειες της Μαρίας να τη μεταπείσει σαν μια φυσιολογική αντίδραση μπροστά στο φόβο να χάσει την κεφαλή και μόνο στήριγμα της οικογένείας της. Γνωρίζοντας όμως ότι ο πατέρας της ενέκρινε την προτίμησή της για το γιο του μαραγκού, σωστά υπέθεσε ότι αυτός θα παρείχε με ευχαρίστηση στην οικογένεια το αναγκαίο εισόδημα για να τους αποζημιώσει για την απώλεια των εσόδων από τον Ιησού. Όταν ο πατέρας της συμφώνησε με αυτό το σχέδιο, η Ρεβέκκα είχε περαιτέρω συνομιλίες με τη Μαρία και τη Μύριαμ, και όταν απέτυχε να κερδίσει την υποστήριξή τους, τόλμησε και πήγε κατ’ ευθείαν στον Ιησού. Το έκανε αυτό με τη συνεργασία του πατέρα της, ο οποίος προσκάλεσε τον Ιησού στο σπίτι τους για να γιορτάσουν τα δέκατα έβδομα γενέθλια της Ρεβέκκας.   127:5.2 (1402.5) Rebecca listened intently; she was thrilled with the recital and more than ever determined to cast her lot with this man of her choice and to share his career of leadership. She argued (to herself) that such a man would all the more need a faithful and efficient wife. She interpreted Mary’s efforts to dissuade her as a natural reaction to the dread of losing the head and sole support of her family; but knowing that her father approved of her attraction for the carpenter’s son, she rightly reckoned that he would gladly supply the family with sufficient income fully to compensate for the loss of Jesus’ earnings. When her father agreed to such a plan, Rebecca had further conferences with Mary and Miriam, and when she failed to win their support, she made bold to go directly to Jesus. This she did with the co-operation of her father, who invited Jesus to their home for the celebration of Rebecca’s seventeenth birthday.
127:5.3 (1403.1) Ο Ιησούς άκουσε προσεκτικά και ευμενώς την εξιστόρηση αυτών των πραγμάτων, πρώτα από τον πατέρα και μετά από την ίδια τη Ρεβέκκα. Απάντησε ευγενικά ότι κανένα χρηματικό ποσό δεν θα μπορούσε να αναπληρώσει τη θέση της δικής του προσωπικής υποχρέωσης να αναθρέψει την οικογένεια του πατέρα του, να «εκπληρώσει την πιο ιερή από όλες τις ανθρώπινες αξίες – την πίστη στη δική σου σάρκα και αίμα». Ο πατέρας της Ρεβέκκας συγκινήθηκε βαθιά από τα λεγόμενα του Ιησού για την αφοσίωση στην οικογένειά του και αποσύρθηκε από την σύσκεψη. Η μόνη δήλωση που έκανε στη Μαρία , τη γυναίκα του, ήταν: «Δεν μπορούμε να τον κάνουμε γιο μας, είναι πολύ καλός για μας».   127:5.3 (1403.1) Jesus listened attentively and sympathetically to the recital of these things, first by the father, then by Rebecca herself. He made kindly reply to the effect that no amount of money could take the place of his obligation personally to rear his father’s family, to “fulfill the most sacred of all human trusts—loyalty to one’s own flesh and blood.” Rebecca’s father was deeply touched by Jesus’ words of family devotion and retired from the conference. His only remark to Mary, his wife, was: “We can’t have him for a son; he is too noble for us.”
127:5.4 (1403.2) Μετά άρχισε η γεμάτη συμβάντα συζήτηση με τη Ρεβέκκα. Μέχρι τώρα στη ζωή του ο Ιησούς δεν ξεχώριζε τις σχέσεις του με τα αγόρια και τα κορίτσια, τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες. Η σκέψη του ήταν εντελώς και συνεχώς απασχολημένη με τα πιεστικά προβλήματα των πρακτικών γήινων υποθέσεων και την ενδιαφέρουσα προσήλωσή του στην γεμάτη γεγονότα σταδιοδρομία του «για την υπόθεση του Πατέρα του», ώστε δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά την ολοκλήρωση της προσωπικής αγάπης μέσα στον ανθρώπινο γάμο. Αλλά τώρα αντιμετώπιζε ένα ακόμη πρόβλημα από εκείνα που κάθε φυσιολογικός άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίσει και να αποφασίσει. Πράγματι «δοκιμαζόταν σε όλα τα ζητήματα όπως και εσείς».   127:5.4 (1403.2) Then began that eventful talk with Rebecca. Thus far in his life, Jesus had made little distinction in his association with boys and girls, with young men and young women. His mind had been altogether too much occupied with the pressing problems of practical earthly affairs and the intriguing contemplation of his eventual career “about his Father’s business” ever to have given serious consideration to the consummation of personal love in human marriage. But now he was face to face with another of those problems which every average human being must confront and decide. Indeed was he “tested in all points like as you are.”
127:5.5 (1403.3) Αφού την άκουσε προσεκτικά, ευχαρίστησε ειλικρινά τη Ρεβέκκα για το θαυμασμό που εξέφρασε προσθέτοντας: «Αυτό θα με χαροποιεί και θα με παρηγορεί όλες τις μέρες της ζωής μου». Εξήγησε ότι δεν ήταν ελεύθερος να προχωρήσει σε άλλες σχέσεις, με καμία γυναίκα, πλην εκείνων της αδελφικής φροντίδας και της καθαρής φιλίας. Έκανε γνωστό ότι η πρώτη και υπέρτατη υποχρέωσή του ήταν η ανατροφή της οικογένειας του πατέρα του, ότι δεν μπορούσε να σκεφθεί για γάμο μέχρι την ολοκλήρωσή της και μετά πρόσθεσε: «αν είμαι ένας γιος της μοίρας, δεν πρέπει να αναλάβω υποχρεώσεις ισόβιας διάρκειας μέχρις ότου γίνει φανερή η ώρα του πεπρωμένου μου».   127:5.5 (1403.3) After listening attentively, he sincerely thanked Rebecca for her expressed admiration, adding, “it shall cheer and comfort me all the days of my life.” He explained that he was not free to enter into relations with any woman other than those of simple brotherly regard and pure friendship. He made it clear that his first and paramount duty was the rearing of his father’s family, that he could not consider marriage until that was accomplished; and then he added: “If I am a son of destiny, I must not assume obligations of lifelong duration until such a time as my destiny shall be made manifest.”
127:5.6 (1403.4) Της Ρεβέκκας ράγισε η καρδιά. Αρνήθηκε κάθε παρηγοριά και ζήτησε επίμονα από τον πατέρα της να εγκαταλείψουν την Ναζαρέτ μέχρις ότου αυτός συγκατένευσε και μετακόμισαν στη Σεφφώρα. Τα επόμενα χρόνια, στους πολλούς άνδρες που ζήτησαν το χέρι της για γάμο, η Ρεβέκκα είχε μιαν απάντηση. Θα ζούσε μόνο για ένα σκοπό – να περιμένει την ώρα όταν αυτός ο, κατ’ αυτήν, μεγαλύτερος άνδρας που έζησε ποτέ θα άρχιζε τη σταδιοδρομία του σαν δάσκαλος της ζωντανής αλήθειας. Και τον ακολούθησε αφοσιωμένα καθ’ όλα τα γεμάτα γεγονότα χρόνια της δημόσιας θητείας του, όντας παρούσα (απαρατήρητη από τον Ιησού) εκείνη την ημέρα όταν θριαμβευτικά έμπαινε στην Ιερουσαλήμ καβάλα στο γάιδαρο και στάθηκε «ανάμεσα στις άλλες γυναίκες» στο πλευρό της Μαρίας εκείνο το μοιραίο και τραγικό απόγευμα όταν ο Γιος του Ανθρώπου κρεμάστηκε στο σταυρό, γι αυτήν αλλά επίσης και για αμέτρητους κόσμους στα ύψη, «ο μοναδικός καθ’ ολοκληρίαν αγαπητός και ο ύψιστος ανάμεσα σε δέκα χιλιάδες».   127:5.6 (1403.4) Rebecca was heartbroken. She refused to be comforted and importuned her father to leave Nazareth until he finally consented to move to Sepphoris. In after years, to the many men who sought her hand in marriage, Rebecca had but one answer. She lived for only one purpose—to await the hour when this, to her, the greatest man who ever lived would begin his career as a teacher of living truth. And she followed him devotedly through his eventful years of public labor, being present (unobserved by Jesus) that day when he rode triumphantly into Jerusalem; and she stood “among the other women” by the side of Mary on that fateful and tragic afternoon when the Son of Man hung upon the cross, to her, as well as to countless worlds on high, “the one altogether lovely and the greatest among ten thousand.”
6. ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΩΝ (14 Μ.Χ.) ^top   6. His Twentieth Year (A.D. 14) ^top
127:6.1 (1403.5) Η ιστορία της αγάπης της Ρεβέκκας για τον Ιησού ψιθυριζόταν ανά την Ναζαρέτ και αργότερα ανά την Καπερναούμ, ώστε ενώ στα επόμενα χρόνια πολλές γυναίκες αγάπησαν τον Ιησού, ακόμα και με τον τρόπο που οι άνδρες τον αγάπησαν, ποτέ ξανά δεν αναγκάστηκε να απορρίψει την προσωπική προσφορά αφοσίωσης κάποιας άλλης καλής γυναίκας. Από τώρα η ανθρώπινη στοργή για τον Ιησού πήρε τη μορφή της λατρείας και του θαυμασμού. Άντρες και γυναίκες τον αγάπησαν με αφοσίωση και για ό,τι ήταν και όχι με κάποια χροιά προσωπικής ικανοποίησης ή επιθυμία τρυφερής ιδιοκτησίας. Αλλά για πολλά χρόνια, όταν διηγούνταν την ιστορία της ανθρώπινης προσωπικότητας του Ιησού, ανέφεραν και την αφοσίωση της Ρεβέκκας.   127:6.1 (1403.5) The story of Rebecca’s love for Jesus was whispered about Nazareth and later on at Capernaum, so that, while in the years to follow many women loved Jesus even as men loved him, not again did he have to reject the personal proffer of another good woman’s devotion. From this time on human affection for Jesus partook more of the nature of worshipful and adoring regard. Both men and women loved him devotedly and for what he was, not with any tinge of self-satisfaction or desire for affectionate possession. But for many years, whenever the story of Jesus’ human personality was recited, the devotion of Rebecca was recounted.
127:6.2 (1404.1) Η Μύριαμ γνωρίζοντας τα πάντα για τη σχέση της Ρεβέκκας και ξέροντας πώς ο αδελφός της είχε αφήσει ακόμη και την αγάπη μιας όμορφης κοπέλας (μη αντιλαμβανόμενη τον παράγοντα της μελλοντικής πορείας του πεπρωμένου), εξιδανίκευσε τον Ιησού και τον αγάπησε με μια συγκινητική και πλήρη αφοσίωση τόσο σαν πατέρα όπως και σαν αδελφό.   127:6.2 (1404.1) Miriam, knowing fully about the affair of Rebecca and knowing how her brother had forsaken even the love of a beautiful maiden (not realizing the factor of his future career of destiny), came to idealize Jesus and to love him with a touching and profound affection as for a father as well as for a brother.
127:6.3 (1404.2) Αν και δύσκολα μπορούσαν να αντέξουν το κόστος, ο Ιησούς είχε μια περίεργη επιθυμία να πάει στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. Η μητέρα του, γνωρίζοντας την πρόσφατη εμπειρία με τη Ρεβέκκα, σοφά τον παρότρυνε να κάνει το ταξίδι. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει καλά αλλά αυτό που ήθελε πιο πολύ ήταν μια ευκαιρία να μιλήσει με το Λάζαρο και να επισκεφθεί τη Μάρθα και τη Μαρία. Μετά από την οικογένειά του αγαπούσε περισσότερο από όλους αυτούς τους τρεις.   127:6.3 (1404.2) Although they could hardly afford it, Jesus had a strange longing to go up to Jerusalem for the Passover. His mother, knowing of his recent experience with Rebecca, wisely urged him to make the journey. He was not markedly conscious of it, but what he most wanted was an opportunity to talk with Lazarus and to visit with Martha and Mary. Next to his own family he loved these three most of all.
127:6.4 (1404.3) Για το ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ, πέρασε από το δρόμο της Μεγιδδώ, της Αντιπάτρειας και της Λύδδας, καλύπτοντας εν μέρει την ίδια διαδρομή που είχε διαβεί όταν γύρισε στη Ναζαρέτ, επιστρέφοντας από την Αίγυπτο. Αφιέρωσε τέσσερις μέρες πηγαίνοντας για το Πάσχα και σκέφτηκε πολύ τα γεγονότα του παρελθόντος τα οποία απέπνεε η περιοχή μέσα και γύρω από τη Μεγιδδώ, το διεθνές πεδίο μάχης της Παλαιστίνης.   127:6.4 (1404.3) In making this trip to Jerusalem, he went by way of Megiddo, Antipatris, and Lydda, in part covering the same route traversed when he was brought back to Nazareth on the return from Egypt. He spent four days going up to the Passover and thought much about the past events which had transpired in and around Megiddo, the international battlefield of Palestine.
127:6.5 (1404.4) Ο Ιησούς πέρασε από την Ιερουσαλήμ και σταμάτησε μόνο για να κοιτάξει το ναό και το συνωστισμένο πλήθος επισκεπτών. Είχε μια περίεργη και αυξανόμενη αποστροφή σ’ αυτό τον κτισμένο από τον Ηρώδη ναό με το πολιτικά διορισμένο ιερατείο. Επιθυμούσε πάνω από όλα να δει το Λάζαρο, τη Μάρθα και τη Μαρία. Ο Λάζαρος είχε την ίδια ηλικία με τον Ιησού και τώρα ήταν η κεφαλή της οικογένειας. Τον καιρό αυτής της επίσκεψης είχε πεθάνει και η μητέρα του Λάζαρου. Η Μάρθα ήταν μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερη από τον Ιησού ενώ η Μαρία ήταν δυο χρόνια μικρότερη. Και ο Ιησούς ήταν το λατρεμένο ιδανικό και των τριών τους.   127:6.5 (1404.4) Jesus passed on through Jerusalem, only pausing to look upon the temple and the gathering throngs of visitors. He had a strange and increasing aversion to this Herod-built temple with its politically appointed priesthood. He wanted most of all to see Lazarus, Martha, and Mary. Lazarus was the same age as Jesus and now head of the house; by the time of this visit Lazarus’s mother had also been laid to rest. Martha was a little over one year older than Jesus, while Mary was two years younger. And Jesus was the idolized ideal of all three of them.
127:6.6 (1404.5) Σε αυτή την επίσκεψη έλαβε χώρα ένα από εκείνα τα περιοδικά ξεσπάσματα της επανάστασης κατά της παράδοσης – την έκφραση της προσβολής από εκείνες τις τελετουργικές διαδικασίες, που ο Ιησούς πίστευε ότι δεν παρουσίαζαν το αληθινό πρόσωπο του ουράνιου Πατέρα του. Ο Λάζαρος μη γνωρίζοντας ότι ο Ιησούς θα ερχόταν, είχε κανονίσει να γιορτάσει το Πάσχα με φίλους σ’ ένα διπλανό χωριό κοντά στο δρόμο προς την Ιεριχώ. Τώρα ο Ιησούς πρότεινε να γιορτάσουν εκεί που βρισκόντουσαν, στο σπίτι του Λάζαρου. «Αλλά», είπε ο Λάζαρος, «δεν έχουμε πασχαλινό αρνί». Και τότε ο Ιησούς προέβη σε μια μεγάλη και πειστική ομιλία πάνω στο ότι ο Πατέρας στον ουρανό δεν ασχολιόταν αληθινά με τέτοιες παιδιάστικες και ανόητες τελετουργίες. Μετά από κατανυκτική και θερμή προσευχή σηκώθηκαν και ο Ιησούς τους είπε: «Αφήστε τα παιδιάστικα και σκουριασμένα μυαλά του λαού μου να υπηρετούν το Θεό όπως όρισε ο Μωυσής. Καλύτερα να κάνουν αυτό, όμως εμείς που έχουμε δει το φως της ζωής ας μη πλησιάζουμε τον πατέρα μας μέσα από το σκοτάδι του θανάτου. Ας ελευθερωθούμε με τη γνώση της αλήθειας για την αιώνια αγάπη του Πατέρα μας».   127:6.6 (1404.5) On this visit occurred one of those periodic outbreaks of rebellion against tradition—the expression of resentment for those ceremonial practices which Jesus deemed misrepresentative of his Father in heaven. Not knowing Jesus was coming, Lazarus had arranged to celebrate the Passover with friends in an adjoining village down the Jericho road. Jesus now proposed that they celebrate the feast where they were, at Lazarus’s house. “But,” said Lazarus, “we have no paschal lamb.” And then Jesus entered upon a prolonged and convincing dissertation to the effect that the Father in heaven was not truly concerned with such childlike and meaningless rituals. After solemn and fervent prayer they rose, and Jesus said: “Let the childlike and darkened minds of my people serve their God as Moses directed; it is better that they do, but let us who have seen the light of life no longer approach our Father by the darkness of death. Let us be free in the knowledge of the truth of our Father’s eternal love.”
127:6.7 (1404.6) Εκείνο το απόγευμα, κατά το λυκόφως, αυτοί οι τέσσερις κάθισαν κάτω και συμμετείχαν στο πρώτο Πάσχα που γιορτάστηκε ποτέ από θρήσκους Ιουδαίους χωρίς πασχαλινό αρνί. Το άζυμο ψωμί και το κρασί είχαν ετοιμαστεί για το Πάσχα, και με αυτά τα σύμβολα, τα οποία ο Ιησούς ονόμασε «ο άρτος της ζωής» και «το ύδωρ της ζωής», σερβίρισε τους συντρόφους του και έφαγαν με κατανυκτική υπακοή σύμφωνα με τη διδασκαλία που μόλις είχε μεταδοθεί. Ήταν συνήθειά του να συμμετέχει σε αυτή τη μυσταγωγική ιεροτελεστία όποτε θα επισκεπτόταν στο μέλλον τη Βηθανία. Όταν επέστρεψε σπίτι, ανέφερε όλα αυτά στη μητέρα του. Στην αρχή αυτή ταράχτηκε αλλά σιγά σιγά κατάλαβε τις απόψεις του. Εξάλλου ανακουφίστηκε πολύ όταν ο Ιησούς τη διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο να εισάγει αυτή την καινούργια ιδέα του Πάσχα στην οικογένειά τους. Στο σπίτι με τα παιδιά συνέχισε, χρόνο με χρόνο, να τρώνε το Πάσχα «σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή».   127:6.7 (1404.6) That evening about twilight these four sat down and partook of the first Passover feast ever to be celebrated by devout Jews without the paschal lamb. The unleavened bread and the wine had been made ready for this Passover, and these emblems, which Jesus termed “the bread of life” and “the water of life,” he served to his companions, and they ate in solemn conformity with the teachings just imparted. It was his custom to engage in this sacramental ritual whenever he paid subsequent visits to Bethany. When he returned home, he told all this to his mother. She was shocked at first but came gradually to see his viewpoint; nevertheless, she was greatly relieved when Jesus assured her that he did not intend to introduce this new idea of the Passover in their family. At home with the children he continued, year by year, to eat the Passover “according to the law of Moses.”
127:6.8 (1404.7) Αυτό το χρόνο η Μαρία είχε μια μεγάλη συζήτηση με τον Ιησού για το γάμο. Τον ρώτησε ειλικρινά αν θα παντρευόταν στην περίπτωση που θα ήταν ελεύθερος από τις οικογενειακές του ευθύνες. Ο Ιησούς της εξήγησε ότι, εφόσον το άμεσο καθήκον τού απαγόρευε το γάμο, δεν είχε πολυσκεφτεί το θέμα. Εξέφρασε τη γνώμη πως αμφέβαλε, αν ποτέ εισήρχετο στη διαδικασία να παντρευτεί. Είπε ότι όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να περιμένουν «την ώρα του», την ώρα που «η εργασία του Πατέρα μου πρέπει να ξεκινήσει». Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν επρόκειτο να γίνει πατέρας παιδιών από το δικό του αίμα, πολύ λίγο σκεπτόταν το θέμα ενός ανθρώπινου γάμου.   127:6.8 (1404.7) It was during this year that Mary had a long talk with Jesus about marriage. She frankly asked him if he would get married if he were free from his family responsibilities. Jesus explained to her that, since immediate duty forbade his marriage, he had given the subject little thought. He expressed himself as doubting that he would ever enter the marriage state; he said that all such things must await “my hour,” the time when “my Father’s work must begin.” Having settled already in his mind that he was not to become the father of children in the flesh, he gave very little thought to the subject of human marriage.
127:6.9 (1405.1) Αυτό το χρόνο άρχισε εκ νέου την προσπάθεια να συνδυάσει περισσότερο την ανθρώπινη και τη θεϊκή φύση του σε μια απλή και αποτελεσματική ανθρώπινη προσωπικότητα. Και συνέχισε να αυξάνει σε ηθική ιδιότητα και πνευματική κατανόηση.   127:6.9 (1405.1) This year he began anew the task of further weaving his mortal and divine natures into a simple and effective human individuality. And he continued to grow in moral status and spiritual understanding.
127:6.10 (1405.2) Αν και είχε εξανεμισθεί όλη η περιουσία τους στη Ναζαρέτ (εκτός από το σπίτι τους), αυτό το χρόνο έλαβαν μια μικρή οικονομική ενίσχυση από την πώληση ενός μεριδίου σε μια ιδιοκτησία στην Καπερναούμ. Αυτό ήταν και το τελευταίο από την κτηματική περιουσία του Ιωσήφ. Αυτή η δοσοληψία της κτηματικής έκτασης στην Καπερναούμ έγινε με κάποιον κατασκευαστή σκαφών ονόματι Ζεβεδαίο.   127:6.10 (1405.2) Although all their Nazareth property (except their home) was gone, this year they received a little financial help from the sale of an equity in a piece of property in Capernaum. This was the last of Joseph’s entire estate. This real estate deal in Capernaum was with a boatbuilder named Zebedee.
127:6.11 (1405.3) Ο Ιωσήφ αποφοίτησε από το σχολείο της συναγωγής αυτό το χρόνο και προετοιμάστηκε να αρχίσει την εργασία στο μικρό πάγκο του ξυλουργείου του σπιτιού. Αν και η περιουσία του πατέρα τους είχε εξανεμισθεί, υπήρχαν προοπτικές να μπορέσουν με επιτυχία να καταπολεμήσουν τη φτώχεια αφού ήταν τώρα πια τρεις που δούλευαν κανονικά.   127:6.11 (1405.3) Joseph graduated at the synagogue school this year and prepared to begin work at the small bench in the home carpenter shop. Although the estate of their father was exhausted, there were prospects that they would successfully fight off poverty since three of them were now regularly at work.
127:6.12 (1405.4) Ο Ιησούς σχηματιζόταν γρήγορα σε άνδρα, όχι ακριβώς άντρα αλλά ενήλικο. Είχε μάθει καλά να αναλαμβάνει ευθύνες. Γνωρίζει πώς να συνεχίζει παρά την απογοήτευση. Κρατάει ψηλά το ηθικό του όταν τα σχέδιά του ανατρέπονται και οι προθέσεις του προσωρινά ματαιώνονται. Έχει μάθει πώς να παραμένει αγνός και δίκαιος ακόμα και μπροστά στην αδικία. Μαθαίνει πώς να προσαρμόζει τα ιδανικά της πνευματικής ζωής στις πρακτικές απαιτήσεις της γήινης ύπαρξης. Μαθαίνει πώς να κάνει σχέδια για την επίτευξη ενός υψηλότερου και μακρινού ιδεολογικού σκοπού, ενώ μοχθεί σοβαρά για να φέρει εις πέρας μια κοντινή και άμεση αναγκαιότητα. Αποκτάει σταθερά την τέχνη να προσαρμόζει τις φιλοδοξίες του με τις κοινότοπες απαιτήσεις των ανθρώπινων αναγκών. Γίνεται σχεδόν κυρίαρχος της τεχνικής να χρησιμοποιεί την ενέργεια της πνευματικής ατροπού για να μεταστρέφει τον μηχανισμό των υλικών επιτευγμάτων. Μαθαίνει αργά πώς να ζει την ουράνια ζωή ενώ εξακολουθεί την γήινη ύπαρξη. Όλο και περισσότερο εξαρτάται από την απόλυτη καθοδήγηση του ουράνιου Πατέρα του ενώ αναλαμβάνει τον πατρικό ρόλο της καθοδήγησης και κατεύθυνσης των παιδιών του γήινου πατέρα του. Γίνεται έμπειρος στο να αποσπά επιδέξια τη νίκη από τα καθαυτό σαγόνια της ήττας. Μαθαίνει πώς να μεταμορφώνει τις πρόσκαιρες δυσκολίες σε θριάμβους της αιωνιότητας.   127:6.12 (1405.4) Jesus is rapidly becoming a man, not just a young man but an adult. He has learned well to bear responsibility. He knows how to carry on in the face of disappointment. He bears up bravely when his plans are thwarted and his purposes temporarily defeated. He has learned how to be fair and just even in the face of injustice. He is learning how to adjust his ideals of spiritual living to the practical demands of earthly existence. He is learning how to plan for the achievement of a higher and distant goal of idealism while he toils earnestly for the attainment of a nearer and immediate goal of necessity. He is steadily acquiring the art of adjusting his aspirations to the commonplace demands of the human occasion. He has very nearly mastered the technique of utilizing the energy of the spiritual drive to turn the mechanism of material achievement. He is slowly learning how to live the heavenly life while he continues on with the earthly existence. More and more he depends upon the ultimate guidance of his heavenly Father while he assumes the fatherly role of guiding and directing the children of his earth family. He is becoming experienced in the skillful wresting of victory from the very jaws of defeat; he is learning how to transform the difficulties of time into the triumphs of eternity.
127:6.13 (1405.5) Έτσι, καθώς περνούν τα χρόνια, αυτός ο νέος άνδρας από τη Ναζαρέτ συνεχίζει να βιώνει τη ζωή στην θνητή σάρκα μέσα στους κόσμους του χρόνου και του χώρου. Ζει μια ολοκληρωμένη, αντιπροσωπευτική και γεμάτη ζωή στην Ουράντια. Άφησε αυτό τον κόσμο ώριμος από την εμπειρία που περνούν και τα δημιουργήματά του κατά τα σύντομα και δραστήρια χρόνια της πρώτης τους ζωής, τη ζωή στη σάρκα. Και όλη αυτή η ανθρώπινη εμπειρία είναι μια αιώνια κατάκτηση του Κυρίαρχου του Σύμπαντος. Είναι ο γεμάτος κατανόηση αδελφός μας, ο συμπονετικός φίλος, ο έμπειρος άρχοντας και ελεήμων πατέρας.   127:6.13 (1405.5) And so, as the years pass, this young man of Nazareth continues to experience life as it is lived in mortal flesh on the worlds of time and space. He lives a full, representative, and replete life on Urantia. He left this world ripe in the experience which his creatures pass through during the short and strenuous years of their first life, the life in the flesh. And all this human experience is an eternal possession of the Universe Sovereign. He is our understanding brother, sympathetic friend, experienced sovereign, and merciful father.
127:6.14 (1405.6) Σαν παιδί συσσώρευσε ένα πελώριο όγκο γνώσης. Σαν νεαρός τακτοποίησε, ταξινόμησε και συσχέτισε αυτές τις πληροφορίες και τώρα σαν άνδρας επιρροής αρχίζει να οργανώνει αυτές τις διανοητικές κατακτήσεις, προπαρασκευάζοντας την χρήση για την επικείμενη διδασκαλία του, υπηρεσία του, και θητεία του προς το συμφέρον των φίλων του θνητών σ’ αυτόν τον κόσμο και σε όλες τις άλλες κατοικημένες σφαίρες παντού σε όλο το σύμπαν του Νέβαδον.   127:6.14 (1405.6) As a child he accumulated a vast body of knowledge; as a youth he sorted, classified, and correlated this information; and now as a man of the realm he begins to organize these mental possessions preparatory to utilization in his subsequent teaching, ministry, and service in behalf of his fellow mortals on this world and on all other spheres of habitation throughout the entire universe of Nebadon.
127:6.15 (1405.7) Γεννημένος στον κόσμο ένα παιδί του βασιλείου, έζησε την παιδική ζωή του και πέρασε από τα διαδοχικά στάδια της νεότητας και της νεαρής ανδρικής ηλικίας. Τώρα στέκεται στο κατώφλι της πλήρους ανδρικής ηλικίας, πλούσιος σε εμπειρίες ανθρώπινης ζωής, υπερπλήρης στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και γεμάτος συμπόνια για τις αδυναμίες της ανθρώπινης υπόστασης. Γίνεται ειδικός στη θεϊκή τέχνη της αποκάλυψης του Ουράνιου Πατέρα του στις θνητές υπάρξεις κάθε ηλικίας και βαθμίδας.   127:6.15 (1405.7) Born into the world a babe of the realm, he has lived his childhood life and passed through the successive stages of youth and young manhood; he now stands on the threshold of full manhood, rich in the experience of human living, replete in the understanding of human nature, and full of sympathy for the frailties of human nature. He is becoming expert in the divine art of revealing his Paradise Father to all ages and stages of mortal creatures.
127:6.16 (1406.1) Και τώρα σαν μεγάλος άνδρας – ένας έφηβος του βασιλείου – ετοιμάζεται να συνεχίσει την υπέρτατη αποστολή της αποκάλυψης του Θεού στους ανθρώπους και της καθοδήγησης του ανθρώπου προς τον Θεό.   127:6.16 (1406.1) And now as a full-grown man—an adult of the realm—he prepares to continue his supreme mission of revealing God to men and leading men to God.