Εγγραφο 183   Paper 183
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ   The Betrayal and Arrest of Jesus
183:0.1 (1971.1) Όταν ο Ιησούς τελικά ξύπνησε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, πρότεινε να πάνε στις σκηνές τους και να προσπαθήσουν να κοιμηθούν για να προετοιμαστούν για τα καθήκοντα της επομένης. Αλλά την ώρα αυτή οι απόστολοι είχαν ξυπνήσει πια για τα καλά. Είχαν ξεκουραστεί από το σύντομο υπνάκο τους και εκτός των άλλων, είχαν κεντριστεί και σηκωθεί από την άφιξη στην περιοχή, δυο ξαναμμένων αγγελιαφόρων που ρωτούσαν για τον Δαυίδ Ζεβεδαίο και γρήγορα πήγαν σε αναζήτησή του όταν ο Πέτρος τους πληροφόρησε για το μέρος όπου φύλαγε βάρδια.   183:0.1 (1971.1) AFTER Jesus had finally awakened Peter, James, and John, he suggested that they go to their tents and seek sleep in preparation for the duties of the morrow. But by this time the three apostles were wide awake; they had been refreshed by their short naps, and besides, they were stimulated and aroused by the arrival on the scene of two excited messengers who inquired for David Zebedee and quickly went in quest of him when Peter informed them where he kept watch.
183:0.2 (1971.2) Αν και οκτώ από τους αποστόλους βρισκόντουσαν σε πλήρη εγρήγορση, οι Έλληνες που είχαν στρατοπεδεύσει κατά μήκος των σκηνών των αποστόλων, φοβόντουσαν περισσότερο τις ταραχές, τόσο, που είχαν τοποθετήσει ένα φρουρό για να τους δώσει το σήμα σε περίπτωση που θα εμφανιζόταν ο κίνδυνος. Όταν οι δυο αγγελιαφόροι έφτασαν τρέχοντας στην κατασκήνωση, ο Έλληνας φρουρός ξεσήκωσε όλους τους συμπατριώτες του, που ξεχύθηκαν από τις σκηνές τους, ντυμένοι και με όλο τον οπλισμό τους. Όλο το στρατόπεδο ήταν τώρα στο πόδι εκτός από τους οκτώ αποστόλους. Ο Πέτρος επιθυμούσε να καλέσει τους συντρόφους του, αλλά ο Ιησούς τους το απαγόρευσε οριστικά. Ο Κύριος τους συμβούλεψε ήπια να επιστρέψουν όλοι στις σκηνές τους, αλλά αυτοί δεν ήταν πρόθυμοι να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του.   183:0.2 (1971.2) Although eight of the apostles were sound asleep, the Greeks who were encamped alongside them were more fearful of trouble, so much so that they had posted a sentinel to give the alarm in case danger should arise. When these two messengers hurried into camp, the Greek sentinel proceeded to arouse all of his fellow countrymen, who streamed forth from their tents, fully dressed and fully armed. All the camp was now aroused except the eight apostles. Peter desired to call his associates, but Jesus definitely forbade him. The Master mildly admonished them all to return to their tents, but they were reluctant to comply with his suggestion.
183:0.3 (1971.3) Αφού δεν κατάφερε να διαλύσει τους οπαδούς του, ο Κύριος τους άφησε και περπάτησε προς το ελαιοτριβείο, κοντά στην είσοδο του Κήπου της Γεθσημασνής. Αν και οι τρεις απόστολοι, οι Έλληνες και τα άλλα μέλη της κατασκήνωσης δίστασαν να τον ακολουθήσουν αμέσως, ο Ιωάννης Μάρκος πήγε βιαστικά μέσα στα ελαιόδενδρα και κρύφτηκε σε μια μικρή παράγκα κοντά στο ελαιοτριβείο. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε από την κατασκήνωση και από τους φίλους του ώστε αυτοί που θα τον συλλάμβαναν, όταν θα έφταναν, να έπιαναν αυτόν χωρίς να ενοχλήσουν τους αποστόλους του. Ο Κύριος φοβόταν να είναι οι απόστολοί του ξύπνιοι και παρόντες τη στιγμή της σύλληψής του μήπως και το θέαμα του Ιούδα, τη στιγμή που θα τον παρέδιδε, τους δημιουργούσε τέτοια εχθρότητα που θα αντιστεκόντουσαν στους στρατιώτες και μπορεί να τους έπαιρναν και αυτούς στη φυλακή μαζί του. Φοβόταν ότι, αν συλλαμβανόντουσαν μαζί του, ίσως να πέθαιναν μαζί του.   183:0.3 (1971.3) Failing to disperse his followers, the Master left them and walked down toward the olive press near the entrance to Gethsemane Park. Although the three apostles, the Greeks, and the other members of the camp hesitated immediately to follow him, John Mark hastened around through the olive trees and secreted himself in a small shed near the olive press. Jesus withdrew from the camp and from his friends in order that his apprehenders, when they arrived, might arrest him without disturbing his apostles. The Master feared to have his apostles awake and present at the time of his arrest lest the spectacle of Judas’s betraying him should so arouse their animosity that they would offer resistance to the soldiers and would be taken into custody with him. He feared that, if they should be arrested with him, they might also perish with him.
183:0.4 (1971.4) Αν και ο Ιησούς γνώριζε ότι το σχέδιο του θανάτου του προερχόταν από τα συμβούλια των αρχηγών των Ιουδαίων, ήταν επίσης ενήμερος ότι όλη αυτή η αισχρή συνομωσία είχε την έγκριση του Λούσιφερ, του Σατανά και του Καλιγάστια. Και ήξερε καλά ότι αυτοί οι επαναστάτες του θεϊκού βασιλείου θα χαιρόντουσαν αν έβλεπαν και τους αποστόλους να πεθαίνουν μαζί του.   183:0.4 (1971.4) Though Jesus knew that the plan for his death had its origin in the councils of the rulers of the Jews, he was also aware that all such nefarious schemes had the full approval of Lucifer, Satan, and Caligastia. And he well knew that these rebels of the realms would also be pleased to see all of the apostles destroyed with him.
183:0.5 (1971.5) Ο Ιησούς κάθισε, μόνος, πάνω στις πέτρες που σύνθλιβαν τις ελιές, και εκεί περίμενε τον ερχομό του προδότη, και την ώρα εκείνη τον έβλεπε μόνο ο Ιωάννης Μάρκος και ένα αναρίθμητο πλήθος ουρανίων παρατηρητών.   183:0.5 (1971.5) Jesus sat down, alone, on the olive press, where he awaited the coming of the betrayer, and he was seen at this time only by John Mark and an innumerable host of celestial observers.
1. ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ^top   1. The Father’s Will ^top
183:1.1 (1971.6) Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος παρανόησης της σημασίας των πολυάριθμων ρητών και των πολλών γεγονότων που σχετίζονται με τον τερματισμό της σταδιοδρομίας του Κυρίου στον κόσμο. Η απάνθρωπη μεταχείριση του Ιησού από τους αμαθείς υπηρέτες και τους σκληρούς στρατιώτες, η άδικη διεξαγωγή της δίκης του και η αναίσθητη συμπεριφορά των δηλωμένων θρησκευτικών αρχηγών, δεν πρέπει να μπερδεύεται με το γεγονός ότι ο Ιησούς, δεχόμενος αδιαμαρτύρητα με υπομονή όλο αυτό τον πόνο και την ταπείνωση, έκανε πράγματι το θέλημα του Πατέρα του στον Παράδεισο. Ήταν, όντως και αλήθεια, θέλημα του Πατέρα, ο Γιος του να πιει μέχρι τέλους το ποτήρι της θνητής εμπειρίας, από τη γέννηση έως το θάνατο, αλλά ο ουράνιος Πατέρας δεν είχε τίποτε να κάνει με την προκλητική και βάρβαρη συμπεριφορά εκείνων των υποτιθέμενων πολιτισμένων ανθρώπινων υπάρξεων, οι οποίες τόσο βάναυσα βασάνισαν τον Κύριο και τόσο φριχτά επισυσσώρευσαν διαδοχικές προσβολές σ’ ένα μη αντιστεκόμενο πρόσωπο. Αυτές οι απάνθρωπες και τρομερές εμπειρίες τις οποίες ο Ιησούς κλήθηκε να υπομείνει τις τελευταίες ώρες της θνητής ζωής του, κατ’ ουδένα λόγο δεν αποτελούσαν τμήμα του θεϊκού θελήματος του Πατέρα, το οποίο η ανθρώπινη φύση του είχε δεσμευτεί να φέρει εις πέρας τόσο θριαμβευτικά, κατά την ώρα της τελικής υποταγής του ανθρώπου στο Θεό, όπως εκφράστηκε τρεις φορές στην προσευχή που ο Ιησούς είπε στον κήπο, ενώ οι εξουθενωμένοι απόστολοι κοιμόντουσαν από τη σωματική εξάντληση.   183:1.1 (1971.6) There is great danger of misunderstanding the meaning of numerous sayings and many events associated with the termination of the Master’s career in the flesh. The cruel treatment of Jesus by the ignorant servants and the calloused soldiers, the unfair conduct of his trials, and the unfeeling attitude of the professed religious leaders, must not be confused with the fact that Jesus, in patiently submitting to all this suffering and humiliation, was truly doing the will of the Father in Paradise. It was, indeed and in truth, the will of the Father that his Son should drink to the full the cup of mortal experience, from birth to death, but the Father in heaven had nothing whatever to do with instigating the barbarous behavior of those supposedly civilized human beings who so brutally tortured the Master and so horribly heaped successive indignities upon his nonresisting person. These inhuman and shocking experiences which Jesus was called upon to endure in the final hours of his mortal life were not in any sense a part of the divine will of the Father, which his human nature had so triumphantly pledged to carry out at the time of the final surrender of man to God as signified in the threefold prayer which he indited in the garden while his weary apostles slept the sleep of physical exhaustion.
183:1.2 (1972.1) Ο ουράνιος Πατέρας επιθυμούσε ο ενσαρκωμένος Γιος να τελειώσει τη γήινη σταδιοδρομία του φυσιολογικά, ακριβώς όπως όλοι οι θνητοί τελειώνουν τη γήινη ζωή τους στον κόσμο. Οι συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες δεν μπορούν να προσδοκούν οι τελευταίες ώρες τους στη γη και το επερχόμενο επεισόδιο του θανάτου να γίνουν εύκολα με ειδικό τρόπο απαλλαγής από τη σάρκα. Επομένως, ο Ιησούς διάλεξε να δώσει τη ζωή του με τον τρόπο που ήταν σύμφωνος προς τα φυσικά γεγονότα, και αρνήθηκε σταθερά να απαλλάξει τον εαυτό του από τις φριχτές επιπτώσεις της άνομης συνομωσίας των απάνθρωπων γεγονότων που έλαβαν χώρα και αναπόφευκτα τον οδήγησαν στον απίστευτο εξευτελισμό και στον ατιμωτικό θάνατο. Και κάθε κομμάτι όλης αυτής της εκπληκτικής εκδήλωσης έχθρας και αυτή η πρωτάκουστη επίδειξη σκληρότητας ήταν έργο κακών ανθρώπων και διεφθαρμένων θνητών. Ο ουράνιος Θεός δεν το ήθελε, ούτε το υπαγόρευσαν οι πρωταρχικοί εχθροί του Ιησού, αν και αυτοί έκαναν πολλά για να εξασφαλίσουν ότι άφρονες και απαίσιοι θνητοί θα απαρνιόντουσαν κατ’ αυτό τον τρόπο τον ενσαρκωμένο Γιο. Ακόμα και ο πατέρας της αμαρτίας απέστρεψε το πρόσωπό του από τη βασανιστική φρίκη της σκηνής της σταύρωσης.   183:1.2 (1972.1) The Father in heaven desired the bestowal Son to finish his earth career naturally, just as all mortals must finish up their lives on earth and in the flesh. Ordinary men and women cannot expect to have their last hours on earth and the supervening episode of death made easy by a special dispensation. Accordingly, Jesus elected to lay down his life in the flesh in the manner which was in keeping with the outworking of natural events, and he steadfastly refused to extricate himself from the cruel clutches of a wicked conspiracy of inhuman events which swept on with horrible certainty toward his unbelievable humiliation and ignominious death. And every bit of all this astounding manifestation of hatred and this unprecedented demonstration of cruelty was the work of evil men and wicked mortals. God in heaven did not will it, neither did the archenemies of Jesus dictate it, though they did much to insure that unthinking and evil mortals would thus reject the bestowal Son. Even the father of sin turned his face away from the excruciating horror of the scene of the crucifixion.
2. Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ^top   2. Judas in the City ^top
183:2.1 (1972.2) Όταν ο Ιούδας άφησε τόσο αιφνίδια το τραπέζι ενώ έτρωγαν κατά το Μυστικό Δείπνο, πήγε αμέσως στο σπίτι του ξαδέλφου του και μετά οι δυο πήγαν κατ’ ευθείαν στον αρχηγό των φρουρών του ναού. Ο Ιούδας ζήτησε από τον αρχηγό να συγκεντρώσει τους φρουρούς και τον πληροφόρησε ότι ήταν έτοιμος να τους οδηγήσει στον Ιησού. Ο Ιούδας είχε παρουσιαστεί σ’ αυτούς λίγο ενωρίτερα απ’ ό,τι τον περίμεναν, και καθυστέρησαν κάπως να ξεκινήσουν για το σπίτι του Μάρκου, όπου ο Ιούδας προσδοκούσε να βρει τον Ιησού να φλυαρεί ακόμα με τους αποστόλους. Ο Κύριος και οι ένδεκα άφησαν το σπίτι του Ηλία Μάρκου δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά πριν αφιχθούν ο προδότης και οι φρουροί. Την ώρα που οι στρατιώτες έφτασαν στο σπίτι του Μάρκου, ο Ιησούς και οι ένδεκα ήταν ήδη αρκετά μακριά από τα τείχη της πόλης και καθ’ οδόν προς την κατασκήνωση στον Ελαιώνα.   183:2.1 (1972.2) After Judas so abruptly left the table while eating the Last Supper, he went directly to the home of his cousin, and then did the two go straight to the captain of the temple guards. Judas requested the captain to assemble the guards and informed him that he was ready to lead them to Jesus. Judas having appeared on the scene a little before he was expected, there was some delay in getting started for the Mark home, where Judas expected to find Jesus still visiting with the apostles. The Master and the eleven left the home of Elijah Mark fully fifteen minutes before the betrayer and the guards arrived. By the time the apprehenders reached the Mark home, Jesus and the eleven were well outside the walls of the city and on their way to the Olivet camp.
183:2.2 (1972.3) Ο Ιούδας θορυβήθηκε πολύ από αυτή την αποτυχία να βρει τον Ιησού στην κατοικία του Μάρκου με τη συνοδεία των ένδεκα ανδρών, εκ των οποίων μόνο δυο ήταν οπλισμένοι για αντίσταση. Έτυχε να γνωρίζει ότι, το απόγευμα όταν άφησαν την κατασκήνωση, μόνο ο Σίμων Πέτρος και ο Σίμων ο Ζηλωτής ήταν ζωσμένοι με ξίφη. Ο Ιούδας έλπιζε να συλλάβει τον Ιησού όταν η πόλη θα ήταν ήσυχη, και όταν θα υπήρχαν λίγες πιθανότητες για αντίσταση. Ο προδότης φοβόταν ότι, αν περίμενε να επιστρέψουν στην κατασκήνωσή τους, θα αντιμετώπιζε περισσότερους από εξήντα αφοσιωμένους μαθητές και ήξερε επίσης ότι ο Σίμων ο Ζηλωτής είχε ένα μεγάλο απόθεμα όπλων στην κατοχή του. Ο Ιούδας γινόταν ολονέν και περισσότερο νευρικός καθώς αναλογιζόταν πόσο θα τον μισούσαν οι ένδεκα πιστοί απόστολοι, και φοβόταν ότι θα προσπαθούσαν όλοι να τον σκοτώσουν. Δεν ήταν μόνο άπιστος αλλά και πραγματικά δειλός.   183:2.2 (1972.3) Judas was much perturbed by this failure to find Jesus at the Mark residence and in the company of eleven men, only two of whom were armed for resistance. He happened to know that, in the afternoon when they had left camp, only Simon Peter and Simon Zelotes were girded with swords; Judas had hoped to take Jesus when the city was quiet, and when there was little chance of resistance. The betrayer feared that, if he waited for them to return to their camp, more than threescore of devoted disciples would be encountered, and he also knew that Simon Zelotes had an ample store of arms in his possession. Judas was becoming increasingly nervous as he meditated how the eleven loyal apostles would detest him, and he feared they would all seek to destroy him. He was not only disloyal, but he was a real coward at heart.
183:2.3 (1973.1) Όταν δεν κατάφεραν να βρούνε τον Ιησού στο υπερώο, ο Ιούδας ζήτησε από τον αρχηγό της φρουράς να επιστρέψουν στο ναό. Την ώρα αυτή οι αρχηγοί των Ιουδαίων είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο σπίτι του αρχιερέα πριν υποδεχθούν τον Ιησού, δεδομένου ότι η συμφωνία τους με τον προδότη έλεγε ότι η σύλληψη του Ιησού θα γινόταν κατά τα μεσάνυχτα εκείνης της μέρας. Ο Ιούδας εξήγησε στους συνεργάτες του ότι είχε χάσει τον Ιησού από το σπίτι του Μάρκου και ότι θα ήταν απαραίτητο να πάνε στη Γεθσημανή για να τον συλλάβουν. Ο προδότης μετά συνέχισε να αφηγείται ότι περισσότεροι από εξήντα αφοσιωμένοι οπαδοί είχαν στρατοπεδεύσει μαζί του και ότι όλοι ήταν καλά οπλισμένοι. Οι αρχηγοί των Ιουδαίων υπενθύμισαν στον Ιούδα ότι ο Ιησούς κήρυττε πάντα μη-αντίσταση, αλλά ο Ιούδας αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι πως όλοι οι οπαδοί του Ιησού υπάκουαν σε μια τέτοια διδασκαλία. Φοβόταν πραγματικά για τον εαυτό του και έτσι πήρε το θάρρος να ζητήσει συνοδεία σαράντα οπλισμένων στρατιωτών. Επειδή οι ιουδαϊκές αρχές δεν είχαν μια τόση δύναμη οπλισμένων στρατιωτών στη δικαιοδοσία τους, πήγαν αμέσως στο φρούριο της Αντώνια και παρακάλεσαν το Ρωμαίο διοικητή να τους δώσει αυτή τη φρουρά. Όταν όμως αυτός έμαθε ότι σκόπευαν να συλλάβουν τον Ιησού, αρνήθηκε γοργά να αποδεχτεί την παράκλησή τους και αποτάθηκε στον ανώτερό του αξιωματούχο. Έτσι περισσότερο από μια ώρα καταναλώθηκε, πηγαίνοντας από την μια αρχή στην άλλη, έως ότου τελικά εξαναγκάστηκαν να πάνε στον ίδιο τον Πιλάτο για να πάρουν την άδεια να χρησιμοποιήσουν τους οπλισμένους Ρωμαίους φρουρούς. Ήταν αργά όταν έφτασαν στο σπίτι του Πιλάτου και αυτός είχε αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα με τη σύζυγό του. Δίστασε να ανακατευθεί με το εγχείρημα, και πιο πολύ επειδή η γυναίκα του τού ζήτησε να μην συγκατατεθεί στο αίτημα. Αλλ’ εφόσον ήταν παρών ο προεδρεύων αξιωματούχος του ιουδαϊκού Σανχεντρίν και έκανε προσωπική έκκληση για βοήθεια, ο κυβερνήτης θεώρησε σοφό να συγκατανεύσει στην παράκληση, σκεπτόμενος ότι αργότερα θα μπορούσε να διορθώσει κάθε λάθος που αυτοί ίσως να ήταν διατεθειμένοι να διαπράξουν.   183:2.3 (1973.1) When they failed to find Jesus in the upper chamber, Judas asked the captain of the guard to return to the temple. By this time the rulers had begun to assemble at the high priest’s home preparatory to receiving Jesus, seeing that their bargain with the traitor called for Jesus’ arrest by midnight of that day. Judas explained to his associates that they had missed Jesus at the Mark home, and that it would be necessary to go to Gethsemane to arrest him. The betrayer then went on to state that more than threescore devoted followers were encamped with him, and that they were all well armed. The rulers of the Jews reminded Judas that Jesus had always preached nonresistance, but Judas replied that they could not depend upon all Jesus’ followers obeying such teaching. He really feared for himself and therefore made bold to ask for a company of forty armed soldiers. Since the Jewish authorities had no such force of armed men under their jurisdiction, they went at once to the fortress of Antonia and requested the Roman commander to give them this guard; but when he learned that they intended to arrest Jesus, he promptly refused to accede to their request and referred them to his superior officer. In this way more than an hour was consumed in going from one authority to another until they finally were compelled to go to Pilate himself in order to obtain permission to employ the armed Roman guards. It was late when they arrived at Pilate’s house, and he had retired to his private chambers with his wife. He hesitated to have anything to do with the enterprise, all the more so since his wife had asked him not to grant the request. But inasmuch as the presiding officer of the Jewish Sanhedrin was present and making personal request for this assistance, the governor thought it wise to grant the petition, thinking he could later on right any wrong they might be disposed to commit.
183:2.4 (1973.2) Συνεπώς, όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ξεκίνησε από το ναό, μισή ώρα περίπου μετά τις ένδεκα το βράδυ, συνοδευόταν από περισσότερα από εξήντα άτομα – φρουρούς του ναού, Ρωμαίους στρατιώτες και περίεργους υπηρέτες των αρχιερέων και των αρχηγών των Ιουδαίων.   183:2.4 (1973.2) Accordingly, when Judas Iscariot started out from the temple, about half after eleven o’clock, he was accompanied by more than sixty persons—temple guards, Roman soldiers, and curious servants of the chief priests and rulers.
3. Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ^top   3. The Master’s Arrest ^top
183:3.1 (1973.3) Καθώς η συνοδεία των οπλισμένων στρατιωτών και φρουρών, που έφεραν δαυλούς και φανούς, πλησίαζε στον κήπο, ο Ιούδας προχώρησε αρκετά μπροστά από την ομάδα ώστε να είναι έτοιμος να αναγνωρίσει γρήγορα τον Ιησού για να μπορέσουν οι στρατιώτες εύκολα να τον πιάσουν πριν συσπειρωθούν οι σύντροφοί του για να τον υπερασπιστούν. Και υπήρχε ένας ακόμα λόγος γιατί ο Ιούδας διάλεξε να είναι μπροστά από τους εχθρούς του Ιησού: Σκέφτηκε ότι έτσι θα φαινόταν πως είχε φτάσει στην περιοχή πριν από τους στρατιώτες, ώστε οι απόστολοι και οι άλλοι συγκεντρωμένοι γύρω από τον Ιησού να μην τον συνέδεαν άμεσα με τους οπλισμένους φρουρούς που ακολουθούσαν τόσο κοντά τα βήματά του. Ο Ιούδας είχε ακόμα σκεφτεί να μπλοφάρει σαν να είχε τρέξει να τους προειδοποιήσει για τον ερχομό των στρατιωτών, αλλά το σχέδιό του χάλασε από το σκαιό χαιρετισμό του Ιησού προς τον προδότη. Αν και ο Κύριος μίλησε ευγενικά στον Ιούδα, τον υποδέχτηκε σαν προδότη.   183:3.1 (1973.3) As this company of armed soldiers and guards, carrying torches and lanterns, approached the garden, Judas stepped well out in front of the band that he might be ready quickly to identify Jesus so that the apprehenders could easily lay hands on him before his associates could rally to his defense. And there was yet another reason why Judas chose to be ahead of the Master’s enemies: He thought it would appear that he had arrived on the scene ahead of the soldiers so that the apostles and others gathered about Jesus might not directly connect him with the armed guards following so closely upon his heels. Judas had even thought to pose as having hastened out to warn them of the coming of the apprehenders, but this plan was thwarted by Jesus’ blighting greeting of the betrayer. Though the Master spoke to Judas kindly, he greeted him as a traitor.
183:3.2 (1973.4) Μόλις ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, μαζί με καμιά τριανταριά συντρόφους κατασκηνωτές, είδαν την οπλισμένη ομάδα με τους δαυλούς να κινείται γύρω από την άκρη του λόφου, κατάλαβαν ότι αυτοί οι στρατιώτες ερχόντουσαν να συλλάβουν τον Ιησού, και όλοι τους όρμηξαν προς τη λιόπετρα, όπου ο Κύριος ήταν καθισμένος μόνος, λουσμένος από το φεγγαρόφωτο. Καθώς η παρέα των στρατιωτών πλησίαζε από το ένα μέρος, οι τρεις απόστολοι και οι σύντροφοί τους πλησίαζαν από το άλλο. Καθώς ο Ιούδας δρασκέλισε εμπρός για να πλησιάσει τον Κύριο, οι δυο ομάδες στάθηκαν εκεί, ακίνητες, με τον Κύριο ανάμεσά τους και τον Ιούδα έτοιμο να δώσει το φιλί της προδοσίας στο μέτωπό του.   183:3.2 (1973.4) As soon as Peter, James, and John, with some thirty of their fellow campers, saw the armed band with torches swing around the brow of the hill, they knew that these soldiers were coming to arrest Jesus, and they all rushed down to near the olive press where the Master was sitting in moonlit solitude. As the company of soldiers approached on one side, the three apostles and their associates approached on the other. As Judas strode forward to accost the Master, there the two groups stood, motionless, with the Master between them and Judas making ready to impress the traitorous kiss upon his brow.
183:3.3 (1974.1) Ο προδότης έλπιζε ότι θα μπορούσε, μετά την οδήγηση των φρουρών στη Γεθσημανή, να δείξει απλά στους στρατιώτες τον Ιησού, ή τουλάχιστον να εκτελέσει την υπόσχεσή του χαιρετώντας τον Ιησού με ένα φιλί, και ύστερα γρήγορα να αποσυρθεί από την περιοχή. Ο Ιούδας φοβόταν πολύ ότι οι απόστολοι θα ήταν όλοι παρόντες, και ότι θα επικέντρωναν την επίθεσή τους πάνω του σαν τιμωρία που τόλμησε να προδώσει τον αγαπημένο τους δάσκαλο. Αλλά όταν ο Κύριος τον υποδέχτηκε σαν προδότη, ταράχτηκε τόσο που δεν προσπάθησε να το σκάσει.   183:3.3 (1974.1) It had been the hope of the betrayer that he could, after leading the guards to Gethsemane, simply point Jesus out to the soldiers, or at most carry out the promise to greet him with a kiss, and then quickly retire from the scene. Judas greatly feared that the apostles would all be present, and that they would concentrate their attack upon him in retribution for his daring to betray their beloved teacher. But when the Master greeted him as a betrayer, he was so confused that he made no attempt to flee.
183:3.4 (1974.2) Ο Ιησούς έκανε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Ιούδα από το να τον προδώσει, γιατί πριν προλάβει ο προδότης να τον φτάσει, προχώρησε προς το ένα μέρος και απευθυνόμενος στον πιο σπουδαίο στρατιώτη από αριστερά, το Ρωμαίο λοχαγό, είπε, «Ποιον ζητάτε;» και ο λοχαγός αποκρίθηκε, «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τότε ο Ιησούς προωθήθηκε αμέσως μπροστά στον αξιωματικό και όρθιος εκεί με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια του Θεού όλης αυτής της πλάσης, είπε, «Εγώ είμαι». Πολλοί από την οπλισμένη ομάδα είχαν ακούσει τον Ιησού να διδάσκει στο ναό, άλλοι είχαν μάθει τα παντοδύναμα έργα του και όταν τον άκουσαν τόσο θαρραλέα να αναγγέλλει την ταυτότητά του, εκείνοι που βρίσκονταν στις μπροστινές σειρές έπεσαν ξαφνικά προς τα πίσω. Τους κατέλαβε έκπληξη με την ηρεμία και τη μεγαλοπρέπεια της αναγγελίας της ταυτότητας. Δεν υπήρξε επομένως ανάγκη για τον Ιούδα να συνεχίσει το σχέδιο της προδοσίας του. Ο Κύριος είχε αποκαλυφθεί θαρρετά στους εχθρούς του και αυτοί μπορούσαν να τον είχαν πάρει χωρίς τη βοήθεια του Ιούδα. Αλλά ο προδότης έπρεπε να κάνει κάτι για να εξηγήσει την παρουσία του με την οπλισμένη ομάδα, και εκτός αυτού, ήθελε να κάνει μια επίδειξη εκτέλεσης του δικού του τμήματος από τη συμφωνία της προδοσίας που έκανε με τους αρχηγούς των Ιουδαίων, ώστε να δικαιολογήσει τη μεγάλη αμοιβή και τις τιμές που πίστευε ότι θα συσσωρεύονταν επάνω του σαν αποζημίωση για την υπόσχεσή του να παραδώσει τον Ιησού στα χέρια τους.   183:3.4 (1974.2) Jesus made one last effort to save Judas from actually betraying him in that, before the traitor could reach him, he stepped to one side and, addressing the foremost soldier on the left, the captain of the Romans, said, “Whom do you seek?” The captain answered, “Jesus of Nazareth.” Then Jesus stepped up immediately in front of the officer and, standing there in the calm majesty of the God of all this creation, said, “I am he.” Many of this armed band had heard Jesus teach in the temple, others had learned about his mighty works, and when they heard him thus boldly announce his identity, those in the front ranks fell suddenly backward. They were overcome with surprise at his calm and majestic announcement of identity. There was, therefore, no need for Judas to go on with his plan of betrayal. The Master had boldly revealed himself to his enemies, and they could have taken him without Judas’s assistance. But the traitor had to do something to account for his presence with this armed band, and besides, he wanted to make a show of carrying out his part of the betrayal bargain with the rulers of the Jews in order to be eligible for the great reward and honors which he believed would be heaped upon him in compensation for his promise to deliver Jesus into their hands.
183:3.5 (1974.3) Καθώς οι φρουροί ανασυντάχθηκαν από το πρώτο τρίκλισμά τους στο αντίκρισμα του Ιησού και στον ήχο της ασυνήθιστης φωνής του, και καθώς οι απόστολοι και οι μαθητές ήρθαν πιο κοντά, ο Ιούδας προχώρησε προς τον Ιησού και, φιλώντας τον στο μέτωπο, είπε, «Χαίρε, Κύριε και Διδάσκαλε». Και καθώς ο Ιούδας φίλησε έτσι τον κύριό του, ο Ιησούς είπε, «Φίλε, δεν είναι αρκετό αυτό! Με φίλημα θα παραδώσεις το Γιο του Ανθρώπου;».   183:3.5 (1974.3) As the guards rallied from their first faltering at the sight of Jesus and at the sound of his unusual voice, and as the apostles and disciples drew nearer, Judas stepped up to Jesus and, placing a kiss upon his brow, said, “Hail, Master and Teacher.” And as Judas thus embraced his Master, Jesus said, “Friend, is it not enough to do this! Would you even betray the Son of Man with a kiss?”
183:3.6 (1974.4) Οι απόστολοι και οι μαθητές κυριολεκτικά τα έχασαν από αυτό που είδαν. Για ένα λεπτό κανείς δεν κουνήθηκε. Κατόπιν ο Ιησούς, απαλλασσόμενος από τον προδοτικό εναγκαλισμό του Ιούδα, πλησίασε τους φρουρούς και τους στρατιώτες και ξαναρώτησε, «Ποιον ζητάτε;». και πάλι ο λοχαγός είπε, «Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι ρώτησε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν, επομένως, ζητάτε εμένα, αφήστε τους άλλους να φύγουν. Είμαι έτοιμος να έρθω μαζί σας».   183:3.6 (1974.4) The apostles and disciples were literally stunned by what they saw. For a moment no one moved. Then Jesus, disengaging himself from the traitorous embrace of Judas, stepped up to the guards and soldiers and again asked, “Whom do you seek?” And again the captain said, “Jesus of Nazareth.” And again answered Jesus: “I have told you that I am he. If, therefore, you seek me, let these others go their way. I am ready to go with you.”
183:3.7 (1974.5) Ο Ιησούς ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ με τους φρουρούς και ο αρχηγός των στρατιωτών ήταν ολότελα πρόθυμος να αφήσει τους τρεις αποστόλους και τους συνεργάτες τους να φύγουν ήσυχα. Αλλά πριν ξεκινήσουν, καθώς ο Ιησούς στεκόταν περιμένοντας τις διαταγές του αρχηγού, κάποιος Μάλχος, ο Σύριος σωματοφύλακας του αρχιερέα, προχώρησε προς τον Ιησού και ετοιμάστηκε να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη του, αν και ο Ρωμαίος αρχηγός δεν είχε διατάξει ότι έπρεπε να δεθεί ο Ιησούς μ’ αυτό τον τρόπο. Όταν ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είδαν τον Κύριό τους να υφίσταται αυτή την προσβολή, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν περισσότερο. Ο Πέτρος τράβηξε το ξίφος του και με τους άλλους όρμηξε μπροστά να χτυπήσει το Μάλχο. Αλλά πριν προλάβουν οι στρατιώτες να έρθουν προς υπεράσπιση του δούλου του αρχιερέα, ο Ιησούς ύψωσε απαγορευτικά το χέρι του στον Πέτρο και μιλώντας αυστηρά, είπε: «Πέτρο, πάρε το ξίφος σου. Αυτοί που κρατούν ξίφος θα χαθούν από ξίφος. Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επιθυμία του Πατέρα να πιω αυτό το ποτήρι; Και πάλι δεν γνωρίζεις ότι θα μπορούσα ακόμα και τώρα να διατάξω περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων και συνεργατών τους, που θα με ελευθέρωναν από τα χέρια αυτών των λιγοστών ανθρώπων;».   183:3.7 (1974.5) Jesus was ready to go back to Jerusalem with the guards, and the captain of the soldiers was altogether willing to allow the three apostles and their associates to go their way in peace. But before they were able to get started, as Jesus stood there awaiting the captain’s orders, one Malchus, the Syrian bodyguard of the high priest, stepped up to Jesus and made ready to bind his hands behind his back, although the Roman captain had not directed that Jesus should be thus bound. When Peter and his associates saw their Master being subjected to this indignity, they were no longer able to restrain themselves. Peter drew his sword and with the others rushed forward to smite Malchus. But before the soldiers could come to the defense of the high priest’s servant, Jesus raised a forbidding hand to Peter and, speaking sternly, said: “Peter, put up your sword. They who take the sword shall perish by the sword. Do you not understand that it is the Father’s will that I drink this cup? And do you not further know that I could even now command more than twelve legions of angels and their associates, who would deliver me from the hands of these few men?”
183:3.8 (1975.1) Αν και ο Ιησούς έτσι αποτελεσματικά έδωσε τέρμα στην επίδειξη σωματικής αντίστασης των οπαδών του, ήταν αρκετό να δημιουργήσει φόβο στον αρχηγό των φρουρών, ο οποίος τώρα, με τη βοήθεια των στρατιωτών του, έπιασε άγρια τον Ιησού και τον έδεσε τάχιστα. Και καθώς έδεναν τα χέρια του με χοντρά σχοινιά, ο Ιησούς τους είπε: «Γιατί έρχεστε να με πιάσετε με σπαθιά και ρόπαλα σαν να ήμουν κανένας ληστής; Ήμουν καθημερινά στο ναό, διδάσκοντας δημόσια τους ανθρώπους, και δεν κάνατε καμιά προσπάθεια να με συλλάβετε».   183:3.8 (1975.1) While Jesus thus effectively put a stop to this show of physical resistance by his followers, it was enough to arouse the fear of the captain of the guards, who now, with the help of his soldiers, laid heavy hands on Jesus and quickly bound him. And as they tied his hands with heavy cords, Jesus said to them: “Why do you come out against me with swords and with staves as if to seize a robber? I was daily with you in the temple, publicly teaching the people, and you made no effort to take me.”
183:3.9 (1975.2) Όταν έδεσαν τον Ιησού, ο αρχηγός, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Κυρίου μπορεί να προσπαθούσαν να τον γλιτώσουν, έδωσε διαταγή να τους συλλάβουν. Αλλά οι στρατιώτες δεν έκαναν αρκετά γρήγορα, αφού ακούγοντας κρυφά τη διαταγή του αρχηγού για τη σύλληψή τους, οι οπαδοί του Ιησού το έσκασαν βιαστικά μέσα στη ρεματιά. Όλο αυτό το διάστημα ο Ιωάννης Μάρκος είχε παραμείνει αποκλεισμένος στην κοντινή παράγκα. Όταν οι φρουροί κίνησαν για να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ με τον Ιησού, ο Ιωάννης Μάρκος προσπάθησε να φύγει κρυφά από την παράγκα για να προφθάσει τους αποστόλους και τους μαθητές που το έσκαγαν. Αλλά μόλις βγήκε, ένας από τους τελευταίους στρατιώτες, που είχε κυνηγήσει τους μαθητές, καθώς αυτοί έτρεχαν, περνούσε από εκεί κοντά και βλέποντας το νεαρό άνδρα με το λινό κάλυμμα, τον κυνήγησε και σχεδόν τον έπιασε. Στην πράξη, ο στρατιώτης πλησίασε αρκετά κοντά τον Ιωάννη για να τον πιάσει από το κάλυμμα, αλλά ο νεαρός πέταξε από πάνω του το ρούχο, και δραπέτευσε γυμνός ενώ ο στρατιώτης κρατούσε το άδειο κάλυμμα. Ο Ιωάννης Μάρκος έκανε τρέχοντας όλο το δρόμο μέχρι το Δαυίδ Ζεβεδαίο που βρισκόταν στο πάνω μονοπάτι. Όταν είπε στο Δαυίδ τι είχε συμβεί, έτρεξαν και οι δυο πίσω στις σκηνές των κοιμισμένων αποστόλων και ενημέρωσαν και τους οκτώ για την προδοσία και τη σύλληψη του Κυρίου.   183:3.9 (1975.2) When Jesus had been bound, the captain, fearing that the followers of the Master might attempt to rescue him, gave orders that they be seized; but the soldiers were not quick enough since, having overheard the captain’s orders to arrest them, Jesus’ followers fled in haste back into the ravine. All this time John Mark had remained secluded in the near-by shed. When the guards started back to Jerusalem with Jesus, John Mark attempted to steal out of the shed in order to catch up with the fleeing apostles and disciples; but just as he emerged, one of the last of the returning soldiers who had pursued the fleeing disciples was passing near and, seeing this young man in his linen coat, gave chase, almost overtaking him. In fact, the soldier got near enough to John to lay hold upon his coat, but the young man freed himself from the garment, escaping naked while the soldier held the empty coat. John Mark made his way in all haste to David Zebedee on the upper trail. When he had told David what had happened, they both hastened back to the tents of the sleeping apostles and informed all eight of the Master’s betrayal and arrest.
183:3.10 (1975.3) Εκείνη την ώρα οι οκτώ απόστολοι είχαν ξυπνήσει, εκείνοι που το έσκαγαν από τη ρεματιά επέστρεφαν, και όλοι μαζί συγκεντρώθηκαν κοντά στο ελαιοτριβείο για να συζητήσουν τι έπρεπε να γίνει. Εν τω μεταξύ, ο Σίμων Πέτρος και ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, που είχαν κρυφτεί ανάμεσα στα ελαιόδενδρα, ακολούθησαν το πλήθος των στρατιωτών, φρουρών και υπηρετών, οι οποίοι οδηγούσαν τον Ιησού πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπως θα οδηγούσαν έναν απελπισμένο εγκληματία. Ο Ιωάννης ακολουθούσε από κοντά πίσω από το πλήθος, αλλά ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Μετά την απόδραση του Ιωάννη Μάρκου από την αρπάγη του στρατιώτη, αυτός προμηθεύτηκε ένα μανδύα που βρήκε στη σκηνή του Σίμωνα Πέτρου και του Ιωάννη Ζεβεδαίου. Υποψιάστηκε ότι οι φρουροί θα έπαιρναν τον Ιησού στο σπίτι του Άννα, του επίτιμου αρχιερέα. Έτσι γυρόφερνε εκεί κοντά ανάμεσα στο δεντρόκηπο με τις ελιές και βρισκόταν εκεί μπροστά από το πλήθος, κρυμμένος κοντά στην είσοδο της πύλης του ανακτόρου του αρχιερέα.   183:3.10 (1975.3) At about the time the eight apostles were being awakened, those who had fled up the ravine were returning, and they all gathered together near the olive press to debate what should be done. In the meantime, Simon Peter and John Zebedee, who had hidden among the olive trees, had already gone on after the mob of soldiers, guards, and servants, who were now leading Jesus back to Jerusalem as they would have led a desperate criminal. John followed close behind the mob, but Peter followed afar off. After John Mark’s escape from the clutch of the soldier, he provided himself with a cloak which he found in the tent of Simon Peter and John Zebedee. He suspected the guards were going to take Jesus to the home of Annas, the high priest emeritus; so he skirted around through the olive orchards and was there ahead of the mob, hiding near the entrance to the gate of the high priest’s palace.
4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ ^top   4. Discussion at the Olive Press ^top
183:4.1 (1975.4) Ο Ιάκωβος Ζεβεδαίος βρέθηκε χώρια από το Σίμωνα Πέτρο και τον αδελφό του Ιωάννη, και τώρα είχε ενωθεί με τους άλλους αποστόλους και τους άλλους κατασκηνωτές στο ελαιοτριβείο για να συσκεφθούν πάνω στο τι θα έπρεπε να γίνει εν όψει της σύλληψης του Κυρίου.   183:4.1 (1975.4) James Zebedee found himself separated from Simon Peter and his brother John, and so he now joined the other apostles and their fellow campers at the olive press to deliberate on what should be done in view of the Master’s arrest.
183:4.2 (1975.5) Ο Ανδρέας είχε απαλλαγεί από κάθε ευθύνη για τη διοίκηση της ομάδας των φίλων του αποστόλων. Συνεπώς, στη μεγαλύτερη από όλες τις κρίσεις της ζωής τους, αυτός ήταν σιωπηλός. Μετά από μια σύντομη άτυπη συζήτηση, ο Σίμων ο Ζηλωτής στάθηκε στον πέτρινο τοίχο του ελαιοτριβείου και κάνοντας μια φλογερή έκκληση για πίστη στον Κύριο και την υπόθεση της βασιλείας, προέτρεψε τους συναδέλφους του αποστόλους και τους άλλους μαθητές να βιαστούν και να πάνε πίσω από το πλήθος για να πετύχουν τη διάσωση του Ιησού. Η πλειονότητα της ομάδας θα είχε συγκατανεύσει να ακολουθήσει την επιθετική αρχηγία του, αν δεν υπήρχε η συμβουλή του Ναθαναήλ, ο οποίος σηκώθηκε τη στιγμή που ο Σίμωνας τελείωνε την ομιλία του και ζήτησε την προσοχή τους στην τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη διδασκαλία του Ιησού που αφορούσε τη μη αντίσταση. Επιπλέον τους υπενθύμισε ότι ο Ιησούς τους είχε δώσει εντολή εκείνη την ίδια νύχτα να φυλάξουν τις ζωές τους για την ώρα που θα πήγαιναν στον κόσμο να κηρύξουν τα καλά νέα του ευαγγελίου της ουράνιας βασιλείας. Και ο Ναθαναήλ υποστηρίχτηκε στη θέση αυτή από τον Ιάκωβο Ζεβεδαίο, που τώρα διηγήθηκε πώς ο Πέτρος και οι άλλοι τράβηξαν τα ξίφη τους για να υπερασπιστούν τον Κύριο από τη σύλληψη και πώς ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα Πέτρο και στους συντρόφους του ξιφομάχους να κρύψουν τα σπαθιά τους. Ο Ματθαίος και ο Φίλιππος έβγαλαν λόγους επίσης , αλλά τίποτε το οριστικό δεν βγήκε από τη συζήτηση αυτή έως ότου ο Θωμάς, εφιστώντας την προσοχή τους στο γεγονός ότι ο Ιησούς είχε συμβουλέψει το Λάζαρο να μην εκθέτει τη ζωή του στο θάνατο, τόνισε ότι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να σώσουν τον Κύριό τους, καθόσον είχε αρνηθεί να επιτρέψει στους φίλους του να τον υπερασπιστούν, και εφόσον συνέχιζε να αποφεύγει τη χρήση των θεϊκών του δυνάμεων για να εκμηδενίσει τους εχθρούς του. Ο Θωμάς τους έπεισε να διασκορπιστούν, καθένας για τον εαυτό του, με τη συνεννόηση ότι ο Δαυίδ Ζεβεδαίος θα παρέμενε στην κατασκήνωση για να διατηρηθεί η επαφή της ομάδας με το αρχηγείο των αγγελιαφόρων. Στις δυο το πρωί, η κατασκήνωση ήταν έρημη. Μόνο ο Δαυίδ παρέμενε παρών με τρεις ή τέσσερις αγγελιαφόρους, οι άλλοι είχαν σταλεί σε υπηρεσία για να εξασφαλίσουν πληροφορίες για το πού είχε μεταφερθεί ο Ιησούς και τι θα γινόταν με αυτόν.   183:4.2 (1975.5) Andrew had been released from all responsibility in the group management of his fellow apostles; accordingly, in this greatest of all crises in their lives, he was silent. After a short informal discussion, Simon Zelotes stood up on the stone wall of the olive press and, making an impassioned plea for loyalty to the Master and the cause of the kingdom, exhorted his fellow apostles and the other disciples to hasten on after the mob and effect the rescue of Jesus. The majority of the company would have been disposed to follow his aggressive leadership had it not been for the advice of Nathaniel, who stood up the moment Simon had finished speaking and called their attention to Jesus’ oft-repeated teachings regarding nonresistance. He further reminded them that Jesus had that very night instructed them that they should preserve their lives for the time when they should go forth into the world proclaiming the good news of the gospel of the heavenly kingdom. And Nathaniel was encouraged in this stand by James Zebedee, who now told how Peter and others drew their swords to defend the Master against arrest, and that Jesus bade Simon Peter and his fellow swordsmen sheathe their blades. Matthew and Philip also made speeches, but nothing definite came of this discussion until Thomas, calling their attention to the fact that Jesus had counseled Lazarus against exposing himself to death, pointed out that they could do nothing to save their Master inasmuch as he refused to allow his friends to defend him, and since he persisted in refraining from the use of his divine powers to frustrate his human enemies. Thomas persuaded them to scatter, every man for himself, with the understanding that David Zebedee would remain at the camp to maintain a clearinghouse and messenger headquarters for the group. By half past two o’clock that morning the camp was deserted; only David remained on hand with three or four messengers, the others having been dispatched to secure information as to where Jesus had been taken, and what was going to be done with him.
183:4.3 (1976.1) Πέντε από τους αποστόλους, ο Ναθαναήλ, ο Ματθαίος, ο Φίλιππος και οι δίδυμοι, πήγαν να κρυφτούν στη Βηθφαγία και τη Βηθανία. Ο Θωμάς, ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Σίμων ο Ζηλωτής κρύφτηκαν στην πόλη. Ο Σίμων Πέτρος και ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ακολούθησαν και πήγαν στο σπίτι του Άννα.   183:4.3 (1976.1) Five of the apostles, Nathaniel, Matthew, Philip, and the twins, went into hiding at Bethpage and Bethany. Thomas, Andrew, James, and Simon Zelotes were hiding in the city. Simon Peter and John Zebedee followed along to the home of Annas.
183:4.4 (1976.2) Νωρίς μετά το χάραμα, ο Σίμων Πέτρος περιφερόταν πίσω στην κατασκήνωση της Γεθσημανής, μια θλιμμένη φιγούρα σε βαθιά απόγνωση. Ο Δαυίδ τον έστειλε, με την επίβλεψη ενός αγγελιαφόρου, να συναντήσει τον αδελφό του Ανδρέα, που βρισκόταν στο σπίτι του Νικόδημου στην Ιερουσαλήμ.   183:4.4 (1976.2) Shortly after daybreak, Simon Peter wandered back to the Gethsemane camp, a dejected picture of deep despair. David sent him in charge of a messenger to join his brother, Andrew, who was at the home of Nicodemus in Jerusalem.
183:4.5 (1976.3) Μέχρι και τη σταύρωση, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος παρέμεινε, όπως τον είχε διατάξει ο Ιησούς, πάντα κοντά του, και ήταν αυτός που εφοδίαζε τους αγγελιαφόρους του Δαυίδ με πληροφορίες κάθε ώρα, τις οποίες μετέφεραν στο Δαυίδ στον κήπο της κατασκήνωσης, και οι οποίες μετά αναμεταδίδοντο στους κρυμμένους αποστόλους και στην οικογένεια του Ιησού.   183:4.5 (1976.3) Until the very end of the crucifixion, John Zebedee remained, as Jesus had directed him, always near at hand, and it was he who supplied David’s messengers with information from hour to hour which they carried to David at the garden camp, and which was then relayed to the hiding apostles and to Jesus’ family.
183:4.6 (1976.4) Σίγουρα, ο βοσκός σκοτώνεται και τα πρόβατα διασκορπίζονται! Ενώ όλοι σιωπηλά αντιλαμβάνονται ότι ο Ιησούς τους έχει προειδοποιήσει για την κατάσταση αυτή, είναι όλοι τόσο σοκαρισμένοι από την ξαφνική εξαφάνιση του Κυρίου που δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους κανονικά.   183:4.6 (1976.4) Surely, the shepherd is smitten and the sheep are scattered! While they all vaguely realize that Jesus has forewarned them of this very situation, they are too severely shocked by the Master’s sudden disappearance to be able to use their minds normally.
183:4.7 (1976.5) Ήταν λίγο μετά το φως της ημέρας και ακριβώς μετά την αποστολή του Πέτρου στον αδελφό του, που ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιησού έφτασε στην κατασκήνωση, σχεδόν ξέπνοος και πριν από την υπόλοιπη οικογένεια του Ιησού, για να μάθει μόνο ότι ο Κύριος είχε ήδη συλληφθεί. Και έτρεξε πίσω στο δρόμο της Ιεριχούς για να μεταφέρει αυτή την πληροφορία στη μητέρα του και στ’ αδέλφια του. Ο Δαυίδ Ζεβεδαίος ειδοποίησε την οικογένεια του Ιησού, με τον Ιούδα, να συναθροιστούν στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στη Βηθανία και εκεί να περιμένουν ειδήσεις που θα τους έφερναν τακτικά οι αγγελιαφόροι του.   183:4.7 (1976.5) It was shortly after daylight and just after Peter had been sent to join his brother, that Jude, Jesus’ brother in the flesh, arrived in the camp, almost breathless and in advance of the rest of Jesus’ family, only to learn that the Master had already been placed under arrest; and he hastened back down the Jericho road to carry this information to his mother and to his brothers and sisters. David Zebedee sent word to Jesus’ family, by Jude, to forgather at the house of Martha and Mary in Bethany and there await news which his messengers would regularly bring them.
183:4.8 (1976.6) Έτσι είχε η κατάσταση κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού της νύχτας της Πέμπτης και τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής όσον αφορά τους αποστόλους, τους κυριότερους μαθητές και τη γήινη οικογένεια του Ιησού. Και όλες αυτές οι ομάδες και τα άτομα βρισκόντουσαν σε επαφή μεταξύ τους με την υπηρεσία των αγγελιαφόρων που ο Δαυίδ Ζεβεδαίος συνέχιζε να χειρίζεται από το αρχηγείο του στην κατασκήνωση της Γεθσημανής.   183:4.8 (1976.6) This was the situation during the last half of Thursday night and the early morning hours of Friday as regards the apostles, the chief disciples, and the earthly family of Jesus. And all these groups and individuals were kept in touch with each other by the messenger service which David Zebedee continued to operate from his headquarters at the Gethsemane camp.
5. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ^top   5. On the Way to the High Priest’s Palace ^top
183:5.1 (1977.1) Πριν ξεκινήσουν από τον κήπο μαζί με τον Ιησού, προέκυψε μια διαφωνία ανάμεσα στον Ιουδαίο αρχηγό των φρουρών του ναού και το Ρωμαίο αρχηγό της ομάδας των στρατιωτών, για το πού να πήγαιναν τον Ιησού. Ο αρχηγός των φρουρών του ναού έδωσε οδηγίες να τον πάρουν στον Καϊάφα, τον εν ενεργεία αρχιερέα. Ο αρχηγός των Ρωμαίων στρατιωτών διέταξε να πάρουν τον Ιησού στο ανάκτορο του Άννα, του πρώην αρχιερέα και πεθερού τού Καϊάφα. Και αυτό έκαναν επειδή οι Ρωμαίοι είχαν τη συνήθεια να έχουν απ’ ευθείας δοσοληψίες με τον Άννα σε όλα τα θέματα που είχαν να κάνουν με την επιβολή των ιουδαϊκών εκκλησιαστικών νόμων. Και οι διαταγές του Ρωμαίου αρχηγού εκτελέστηκαν. Πήραν τον Ιησού στο σπίτι του Άννα για την προκαταρκτική εξέταση.   183:5.1 (1977.1) Before they started away from the garden with Jesus, a dispute arose between the Jewish captain of the temple guards and the Roman captain of the company of soldiers as to where they were to take Jesus. The captain of the temple guards gave orders that he should be taken to Caiaphas, the acting high priest. The captain of the Roman soldiers directed that Jesus be taken to the palace of Annas, the former high priest and father-in-law of Caiaphas. And this he did because the Romans were in the habit of dealing directly with Annas in all matters having to do with the enforcement of the Jewish ecclesiastical laws. And the orders of the Roman captain were obeyed; they took Jesus to the home of Annas for his preliminary examination.
183:5.2 (1977.2) Ο Ιούδας βάδιζε μαζί με τους αρχηγούς, κρυφακούγοντας όσα έλεγαν, αλλά δεν πήρε μέρος στη φιλονικία, γιατί ούτε ο Ιουδαίος αρχηγός ούτε ο Ρωμαίος αξιωματικός καταδέχονταν να μιλήσουν στον προδότη – τον περιφρονούσαν τόσο.   183:5.2 (1977.2) Judas marched along near the captains, overhearing all that was said, but took no part in the dispute, for neither the Jewish captain nor the Roman officer would so much as speak to the betrayer—they held him in such contempt.
183:5.3 (1977.3) Την ώρα αυτή περίπου ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, ενθυμούμενος τις οδηγίες του Κυρίου να παραμένει πάντα κοντά του, έτρεξε κοντά στον Ιησού καθώς βάδιζε ανάμεσα στους δυο αρχηγούς. Ο διοικητής των φρουρών του ναού, βλέποντας τον Ιωάννη να έρχεται δίπλα, είπε στον υπασπιστή του: «Πάρε αυτό τον άνδρα και δέσε τον. Είναι ένας από τους οπαδούς του». Αλλά όταν ο Ρωμαίος αρχηγός το άκουσε αυτό, κοιτάζοντας γύρω είδε τον Ιωάννη, διέταξε να έρθει ο απόστολος κοντά του και να μην τον πειράξει κανένας. Ύστερα ο Ρωμαίος αρχηγός είπε στον Ιουδαίο αρχηγό: «Αυτός ο άνδρας δεν είναι ούτε προδότης ούτε δειλός. Τον είδα στον κήπο, και δεν τράβηξε ξίφος για να μας αντισταθεί. Έχει το θάρρος να έρχεται εμπρός για να είναι με τον Κύριό του και κανένας δεν θα βάλει χέρι πάνω του. Ο ρωμαϊκός νόμος επιτρέπει σε κάθε κατάδικο να μπορεί να έχει τουλάχιστον ένα φίλο για να του συμπαραστέκεται στο εδώλιο, και αυτός ο άνδρας δεν θα εμποδιστεί από το να σταθεί στο πλευρό του Κυρίου του, του υπό κράτηση». Και όταν ο Ιούδας το άκουσε αυτό, ντράπηκε τόσο πολύ και εξευτελίστηκε που έμεινε πίσω από τους προελαύνοντες, και πήγε στο ανάκτορο του Άννα μόνος.   183:5.3 (1977.3) About this time John Zebedee, remembering his Master’s instructions to remain always near at hand, hurried up near Jesus as he marched along between the two captains. The commander of the temple guards, seeing John come up alongside, said to his assistant: “Take this man and bind him. He is one of this fellow’s followers.” But when the Roman captain heard this and, looking around, saw John, he gave orders that the apostle should come over by him, and that no man should molest him. Then the Roman captain said to the Jewish captain: “This man is neither a traitor nor a coward. I saw him in the garden, and he did not draw a sword to resist us. He has the courage to come forward to be with his Master, and no man shall lay hands on him. The Roman law allows that any prisoner may have at least one friend to stand with him before the judgment bar, and this man shall not be prevented from standing by the side of his Master, the prisoner.” And when Judas heard this, he was so ashamed and humiliated that he dropped back behind the marchers, coming up to the palace of Annas alone.
183:5.4 (1977.4) Και αυτό εξηγεί γιατί ο Ιωάννης Ζεβεδαίος επετράπη να παραμείνει κοντά στον Ιησού καθ’ όλη τη διάρκεια των δοκιμασιών αυτή τη νύχτα και την επόμενη. Οι Ιουδαίοι φοβήθηκαν να πουν κάτι στον Ιωάννη ή να τον πειράξουν κατά οποιονδήποτε τρόπο, επειδή είχε περίπου την ιδιότητα του Ρωμαίου δικηγόρου, που ήταν προορισμένος να ενεργεί σαν παρατηρητής των διεργασιών του ιουδαϊκού εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Η προνομιακή θέση του Ιωάννη έγινε πιο ασφαλής όταν, παραδίνοντας τον Ιησού στον αρχηγό των φρουρών του ναού στην πύλη του ανακτόρου του Άννα, ο Ρωμαίος, απευθυνόμενος στον υπασπιστή του, είπε: «Πήγαινε μαζί με αυτό τον κατάδικο και διαπίστωσε ότι οι Ιουδαίοι δεν θα τον σκοτώσουν χωρίς την συγκατάθεση του Πιλάτου. Να επαγρυπνείς ότι δεν θα τον δολοφονήσουν και φρόντισε ο φίλος του, ο Γαλιλαίος, να επιτραπεί να σταθεί κοντά του και να παρατηρήσει όλα όσα συμβαίνουν». Και έτσι ο Ιωάννης μπόρεσε να βρίσκεται κοντά στον Ιησού μέχρι την ώρα του θανάτου του στο σταυρό, ενώ οι άλλοι δέκα απόστολοι εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν κρυμμένοι. Ο Ιωάννης ενεργούσε κάτω από τη ρωμαϊκή προστασία και οι Ιουδαίοι δεν τόλμησαν να τον πειράξουν μέχρι και μετά το θάνατο του Κυρίου.   183:5.4 (1977.4) And this explains why John Zebedee was permitted to remain near Jesus all the way through his trying experiences this night and the next day. The Jews feared to say aught to John or to molest him in any way because he had something of the status of a Roman counselor designated to act as observer of the transactions of the Jewish ecclesiastical court. John’s position of privilege was made all the more secure when, in turning Jesus over to the captain of the temple guards at the gate of Annas’s palace, the Roman, addressing his assistant, said: “Go along with this prisoner and see that these Jews do not kill him without Pilate’s consent. Watch that they do not assassinate him, and see that his friend, the Galilean, is permitted to stand by and observe all that goes on.” And thus was John able to be near Jesus right on up to the time of his death on the cross, though the other ten apostles were compelled to remain in hiding. John was acting under Roman protection, and the Jews dared not molest him until after the Master’s death.
183:5.5 (1977.5) Και σε όλο το δρόμο μέχρι το ανάκτορο του Άννα, ο Ιησούς δεν άνοιξε το στόμα του. Από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι τη στιγμή της παρουσίασής του μπροστά στον Άννα, ο Γιος του Ανθρώπου δεν είπε λέξη.   183:5.5 (1977.5) And all the way to the palace of Annas, Jesus opened not his mouth. From the time of his arrest to the time of his appearance before Annas, the Son of Man spoke no word.