Εγγραφο 184   Paper 184
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ   Before the Sanhedrin Court
184:0.1 (1978.1) Αντιπρόσωποι του Άννα είχαν κρυφά δώσει εντολή στον αρχηγό των Ρωμαίων στρατιωτών να φέρει τον Ιησού στο ανάκτορο του Άννα αμέσως μετά τη σύλληψη. Ο πρώην αρχιερέας επιθυμούσε να διατηρήσει το κύρος του ως εκκλησιαστική εξουσία των Ιουδαίων. Είχε επίσης άλλο σκοπό που κράτησε τον Ιησού στο σπίτι του μερικές ώρες, και αυτός ήταν για να περάσει η ώρα ώστε να συγκαλέσει νομότυπα το δικαστικό σώμα Σανχεντρίν. Δεν ήταν νόμιμο να συνέλθει σε σώμα το δικαστήριο Σανχεντρίν πριν από την ώρα της προσφοράς κατά την πρωινή λειτουργία στο ναό, και αυτή η λειτουργία γινόταν περίπου στις τρεις το πρωί.   184:0.1 (1978.1) REPRESENTATIVES of Annas had secretly instructed the captain of the Roman soldiers to bring Jesus immediately to the palace of Annas after he had been arrested. The former high priest desired to maintain his prestige as the chief ecclesiastical authority of the Jews. He also had another purpose in detaining Jesus at his house for several hours, and that was to allow time for legally calling together the court of the Sanhedrin. It was not lawful to convene the Sanhedrin court before the time of the offering of the morning sacrifice in the temple, and this sacrifice was offered about three o’clock in the morning.
184:0.2 (1978.2) Ο Άννας γνώριζε ότι ένα τμήμα των δικαστών του Σανχεντρίν ανάμενε στο ανάκτορο του γαμπρού του, Καϊάφα. Τριάντα περίπου μέλη του Σανχεντρίν είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του αρχιερέα από τα μεσάνυχτα ώστε να είναι έτοιμοι να δικάσουν τον Ιησού όταν θα το έφερναν ενώπιόν τους. Είχαν συγκεντρωθεί μόνο τα μέλη που ήταν έντονα και ανοιχτά αντίθετοι προς τον Ιησού και τη διδασκαλία του, εφόσον απαιτούντο μόνο εικοσιτρία για να συσταθεί μια δίκη.   184:0.2 (1978.2) Annas knew that a court of Sanhedrists was in waiting at the palace of his son-in-law, Caiaphas. Some thirty members of the Sanhedrin had gathered at the home of the high priest by midnight so that they would be ready to sit in judgment on Jesus when he might be brought before them. Only those members were assembled who were strongly and openly opposed to Jesus and his teaching since it required only twenty-three to constitute a trial court.
184:0.3 (1978.3) Ο Ιησούς πέρασε τρεις ώρες περίπου στο ανάκτορο του Άννα στο Όρος των Ελαιών, όχι μακριά από τον κήπο της Γεθσημανής, όπου τον συνέλαβαν. Ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ήταν ελεύθερος και ασφαλής στο ανάκτορο του Άννα όχι μόνο εξαιτίας του λόγου του Ρωμαίου αρχηγού, αλλά επίσης επειδή αυτός και ο αδελφός του Ιάκωβος ήταν γνωστοί των παλαιότερων υπηρετών, όντας πολλές φορές προσκαλεσμένοι στο ανάκτορο, καθώς ο πρώην αρχιερέας ήταν μακρινός συγγενής της μητέρας τους Σαλώμης.   184:0.3 (1978.3) Jesus spent about three hours at the palace of Annas on Mount Olivet, not far from the garden of Gethsemane, where they arrested him. John Zebedee was free and safe in the palace of Annas not only because of the word of the Roman captain, but also because he and his brother James were well known to the older servants, having many times been guests at the palace as the former high priest was a distant relative of their mother, Salome.
1. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΝΑ ^top   1. Examination by Annas ^top
184:1.1 (1978.4) Ο Άννας, έχοντας πλουτίσει από τα έσοδα του ναού, ο γαμπρός του να είναι ο εν ενεργεία αρχιερέας και έχοντας σχέσεις με τις Ρωμαϊκές αρχές, ήταν όντως το μοναδικό πιο ισχυρό πρόσωπο όλων των Ιουδαίων. Ήταν μειλίχιος και μηχανορραφούσε πολιτικές συνομωσίες. Επιθυμούσε να διευθύνει την υπόθεση της αποπομπής του Ιησού. Φοβόταν να εμπιστευθεί ένα τόσο σπουδαίο εγχείρημα στον καθ’ ολοκληρία απότομο και επιθετικό γαμπρό του. Ο Άννας ήθελε να βεβαιωθεί ότι η δίκη του Κυρίου θα παρέμενε στα χέρια των Σαδδουκαίων. Φοβόταν την πιθανή συμπάθεια μερικών Φαρισαίων, βλέποντας ότι σχεδόν όλα τα μέλη του Σανχεντρίν που είχαν υιοθετήσει την υπόθεση του Ιησού ήταν Φαρισαίοι.   184:1.1 (1978.4) Annas, enriched by the temple revenues, his son-in-law the acting high priest, and with his relations to the Roman authorities, was indeed the most powerful single individual in all Jewry. He was a suave and politic planner and plotter. He desired to direct the matter of disposing of Jesus; he feared to trust such an important undertaking wholly to his brusque and aggressive son-in-law. Annas wanted to make sure that the Master’s trial was kept in the hands of the Sadducees; he feared the possible sympathy of some of the Pharisees, seeing that practically all of those members of the Sanhedrin who had espoused the cause of Jesus were Pharisees.
184:1.2 (1978.5) Ο Άννας δεν είχε δει τον Ιησού για κάμποσα χρόνια, από τότε που ο Κύριος είχε κληθεί στο σπίτι του και αμέσως είχε αναχωρήσει παρατηρώντας την ψυχρότητα και την επιφύλαξή του να τον υποδεχτεί. Ο Άννας σκέφτηκε να αναφερθεί στην πρώτη αυτή γνωριμία και ως εκ τούτου να προσπαθήσει να πείσει τον Ιησού να εγκαταλείψει τις απαιτήσεις του και να φύγει από την Παλαιστίνη. Ήταν ενάντιος στο να λάβει μέρος στο φόνο ενός καλού ανθρώπου και έκρινε ότι ο Ιησούς θα ήταν καλύτερο να άφηνε τη χώρα παρά να υποστεί το θάνατο. Αλλά όταν ο Άννας στάθηκε ενώπιον τού ακλόνητου και αποφασισμένου Γαλιλαίου, έμαθε αμέσως ότι θα ήταν άχρηστο να κάνει μια τέτοια πρόταση. Ο Ιησούς ήταν ακόμα πιο μεγαλοπρεπής και πιο καλά συγκροτημένος απ’ ότι θυμόταν ο Άννας.   184:1.2 (1978.5) Annas had not seen Jesus for several years, not since the time when the Master called at his house and immediately left upon observing his coldness and reserve in receiving him. Annas had thought to presume on this early acquaintance and thereby attempt to persuade Jesus to abandon his claims and leave Palestine. He was reluctant to participate in the murder of a good man and had reasoned that Jesus might choose to leave the country rather than to suffer death. But when Annas stood before the stalwart and determined Galilean, he knew at once that it would be useless to make such proposals. Jesus was even more majestic and well poised than Annas remembered him.
184:1.3 (1979.1) Όταν ο Ιησούς ήταν νέος, ο Άννας είχε ενδιαφερθεί πολύ γι αυτόν, αλλά τώρα τα έσοδά του απειλούνταν από αυτό που ο Ιησούς είχε κάνει πρόσφατα, διώχνοντας τους αργυραμοιβούς και τους άλλους εμπόρους έξω από το ναό. Αυτή η πράξη είχε προκαλέσει την έχθρα του πρώην αρχιερέα πολύ περισσότερο από ό,τι οι διδασκαλίες του Ιησού.   184:1.3 (1979.1) When Jesus was young, Annas had taken a great interest in him, but now his revenues were threatened by what Jesus had so recently done in driving the money-changers and other commercial traders out of the temple. This act had aroused the enmity of the former high priest far more than had Jesus’ teachings.
184:1.4 (1979.2) Ο Άννας εισήλθε στην ευρύχωρη αίθουσα ακροάσεων, κάθισε σε μια μεγάλη πολυθρόνα και διέταξε να μεταφερθεί ο Ιησούς ενώπιόν του. Μετά λίγα λεπτά σιωπηλής επιθεώρησης του Κυρίου, είπε: «Αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι πρέπει να γίνει με τη διδασκαλία σου εφόσον διαταράσσεις την ειρήνη και την τάξη της χώρας σου». Καθώς ο Άννας κοίταζε ερευνητικά τον Ιησού, ο Κύριος τον κοίταζε κατευθείαν μέσα στα μάτια αλλά δεν απάντησε. Ο Άννας μίλησε ξανά, «Ποια είναι τα ονόματα των μαθητών σου, εκτός του Σίμωνα του Ζηλωτή, του ταραχοποιού;». Πάλι ο Ιησούς τον κοίταζε αλλά δεν απάντησε.   184:1.4 (1979.2) Annas entered his spacious audience chamber, seated himself in a large chair, and commanded that Jesus be brought before him. After a few moments spent in silently surveying the Master, he said: “You realize that something must be done about your teaching since you are disturbing the peace and order of our country.” As Annas looked inquiringly at Jesus, the Master looked full into his eyes but made no reply. Again Annas spoke, “What are the names of your disciples, besides Simon Zelotes, the agitator?” Again Jesus looked down upon him, but he did not answer.
184:1.5 (1979.3) Ο Άννας ενοχλήθηκε σημαντικά από την άρνηση του Ιησού να απαντήσει στις ερωτήσεις του, τόσο που του είπε: «Δεν σε νοιάζει κατά πόσον είμαι φιλικός απέναντί σου ή όχι; Δεν λαμβάνεις υπ’ όψη σου τη δύναμη που έχω να καθορίσω την έκβαση της προσεχούς δίκης σου;». Όταν ο Ιησούς το άκουσε αυτό, είπε: «Άννα, γνωρίζεις ότι δεν μπορείς να έχεις δύναμη πάνω μου αν αυτό δεν επιτρεπόταν από τον Πατέρα μου. Μερικοί θα καταστρέψουν το Γιο του Ανθρώπου επειδή είναι αμαθείς. Δεν γνωρίζουν τίποτα περισσότερο, αλλά εσύ, φίλε, γνωρίζεις τι κάνεις. Πώς εσύ, λοιπόν, απαρνείσαι το φως του Θεού;».   184:1.5 (1979.3) Annas was considerably disturbed by Jesus’ refusal to answer his questions, so much so that he said to him: “Do you have no care as to whether I am friendly to you or not? Do you have no regard for the power I have in determining the issues of your coming trial?” When Jesus heard this, he said: “Annas, you know that you could have no power over me unless it were permitted by my Father. Some would destroy the Son of Man because they are ignorant; they know no better, but you, friend, know what you are doing. How can you, therefore, reject the light of God?”
184:1.6 (1979.4) Ο ευγενικός τρόπος με τον οποίο μίλησε ο Ιησούς στον Άννα σχεδόν τον μπέρδεψε. Αλλά είχε ήδη αποφασίσει στο νου του ότι ο Ιησούς έπρεπε είτε να φύγει από την Παλαιστίνη ή να πεθάνει. Έτσι μάζεψε όλο το κουράγιο του και ρώτησε: «Τι είναι ακριβώς αυτό που προσπαθείς να διδάξεις στον κόσμο; Τι ισχυρίζεσαι ότι είσαι;». Ο Ιησούς απάντησε: «Γνωρίζεις πολύ καλά ότι στον κόσμο μιλούσα ανοιχτά. Δίδαξα στις συναγωγές και πολλές φορές στο ναό, όπου με άκουσαν όλοι οι Ιουδαίοι και πολλοί εθνικοί. Στα κρυφά δεν είπα τίποτε. Γιατί λοιπόν με ερωτάς για τη διδασκαλία μου; Γιατί δεν καλείς και να ερωτήσεις εκείνους που με άκουσαν; Πρόσεξε, όλη η Ιερουσαλήμ άκουσε όσα είπα ακόμα και αν εσύ ο ίδιος δεν άκουσες τις διδασκαλίες αυτές». Πριν όμως προλάβει να απαντήσει ο Άννας, ο αρχι-διαχειριστής του ανακτόρου, που στεκόταν κοντά, χτύπησε τον Ιησού στο πρόσωπο με το χέρι του, λέγοντας, «Πώς τολμάς και απαντάς στον αρχιερέα με αυτά τα λόγια;». Ο Άννας δεν είπε τίποτε για να επιπλήξει το διαχειριστή του, αλλά ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτόν, λέγοντας, «Φίλε μου, αν μίλησα άσχημα, να φέρεις μαρτυρία για τα άσχημα, αλλά αν μίλησα την αλήθεια, τότε γιατί με χτυπάς;».   184:1.6 (1979.4) The kindly manner in which Jesus spoke to Annas almost bewildered him. But he had already determined in his mind that Jesus must either leave Palestine or die; so he summoned up his courage and asked: “Just what is it you are trying to teach the people? What do you claim to be?” Jesus answered: “You know full well that I have spoken openly to the world. I have taught in the synagogues and many times in the temple, where all the Jews and many of the gentiles have heard me. In secret I have spoken nothing; why, then, do you ask me about my teaching? Why do you not summon those who have heard me and inquire of them? Behold, all Jerusalem has heard that which I have spoken even if you have not yourself heard these teachings.” But before Annas could make reply, the chief steward of the palace, who was standing near, struck Jesus in the face with his hand, saying, “How dare you answer the high priest with such words?” Annas spoke no words of rebuke to his steward, but Jesus addressed him, saying, “My friend, if I have spoken evil, bear witness against the evil; but if I have spoken the truth, why, then, should you smite me?”
184:1.7 (1979.5) Αν και ο Άννας λυπήθηκε που ο διαχειριστής του χτύπησε τον Ιησού, ήταν πολύ υπερήφανος για να προσέξει το ζήτημα. Στη σύγχυσή του πήγε στο άλλο δωμάτιο αφήνοντας τον Ιησού ήσυχο με τους ακόλουθους του σπιτιού και τους φρουρούς του ναού για σχεδόν μια ώρα.   184:1.7 (1979.5) Although Annas regretted that his steward had struck Jesus, he was too proud to take notice of the matter. In his confusion he went into another room, leaving Jesus alone with the household attendants and the temple guards for almost an hour.
184:1.8 (1979.6) Όταν επέστρεψε, πηγαίνοντας προς το μέρος του Κυρίου, είπε, «Ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Μεσσίας, ο ελευθερωτής του Ισραήλ;». Είπε ο Ιησούς: «Άννα, με ξέρεις από τα χρόνια της νιότης μου. Γνωρίζεις πως ισχυρίζομαι ότι δεν είμαι τίποτε εκτός από αυτό που ο Πατέρας μου με έχρισε, και ότι στάλθηκα σε όλους τους ανθρώπους, εθνικούς και Ιουδαίους». Τότε είπε ο Άννας: «Μου είπαν ότι ισχυρίστηκες πως είσαι ο Μεσσίας, είναι αλήθεια;». Ο Ιησούς κοίταξε τον Άννα αλλά είπε μόνο, «Εσύ είπες έτσι».   184:1.8 (1979.6) When he returned, going up to the Master’s side, he said, “Do you claim to be the Messiah, the deliverer of Israel?” Said Jesus: “Annas, you have known me from the times of my youth. You know that I claim to be nothing except that which my Father has appointed, and that I have been sent to all men, gentile as well as Jew.” Then said Annas: “I have been told that you have claimed to be the Messiah; is that true?” Jesus looked upon Annas but only replied, “So you have said.”
184:1.9 (1980.1) Κατ’ αυτή την ώρα οι αγγελιαφόροι έφθασαν από το παλάτι του Καϊάφα να ρωτήσουν τι ώρα θα μεταφερόταν ο Ιησούς ενώπιον του σώματος των Σανχεντρίν, και επειδή πλησίαζε το χάραμα, ο Άννας σκέφτηκε καλύτερα να στείλει τον Ιησού δεμένο και με τη συνοδεία των φρουρών του ναού στον Καϊάφα. Ο ίδιος τους ακολούθησε σύντομα.   184:1.9 (1980.1) About this time messengers arrived from the palace of Caiaphas to inquire what time Jesus would be brought before the court of the Sanhedrin, and since it was nearing the break of day, Annas thought best to send Jesus bound and in the custody of the temple guards to Caiaphas. He himself followed after them shortly.
2. Ο ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΙΒΟΛΟ ^top   2. Peter in the Courtyard ^top
184:2.1 (1980.2) Καθώς η ομάδα των φρουρών και των στρατιωτών πλησίαζε την είσοδο του ανακτόρου του Άννα, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος βάδιζε στο πλευρό του αρχηγού των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Ιούδας είχε μείνει σε κάποια απόσταση πίσω και ο Σίμων Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Μετά την είσοδο του Ιωάννη στον περίβολο του ανακτόρου με τον Ιησού και τους φρουρούς, ο Ιούδας ήρθε μέχρι την πύλη αλλά, βλέποντας τον Ιησού και τον Ιωάννη, πήγε πίσω στο σπίτι του Καϊάφα, όπου γνώριζε ότι θα γινόταν η πραγματική δίκη του Κυρίου. Λίγο μετά την αναχώρηση του Ιούδα, ο Σίμων Πέτρος έφτασε και καθώς στεκόταν μπροστά στην πύλη, ο Ιωάννης τον είδε ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόντουσαν να πάρουν τον Ιησού μέσα στο παλάτι. Η θυρωρός που φύλαγε την πύλη γνώριζε τον Ιωάννη και όταν αυτός της μίλησε, ζητώντας της να αφήσει τον Πέτρο να εισέλθει, αυτή συγκατένευσε με ευχαρίστηση.   184:2.1 (1980.2) As the band of guards and soldiers approached the entrance to the palace of Annas, John Zebedee was marching by the side of the captain of the Roman soldiers. Judas had dropped some distance behind, and Simon Peter followed afar off. After John had entered the palace courtyard with Jesus and the guards, Judas came up to the gate but, seeing Jesus and John, went on over to the home of Caiaphas, where he knew the real trial of the Master would later take place. Soon after Judas had left, Simon Peter arrived, and as he stood before the gate, John saw him just as they were about to take Jesus into the palace. The portress who kept the gate knew John, and when he spoke to her, requesting that she let Peter in, she gladly assented.
184:2.2 (1980.3) Ο Πέτρος, εισερχόμενος στον περίβολο, πήγε προς το μέρος της φωτιάς και προσπάθησε να ζεσταθεί, γιατί η νύχτα ήταν παγωμένη. Αισθανόταν πολύ έξω από τα νερά του εδώ, ανάμεσα στους εχθρούς του Ιησού, και όντως ήταν έξω από τα νερά του. Ο Κύριος δεν του είχε δώσει εντολή να παραμείνει πλησίον του όπως είχε υποδείξει στον Ιωάννη. Ο Πέτρος ανήκε με τους λοιπούς αποστόλους, οι οποίοι είχαν προειδοποιηθεί ιδιαζόντως, να μην διακινδυνέψουν τις ζωές τους κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών της δίκης και της σταύρωσης του Κυρίου τους.   184:2.2 (1980.3) Peter, upon entering the courtyard, went over to the charcoal fire and sought to warm himself, for the night was chilly. He felt very much out of place here among the enemies of Jesus, and indeed he was out of place. The Master had not instructed him to keep near at hand as he had admonished John. Peter belonged with the other apostles, who had been specifically warned not to endanger their lives during these times of the trial and crucifixion of their Master.
184:2.3 (1980.4) Ο Πέτρος πέταξε μακριά το ξίφος του λίγο πριν έρθει στην πύλη του παλατιού έτσι ώστε να μπει στον περίβολο του Άννα άοπλος. Ο νους του στριφογύριζε με σύγχυση. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να εννοήσει ότι ο Ιησούς είχε συλληφθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει την πραγματικότητα της κατάστασης – ότι βρισκόταν στον περίβολο του Άννα, ζεσταίνοντας τον εαυτό του δίπλα στους υπηρέτες του αρχιερέα. Αναρωτιόταν τι να έκαναν οι άλλοι απόστολοι, και στριφογυρίζοντας στο μυαλό του πώς ο Ιωάννης επιτράπηκε να εισέλθει στο παλάτι, συμπέρανε ότι αυτό έγινε επειδή ήταν γνωστός στους υπηρέτες, εφόσον του είχε απαγορεύσει του ίδιου η φύλακας της πύλης να μπει μέσα.   184:2.3 (1980.4) Peter threw away his sword shortly before he came up to the palace gate so that he entered the courtyard of Annas unarmed. His mind was in a whirl of confusion; he could scarcely realize that Jesus had been arrested. He could not grasp the reality of the situation—that he was here in the courtyard of Annas, warming himself beside the servants of the high priest. He wondered what the other apostles were doing and, in turning over in his mind as to how John came to be admitted to the palace, concluded that it was because he was known to the servants, since he had bidden the gate-keeper admit him.
184:2.4 (1980.5) Λίγο μετά που η θυρωρός άφησε τον Πέτρο να εισέλθει, και ενόσω αυτός ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά, αυτή τον πλησίασε και πονηρά είπε, «Δεν είσαι κι εσύ ένας από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;». Ο Πέτρος λοιπόν δεν έπρεπε να ξαφνιαστεί από την αναγνώριση αυτή, γιατί ήταν ο Ιωάννης που είχε ζητήσει από το κορίτσι να τον αφήσει να περάσει από τις πύλες του ανακτόρου. Αλλά ήταν σε τόσο έντονη νευρική κατάσταση που αυτή η αναγνώριση ως μαθητή τον έβγαλε από την ισορροπία του και με μια σκέψη μόνο να υπερισχύει στο μυαλό του – τη σκέψη να γλιτώσει τη ζωή του – απάντησε γοργά στην ερώτηση της κοπέλας λέγοντας, «Δεν είμαι».   184:2.4 (1980.5) Shortly after the portress let Peter in, and while he was warming himself by the fire, she went over to him and mischievously said, “Are you not also one of this man’s disciples?” Now Peter should not have been surprised at this recognition, for it was John who had requested that the girl let him pass through the palace gates; but he was in such a tense nervous state that this identification as a disciple threw him off his balance, and with only one thought uppermost in his mind—the thought of escaping with his life—he promptly answered the maid’s question by saying, “I am not.”
184:2.5 (1980.6) Πολύ σύντομα ένας άλλος υπηρέτης ήρθε προς τον Πέτρο και ρώτησε: «Δεν σε είδα στον κήπο όταν συνέλαβαν αυτό τον άνθρωπο; Δεν είσαι κι εσύ ένας από τους οπαδούς του;». Ο Πέτρος τώρα θορυβήθηκε για τα καλά. Δεν έβλεπε τρόπο να ξεφύγει με ασφάλεια από αυτούς τους κατήγορους. Έτσι αρνήθηκε σφοδρά κάθε σχέση με τον Ιησού, λέγοντας, «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο, ούτε είμαι οπαδός του».   184:2.5 (1980.6) Very soon another servant came up to Peter and asked: “Did I not see you in the garden when they arrested this fellow? Are you not also one of his followers?” Peter was now thoroughly alarmed; he saw no way of safely escaping from these accusers; so he vehemently denied all connection with Jesus, saying, “I know not this man, neither am I one of his followers.”
184:2.6 (1980.7) Εκείνη τη στιγμή η θυρωρός της πύλης έσπρωξε τον Πέτρο στο πλευρό και είπε: «Είμαι σίγουρη ότι είσαι μαθητής αυτού του Ιησού, όχι μόνο επειδή ένας από τους οπαδούς του μου είπε να σε αφήσω να μπεις στον περίβολο, αλλά η αδελφή μου εδώ σε είδε στο ναό μαζί με αυτό τον άνδρα. Γιατί το αρνείσαι;». Όταν ο Πέτρος άκουσε την κοπέλα να τον κατηγορεί, αρνήθηκε κάθε γνώση για τον Ιησού με κατάρες και όρκους, λέγοντας πάλι, «Δεν είμαι οπαδός του άνδρα, ούτε που τον γνωρίζω, ποτέ δεν άκουσα γι αυτόν πριν».   184:2.6 (1980.7) About this time the portress of the gate drew Peter to one side and said: “I am sure you are a disciple of this Jesus, not only because one of his followers bade me let you in the courtyard, but my sister here has seen you in the temple with this man. Why do you deny this?” When Peter heard the maid accuse him, he denied all knowledge of Jesus with much cursing and swearing, again saying, “I am not this man’s follower; I do not even know him; I never heard of him before.”
184:2.7 (1981.1) Ο Πέτρος άφησε τη φωτιά, για ένα διάστημα, ενώ βγήκε έξω από τον περίβολο. Θα ήθελε να το έσκαγε, αλλά φοβόταν μην τραβήξει την προσοχή πάνω του. Επειδή έκανε κρύο ξαναγύρισε στη φωτιά και ένας από τους άνδρες που στεκόταν δίπλα του είπε: «Σίγουρα είσαι ένας από τους μαθητές αυτού του άνδρα. Αυτός ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και η ομιλία σου σε προδίδει, γιατί μιλάς σα Γαλιλαίος». Και πάλι ο Πέτρος αρνήθηκε κάθε σχέση με τον Κύριό του.   184:2.7 (1981.1) Peter left the fireside for a time while he walked about the courtyard. He would have liked to have escaped, but he feared to attract attention to himself. Getting cold, he returned to the fireside, and one of the men standing near him said: “Surely you are one of this man’s disciples. This Jesus is a Galilean, and your speech betrays you, for you also speak as a Galilean.” And again Peter denied all connection with his Master.
184:2.8 (1981.2) Ο Πέτρος είχε τόσο ταραχτεί που προσπάθησε να αποφύγει την επαφή με τους κατηγόρους του απομακρυνόμενος από τη φωτιά και παραμένοντας μόνος του στο μπαλκόνι. Μετά από μια ώρα και πλέον απομόνωσης, η φύλακας της πύλης και η αδελφή της τον συνάντησαν τυχαία και οι δυο πειρακτικά τον κατηγόρησαν ότι ήταν οπαδός του Ιησού. Και πάλι αυτός αρνήθηκε την κατηγορία. Ακριβώς μόλις αρνήθηκε για μια φορά ακόμα κάθε σχέση με τον Ιησού, ο πετεινός λάλησε και ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια της προειδοποίησης που του είπε ο Κύριός του νωρίτερα εκείνη την ίδια νύχτα. Καθώς στεκόταν εκεί, με βαριά καρδιά και συντριμμένος από το αίσθημα της ενοχής, οι πόρτες του ανακτόρου άνοιξαν και οι φρουροί οδήγησαν τον Ιησού στο δρόμο για τον Καϊάφα. Καθώς ο Κύριος προσπερνούσε τον Πέτρο, είδε, στο φως των δαυλών, το βλέμμα της απελπισίας στο πρόσωπο του πρώην επιπόλαιου και γεμάτου αυτοπεποίθηση γενναίου αποστόλου, και στράφηκε και κοίταξε τον Πέτρο. Ο Πέτρος δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το βλέμμα όσο ζούσε. Ήταν ένα τέτοιο βλέμμα συνδυασμένης συμπόνιας και αγάπης όσο κανένας θνητός δεν διέκρινε ποτέ στο πρόσωπο του Κυρίου.   184:2.8 (1981.2) Peter was so perturbed that he sought to escape contact with his accusers by going away from the fire and remaining by himself on the porch. After more than an hour of this isolation, the gate-keeper and her sister chanced to meet him, and both of them again teasingly charged him with being a follower of Jesus. And again he denied the accusation. Just as he had once more denied all connection with Jesus, the cock crowed, and Peter remembered the words of warning spoken to him by his Master earlier that same night. As he stood there, heavy of heart and crushed with the sense of guilt, the palace doors opened, and the guards led Jesus past on the way to Caiaphas. As the Master passed Peter, he saw, by the light of the torches, the look of despair on the face of his former self-confident and superficially brave apostle, and he turned and looked upon Peter. Peter never forgot that look as long as he lived. It was such a glance of commingled pity and love as mortal man had never beheld in the face of the Master.
184:2.9 (1981.3) Όταν ο Ιησούς και οι φρουροί πέρασαν τις πύλες του ανακτόρου, ο Πέτρος ακολούθησε, αλλά για μικρή απόσταση μόνο. Δεν μπορούσε να πάει μακρύτερα. Κάθισε κάτω, στην άκρη του δρόμου και έκλαψε πικρά. Και όταν πια έχυσε δάκρυα αγωνίας, γύρισε τα βήματά του πίσω προς την κατασκήνωση, ελπίζοντας να βρει τον αδελφό του Ανδρέα. Φτάνοντας στην κατασκήνωση, βρήκε το Δαυίδ Ζεβεδαίο, που έστειλε έναν αγγελιαφόρο να τον οδηγήσει εκεί που είχε πάει να κρυφτεί στην Ιερουσαλήμ ο αδελφός του.   184:2.9 (1981.3) After Jesus and the guards passed out of the palace gates, Peter followed them, but only for a short distance. He could not go farther. He sat down by the side of the road and wept bitterly. And when he had shed these tears of agony, he turned his steps back toward the camp, hoping to find his brother, Andrew. On arriving at the camp, he found only David Zebedee, who sent a messenger to direct him to where his brother had gone to hide in Jerusalem.
184:2.10 (1981.4) Ολόκληρη η εμπειρία του Πέτρου συνέβη στον περίβολο του ανακτόρου του Άννα στο Όρος των Ελαιών. Δεν ακολούθησε τον Ιησού στο ανάκτορο του αρχιερέα Καϊάφα. Το γεγονός ότι ο Πέτρος αντιλήφθηκε ότι είχε επανειλημμένα αρνηθεί τον Κύριό του με το λάλημα του πετεινού, φανερώνει ότι όλα αυτά συνέβαιναν έξω από την Ιερουσαλήμ, εφόσον ήταν παράνομο να κατέχουν πουλερικά μέσα στην ίδια την πόλη.   184:2.10 (1981.4) Peter’s entire experience occurred in the courtyard of the palace of Annas on Mount Olivet. He did not follow Jesus to the palace of the high priest, Caiaphas. That Peter was brought to the realization that he had repeatedly denied his Master by the crowing of a cock indicates that this all occurred outside of Jerusalem since it was against the law to keep poultry within the city proper.
184:2.11 (1981.5) Μέχρι να επαναφέρει το λάλημα του πετεινού τον Πέτρο στις πραγματικές του αισθήσεις, σκεφτόταν μόνο, καθώς βάδιζε πάνω-κάτω στη βεράντα για να διατηρηθεί ζεστός, πόσο έξυπνα είχε ξεγλιστρήσει από τις κατηγορίες των υπηρετών, και πόσο είχε ματαιώσει το σκοπό τους να τον αναγνωρίσουν μαζί με τον Ιησού. Για την ώρα, σκεφτόταν μόνο ότι οι υπηρέτες δεν είχαν ηθικό ή νόμιμο δικαίωμα να τον ανακρίνουν έτσι, και συγχάρηκε πραγματικά τον εαυτό του για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε να αποφύγει να αναγνωρισθεί και πιθανότατα να κινδυνέψει να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Μέχρι το λάλημα του πετεινού δεν είχε καταλάβει ο Πέτρος ότι είχε απαρνηθεί τον Κύριό του. Μέχρι το κοίταγμα του Ιησού, δεν είχε αντιληφθεί ότι είχε αποτύχει να ζει σύμφωνα με τα προνόμιά του σαν ένας πρεσβευτής της βασιλείας.   184:2.11 (1981.5) Until the crowing of the cock brought Peter to his better senses, he had only thought, as he walked up and down the porch to keep warm, how cleverly he had eluded the accusations of the servants, and how he had frustrated their purpose to identify him with Jesus. For the time being, he had only considered that these servants had no moral or legal right thus to question him, and he really congratulated himself over the manner in which he thought he had avoided being identified and possibly subjected to arrest and imprisonment. Not until the cock crowed did it occur to Peter that he had denied his Master. Not until Jesus looked upon him, did he realize that he had failed to live up to his privileges as an ambassador of the kingdom.
184:2.12 (1981.6) Έχοντας κάνει το πρώτο βήμα στο μονοπάτι του συμβιβασμού και της ελάχιστης αντίστασης, τίποτε άλλο δεν ήταν φανερό στον Πέτρο παρά να προχωρήσει με τη συμπεριφορά που είχε αποφασίσει. Απαιτείται σπουδαίος και ευγενικός χαρακτήρας, έχοντας ξεκινήσει λάθος, για να στραφείς και να βαδίσεις σωστά. Πολύ συχνά το μυαλό ενός ανθρώπου τείνει να δικαιολογεί τη συνέχιση πάνω στο μονοπάτι του λάθους, όταν κάποτε εισήλθε σ’ αυτό.   184:2.12 (1981.6) Having taken the first step along the path of compromise and least resistance, there was nothing apparent to Peter but to go on with the course of conduct decided upon. It requires a great and noble character, having started out wrong, to turn about and go right. All too often one’s own mind tends to justify continuance in the path of error when once it is entered upon.
184:2.13 (1982.1) Ο Πέτρος δεν πίστεψε ποτέ τελείως ότι θα μπορούσε να συγχωρεθεί, έως τη στιγμή που συνάντησε τον Κύριό του, μετά την ανάσταση, και είδε ότι τον υποδέχτηκε ακριβώς όπως και πριν τις εμπειρίες της τραγικής νύχτας των αρνήσεων.   184:2.13 (1982.1) Peter never fully believed that he could be forgiven until he met his Master after the resurrection and saw that he was received just as before the experiences of this tragic night of the denials.
3. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ ^top   3. Before the Court of Sanhedrists ^top
184:3.1 (1982.2) Ήταν κατά τις τρεις το πρωί της Παρασκευής όταν ο αρχιερέας, Καϊάφας, συγκάλεσε το ανακριτικό σώμα των Σανχεντρίν για να συνεδριάσει και ζήτησε να μεταφερθεί ο Ιησούς ενώπιόν τους για την επίσημη δίκη. Σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις το Σανχεντρίν, με μεγάλη πλειοψηφία, είχε ψηφίσει το θάνατο του Ιησού, είχε αποφανθεί ότι ήταν άξιος θανάτου με την ανεπίσημη κατηγορία ότι παραβίαζε το νόμο, ήταν βλάσφημος και χλεύαζε τις παραδόσεις των πατέρων του Ισραήλ.   184:3.1 (1982.2) It was about half past three o’clock this Friday morning when the chief priest, Caiaphas, called the Sanhedrist court of inquiry to order and asked that Jesus be brought before them for his formal trial. On three previous occasions the Sanhedrin, by a large majority vote, had decreed the death of Jesus, had decided that he was worthy of death on informal charges of lawbreaking, blasphemy, and flouting the traditions of the fathers of Israel.
184:3.2 (1982.3) Αυτή δεν ήταν μια κανονική συνάθροιση του Σανχεντρίν και δεν είχε συγκληθεί στο συνηθισμένο τόπο, την αίθουσα της πελεκητής πέτρας του ναού. Ήταν μια ειδική δικαστική συγκέντρωση περίπου τριάντα μελών και είχε συνέλθει σε σώμα στο παλάτι του αρχιερέα. Ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ήταν παρών με τον Ιησού καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της υποτιθέμενης δίκης.   184:3.2 (1982.3) This was not a regularly called meeting of the Sanhedrin and was not held in the usual place, the chamber of hewn stone in the temple. This was a special trial court of some thirty Sanhedrists and was convened in the palace of the high priest. John Zebedee was present with Jesus throughout this so-called trial.
184:3.3 (1982.4) Πόσο κολακευόντουσαν αυτοί οι αρχιερείς, οι γραμματείς, οι Σαδδουκαίοι και μερικοί Φαρισαίοι που ο Ιησούς, αυτός που διατάρασσε τη θέση τους και αμφισβητούσε την εξουσία τους, ήταν τώρα σίγουρα στα χέρια τους! Και ήταν αποφασισμένοι να μη ζήσει και ξεφύγει από τις εκδικητικές τανάλιες τους.   184:3.3 (1982.4) How these chief priests, scribes, Sadducees, and some of the Pharisees flattered themselves that Jesus, the disturber of their position and the challenger of their authority, was now securely in their hands! And they were resolved that he should never live to escape their vengeful clutches.
184:3.4 (1982.5) Κανονικά, οι Ιουδαίοι, όταν δίκαζαν κάποιον με βαριά κατηγορία, προχωρούσαν με μεγάλη προσοχή και παρείχαν κάθε εγγύηση δίκαιης επιλογής μαρτύρων και συνολικής διεξαγωγής της δίκης. Αλλά στην περίπτωση αυτή, ο Καϊάφας ήταν περισσότερο ένας δημόσιος κατήγορος παρά ένας αμερόληπτος δικαστής.   184:3.4 (1982.5) Ordinarily, the Jews, when trying a man on a capital charge, proceeded with great caution and provided every safeguard of fairness in the selection of witnesses and the entire conduct of the trial. But on this occasion, Caiaphas was more of a prosecutor than an unbiased judge.
184:3.5 (1982.6) Ο Ιησούς εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ντυμένος με τα συνηθισμένα του ρούχα και με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του. Όλοι οι δικαστές αιφνιδιάστηκαν και κάπως μπερδεύτηκαν από τη μεγαλοπρεπή του παρουσία. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν ατενίσει τέτοιο υπόδικο ούτε είχαν παραστεί μάρτυρες τόσης αυτοκυριαρχίας σε άνθρωπο που δικαζότανε για τη ζωή του.   184:3.5 (1982.6) Jesus appeared before this court clothed in his usual garments and with his hands bound together behind his back. The entire court was startled and somewhat confused by his majestic appearance. Never had they gazed upon such a prisoner nor witnessed such composure in a man on trial for his life.
184:3.6 (1982.7) Ο Ιουδαϊκός νόμος απαιτούσε ότι τουλάχιστον δυο μάρτυρες πρέπει να είναι σύμφωνοι για κάποιο θέμα πριν αποδοθεί κατηγορία σε κάποιον υπόδικο. Ο Ιούδας δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μάρτυρας κατά του Ιησού γιατί ο Ιουδαϊκός νόμος απαγόρευε τη μαρτυρία ειδικά ενός προδότη. Περισσότεροι από καμιά εικοσαριά ψευδομάρτυρες ήταν έτοιμοι να μαρτυρήσουν κατά του Ιησού, αλλά η κατάθεσή τους ήταν τόσο αντιφατική και τόσο φανερά κατασκευασμένη που τα ίδια τα μέλη του Σανχεντρίν ντρεπόντουσαν πολύ από την παρουσίαση. Ο Ιησούς στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας ευγενικά τους ψευδομάρτυρες αυτούς, και η ήρεμη έκφρασή του τους μπέρδεψε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ψευδούς μαρτυρίας ο Κύριος δεν είπε λέξη. Δεν απάντησε στις πολλές ψεύτικες κατηγορίες τους.   184:3.6 (1982.7) The Jewish law required that at least two witnesses must agree upon any point before a charge could be laid against the prisoner. Judas could not be used as a witness against Jesus because the Jewish law specifically forbade the testimony of a traitor. More than a score of false witnesses were on hand to testify against Jesus, but their testimony was so contradictory and so evidently trumped up that the Sanhedrists themselves were very much ashamed of the performance. Jesus stood there, looking down benignly upon these perjurers, and his very countenance disconcerted the lying witnesses. Throughout all this false testimony the Master never said a word; he made no reply to their many false accusations.
184:3.7 (1982.8) Την πρώτη φορά που δυο από τους μάρτυρές τους πλησίασαν κοντά και συμφώνησε η κατάθεσή τους ήταν όταν δυο άνδρες κατέθεσαν ότι είχαν ακούσει τον Ιησού να λέγει, στην πορεία μιας ομιλίας του στο ναό, ότι θα «κατέστρεφε το ναό που είχε κάνει με τα χέρια του και σε τρεις μέρες θα έφτιαχνε άλλο ναό χωρίς χέρια». Αυτό δεν ήταν εκείνο ακριβώς που είπε ο Ιησούς, αδιάφορα από το γεγονός ότι υποδείκνυε το δικό του σώμα όταν έκανε το σχόλιο στο οποίο αναφέρθηκαν.   184:3.7 (1982.8) The first time any two of their witnesses approached even the semblance of an agreement was when two men testified that they had heard Jesus say in the course of one of his temple discourses that he would “destroy this temple made with hands and in three days make another temple without hands.” That was not exactly what Jesus said, regardless of the fact that he pointed to his own body when he made the remark referred to.
184:3.8 (1982.9) Αν και ο αρχιερέας φώναξε στον Ιησού, «Δεν απαντάς σε καμία από αυτές τις κατηγορίες;», ο Ιησούς δεν άνοιξε το στόμα του. Στεκόταν εκεί αμίλητος ενώ όλοι οι ψευδομάρτυρες κατέθεταν. Μίσος, φανατισμός και ασυνείδητη υπερβολή χαρακτήριζε τα λόγια των ψευδομαρτύρων σε τέτοιο βαθμό που η κατάθεσή τους υπέπεσε σε αντιφάσεις. Η καλύτερη αναίρεση των ψευδών κατηγοριών τους ήταν η ήρεμη και μεγαλειώδης σιωπή του Κυρίου.   184:3.8 (1982.9) Although the high priest shouted at Jesus, “Do you not answer any of these charges?” Jesus opened not his mouth. He stood there in silence while all of these false witnesses gave their testimony. Hatred, fanaticism, and unscrupulous exaggeration so characterized the words of these perjurers that their testimony fell in its own entanglements. The very best refutation of their false accusations was the Master’s calm and majestic silence.
184:3.9 (1983.1) Λίγο μετά το ξεκίνημα των καταθέσεων των ψευδομαρτύρων, ο Άννας έφτασε και πήρε τη θέση του δίπλα στον Καϊάφα. Ο Άννας λοιπόν σηκώθηκε και είπε ότι αυτή η απειλή του Ιησού να καταστρέψει το ναό ήταν αρκετή για να βεβαιώσει τρεις κατηγορίες εναντίον του:   184:3.9 (1983.1) Shortly after the beginning of the testimony of the false witnesses, Annas arrived and took his seat beside Caiaphas. Annas now arose and argued that this threat of Jesus to destroy the temple was sufficient to warrant three charges against him:
184:3.10 (1983.2) 1. Ότι ήταν επικίνδυνος συκοφάντης για το λαό. Ότι τους δίδασκε αδύνατα πράγματα και τους εξαπατούσε με διαφορετικούς τρόπους.   184:3.10 (1983.2) 1. That he was a dangerous traducer of the people. That he taught them impossible things and otherwise deceived them.
184:3.11 (1983.3) 2. Ότι ήταν φανατικός επαναστάτης επειδή συνηγόρησε ότι θα επιτεθεί με βάναυσα χέρια στον ιερό ναό, διαφορετικά πώς θα μπορούσε να τον καταστρέψει;   184:3.11 (1983.3) 2. That he was a fanatical revolutionist in that he advocated laying violent hands on the sacred temple, else how could he destroy it?
184:3.12 (1983.4) 3. Ότι δίδασκε μαγεία καθόσον υποσχέθηκε να χτίσει ένα καινούργιο ναό, και μάλιστα χωρίς χέρια.   184:3.12 (1983.4) 3. That he taught magic inasmuch as he promised to build a new temple, and that without hands.
184:3.13 (1983.5) Όλο το σώμα των Σανχεντρίν συμφώνησε ήδη ότι ο Ιησούς ήταν ένοχος της ποινής του θανάτου για παράβαση των Ιουδαϊκών νόμων, αλλά τώρα ασχολήθηκαν περισσότερο με την ανάπτυξη κατηγοριών σχετικά με τη συμπεριφορά και τη διδασκαλία του, οι οποίες θα δικαιολογούσαν να απαγγείλει ο Πιλάτος την καταδίκη σε θάνατο του υποδίκου τους. Γνώριζαν ότι έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση του Ρωμαίου κυβερνήτη πριν θανατώσουν νόμιμα τον Ιησού. Και ο Άννας ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει τη διαδικασία, κάνοντας να φανεί ότι ο Ιησούς ήταν ένας επικίνδυνος διδάσκαλος για να είναι ελεύθερος ανάμεσα στο λαό.   184:3.13 (1983.5) Already had the full Sanhedrin agreed that Jesus was guilty of death-deserving transgressions of the Jewish laws, but they were now more concerned with developing charges regarding his conduct and teachings which would justify Pilate in pronouncing the death sentence upon their prisoner. They knew that they must secure the consent of the Roman governor before Jesus could legally be put to death. And Annas was minded to proceed along the line of making it appear that Jesus was a dangerous teacher to be abroad among the people.
184:3.14 (1983.6) Ο Καϊάφας όμως δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει το θέαμα του Κυρίου που στεκόταν εκεί σε τέλεια ηρεμία και αδιατάρακτη σιωπή. Σκέφτηκε πως γνώριζε τουλάχιστον ένα τρόπο με τον οποίο ο κατάδικος θα πειθόταν να μιλήσει. Συνεπώς, όρμηξε προς το μέρος του Ιησού και, κουνώντας απειλητικά το δάκτυλό του στο πρόσωπο του Κυρίου, είπε: «Σ’ εξορκίζω στο όνομα του ζωντανού Θεού, να μας πεις αν είσαι ο Λυτρωτής, ο Γιος του Θεού». Ο Ιησούς απάντησε στον Καϊάφα: «Είμαι. Σύντομα θα πάω στον Πατέρα, και χωρίς καθυστέρηση ο Γιος του Ανθρώπου θα ενδυθεί με δύναμη και θα βασιλεύσει πάλι πάνω στα ουράνια πνεύματα».   184:3.14 (1983.6) But Caiaphas could not longer endure the sight of the Master standing there in perfect composure and unbroken silence. He thought he knew at least one way in which the prisoner might be induced to speak. Accordingly, he rushed over to the side of Jesus and, shaking his accusing finger in the Master’s face, said: “I adjure you, in the name of the living God, that you tell us whether you are the Deliverer, the Son of God.” Jesus answered Caiaphas: “I am. Soon I go to the Father, and presently shall the Son of Man be clothed with power and once more reign over the hosts of heaven.”
184:3.15 (1983.7) Όταν ο αρχιερέας άκουσε τον Ιησού να εκστομίζει αυτά τα λόγια, θύμωσε υπερβολικά και ξεσκίζοντας τα ρούχα του, αναφώνησε: «Τι ανάγκη περαιτέρω έχουμε από μάρτυρες; Προσέξτε, τώρα μόλις ακούσατε όλοι τη βλασφημία του ανθρώπου αυτού. Τι σκέφτεστε ότι πρέπει να γίνει με αυτό τον παραβάτη και βλάσφημο;». Και όλοι αποκρίθηκαν ομόφωνα, «Του αξίζει ο θάνατος, να σταυρωθεί».   184:3.15 (1983.7) When the high priest heard Jesus utter these words, he was exceedingly angry, and rending his outer garments, he exclaimed: “What further need have we of witnesses? Behold, now have you all heard this man’s blasphemy. What do you now think should be done with this lawbreaker and blasphemer?” And they all answered in unison, “He is worthy of death; let him be crucified.”
184:3.16 (1983.8) Ο Ιησούς δεν έδειξε ενδιαφέρον για καμία ερώτηση που του έγινε όταν ήταν ενώπιον του Άννα ή των υπολοίπων μελών του Σανχεντρίν εκτός από την ερώτηση τη σχετική με την αποστολή του. Όταν ρωτήθηκε αν ήταν ο Γιος του Θεού, αμέσως και χωρίς αμφιβολία απάντησε καταφατικά.   184:3.16 (1983.8) Jesus manifested no interest in any question asked him when before Annas or the Sanhedrists except the one question relative to his bestowal mission. When asked if he were the Son of God, he instantly and unequivocally answered in the affirmative.
184:3.17 (1983.9) Ο Άννας επιθυμούσε να προχωρήσει η δίκη παρακάτω, και να διατυπωθούν καθοριστικές κατηγορίες σχετικά με τη σχέση του Ιησού προς το Ρωμαϊκό νόμο και τους Ρωμαϊκούς θεσμούς για να παρουσιαστεί στη συνέχεια στον Πιλάτο. Οι σύνεδροι ανυπομονούσαν να τελειώνουν γρήγορα με την υπόθεση, όχι μόνο επειδή ήταν η προπαρασκευαστική μέρα για το Πάσχα και δεν έπρεπε να γίνεται καμία κοσμική εργασία μετά το μεσημέρι, αλλά επίσης επειδή φοβόντουσαν ότι ο Πιλάτος θα επέστρεφε στη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Ιουδαίας, την Καισάρεια, αφού βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ μόνο για το γιορτασμό του Πάσχα.   184:3.17 (1983.9) Annas desired that the trial proceed further, and that charges of a definite nature regarding Jesus’ relation to the Roman law and Roman institutions be formulated for subsequent presentation to Pilate. The councilors were anxious to carry these matters to a speedy termination, not only because it was the preparation day for the Passover and no secular work should be done after noon, but also because they feared Pilate might any time return to the Roman capital of Judea, Caesarea, since he was in Jerusalem only for the Passover celebration.
184:3.18 (1983.10) Ο Άννας όμως δεν κατόρθωσε να κρατήσει τον έλεγχο στο δικαστήριο. Μετά την τόσο απροσδόκητη απάντηση του Ιησού στον Καϊάφα, ο αρχιερέας, κατευθύνθηκε προς αυτόν και τον κτύπησε στο πρόσωπο με το χέρι του. Ο Άννας σοκαρίστηκε αληθινά όταν τα άλλα μέλη του δικαστηρίου, βγαίνοντας από το δωμάτιο, έφτυσαν τον Ιησού στο πρόσωπο και πολλοί τον χαστούκισαν χλευαστικά με τις παλάμες τους. Και έτσι με αταξία και τόσο εξωφρενική αναταραχή έληξε η πρώτη συνεδρίαση της δίκης του Ιησού από το Σανχεντρίν, στις τέσσερις και μισή.   184:3.18 (1983.10) But Annas did not succeed in keeping control of the court. After Jesus had so unexpectedly answered Caiaphas, the high priest stepped forward and smote him in the face with his hand. Annas was truly shocked as the other members of the court, in passing out of the room, spit in Jesus’ face, and many of them mockingly slapped him with the palms of their hands. And thus in disorder and with such unheard-of confusion this first session of the Sanhedrist trial of Jesus ended at half past four o’clock.
184:3.19 (1984.1) Τριάντα προκατειλημμένοι και τυφλωμένοι από την παράδοση ψεύτικοι δικαστές, με ψευδομάρτυρες, τολμούν να δικάσουν το δίκαιο Δημιουργό του σύμπαντος. Και οι παθιασμένοι αυτοί κατήγοροι εξοργίστηκαν από τη μεγαλειώδη σιωπή και την έξοχη συμπεριφορά του Θεανθρώπου. Η σιωπή του είναι φοβερή να την υπομείνεις. Ο λόγος του είναι άφοβα ανυπάκουος. Είναι ασυγκίνητος από τις απειλές τους και ατρόμητος στις επιθέσεις τους. Ο άνθρωπος φέρνει σε δίκη το Θεό, αλλά ακόμα και τότε αυτός τους αγαπάει και θα τους έσωζε αν μπορούσε.   184:3.19 (1984.1) Thirty prejudiced and tradition-blinded false judges, with their false witnesses, are presuming to sit in judgment on the righteous Creator of a universe. And these impassioned accusers are exasperated by the majestic silence and superb bearing of this God-man. His silence is terrible to endure; his speech is fearlessly defiant. He is unmoved by their threats and undaunted by their assaults. Man sits in judgment on God, but even then he loves them and would save them if he could.
4. Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗΣ ^top   4. The Hour of Humiliation ^top
184:4.1 (1984.2) Ο Ιουδαϊκός νόμος απαιτούσε, σε περίπτωση θανατικής καταδίκης, να υπάρχουν δυο συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Η δεύτερη συνεδρίαση θα συγκαλείτο την ημέρα που ακολουθούσε την πρώτη, και ο ενδιάμεσος χρόνος θα περνούσε με νηστεία και προσευχή των μελών του δικαστηρίου. Οι άνδρες αυτοί όμως δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι την επομένη για την επικύρωση της απόφασής τους, ότι ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει. Περίμεναν μόνο μια ώρα. Εν τω μεταξύ ο Ιησούς αφέθηκε στην αίθουσα των ακροάσεων με τη συνοδεία των φρουρών του ναού, οι οποίοι, με τους υπηρέτες του αρχιερέα, διασκέδαζαν ξεστομίζοντας κάθε είδους προσβολή στο Γιο του ανθρώπου. Τον κορόιδευαν, τον έφτυναν και τον γρονθοκοπούσαν ανελέητα. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο με μια ράβδο και μετά έλεγαν, «Προφήτεψε σε μας, εσύ ο Λυτρωτής, ποιος σε χτύπησε». Και έτσι συνέχιζαν επί μία γεμάτη ώρα, βρίζοντας και εξευτελίζοντας αυτόν τον μη ανθιστάμενο άνθρωπο από τη Γαλιλαία.   184:4.1 (1984.2) The Jewish law required that, in the matter of passing the death sentence, there should be two sessions of the court. This second session was to be held on the day following the first, and the intervening time was to be spent in fasting and mourning by the members of the court. But these men could not await the next day for the confirmation of their decision that Jesus must die. They waited only one hour. In the meantime Jesus was left in the audience chamber in the custody of the temple guards, who, with the servants of the high priest, amused themselves by heaping every sort of indignity upon the Son of Man. They mocked him, spit upon him, and cruelly buffeted him. They would strike him in the face with a rod and then say, “Prophesy to us, you the Deliverer, who it was that struck you.” And thus they went on for one full hour, reviling and mistreating this unresisting man of Galilee.
184:4.2 (1984.3) Όλη αυτή την τραγική ώρα του πόνου και των εμπαιγμών ενώπιον των αμαθών και αναίσθητων φρουρών και υπηρετών, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος περίμενε μόνος κι έντρομος σ’ ένα διπλανό δωμάτιο. Όταν πρωτάρχισαν οι βρισιές, ο Ιησούς υπέδειξε στον Ιωάννη, με ένα νεύμα του κεφαλιού του, ότι έπρεπε να αποσυρθεί. Ο Κύριος γνώριζε καλά ότι, αν επέτρεπε στον απόστολό του να παραμείνει στο δωμάτιο και να παρευρεθεί σ’ αυτές τις προσβολές, θα είχε προκληθεί τόσο έντονο συναίσθημα προσβολής στον Ιωάννη και θα προκαλούσε ένα τέτοιο ξέσπασμα διαμαρτυρίας που πιθανόν να είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατό του.   184:4.2 (1984.3) During this tragic hour of suffering and mock trials before the ignorant and unfeeling guards and servants, John Zebedee waited in lonely terror in an adjoining room. When these abuses first started, Jesus indicated to John, by a nod of his head, that he should retire. The Master well knew that, if he permitted his apostle to remain in the room to witness these indignities, John’s resentment would be so aroused as to produce such an outbreak of protesting indignation as would probably result in his death.
184:4.3 (1984.4) Όλη αυτή την τρομακτική ώρα ο Ιησούς δεν έβγαλε λέξη. Σε αυτή την ευγενική και ευαίσθητη ψυχή του ανθρώπινου είδους, ενωμένη σε προσωπική συγγένεια με το Θεό όλου του σύμπαντος, δεν υπήρχε πιο πικρό τμήμα στο ποτήρι της ταπείνωσης από αυτή τη φοβερή ώρα στο έλεος των αγράμματων και ανελέητων φρουρών και υπηρετών, που είχαν ερεθιστεί με το να τον κακοποιούν κατά το παράδειγμα των μελών του υποτιθέμενου δικαστηρίου Σανχεντρίν.   184:4.3 (1984.4) Throughout this awful hour Jesus uttered no word. To this gentle and sensitive soul of humankind, joined in personality relationship with the God of all this universe, there was no more bitter portion of his cup of humiliation than this terrible hour at the mercy of these ignorant and cruel guards and servants, who had been stimulated to abuse him by the example of the members of this so-called Sanhedrist court.
184:4.4 (1984.5) Η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί πιθανόν να φανταστεί το ρίγος της αγανάκτησης που διαπερνούσε ένα τεράστιο σύμπαν ουρανίων δυνάμεων, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες του θεάματος του αγαπημένου τους Άρχοντα, που υποτασσόταν στο θέλημα των αδαών και παραπλανημένων δημιουργημάτων του, πάνω στη σκοτεινή από την αμαρτία σφαίρα της δύσμοιρης Ουράντια.   184:4.4 (1984.5) The human heart cannot possibly conceive of the shudder of indignation that swept out over a vast universe as the celestial intelligences witnessed this sight of their beloved Sovereign submitting himself to the will of his ignorant and misguided creatures on the sin-darkened sphere of unfortunate Urantia.
184:4.5 (1984.6) Ποιο είναι αυτό το ζωώδες γνώρισμα του ανθρώπου που τον οδηγεί να θέλει να προσβάλλει και να βιάζει σωματικά εκείνο που δεν μπορεί να φτάσει πνευματικά ή να πετύχει διανοητικά; Στον μισο-πολιτισμένο άνθρωπο παραφυλάει ακόμη μια μοχθηρή κτηνωδία που προσπαθεί να ξεσπάει πάνω σε εκείνους που είναι ανώτεροι σε γνώση και πνευματικά επιτεύγματα. Παρατηρείστε τη μοχθηρή τραχύτητα και την κτηνώδη θηριωδία των υποτιθέμενων πολιτισμένων ανθρώπων πώς αποκομίζουν ιδιαίτερη μορφή ζωώδους ευχαρίστησης από την επίθεση πάνω στο Γιο του Ανθρώπου που δεν έφερε αντίσταση. Καθώς αυτοί προσβάλλουν, σαρκάζουν και επιτίθενται με αγριότητα στον Ιησού, αυτός δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό του αλλά δεν ήταν ανυπεράσπιστος. Ο Ιησούς δεν ήταν νικημένος, σχεδόν ασυναγώνιστος κατά την υλική έννοια.   184:4.5 (1984.6) What is this trait of the animal in man which leads him to want to insult and physically assault that which he cannot spiritually attain or intellectually achieve? In the half-civilized man there still lurks an evil brutality which seeks to vent itself upon those who are superior in wisdom and spiritual attainment. Witness the evil coarseness and the brutal ferocity of these supposedly civilized men as they derived a certain form of animal pleasure from this physical attack upon the unresisting Son of Man. As these insults, taunts, and blows fell upon Jesus, he was undefending but not defenseless. Jesus was not vanquished, merely uncontending in the material sense.
184:4.6 (1985.1) Αυτά είναι τα λεπτά της μεγαλύτερης νίκης του Κυρίου σε όλη τη μακριά και γεμάτη γεγονότα σταδιοδρομία του σαν δημιουργού, υπερασπιστή και σωτήρα ενός ευρύτατου και εκτεταμένου σύμπαντος. Έχοντας ζήσει μέχρι τέλους τη ζωή του αποκαλυμμένου Θεού προς τον άνθρωπο, ο Ιησούς ανέλαβε να κάνει τώρα μια καινούργια και πρωτάκουστη αποκάλυψη του ανθρώπου προς το Θεό. Ο Ιησούς αποκαλύπτει τώρα στον κόσμο τον τελικό θρίαμβο πάνω σε όλους του φόβους απομόνωσης της προσωπικότητας του δημιουργήματος. Ο Γιος του ανθρώπου κατόρθωσε οριστικά να αναγνωριστεί σαν Γιος του Θεού. Ο Ιησούς δεν διστάζει να βεβαιώσει ότι αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Και με βάση το γεγονός και την αλήθεια αυτής της ύψιστης και ουράνιας εμπειρίας, παροτρύνει κάθε πιστό της βασιλείας να γίνει ένα με αυτόν, όπως αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Η ζωντανή εμπειρία στη θρησκεία του Ιησού γίνεται έτσι η σίγουρη και ασφαλής τεχνική απ’ όπου οι πνευματικά απομονωμένοι και κοσμικά μοναχικοί θνητοί της γης μπορούν να αποφύγουν την απομόνωση, με όλα τα συνεπακόλουθα αισθήματα του φόβου και της αδυναμίας. Στην αδελφική πραγματικότητα της βασιλείας των ουρανών τα πιστά παιδιά του Θεού βρίσκουν τελικά τη λύτρωση από την απομόνωση του εαυτού, προσωπική και πλανητική. Ο πιστός που γνωρίζει το Θεό βιώνει σταδιακά την έκσταση και το μεγαλείο της πνευματικής κοινωνικοποίησης σε ένα σύμπαν με κλιμακωτά πολιτικά δικαιώματα στον ουρανό , σε συνδυασμό με την αιώνια πραγματικότητα του θεϊκού πεπρωμένου της επίτευξης της τελειότητας.   184:4.6 (1985.1) These are the moments of the Master’s greatest victories in all his long and eventful career as maker, upholder, and savior of a vast and far-flung universe. Having lived to the full a life of revealing God to man, Jesus is now engaged in making a new and unprecedented revelation of man to God. Jesus is now revealing to the worlds the final triumph over all fears of creature personality isolation. The Son of Man has finally achieved the realization of identity as the Son of God. Jesus does not hesitate to assert that he and the Father are one; and on the basis of the fact and truth of that supreme and supernal experience, he admonishes every kingdom believer to become one with him even as he and his Father are one. The living experience in the religion of Jesus thus becomes the sure and certain technique whereby the spiritually isolated and cosmically lonely mortals of earth are enabled to escape personality isolation, with all its consequences of fear and associated feelings of helplessness. In the fraternal realities of the kingdom of heaven the faith sons of God find final deliverance from the isolation of the self, both personal and planetary. The God-knowing believer increasingly experiences the ecstasy and grandeur of spiritual socialization on a universe scale—citizenship on high in association with the eternal realization of the divine destiny of perfection attainment.
5. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ^top   5. The Second Meeting of the Court ^top
184:5.1 (1985.2) Στις πεντέμισι το δικαστήριο συνεκλήθη εκ νέου, και ο Ιησούς οδηγήθηκε στο παρακείμενο δωμάτιο, όπου περίμενε ο Ιωάννης. Εδώ οι Ρωμαίοι στρατιώτες και οι φρουροί του ναού φύλαγαν τον Ιησού ενώ το δικαστήριο άρχισε τη διατύπωση των κατηγοριών που θα υποβαλλόντουσαν στον Πιλάτο. Ο Ιούδας ήταν παρών κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύσκεψης του δικαστηρίου, αλλά δεν κατέθεσε.   184:5.1 (1985.2) At five-thirty o’clock the court reassembled, and Jesus was led into the adjoining room, where John was waiting. Here the Roman soldier and the temple guards watched over Jesus while the court began the formulation of the charges which were to be presented to Pilate. Annas made it clear to his associates that the charge of blasphemy would carry no weight with Pilate. Judas was present during this second meeting of the court, but he gave no testimony.
184:5.2 (1985.3) Η συνεδρίαση αυτή του δικαστηρίου διήρκεσε μόνο μισή ώρα, και όταν διέκοψαν για να παραστούν ενώπιον του Πιλάτου, είχαν εκδώσει το κατηγορητήριο του Ιησού, ότι ήταν ένοχος θανάτου, αποτελούμενο από τρία κύρια σημεία:   184:5.2 (1985.3) This session of the court lasted only a half hour, and when they adjourned to go before Pilate, they had drawn up the indictment of Jesus, as being worthy of death, under three heads:
184:5.3 (1985.4) 1. Ήταν διαφθορέας του Ιουδαϊκού έθνους. Εξαπατούσε το λαό και τους υποκινούσε σε επανάσταση.   184:5.3 (1985.4) 1. That he was a perverter of the Jewish nation; he deceived the people and incited them to rebellion.
184:5.4 (1985.5) 2. Δίδασκε το λαό να αρνείται να πληρώνει φόρο στον Καίσαρα.   184:5.4 (1985.5) 2. That he taught the people to refuse to pay tribute to Caesar.
184:5.5 (1985.6) 3. Με το να ισχυρίζεται ότι ήταν βασιλιάς και ιδρυτής ενός νέου είδους βασιλείας, υποκινούσε την προδοσία στο πρόσωπο του αυτοκράτορα.   184:5.5 (1985.6) 3. That, by claiming to be a king and the founder of a new sort of kingdom, he incited treason against the emperor.
184:5.6 (1985.7) Η όλη διαδικασία ήταν παράτυπη και εντελώς αντίθετη προς τους Ιουδαϊκούς νόμους. Δυο μάρτυρες δεν συμφώνησαν σε κανένα ζήτημα εκτός από εκείνους που κατέθεσαν σχετικά με την αναφορά του Ιησού για την καταστροφή του ναού και την ανακατασκευή του σε τρεις μέρες. Και ακόμα, αναφορικά με εκείνο το θέμα, κανένας μάρτυρας δεν υπήρξε υπεράσπιση, και ούτε ο Ιησούς ζήτησε να εξηγήσει το προτιθέμενο νόημα.   184:5.6 (1985.7) This entire procedure was irregular and wholly contrary to the Jewish laws. No two witnesses had agreed on any matter except those who testified regarding Jesus’ statement about destroying the temple and raising it again in three days. And even concerning that point, no witnesses spoke for the defense, and neither was Jesus asked to explain his intended meaning.
184:5.7 (1985.8) Το μόνο σημείο, για το οποίο το δικαστήριο τον καταδίκασε, ήταν η βλασφημία, και αυτό εναπέκειτο εξ ολοκλήρου στην κατάθεση του δικαστηρίου. Ακόμα και σε σχέση με τη βλασφημία, δεν κατόρθωσαν να πάρουν μια επίσημη ψήφο για την καταδίκη σε θάνατο.   184:5.7 (1985.8) The only point the court could have consistently judged him on was that of blasphemy, and that would have rested entirely on his own testimony. Even concerning blasphemy, they failed to cast a formal ballot for the death sentence.
184:5.8 (1985.9) Και τώρα τόλμησαν να διατυπώσουν τρεις κατηγορίες, με τις οποίες θα παρουσιαζόντουσαν ενώπιον του Πιλάτου, για τις οποίες δεν είχε καταθέσει κανένας μάρτυρας και οι οποίες συμφωνήθηκαν, ενώ ο κατηγορούμενος φυλακισμένος ήταν απών. Όταν έγινε αυτό, τρεις από τους Φαρισαίους αποχώρησαν. Ήθελαν να δουν τον Ιησού να πεθαίνει, αλλά δεν ήθελαν να διατυπώσουν κατηγορίες εναντίον του χωρίς μάρτυρες και εν τη απουσία του.   184:5.8 (1985.9) And now they presumed to formulate three charges, with which to go before Pilate, on which no witnesses had been heard, and which were agreed upon while the accused prisoner was absent. When this was done, three of the Pharisees took their leave; they wanted to see Jesus destroyed, but they would not formulate charges against him without witnesses and in his absence.
184:5.9 (1986.1) Ο Ιησούς δεν παρουσιάστηκε ξανά ενώπιον του δικαστηρίου Σανχεντρίν. Δεν ήθελαν να κοιτάξουν ξανά το πρόσωπό του καθώς καταδίκαζαν την αθώα ζωή του. Ο Ιησούς δεν γνώριζε (σαν άνθρωπος) τις επίσημες κατηγορίες τους έως ότου τις άκουσε να τις εκφωνεί ο Πιλάτος.   184:5.9 (1986.1) Jesus did not again appear before the Sanhedrist court. They did not want again to look upon his face as they sat in judgment upon his innocent life. Jesus did not know (as a man) of their formal charges until he heard them recited by Pilate.
184:5.10 (1986.2) Ενώ ο Ιησούς βρισκόταν στο δωμάτιο με τον Ιωάννη και τους φρουρούς, και ενώ το δικαστήριο βρισκόταν στη δεύτερη συνεδρία του, μερικές γυναίκες από το παλάτι του αρχιερέα, μαζί με τους φίλους τους, ήρθαν για να δουν τον παράξενο κατάδικο, και μια από αυτές τον ρώτησε, «Είσαι ο Μεσσίας, ο Γιος του Θεού;». Και ο Ιησούς απάντησε: «Αν σας πω δεν θα με πιστέψετε και αν σας ρωτήσω δεν θα απαντήσετε».   184:5.10 (1986.2) While Jesus was in the room with John and the guards, and while the court was in its second session, some of the women about the high priest’s palace, together with their friends, came to look upon the strange prisoner, and one of them asked him, “Are you the Messiah, the Son of God?” And Jesus answered: “If I tell you, you will not believe me; and if I ask you, you will not answer.”
184:5.11 (1986.3) Στις έξι εκείνο το πρωί ο Ιησούς οδηγήθηκε από το σπίτι του Καϊάφα για να παρουσιαστεί ενώπιον του Πιλάτου για επιβεβαίωση της θανατικής καταδίκης την οποία το δικαστικό σώμα των Σανχεντρίν είχε τόσο άδικα και παράνομα αποφασίσει.   184:5.11 (1986.3) At six o’clock that morning Jesus was led forth from the home of Caiaphas to appear before Pilate for confirmation of the sentence of death which this Sanhedrist court had so unjustly and irregularly decreed.