Εγγραφο 139   Paper 139
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ   The Twelve Apostles
139:0.1 (1548.1) Μια εύγλωττη μαρτυρία για την γοητεία και την δικαιοσύνη της γήινης ζωής του Ιησού, αν και πολλές φορές σύντριψε σε κομμάτια τις ελπίδες των αποστόλων του και κατάστρεψε κάθε τους φιλοδοξία για προσωπική εξύψωση, ήταν ότι μόνο ένας τον εγκατέλειψε.   139:0.1 (1548.1) IT IS an eloquent testimony to the charm and righteousness of Jesus’ earth life that, although he repeatedly dashed to pieces the hopes of his apostles and tore to shreds their every ambition for personal exaltation, only one deserted him.
139:0.2 (1548.2) Οι απόστολοι έμαθαν από τον Ιησού για την βασιλεία των ουρανών, και ο Ιησούς έμαθε πολλά από αυτούς για το βασίλειο των ανθρώπων, την ανθρώπινη φύση όπως ζει στην Ουράντια και στους άλλους εξελισσόμενους κόσμους του χρόνου και του χώρου. Αυτοί οι δώδεκα άνθρωποι αντιπροσώπευαν πολλούς διαφορετικούς τύπους ανθρώπινων ιδιοσυγκρασιών, και δεν είχαν εξομοιωθεί από το σχολείο. Πολλοί από αυτούς τους Γαλιλαίους αλιείς είχαν αρκετό μη Εβραϊκό αίμα εξαιτίας της βίαιης επιβολής του Εβραϊσμού στον αλλόθρησκο πληθυσμό της Γαλιλαίας πριν από εκατό χρόνια.   139:0.2 (1548.2) The apostles learned from Jesus about the kingdom of heaven, and Jesus learned much from them about the kingdom of men, human nature as it lives on Urantia and on the other evolutionary worlds of time and space. These twelve men represented many different types of human temperament, and they had not been made alike by schooling. Many of these Galilean fishermen carried heavy strains of gentile blood as a result of the forcible conversion of the gentile population of Galilee one hundred years previously.
139:0.3 (1548.3) Μην κάνετε το λάθος να θεωρείτε ότι οι απόστολοι ήταν εντελώς αδαείς και αμαθείς. Όλοι τους, εκτός από τους διδύμους του Αλφαίου, είχαν αποφοιτήσει από τα σχολεία των συναγωγών, είχαν εκπαιδευτεί σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές και σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις εκείνης της εποχής. Επτά ήταν απόφοιτοι των σχολείων της συναγωγής της Καπερναούμ, και δεν υπήρχαν καλύτερα Ιουδαϊκά σχολεία σε όλη την Γαλιλαία.   139:0.3 (1548.3) Do not make the mistake of regarding the apostles as being altogether ignorant and unlearned. All of them, except the Alpheus twins, were graduates of the synagogue schools, having been thoroughly trained in the Hebrew scriptures and in much of the current knowledge of that day. Seven were graduates of the Capernaum synagogue schools, and there were no better Jewish schools in all Galilee.
139:0.4 (1548.4) Όταν τα αρχεία σας αναφέρονται σε αυτούς τους αγγελιαφόρους του βασιλείου σαν «αδαείς και αμαθείς», είναι γιατί θέλουν να μεταφέρουν την ιδέα ότι ήταν μη ειδικοί, αμαθείς όσον αφορά τις συνήθειες των ραββίνων και ανεκπαίδευτοι στις μεθόδους της ραββινικής ερμηνεία των Γραφών. Τους έλειπε η αποκαλούμενη ανώτερη εκπαίδευση. Στην σύγχρονη εποχή σίγουρα θα τους θεωρούσαν αμόρφωτους, και σε μερικούς κοινωνικούς κύκλους ίσως ακόμα και απολίτιστους. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Όλοι τους δεν είχαν περάσει από το ίδιο αυστηρό και στερεότυπο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Από την εφηβεία και μετά είχαν βιώσει ξεχωριστές εμπειρίες για την μάθηση της ζωής.   139:0.4 (1548.4) When your records refer to these messengers of the kingdom as being “ignorant and unlearned,” it was intended to convey the idea that they were laymen, unlearned in the lore of the rabbis and untrained in the methods of rabbinical interpretation of the Scriptures. They were lacking in so-called higher education. In modern times they would certainly be considered uneducated, and in some circles of society even uncultured. One thing is certain: They had not all been put through the same rigid and stereotyped educational curriculum. From adolescence on they had enjoyed separate experiences of learning how to live.
1. Ο ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ ^top   1. Andrew, the First Chosen ^top
139:1.1 (1548.5) Ο Ανδρέας, ο πρόεδρος του αποστολικού σώματος του βασιλείου, γεννήθηκε στην Καπερναούμ. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί σε μια οικογένεια πέντε παιδιών—ο ίδιος, ο αδερφός του ο Σϊμωνας, και οι τρεις αδερφές τους. Ο πατέρας του, τώρα νεκρός, ήταν συνεταίρος του Ζεβεδαίου στην επιχείρηση αποξήρανσης ψαριών στην Βηθσαϊδά, το αλιευτικό λιμάνι της Καπερναούμ. Όταν έγινε απόστολος, ο Ανδρέας ήταν ανύπαντρος αλλά έμενε με τον παντρεμένο αδερφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Και οι δύο ήταν ψαράδες και συνεταίροι του Ιάκωβου και του Ιωάννη των υιών του Ζεβεδαίου.   139:1.1 (1548.5) Andrew, chairman of the apostolic corps of the kingdom, was born in Capernaum. He was the oldest child in a family of five—himself, his brother Simon, and three sisters. His father, now dead, had been a partner of Zebedee in the fish-drying business at Bethsaida, the fishing harbor of Capernaum. When he became an apostle, Andrew was unmarried but made his home with his married brother, Simon Peter. Both were fishermen and partners of James and John the sons of Zebedee.
139:1.2 (1548.6) Το 26 μ.Χ. την χρονιά που επιλέχτηκε για απόστολος, ο Ανδρέας ήταν 33, έναν ολόκληρο χρόνο μεγαλύτερος από τον Ιησού και ο μεγαλύτερος από τους αποστόλους. Προερχόταν από μια θαυμάσια γενιά προγόνων και ήταν ο ικανότερος από τους δώδεκα. Εκτός από την ρητορική ικανότητα σε όλες τις άλλες ικανότητες ήταν άφταστος ανάμεσα στους συντρόφους του. Ο Ιησούς δεν έδωσε ποτέ παρατσούκλι στον Ανδρέα, ούτε καμία συντροφική ονομασία. Αλλά όπως οι απόστολοι αποκαλούσαν τον Ιησού Κύριο, έτσι έδωσαν και στον Ανδρέα μια ονομασία ισοδύναμη με το Αρχηγός.   139:1.2 (1548.6) In a.d. 26, the year he was chosen as an apostle, Andrew was 33, a full year older than Jesus and the oldest of the apostles. He sprang from an excellent line of ancestors and was the ablest man of the twelve. Excepting oratory, he was the peer of his associates in almost every imaginable ability. Jesus never gave Andrew a nickname, a fraternal designation. But even as the apostles soon began to call Jesus Master, so they also designated Andrew by a term the equivalent of Chief.
139:1.3 (1549.1) Ο Ανδρέας ήταν καλός οργανωτής αλλά ακόμα καλύτερος διαχειριστής. Ήταν ένας από των εσωτερικό κύκλο των τεσσάρων αποστόλων, αλλά ο διορισμός του από τον Ιησού σαν αρχηγός της αποστολικής ομάδας τον υποχρέωνε να παραμένει στο καθήκον με τους αδερφούς του ενώ οι άλλοι απολάμβαναν πολύ στενή επικοινωνία με τον Κύριο. Μέχρι το τέλος ο Ανδρέας παρέμεινε ο πρωτοπρεσβύτερος του αποστολικού σώματος.   139:1.3 (1549.1) Andrew was a good organizer but a better administrator. He was one of the inner circle of four apostles, but his appointment by Jesus as the head of the apostolic group made it necessary for him to remain on duty with his brethren while the other three enjoyed very close communion with the Master. To the very end Andrew remained dean of the apostolic corps.
139:1.4 (1549.2) Αν και ο Ανδρέας ποτέ δεν ήταν δεινός κήρυκας, ήταν ικανός προσωπικός εργάτης, και αφού ήταν ο πρωτοπόρος ιεραπόστολος του βασιλείου στο ότι, σαν πρωτόκλητος απόστολος, έφερε άμεσα στον Ιησού τον αδερφό του τον Σίμωνα, που έπειτα έγινε ένας από τους μεγαλύτερους κήρυκες του βασιλείου. Ο Ανδρέας ήταν ο κύριος υποστηρικτής του Ιησού στην πολιτική του αξιοποίησης του προγράμματος του προσωπικού έργου σαν μέσο εκπαίδευσης των δώδεκα για αγγελιαφόρους του βασιλείου.   139:1.4 (1549.2) Although Andrew was never an effective preacher, he was an efficient personal worker, being the pioneer missionary of the kingdom in that, as the first chosen apostle, he immediately brought to Jesus his brother, Simon, who subsequently became one of the greatest preachers of the kingdom. Andrew was the chief supporter of Jesus’ policy of utilizing the program of personal work as a means of training the twelve as messengers of the kingdom.
139:1.5 (1549.3) Είτε ο Ιησούς δίδασκε ιδιωτικά τους αποστόλους ή κήρυσσε στο πλήθος, ο Ανδρέας συνήθως γνώριζε τι συνέβαινε¨ ήταν ένα εκτελεστικό στέλεχος όλο κατανόηση και ένας ικανός διαχειριστής. Είχε μια έτοιμη απόφαση για κάθε θέμα που του αναφερόταν εκτός και αν το πρόβλημα δεν ήταν στην δικαιοδοσία του, οπότε πήγαινε κατευθείαν στον Ιησού.   139:1.5 (1549.3) Whether Jesus privately taught the apostles or preached to the multitude, Andrew was usually conversant with what was going on; he was an understanding executive and an efficient administrator. He rendered a prompt decision on every matter brought to his notice unless he deemed the problem one beyond the domain of his authority, in which event he would take it straight to Jesus.
139:1.6 (1549.4) Ο Ανδρέας και ο Πέτρος ήταν πολύ ανόμοιοι στον χαρακτήρα και στην ιδιοσυγκρασία, αλλά θα πρέπει να καταγραφεί μια για πάντα ότι ήταν υπέρ τους γιατί τα πήγαιναν περίφημα μεταξύ τους. Ο Ανδρέας δεν ζήλευε ποτέ την ρητορική ικανότητα του Πέτρου. Δεν βρίσκεται συχνά μεγαλύτερος αδερφός στον τύπο του Ανδρέα που να ασκεί τόσο σημαντική επιρροή σε έναν μικρότερο και ταλαντούχο αδερφό. Ο Ανδρέας και ο Πέτρος ποτέ δεν φαινόταν να ζηλεύουν ούτε στο ελάχιστο ο ένας τις ικανότητες και τα επιτεύγματα του άλλου. Αργά το βράδυ την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν, μέσα από το ενθουσιώδες και γεμάτο έμπνευση κήρυγμα του Πέτρου, δύο χιλιάδες ψυχές προστέθηκαν στο βασίλειο, ο Ανδρέας είπε στον αδερφό του: «Εγώ δεν θα μπορούσαν να το κάνω αυτό, αλλά χαίρομαι που έχω έναν αδερφό που μπορεί.» Και ο Πέτρος απάντησε: «Αλλά αν δεν ήσουν εσύ να με φέρεις στον Κύριο και με την σταθερότητά σου να με κρατήσεις σε αυτόν, δεν θα ήμουν εδώ τώρα να κάνω αυτό.» Ο Ανδρέας και ο Πέτρος ήταν οι εξαιρέσεις στον κανόνα, και απέδειξαν ότι ακόμα και τα αδέρφια μπορούν να ζήσουν μαζί ειρηνικά και να δουλεύουν μαζί αποτελεσματικά.   139:1.6 (1549.4) Andrew and Peter were very unlike in character and temperament, but it must be recorded everlastingly to their credit that they got along together splendidly. Andrew was never jealous of Peter’s oratorical ability. Not often will an older man of Andrew’s type be observed exerting such a profound influence over a younger and talented brother. Andrew and Peter never seemed to be in the least jealous of each other’s abilities or achievements. Late on the evening of the day of Pentecost, when, largely through the energetic and inspiring preaching of Peter, two thousand souls were added to the kingdom, Andrew said to his brother: “I could not do that, but I am glad I have a brother who could.” To which Peter replied: “And but for your bringing me to the Master and by your steadfastness keeping me with him, I should not have been here to do this.” Andrew and Peter were the exceptions to the rule, proving that even brothers can live together peaceably and work together effectively.
139:1.7 (1549.5) Μετά την Πεντηκοστή ο Πέτρος ήταν διάσημος, αλλά ποτέ δεν ενόχλησε τον μεγαλύτερο Ανδρέα όλη την υπόλοιπη ζωή του να τον συστήνουν σαν τον «αδερφό του Σίμωνα Πέτρου.»   139:1.7 (1549.5) After Pentecost Peter was famous, but it never irritated the older Andrew to spend the rest of his life being introduced as “Simon Peter’s brother.”
139:1.8 (1549.6) Από όλους τους αποστόλους, ο Ανδρέας ήξερε να κρίνει καλύτερα τους ανθρώπους του. Γνώριζε ότι πρόβλημα σιγόβραζε στην καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτη ακόμα και όταν κανένας από τους άλλους δεν υποπτευόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ταμία τους¨ αλλά δεν είπε σε κανέναν για τους φόβους του. Η σπουδαία υπηρεσία του Ανδρέα στο βασίλειο ήταν στο να συμβουλεύει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο, και τον Ιωάννη για την επιλογή των πρώτων ιεραποστόλων που θα πήγαιναν να κηρύξουν το ευαγγέλιο, καθώς και οι συμβουλές του σε αυτούς τους πρώτους ηγέτες για την οργάνωση και την διαχείριση των υποθέσεων του βασιλείου. Ο Ανδρέας είχε ένα μεγάλο χάρισμα στο να ανακαλύπτει τα κρυφά χαρίσματα και ταλέντα των νέων ανθρώπων.   139:1.8 (1549.6) Of all the apostles, Andrew was the best judge of men. He knew that trouble was brewing in the heart of Judas Iscariot even when none of the others suspected that anything was wrong with their treasurer; but he told none of them his fears. Andrew’s great service to the kingdom was in advising Peter, James, and John concerning the choice of the first missionaries who were sent out to proclaim the gospel, and also in counseling these early leaders about the organization of the administrative affairs of the kingdom. Andrew had a great gift for discovering the hidden resources and latent talents of young people.
139:1.9 (1549.7) Πολύ σύντομα μετά την ανάληψη του Ιησού, ο Ανδρέας άρχισε να γράφει ένα προσωπικό αρχείο με πολλές από τις ρήσεις και πράξεις του Κυρίου του που είχε πια φύγει. Μετά από τον θάνατο του Ανδρέα φτιάχτηκαν και άλλα αντίγραφα από αυτό το ιδιωτικό αρχείο και κυκλοφορούσαν ελεύθερα ανάμεσα στους πρώτους δασκάλους της Χριστιανικής εκκλησίας. Αυτές οι ανεπίσημες σημειώσεις του Ανδρέα αργότερα εκδόθηκαν, μετατράπηκαν, τους έγιναν προσθήκες, μέχρι που έγιναν μια αρκετά συνεχής διήγηση για την επίγεια ζωή του Κυρίου. Το τελευταίο από αυτά τα τροποποιημένα και συμπληρωμένα αντίγραφα καταστράφηκε από την φωτιά της Αλεξάνδρειας περίπου εκατό χρόνια μετά την γραφή του πρωτότυπου από τον πρωτόκλητο των δώδεκα αποστόλων.   139:1.9 (1549.7) Very soon after Jesus’ ascension on high, Andrew began the writing of a personal record of many of the sayings and doings of his departed Master. After Andrew’s death other copies of this private record were made and circulated freely among the early teachers of the Christian church. These informal notes of Andrew’s were subsequently edited, amended, altered, and added to until they made up a fairly consecutive narrative of the Master’s life on earth. The last of these few altered and amended copies was destroyed by fire at Alexandria about one hundred years after the original was written by the first chosen of the twelve apostles.
139:1.10 (1550.1) Ο Ανδρέας είχε διορατικότητα, καθαρό μυαλό, λογική σκέψη, και σταθερές αποφάσεις, και η μεγαλύτερη δύναμη του χαρακτήρα του συνίστατο στην ασύγκριτη σταθερότητά του. Το ελάττωμα του χαρακτήρα του ήταν η έλλειψη ενθουσιασμού¨ πολλές φορές δεν κατάφερνε να ενθαρρύνει τους συντρόφους του με τις λογικές συστάσεις του και συμβουλές του. Και αυτή η επιφυλακτικότητά του στο να επαινεί τα άξια επιτεύγματα των φίλων του οφειλόταν στην απέχθειά του στην κολακεία και στην ανειλικρίνεια. Ο Ανδρέας ήταν ένας από εκείνους τους πολύπλευρους, ήρεμους, αυτοδημιούργητους, και πετυχημένους άνδρες του κόσμου.   139:1.10 (1550.1) Andrew was a man of clear insight, logical thought, and firm decision, whose great strength of character consisted in his superb stability. His temperamental handicap was his lack of enthusiasm; he many times failed to encourage his associates by judicious commendation. And this reticence to praise the worthy accomplishments of his friends grew out of his abhorrence of flattery and insincerity. Andrew was one of those all-round, even-tempered, self-made, and successful men of modest affairs.
139:1.11 (1550.2) Όλοι οι απόστολοι αγαπούσαν τον Ιησού, αλλά είναι αλήθεια ότι τον καθένα από τους δώδεκα τον έλκυε περισσότερο κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο Ανδρέας θαύμαζε τον Ιησού για την συνεπή του ειλικρίνεια, και την ανεπηρέαστη αξιοπρέπειά του. Όταν οι άνθρωποι γνώριζαν τον Ιησού, αισθανόντουσαν την ανάγκη να τον μοιραστούν με τους φίλους τους¨ πραγματικά ήθελαν να τον γνωρίσει όλος ο κόσμος.   139:1.11 (1550.2) Every one of the apostles loved Jesus, but it remains true that each of the twelve was drawn toward him because of some certain trait of personality which made a special appeal to the individual apostle. Andrew admired Jesus because of his consistent sincerity, his unaffected dignity. When men once knew Jesus, they were possessed with the urge to share him with their friends; they really wanted all the world to know him.
139:1.12 (1550.3) Όταν οι μεταγενέστερες διώξεις σκόρπισαν τους αποστόλους από την Ιερουσαλήμ, ο Ανδρέας ταξίδεψε μέσα από την Αρμενία, την Μικρά Ασία, και την Μακεδονία και, αφού έφερε πολλές χιλιάδες στο βασίλειο, τελικά συνελήφθη και σταυρώθηκε στην Πάτρα της Αχαϊας. Πέρασαν δύο ολόκληρες μέρες πριν τελικά εκπνεύσει στον σταυρό αυτός ο ρωμαλέος άνδρας, και όλες αυτές τις τραγικές ώρες συνέχιζε να διακηρύσσει δυναμικά τα χαρμόσυνα νέα της σωτηρίας του βασιλείου των ουρανών.   139:1.12 (1550.3) When the later persecutions finally scattered the apostles from Jerusalem, Andrew journeyed through Armenia, Asia Minor, and Macedonia and, after bringing many thousands into the kingdom, was finally apprehended and crucified in Patrae in Achaia. It was two full days before this robust man expired on the cross, and throughout these tragic hours he continued effectively to proclaim the glad tidings of the salvation of the kingdom of heaven.
2. Ο ΣΙΜΩΝΑΣ ΠΕΤΡΟΣ ^top   2. Simon Peter ^top
139:2.1 (1550.4) Όταν ο Σίμων έγινε μέλος της αποστολικής ομάδας, ήταν τριάντα χρονών. Ήταν παντρεμένος, είχε τρία παιδιά, και ζούσε στην Βηθσαϊδά, κοντά στην Καπερναούμ. Ο αδερφός του, ο Ανδρέας, και η μήτέρα της γυναίκας του ζούσαν μαζί του. Και ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν αλιείς συνεταίροι των γιων του Ζεβεδαίου.   139:2.1 (1550.4) When Simon joined the apostles, he was thirty years of age. He was married, had three children, and lived at Bethsaida, near Capernaum. His brother, Andrew, and his wife’s mother lived with him. Both Peter and Andrew were fisher partners of the sons of Zebedee.
139:2.2 (1550.5) Ο Κύριος γνώριζε τον Σίμωνα για κάμποσο καιρό πριν τον παρουσιάσει ο Ανδρέας για δεύτερο απόστολο. Όταν ο Ιησούς έδωσε στον Σίμωνα το όνομα Πέτρος, το έκανε με χαμόγελο¨ ήταν ένα είδος προσωνυμίας. Ο Σίμωνας ήταν πολύ γνωστός στους φίλους του σαν ένας ασταθής και παρορμητικός τύπος. Είναι αλήθεια ότι, αργότερα, ο Ιησούς προσέθεσε μια νέα και σημαντική σημασία σε αυτό το αρχικά ανάλαφρο παρατσούκλι.   139:2.2 (1550.5) The Master had known Simon for some time before Andrew presented him as the second of the apostles. When Jesus gave Simon the name Peter, he did it with a smile; it was to be a sort of nickname. Simon was well known to all his friends as an erratic and impulsive fellow. True, later on, Jesus did attach a new and significant import to this lightly bestowed nickname.
139:2.3 (1550.6) Ο Σίμωνας Πέτρος ήταν ένας άνθρωπος παρορμητικός, ένας αισιόδοξος. Είχε μεγαλώσει συνηθισμένος να αφήνεται να παρασύρεται από ισχυρά συναισθήματα¨ συνεχώς έμπλεκε σε δυσκολίες επειδή πάντα μιλούσε χωρίς να σκέφτεται. Αυτού του είδους η απερισκεψίες δημιουργούσαν και συνεχείς μπελάδες σε όλους τους φίλους του και τους συνεργάτες του και ήταν η αιτία που ο Κύριος τον επέπληττε ήπια πολλές φορές. Ο μόνος λόγος που ο Πέτρος δεν έμπλεκε σε περισσότερες φασαρίες εξαιτίας του άσκεφτου λόγου του ήταν που από νωρίς έμαθε να συζητά πολλά από τα σχέδιά του με τον αδερφό του τον Ανδρέα, πριν φτάσει στο να τα δημοσιοποιήσει.   139:2.3 (1550.6) Simon Peter was a man of impulse, an optimist. He had grown up permitting himself freely to indulge strong feelings; he was constantly getting into difficulties because he persisted in speaking without thinking. This sort of thoughtlessness also made incessant trouble for all of his friends and associates and was the cause of his receiving many mild rebukes from his Master. The only reason Peter did not get into more trouble because of his thoughtless speaking was that he very early learned to talk over many of his plans and schemes with his brother, Andrew, before he ventured to make public proposals.
139:2.4 (1550.7) Ο Πέτρος ήταν δεινός ρήτορας, εύγλωττος και παραστατικός. Ήταν ακόμα, από φύση του εμπνευσμένος ηγέτης ανθρώπων, είχε γρήγορη σκέψη αλλά όχι και βαθιά λογική. Ρωτούσε πολλές ερωτήσεις, περισσότερες από ότι όλοι οι άλλοι απόστολοι μαζί, και αν και οι περισσότερες από αυτές τις ερωτήσεις ήταν καλές και μέσα στο θέμα, πολλές ήταν απερίσκεπτες και ανόητες. Ο Πέτρος δεν διέθετε βαθύ νου, αλλά γνώριζε το μυαλό του αρκετά καλά. Ήταν λοιπόν ένας άνθρωπος γρήγορων αποφάσεων και αιφνίδιων πράξεων. Ενώ οι άλλοι κουβέντιαζαν έκπληκτοι βλέποντας τον Ιησού στην παραλία, ο Πέτρος πήδηξε στο νερό και κολύμπησε μέχρι την ακτή για να συναντήσει τον Κύριό του.   139:2.4 (1550.7) Peter was a fluent speaker, eloquent and dramatic. He was also a natural and inspirational leader of men, a quick thinker but not a deep reasoner. He asked many questions, more than all the apostles put together, and while the majority of these questions were good and relevant, many of them were thoughtless and foolish. Peter did not have a deep mind, but he knew his mind fairly well. He was therefore a man of quick decision and sudden action. While others talked in their astonishment at seeing Jesus on the beach, Peter jumped in and swam ashore to meet the Master.
139:2.5 (1551.1) Το χαρακτηριστικό που θαύμαζε περισσότερο ο Πέτρος στον Ιησού ήταν η μεγάλη του τρυφερότητα. Ο Πέτρος ποτέ δεν κουραζόταν να σκέφτεται την καρτερία του Ιησού. Ποτέ δεν ξέχασε το μάθημα για την συγχώρεση των παραβατών, όχι μόνο για επτά φορές αλλά για εβδομήντα επτά. Και σκεφτόταν πολύ τον όλο συγχώρεση χαρακτήρα του Κυρίου εκείνες τις μαύρες και θλιβερές μέρες αμέσως μετά την απερίσκεπτη και χωρίς πρόθεση άρνησή του για τον Ιησού, στην αυλή του ανώτατου ιερέα.   139:2.5 (1551.1) The one trait which Peter most admired in Jesus was his supernal tenderness. Peter never grew weary of contemplating Jesus’ forbearance. He never forgot the lesson about forgiving the wrongdoer, not only seven times but seventy times and seven. He thought much about these impressions of the Master’s forgiving character during those dark and dismal days immediately following his thoughtless and unintended denial of Jesus in the high priest’s courtyard.
139:2.6 (1551.2) Ο Σίμωνας Πέτρος ήταν απογοητευτικά ταλαντευόμενος¨ μπορούσε ξαφνικά να ταλαντευτεί από το ένα άκρο στο άλλο. Πρώτα αρνήθηκε να αφήσει τον Ιησού να του πλύνει τα πόδια και μετά, ακούγοντας την απάντηση του Κυρίου, ικέτευσε να πλυθεί ολόκληρος. Αλλά, παρόλα αυτά, ο Ιησούς γνώριζε ότι τα ελαττώματα του Πέτρου ήταν στο κεφάλι του και όχι στην καρδιά του. Ήταν ένας από τους πιο ανεξήγητους συνδυασμούς θάρρους και δειλίας που έζησαν ποτέ στην γη. Η μεγάλη δύναμη του χαρακτήρα του ήταν η πίστη και η φιλία. Ο Πέτρος αληθινά και ειλικρινά αγαπούσε τον Ιησού. Και παρά την απέραντη δύναμη της αφοσίωσης ήταν τόσο ασταθής και ασυνεπής που άφησε μια μικρή υπηρέτρια να τον παρασύρει στο να αρνηθεί τον Κύριο και Αφέντη του. Ο Πέτρος άντεχε τις διώξεις και όποια άλλη μορφή άμεσης επίθεσης, αλλά παράλυε και δείλιαζε μπροστά στην γελοιοποίηση. Ήταν ένας γενναίος στρατιώτης όταν αντιμετώπιζε μια επίθεση κατά μέτωπο, αλλά ζάρωνε από φόβο όταν αιφνιδιαζόταν από μια επίθεση από τα όπισθεν.   139:2.6 (1551.2) Simon Peter was distressingly vacillating; he would suddenly swing from one extreme to the other. First he refused to let Jesus wash his feet and then, on hearing the Master’s reply, begged to be washed all over. But, after all, Jesus knew that Peter’s faults were of the head and not of the heart. He was one of the most inexplicable combinations of courage and cowardice that ever lived on earth. His great strength of character was loyalty, friendship. Peter really and truly loved Jesus. And yet despite this towering strength of devotion he was so unstable and inconstant that he permitted a servant girl to tease him into denying his Lord and Master. Peter could withstand persecution and any other form of direct assault, but he withered and shrank before ridicule. He was a brave soldier when facing a frontal attack, but he was a fear-cringing coward when surprised with an assault from the rear.
139:2.7 (1551.3) Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος από τους αποστόλους που προχώρησε μπροστά για να υπερασπιστεί το έργο του Φιλίππου στους Σαμαρίτες και του Παύλου στους αλλόθρησκους¨ και όμως αργότερα στην Αντιόχεια έκανε πίσω όταν αντιμετώπισε κάποιους Ιουδαίους που τον κορόϊδευαν, και αποτραβήχτηκε προσωρινά από τους αλλόθρησκους μόνο και μόνο για να προκαλέσει την άφοβη καταγγελία του Παύλου.   139:2.7 (1551.3) Peter was the first of Jesus’ apostles to come forward to defend the work of Philip among the Samaritans and Paul among the gentiles; yet later on at Antioch he reversed himself when confronted by ridiculing Judaizers, temporarily withdrawing from the gentiles only to bring down upon his head the fearless denunciation of Paul.
139:2.8 (1551.4) Ήταν ο πρώτος από τους αποστόλους που παραδέχτηκε ανεπιφύλακτα την συνδυασμένη ανθρώπινη και θεϊκή φύση του Ιησού και ο πρώτος—εκτός από τον Ιούδα—που τον αρνήθηκε. Ο Πέτρος ήταν τόσο ονειροπόλος, αλλά δεν του άρεσε να κατεβαίνει από τα σύννεφα της έκστασης και του ενθουσιασμού στον πεζό κόσμο της πραγματικότητας.   139:2.8 (1551.4) He was the first one of the apostles to make wholehearted confession of Jesus’ combined humanity and divinity and the first—save Judas—to deny him. Peter was not so much of a dreamer, but he disliked to descend from the clouds of ecstasy and the enthusiasm of dramatic indulgence to the plain and matter-of-fact world of reality.
139:2.9 (1551.5) Ακολουθώντας τον Ιησού, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είτε οδηγούσε την πορεία ή ερχόταν με τους πίσω---«ακολουθούσε από μακριά.» Αλλά ήταν ο πιο σημαντικός κήρυκας και από τους δώδεκα΄΄ έκανε τα περισσότερα από οποιονδήποτε, εκτός από τον Παύλο, για να ιδρυθεί η βασιλεία των ουρανών και να σταλούν οι αγγελιαφόροι της στα πέρατα της γης μέσα σε μια γενιά.   139:2.9 (1551.5) In following Jesus, literally and figuratively, he was either leading the procession or else trailing behind—“following afar off.” But he was the outstanding preacher of the twelve; he did more than any other one man, aside from Paul, to establish the kingdom and send its messengers to the four corners of the earth in one generation.
139:2.10 (1551.6) Μετά τις επιπόλαιες αρνήσεις για τον Κύριο ξαναβρήκε τον εαυτό του, και με την όλο κατανόηση καθοδήγηση του Ανδρέα, πήγε πάλι στα αλιευτικά δίχτυα του ενώ οι απόστολοι περίμεναν για να δουν τι θα συμβεί μετά την σταύρωση. Όταν είχε πειστεί εντελώς ότι ο Ιησούς τον είχε συγχωρήσει και ήξερε ότι ήταν πάλι δεκτός στο ποίμνιο του Κυρίου, η φωτιά του βασιλείου έκαιγε με τόση δύναμη στην ψυχή του ώστε έγινε το μεγάλο και σωτήριο φως για χιλιάδες ανθρώπων που βρισκόντουσαν στο σκοτάδι.   139:2.10 (1551.6) After his rash denials of the Master he found himself, and with Andrew’s sympathetic and understanding guidance he again led the way back to the fish nets while the apostles tarried to find out what was to happen after the crucifixion. When he was fully assured that Jesus had forgiven him and knew he had been received back into the Master’s fold, the fires of the kingdom burned so brightly within his soul that he became a great and saving light to thousands who sat in darkness.
139:2.11 (1551.7) Αφού έφυγαν από την Ιερουσαλήμ και πριν γίνει ο Παύλος το ηγετικό πνεύμα ανάμεσα στις Χριστιανικές μη ιουδαϊκές εκκλησίες, ο Πέτρος ταξίδεψε πολύ, και επισκέφτηκε όλες τις εκκλησίες από την Βαβυλώνα μέχρι την Κόρινθο. Επισκέφτηκε ακόμα και πρόσφερε την βοήθειά του σε πολλές εκκλησίες από τις αυτές που είχαν ιδρυθεί από τον Παύλο. Παρόλο που ο Πέτρος και ο Παύλος διέφεραν πολύ στον χαρακτήρα και στην εκπαίδευση, ακόμα και στην θεολογία, δούλευαν μαζί αρμονικά για την ανέγερση των εκκλησιών τα μεταγενέστερα χρόνια τους.   139:2.11 (1551.7) After leaving Jerusalem and before Paul became the leading spirit among the gentile Christian churches, Peter traveled extensively, visiting all the churches from Babylon to Corinth. He even visited and ministered to many of the churches which had been raised up by Paul. Although Peter and Paul differed much in temperament and education, even in theology, they worked together harmoniously for the upbuilding of the churches during their later years.
139:2.12 (1552.1) Κάτι από το στυλ του Πέτρου και την διδασκαλία του φαίνεται στις ομιλίες που καταγράφτηκαν εν μέρει από τον Λουκά και στο ευαγγέλιο του Μάρκου. Το δυναμικό του στυλ φαίνεται καλύτερα στην επιστολή του την γνωστή σαν η Πρώτη Επιστολή του Πέτρου¨ τουλάχιστον αυτό ίσχυε πριν υποστεί αλλαγές μεταγενέστερα από κάποιον μαθητή του Παύλου.   139:2.12 (1552.1) Something of Peter’s style and teaching is shown in the sermons partially recorded by Luke and in the Gospel of Mark. His vigorous style was better shown in his letter known as the First Epistle of Peter; at least this was true before it was subsequently altered by a disciple of Paul.
139:2.13 (1552.2) Αλλά ο Πέτρος συνεχώς έκανε το λάθος να προσπαθεί να πείσει τους Εβραίους ότι ο Ιησούς ήταν, μετά από όλα αυτά, στην πραγματικότητα και αληθινά ο Ιουδαίος Μεσσίας. Μέχρι την ημέρα του θανάτου του, ο Σίμωνας Πέτρος συνεχώς υπόφερε από σύγχυση μέσα στο μυαλό του ανάμεσα στις αντιλήψεις για τον Ιησού σαν ο Ιουδαίος Μεσσίας, ο Χριστός σαν σωτήρας του κόσμου, και σαν Υιός του Ανθρώπου η αποκάλυψη του Θεού, του στοργικού Πατέρα των ανθρώπων.   139:2.13 (1552.2) But Peter persisted in making the mistake of trying to convince the Jews that Jesus was, after all, really and truly the Jewish Messiah. Right up to the day of his death, Simon Peter continued to suffer confusion in his mind between the concepts of Jesus as the Jewish Messiah, Christ as the world’s redeemer, and the Son of Man as the revelation of God, the loving Father of all mankind.
139:2.14 (1552.3) Η γυναίκα του Πέτρου ήταν μια πολύ ικανή γυναίκα. Για χρόνια δούλευε ικανοποιητικά σαν μέλος της γυναικείας ομάδας, και όταν ο Πέτρος εκδιώχτηκε από την Ιερουσαλήμ, τον συντρόφεψε σε όλα του τα ταξίδια στις εκκλησίες καθώς και στις ιεραποστολικές εκστρατείες. Και την ημέρα που ο λαμπρός της σύζυγος έδωσε την ζωή του, αυτή ρίχτηκε στα άγρια θηρία στην αρένα της Ρώμης.   139:2.14 (1552.3) Peter’s wife was a very able woman. For years she labored acceptably as a member of the women’s corps, and when Peter was driven out of Jerusalem, she accompanied him upon all his journeys to the churches as well as on all his missionary excursions. And the day her illustrious husband yielded up his life, she was thrown to the wild beasts in the arena at Rome.
139:2.15 (1552.4) Και έτσι αυτός ο άνθρωπος ο Πέτρος ο στενός άνθρωπος του Ιησού, ένας από τον εσωτερικό κύκλο, προχώρησε από την Ιερουσαλήμ διακηρύσσοντας τα χαρμόσυνα νέα για την βασιλεία με δύναμη και δόξα μέχρι που ολοκληρώθηκε η προσφορά του¨ και θεώρησε ότι ήταν τιμή του όταν οι δεσμώτες του τον πληροφόρησαν ότι θα πέθαινε όπως είχε πεθάνει ο Κύριός του—πάνω στον σταυρό. Και έτσι ο Σίμωνας Πέτρος σταυρώθηκε στην Ρώμη.   139:2.15 (1552.4) And so this man Peter, an intimate of Jesus, one of the inner circle, went forth from Jerusalem proclaiming the glad tidings of the kingdom with power and glory until the fullness of his ministry had been accomplished; and he regarded himself as the recipient of high honors when his captors informed him that he must die as his Master had died—on the cross. And thus was Simon Peter crucified in Rome.
3. Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ ^top   3. James Zebedee ^top
139:3.1 (1552.5) Ο Ιάκωβος, ο μεγαλύτερος από τους δύο αποστόλους γιους του Ζεβεδαίου, τους οποίους ο Ιησούς προσονόμασε «γιους του κεραυνού,» ήταν τριάντα χρονών όταν έγινε απόστολος. Ήταν παντρεμένος, είχε τέσσερα παιδιά, και ζούσε κοντά στους γονείς του στα περίχωρα της Καπερναούμ, στην Βηθσαϊδά. Ήταν ψαράς, και ασκούσε το επάγγελμά του μαζί με τον μικρότερο αδερφό του τον Ιωάννη και συνεταιρικά με τον Ανδρέα και τον Σίμωνα. Ο Ιάκωβος και ο αδερφός του ο Ιωάννης είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν τον Ιησού περισσότερο καιρό από τους άλλους αποστόλους.   139:3.1 (1552.5) James, the older of the two apostle sons of Zebedee, whom Jesus nicknamed “sons of thunder,” was thirty years old when he became an apostle. He was married, had four children, and lived near his parents in the outskirts of Capernaum, Bethsaida. He was a fisherman, plying his calling in company with his younger brother John and in association with Andrew and Simon. James and his brother John enjoyed the advantage of having known Jesus longer than any of the other apostles.
139:3.2 (1552.6) Αυτός ο ικανός απόστολος ήταν αντιφατικός χαρακτήρας¨ φαινόταν σαν να είχε πραγματικά δύο φύσεις, που και οι δύο προερχόντουσαν από ισχυρά συναισθήματα. Γινόταν πολύ βίαιος όταν οργιζόταν. Είχε βίαιες αντιδράσεις όταν τον προκαλούσαν, και όταν υποχωρούσε η καταιγίδα, πάντα συνήθιζε να δικαιώνει και να δικαιολογεί τον θυμό του με την πρόφαση ότι ήταν εξ ολοκλήρου μια εκδήλωση της δίκαιης αγανάκτησής του. Εκτός από αυτές τις παροδικές εκρήξεις θυμού, η προσωπικότητα του Ιάκωβου έμοιαζε πολύ με του Ανδρέα. Δεν είχε την διακριτικότητα του Ανδρέα ή βαθιά κρίση για την ανθρώπινη φύση, αλλά ήταν πολύ καλύτερος ρήτορας. Μετά τον Πέτρο, και εκτός από τον Ματθαίο, ο Ιάκωβος ήταν ο καλύτερος ρήτορας ανάμεσά τους.   139:3.2 (1552.6) This able apostle was a temperamental contradiction; he seemed really to possess two natures, both of which were actuated by strong feelings. He was particularly vehement when his indignation was once fully aroused. He had a fiery temper when once it was adequately provoked, and when the storm was over, he was always wont to justify and excuse his anger under the pretense that it was wholly a manifestation of righteous indignation. Except for these periodic upheavals of wrath, James’s personality was much like that of Andrew. He did not have Andrew’s discretion or insight into human nature, but he was a much better public speaker. Next to Peter, unless it was Matthew, James was the best public orator among the twelve.
139:3.3 (1552.7) Αν και ο Ιάκωβος δεν ήταν καθόλου κατσούφης, την μια μέρα μπορεί να ήταν σιωπηλός και ήσυχος και την άλλη ομιλητικός και καλός αφηγητής. Συνήθως μιλούσε ελεύθερα με τον Ιησού, αλλά στους δώδεκα, μπορεί και για ολόκληρες μέρες να ήταν ο σιωπηλός άνθρωπος. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν αυτές οι περίοδοι ανεξήγητης σιωπής.   139:3.3 (1552.7) Though James was in no sense moody, he could be quiet and taciturn one day and a very good talker and storyteller the next. He usually talked freely with Jesus, but among the twelve, for days at a time he was the silent man. His one great weakness was these spells of unaccountable silence.
139:3.4 (1552.8) Το πιο αξιόλογο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Ιάκωβου ήταν η ικανότητά του να βλέπει όλες τις πλευρές μιας πρότασης. Από όλους τους δώδεκα, αυτός ήταν που πλησίασε περισσότερο στο να καταλάβει την αληθινή σημασία της διδασκαλίας του Ιησού. Και αυτός, στην αρχή, άργησε να καταλάβει την σημασία των λόγων του Ιησού, αλλά πριν τελειώσουν την εκπαίδευσή τους, είχε αποκτήσει μια ανώτερη αντίληψη του μηνύματος του Ιησού. Ο Ιάκωβος ήταν ικανός να καταλαβαίνει μια πλατιά κλίμακα της ανθρώπινης φύσης¨ τα πήγαινε καλά με τον πολύπλευρο Ανδρέα, τον ορμητικό Πέτρο, και τον κλειστό αδερφό του τον Ιωάννη.   139:3.4 (1552.8) The outstanding feature of James’s personality was his ability to see all sides of a proposition. Of all the twelve, he came the nearest to grasping the real import and significance of Jesus’ teaching. He, too, was slow at first to comprehend the Master’s meaning, but ere they had finished their training, he had acquired a superior concept of Jesus’ message. James was able to understand a wide range of human nature; he got along well with the versatile Andrew, the impetuous Peter, and his self-contained brother John.
139:3.5 (1553.1) Αν και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης είχαν τα προβλήματά τους όταν προσπαθούσαν να δουλέψουν μαζί, ήταν πηγή έμπνευσης να παρατηρείς πόσο καλά τα πήγαιναν. Δεν τα κατάφερναν τόσο καλά όσο ο Ανδρέας και ο Πέτρος, αλλά τα κατάφερναν πολύ πιο καλά από ότι ήταν αναμενόμενο για δυο αδέρφια, ειδικά για τόσο πεισματάρικα και αποφασιστικά αδέρφια. Αλλά, όσο και αν φαίνεται παράξενο, αυτοί οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου ήταν πολύ πιο ανεκτικοί ο ένας με τον άλλο, παρά με τους ξένους. Αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλο¨ από πάντα ήταν καλοί σύντροφοι στα παιχνίδια τους. Ήταν αυτοί «οι γιοι του κεραυνού» που ήθελαν να καλέσουν την πυρά εξ ουρανού για να καταστρέψει τους Σαμαρείτες που τόλμησαν να δείξουν ασέβεια στον Κύριό τους. Αλλά ο πρόωρος θάνατος του Ιάκωβου τροποποίησε κατά πολύ τον βίαιο χαρακτήρα του νεότερου αδερφού του Ιωάννη.   139:3.5 (1553.1) Though James and John had their troubles trying to work together, it was inspiring to observe how well they got along. They did not succeed quite so well as Andrew and Peter, but they did much better than would ordinarily be expected of two brothers, especially such headstrong and determined brothers. But, strange as it may seem, these two sons of Zebedee were much more tolerant of each other than they were of strangers. They had great affection for one another; they had always been happy playmates. It was these “sons of thunder” who wanted to call fire down from heaven to destroy the Samaritans who presumed to show disrespect for their Master. But the untimely death of James greatly modified the vehement temperament of his younger brother John.
139:3.6 (1553.2) Το χαρακτηριστικό του Ιησού που θαύμαζε περισσότερο ο Ιάκωβος ήταν στοργικότητα του Κυρίου. Το όλο κατανόηση ενδιαφέρον του Ιησού για τους μικρούς και τους σπουδαίους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, του έκανε μεγάλη εντύπωση.   139:3.6 (1553.2) That characteristic of Jesus which James most admired was the Master’s sympathetic affection. Jesus’ understanding interest in the small and the great, the rich and the poor, made a great appeal to him.
139:3.7 (1553.3) Ο Ιάκωβος του Ζεβεδαίου είχε ισορροπημένη σκέψη και προγραμματισμού. Μαζί με τον Ανδρέα, ήταν ένας από τους πιο λογικούς της αποστολικής ομάδας. Ήταν ένας ρωμαλέος άνθρωπος αλλά ποτέ δεν βιαζόταν. Ήταν ένας θαυμάσιος εξισορροπητικός τροχός για τον Πέτρο.   139:3.7 (1553.3) James Zebedee was a well-balanced thinker and planner. Along with Andrew, he was one of the more level-headed of the apostolic group. He was a vigorous individual but was never in a hurry. He was an excellent balance wheel for Peter.
139:3.8 (1553.4) Ήταν μετριόφρων και μη δραματικός, ένας καθημερινός βοηθός, ένας ανεπιτήδευτος εργάτης, που δεν αναζητούσε καμία ειδική ανταμοιβή από την στιγμή που κατάλαβε κάτι από την πραγματική σημασία του βασιλείου. Ακόμα και στην ιστορία για την μητέρα του Ιάκωβου και του Ιωάννη, που ζήτησε οι γιοι της να πάρουν τις θέσεις στα δεξιά και στα αριστερά του Ιησού, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ήταν η μητέρα που έκανε αυτό το αίτημα. Και όταν επισήμαναν ότι ήταν έτοιμοι να αναλάβουν τέτοιες ευθύνες, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι ήταν γνώστες των κινδύνων που συνόδευαν την υποτιθέμενη εξέγερση του Κυρίου ενάντια στην Ρωμαϊκή εξουσία, και ότι ήταν επίσης πρόθυμοι να πληρώσουν το τίμημα. Όταν ο Ιησούς ρώτησε αν ήταν έτοιμοι να πιουν το πικρό ποτήρι, απάντησαν ότι ήταν. Και όσον αφορά τον Ιάκωβο, ήταν κυριολεκτικά αλήθεια—πραγματικά ήπιε από το πικρό ποτήρι με τον Κύριο, και ήταν ο πρώτος από τους αποστόλους που μαρτύρησε, και θανατώθηκε από την αρχή από τον Ηρώδη Αγρίππα. Έτσι ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος από τους δώδεκα που θυσίασε την ζωή του για την νέα βασιλεία. Ο Ηρώδης Αγρίππας φοβόταν τον Ιάκωβο περισσότερο από όλους τους αποστόλους. Ήταν πραγματικά ήσυχος και σιωπηλός, αλλά ήταν γενναίος και αποφασιστικός όταν ένοιωθε ότι προκαλούσαν τις πεποιθήσεις του.   139:3.8 (1553.4) He was modest and undramatic, a daily server, an unpretentious worker, seeking no special reward when he once grasped something of the real meaning of the kingdom. And even in the story about the mother of James and John, who asked that her sons be granted places on the right hand and the left hand of Jesus, it should be remembered that it was the mother who made this request. And when they signified that they were ready to assume such responsibilities, it should be recognized that they were cognizant of the dangers accompanying the Master’s supposed revolt against the Roman power, and that they were also willing to pay the price. When Jesus asked if they were ready to drink the cup, they replied that they were. And as concerns James, it was literally true—he did drink the cup with the Master, seeing that he was the first of the apostles to experience martyrdom, being early put to death with the sword by Herod Agrippa. James was thus the first of the twelve to sacrifice his life upon the new battle line of the kingdom. Herod Agrippa feared James above all the other apostles. He was indeed often quiet and silent, but he was brave and determined when his convictions were aroused and challenged.
139:3.9 (1553.5) Ο Ιάκωβος έζησε την ζωή του στο έπακρο, και όταν ήρθε το τέλος, το άντεξε με πολλή ευγένεια και σθένος ώστε ακόμα και ο κατήγορός του και καταδότης του, που παρακολούθησε την δίκη και την εκτέλεσή του, συγκινήθηκε τόσο πολύ που έφυγε μακριά από την σκηνή θανάτου του Ιακώβου για να γίνει και αυτός μαθητής του Ιησού.   139:3.9 (1553.5) James lived his life to the full, and when the end came, he bore himself with such grace and fortitude that even his accuser and informer, who attended his trial and execution, was so touched that he rushed away from the scene of James’s death to join himself to the disciples of Jesus.
4. Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΖΕΒΕΔΑΙΟΥ ^top   4. John Zebedee ^top
139:4.1 (1553.6) Όταν έγινε απόστολος, ο Ιωάννης ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών και ήταν ο νεότερος από τους δώδεκα. Δεν ήταν παντρεμένος και ζούσε με τους γονείς του στην Βηθσαϊδά¨ ήταν ψαράς και εργαζόταν με τον αδερφό του τον Ιάκωβο συνεταιρικά με τον Ανδρέα και τον Πέτρο. Και πριν και μετά που έγινε αποστολος, ο Ιωάννης λειτουργούσε σαν ο προσωπικός αντιπρόσωπος του Ιησού αφού ασχολιόταν με την οικογένεια του Κυρίου, και συνέχισε να έχει αυτήν την ευθύνη όσο ζούσε η μητέρα του Ιησού η Μαρία.   139:4.1 (1553.6) When he became an apostle, John was twenty-four years old and was the youngest of the twelve. He was unmarried and lived with his parents at Bethsaida; he was a fisherman and worked with his brother James in partnership with Andrew and Peter. Both before and after becoming an apostle, John functioned as the personal agent of Jesus in dealing with the Master’s family, and he continued to bear this responsibility as long as Mary the mother of Jesus lived.
139:4.2 (1553.7) Εφόσον ο Ιωάννης ήταν ο νεότερος από τους δώδεκα και είχε τόσο στενή σχέση με τις οικογενειακές υποθέσεις του Ιησού, ήταν πολύ αγαπητός στον Κύριο, αλλά δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που έχει λεχθεί ότι ήταν «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς». Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια μεγαλόψυχη προσωπικότητα σαν του Ιησού να ευθύνεται για εύνοια, ότι αγαπούσε έναν του μαθητή περισσότερο από τους άλλους. Το γεγονός ότι ο Ιωάννης ήταν ένας από τους προσωπικούς βοηθούς του Ιησού έδωσε περισσότερο χρώμα σε αυτήν την λανθασμένη ιδέα, εκτός από το ότι ο Ιωάννης μαζί με τον αδερφό του τον Ιάκωβο, γνώριζαν τον Ιησού περισσότερο καιρό από ότι οι άλλοι.   139:4.2 (1553.7) Since John was the youngest of the twelve and so closely associated with Jesus in his family affairs, he was very dear to the Master, but it cannot be truthfully said that he was “the disciple whom Jesus loved.” You would hardly suspect such a magnanimous personality as Jesus to be guilty of showing favoritism, of loving one of his apostles more than the others. The fact that John was one of the three personal aides of Jesus lent further color to this mistaken idea, not to mention that John, along with his brother James, had known Jesus longer than the others.
139:4.3 (1554.1) Ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, και ο Ιωάννης είχαν οριστεί προσωπικοί βοηθοί του Ιησού σχεδόν αμέσως από τότε που έγιναν απόστολοι. Όταν έγινε η επιλογή των δώδεκα και την στιγμή που διόρισε τον Ανδρέα να ενεργεί σαν διευθυντής της αποστολικής ομάδας, του είπε: «Και τώρα επιθυμώ να ορίσεις δύο ή τρεις από τους συντρόφους σου που να είναι μαζί μου και να παραμένουν στο πλευρό μου, να με στηρίζουν, και να με βοηθούν για τις καθημερινές μου ανάγκες.» Και ο Ανδρέας θεώρησε καλύτερο να επιλέξει για αυτό το ιδιαίτερο καθήκον τους επόμενους τρεις πρωτόκλητους απόστολους. Θα ήθελε και ο ίδιος να προσφερθεί για μια τόσο ευλογημένη υπηρεσία, αλλά ο Κύριος του είχε ήδη αναθέσει το έργο του¨ έτσι αμέσως έδωσε την εντολή ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, και ο Ιωάννης να αναλάβουν να βρίσκονται κοντά στον Ιησού.   139:4.3 (1554.1) Peter, James, and John were assigned as personal aides to Jesus soon after they became apostles. Shortly after the selection of the twelve and at the time Jesus appointed Andrew to act as director of the group, he said to him: “And now I desire that you assign two or three of your associates to be with me and to remain by my side, to comfort me and to minister to my daily needs.” And Andrew thought best to select for this special duty the next three first-chosen apostles. He would have liked to volunteer for such a blessed service himself, but the Master had already given him his commission; so he immediately directed that Peter, James, and John attach themselves to Jesus.
139:4.4 (1554.2) Ο Ιωάννης του Ζεβεδαίου είχε πολλά καλά στοιχεία στον χαρακτήρα του, αλλά ένα από αυτά που δεν ήταν τόσο καλό ήταν η υπέρμετρη αλλά καλά κρυμμένη έπαρσή του. Η μακρά σχέση του με τον Ιησού επέφερε πολλές αλλαγές στον χαρακτήρα του. Αυτή του η έπαρση μειώθηκε κατά πολύ, αλλά όταν γέρασε και άρχισε να ξεμωραίνεται κάπως, αυτή η αυτό- εκτίμηση ξαναεμφανίστηκε σε κάποιο βαθμό, ώστε, όταν άρχισε να κατευθύνει τον Ναθαναήλ στο γράψιμο του Ευαγγελίου που τώρα φέρει το όνομά του, ο ηλικιωμένος απόστολος δεν δίστασε να αναφέρεται επανειλημμένα στον εαυτό του σαν «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς». Μπροστά στο γεγονός ότι ο Ιωάννης πλησίασε περισσότερο στο να είναι ο προσωπικός φίλος του Ιησού από ότι οποιοσδήποτε θνητός στην γη, και ότι ήταν ο επιλεγμένος προσωπικός του αντιπρόσωπος σε τόσο πολλά θέματα, δεν είναι παράξενο που έφτασε να θεωρεί τον εαυτό του σαν τον «μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς» εφόσον ήξερε με σιγουριά ότι ήταν ο μαθητής που εμπιστευόταν τόσο συχνά ο Ιησούς.   139:4.4 (1554.2) John Zebedee had many lovely traits of character, but one which was not so lovely was his inordinate but usually well-concealed conceit. His long association with Jesus made many and great changes in his character. This conceit was greatly lessened, but after growing old and becoming more or less childish, this self-esteem reappeared to a certain extent, so that, when engaged in directing Nathan in the writing of the Gospel which now bears his name, the aged apostle did not hesitate repeatedly to refer to himself as the “disciple whom Jesus loved.” In view of the fact that John came nearer to being the chum of Jesus than any other earth mortal, that he was his chosen personal representative in so many matters, it is not strange that he should have come to regard himself as the “disciple whom Jesus loved” since he most certainly knew he was the disciple whom Jesus so frequently trusted.
139:4.5 (1554.3) MISSING PARAGRAPH   139:4.5 (1554.3) The strongest trait in John’s character was his dependability; he was prompt and courageous, faithful and devoted. His greatest weakness was this characteristic conceit. He was the youngest member of his father’s family and the youngest of the apostolic group. Perhaps he was just a bit spoiled; maybe he had been humored slightly too much. But the John of after years was a very different type of person than the self-admiring and arbitrary young man who joined the ranks of Jesus’ apostles when he was twenty-four.
139:4.6 (1554.4) Τα χαρακτηριστικά του Ιησού που εκτιμούσε περισσότερο ο Ιωάννης ήταν η αγάπη και του Κυρίου και η αυταπάρνησή του¨ αυτά τα χαρακτηριστικά του έκαναν τέτοια εντύπωση που όλη την μεταγενέστερη ζωή του την κυριαρχούσε αυτό το συναίσθημα της αγάπης και της αδερφικής αφοσίωσης. Μιλούσε για αγάπη και έγραφε για αγάπη. Αυτός «ο γιος του κεραυνού» έγινε «ο απόστολος της αγάπης»¨ και στην Έφεσο, όταν ο ηλικιωμένος επίσκοπος δεν μπορούσε πια να σταθεί στον άμβωνα και να κηρύσσει αλλά χρειαζόταν να μεταφέρεται στην εκκλησία με μια καρέκλα, και όταν στο κλείσιμο της λειτουργίας του ζητήθηκε να πει λίγα λόγια στους πιστούς, για χρόνια τα μόνα του λόγια ήταν, «Μικρά μου παιδιά, αγαπάτε αλλήλους.»   139:4.6 (1554.4) Those characteristics of Jesus which John most appreciated were the Master’s love and unselfishness; these traits made such an impression on him that his whole subsequent life became dominated by the sentiment of love and brotherly devotion. He talked about love and wrote about love. This “son of thunder” became the “apostle of love”; and at Ephesus, when the aged bishop was no longer able to stand in the pulpit and preach but had to be carried to church in a chair, and when at the close of the service he was asked to say a few words to the believers, for years his only utterance was, “My little children, love one another.”
139:4.7 (1554.5) Ο Ιωάννης ήταν ένας άνδρας λιγόλογος εκτός από όταν προκαλούσαν τον θυμό του. Σκεφτόταν πολλά, μα έλεγε λίγα. Όσο μεγάλωνε, κατόρθωνε να υποτάσσει τον θυμό του, να τον ελέγχει καλύτερα, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε αυτή την αποστροφή του στο να μιλά, ποτέ δεν κατανίκησε αυτό το ελάττωμα. Αλλά είχε το χάρισμα μιας σημαντικής και δημιουργικής φαντασίας.   139:4.7 (1554.5) John was a man of few words except when his temper was aroused. He thought much but said little. As he grew older, his temper became more subdued, better controlled, but he never overcame his disinclination to talk; he never fully mastered this reticence. But he was gifted with a remarkable and creative imagination.
139:4.8 (1555.1) Υπήρχε άλλη μια πλευρά στον Ιωάννη που κανένας δεν περίμενε ότι θα εύρισκε σε αυτόν τον ήσυχο και εσωστρεφή τύπο. Ήταν κάπως φανατικός και υπέρμετρα αδιάλλακτος. Από αυτή την άποψη αυτός και ο Ιωάννης έμοιαζαν πολύ—και οι δυο ήθελαν να καλέσουν την πυρά εξ ουρανού στα κεφάλια των ασεβών Σαμαρειτών. Όταν ο Ιωάννης συνάντησε κάποιους ξένους που δίδασκαν στο όνομα του Ιησού, αμέσως τους το απαγόρευσε. Αλλά δεν ήταν ο μόνος από τους δώδεκα που είχε το ελάττωμα αυτού του είδους της αυτό- εκτίμησης και το συναίσθημα ανωτερότητας.   139:4.8 (1555.1) There was another side to John that one would not expect to find in this quiet and introspective type. He was somewhat bigoted and inordinately intolerant. In this respect he and James were much alike—they both wanted to call down fire from heaven on the heads of the disrespectful Samaritans. When John encountered some strangers teaching in Jesus’ name, he promptly forbade them. But he was not the only one of the twelve who was tainted with this kind of self-esteem and superiority consciousness.
139:4.9 (1555.2) Η ζωή του Ιωάννη επηρεάστηκε πολύ όταν είδε τον Ιησού να είναι ο ίδιος χωρίς σπίτι και οικογένεια, εγκαταλειμμένος, ενώ ήξερε με πόση προσοχή είχε φροντίσει για το καλό της οικογένειάς του και της μητέρας του. Ο Ιωάννης ακόμα συμπονούσε πολύ τον Ιησού για την αποτυχία της οικογένειάς του να τον καταλάβουν, γνωρίζοντας ότι σταδιακά απομακρύνονταν από αυτόν. Όλη αυτή η κατάσταση, μαζί με το ότι ο Ιησούς πάντα υποχωρούσε μπροστά στο θέλημα του Πατέρα του στον ουρανό, και η καθημερινή του ζωή απεριόριστης πίστης, έκαναν τέτοια εντύπωση στον Ιωάννη που επέφεραν αξιοσημείωτες και μόνιμες αλλαγές στον χαρακτήρα του, αλλαγές που τον επηρέασαν σε όλη την μεταγενέστερη ζωή του.   139:4.9 (1555.2) John’s life was tremendously influenced by the sight of Jesus’ going about without a home as he knew how faithfully he had made provision for the care of his mother and family. John also deeply sympathized with Jesus because of his family’s failure to understand him, being aware that they were gradually withdrawing from him. This entire situation, together with Jesus’ ever deferring his slightest wish to the will of the Father in heaven and his daily life of implicit trust, made such a profound impression on John that it produced marked and permanent changes in his character, changes which manifested themselves throughout his entire subsequent life.
139:4.10 (1555.3) Ο Ιωάννης είχε μια ψυχραιμία και θάρρος που λίγοι από τους άλλους αποστόλους το διέθεταν. Ήταν εκείνος ο απόστολος που ακολούθησε τον Ιησού την νύχτα της σύλληψής του και τόλμησε να συντροφέψει τον Κύριό του μέχρι την στιγμή του θανάτου του. Ήταν παρών μέχρι την τελευταία επίγεια στιγμή του και πιστά ακολούθησε τις οδηγίες που του έδωσε ο Ιησούς τις τελευταίες του στιγμές, όσον αφορά την μητέρα του. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ο Ιωάννης ήταν απόλυτα αξιόπιστος. Ο Ιωάννης καθόταν συνήθως στα δεξιά του Ιησού όταν βρισκόντουσαν στο τραπέζι του δείπνου. Ήταν ο πρώτος από τους δώδεκα που πίστεψε απόλυτα στην ανάσταση, και ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον Κύριο όταν ήρθε σε αυτούς στην παραλία μετά την ανάστασή του.   139:4.10 (1555.3) John had a cool and daring courage which few of the other apostles possessed. He was the one apostle who followed right along with Jesus the night of his arrest and dared to accompany his Master into the very jaws of death. He was present and near at hand right up to the last earthly hour and was found faithfully carrying out his trust with regard to Jesus’ mother and ready to receive such additional instructions as might be given during the last moments of the Master’s mortal existence. One thing is certain, John was thoroughly dependable. John usually sat on Jesus’ right hand when the twelve were at meat. He was the first of the twelve really and fully to believe in the resurrection, and he was the first to recognize the Master when he came to them on the seashore after his resurrection.
139:4.11 (1555.4) Αυτός ο γιος του Ζεβεδαίου ήταν πολύ στενά συνδεδεμένος με τον Πέτρο στις πρώτες δραστηριότητες του πρώτου Χριστιανικού κινήματος, και έγινε ένας από τους κύριους υποστηρικτές της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ. Ήταν το δεξί χέρι του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής.   139:4.11 (1555.4) This son of Zebedee was very closely associated with Peter in the early activities of the Christian movement, becoming one of the chief supporters of the Jerusalem church. He was the right-hand support of Peter on the day of Pentecost.
139:4.12 (1555.5) Αρκετά χρόνια μετά το μαρτυρικό θάνατο του Ιάκωβου, ο Ιωάννης παντρεύτηκε την χήρα του αδερφού του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον φρόντιζε μια στοργική εγγονή.   139:4.12 (1555.5) Several years after the martyrdom of James, John married his brother’s widow. The last twenty years of his life he was cared for by a loving granddaughter.
139:4.13 (1555.6) Ο Ιωάννης φυλακίστηκε πολλές φορές και εξορίστηκε στη Νήσο Πάτμο για μια περίοδο τεσσάρων ετών μέχρι που ανήλθε ένας άλλος αυτοκράτορας στην Ρώμη. Αν ο Ιωάννης δεν ήταν ευγενικός και μυαλωμένος, σίγουρα θα είχε σκοτωθεί όπως ο πιο αθυρόστομος αδερφός του ο Ιάκωβος. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο Ιωάννης, μαζί με τον Ιάκωβο τον αδερφό του Κυρίου, έμαθαν να είναι πιο συμφιλιωτικοί όταν εμφανιζόντουσαν μπροστά σε αστικούς δικαστές. Ανακάλυψαν ότι μια «απαλή απάντηση μπορούσε να αποτρέψει την οργή.» Ακόμα έμαθαν να αντιπροσωπεύουν την εκκλησία σαν μια «πνευματική αδελφότητα αφιερωμένη στην κοινωνική υπηρεσία των ανθρώπων» παρά σαν «την βασιλεία των ουρανών.» Δίδασκαν την υπηρεσία αγάπης παρά την δύναμη εξουσίας—τον βασίλειο και τον βασιλέα.   139:4.13 (1555.6) John was in prison several times and was banished to the Isle of Patmos for a period of four years until another emperor came to power in Rome. Had not John been tactful and sagacious, he would undoubtedly have been killed as was his more outspoken brother James. As the years passed, John, together with James the Lord’s brother, learned to practice wise conciliation when they appeared before the civil magistrates. They found that a “soft answer turns away wrath.” They also learned to represent the church as a “spiritual brotherhood devoted to the social service of mankind” rather than as “the kingdom of heaven.” They taught loving service rather than ruling power—kingdom and king.
139:4.14 (1555.7) Όταν βρισκόταν στην Πάτμο για την προσωρινή του εξορία, ο Ιωάννης έγραψε το Βιβλίο της Αποκάλυψης, που τώρα έχετε στα χέρια σας σε πολύ συντομευμένη και παραμορφωμένη μορφή. Αυτό το Βιβλίο της Αποκάλυψης περιέχει τα επιζώντα κομμάτια μιας μεγάλης αποκάλυψης, μεγάλα μέρη της οποίας είχαν χαθεί, άλλα είχαν αφαιρεθεί, μετά από την συγγραφή του Ιωάννη. Διατηρείται τώρα μόνο σε αποσπασματική συντμημένη μορφή.   139:4.14 (1555.7) When in temporary exile on Patmos, John wrote the Book of Revelation, which you now have in greatly abridged and distorted form. This Book of Revelation contains the surviving fragments of a great revelation, large portions of which were lost, other portions of which were removed, subsequent to John’s writing. It is preserved in only fragmentary and adulterated form.
139:4.15 (1555.8) Ο Ιωάννης ταξίδεψε πολύ, εργαζόταν ακατάπαυστα, και αφού έγινε επίσκοπος των εκκλησιών της Ασίας, εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Κατεύθυνε τον συνεργάτη του, τον Ναθαναήλ, στην συγγραφή του αποκαλούμενου «το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο», στην Έφεσο, όταν ήταν ενενήντα εννιά χρονών. Από όλους τους δώδεκα αποστόλους, ο Ιωάννης του Ζεβεδαίου τελικά έγινε επιφανής θεολόγος. Πέθανε από φυσικό θάνατο στην Έφεσο το έτος 103 μ.Χ. όταν ήταν εκατό ενός ετών.   139:4.15 (1555.8) John traveled much, labored incessantly, and after becoming bishop of the Asia churches, settled down at Ephesus. He directed his associate, Nathan, in the writing of the so-called “Gospel according to John,” at Ephesus, when he was ninety-nine years old. Of all the twelve apostles, John Zebedee eventually became the outstanding theologian. He died a natural death at Ephesus in a.d. 103 when he was one hundred and one years of age.
5. ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ^top   5. Philip the Curious ^top
139:5.1 (1556.1) Ο Φίλιππος ήταν ο πέμπτος απόστολος, που δέχτηκε το κάλεσμα όταν ο Ιησούς και οι πρώτοι τέσσερις απόστολοί του βρισκόντουσαν στην διαδρομή από το σημείο που βρισκόταν ο Ιωάννης στον Ιορδάνη, για την Κανά της Γαλιλαίας. Από τότε που ζούσε στην Βηθσαϊδά, ο Φίλιππος γνώριζε τον Ιησού, αλλά ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι ο Ιησούς ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος μέχρι εκείνη την ημέρα στην κοιλάδα του Ιορδάνη όταν του είπε: «Ακολούθησέ με.» Ο Φίλιππος επισης επηρεάστηκε κάπως από το γεγονός ότι ο Ανδρέας, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, και ο Ιωάννης είχαν δεχτεί τον Ιησού σαν τον Απελευθερωτή.   139:5.1 (1556.1) Philip was the fifth apostle to be chosen, being called when Jesus and his first four apostles were on their way from John’s rendezvous on the Jordan to Cana of Galilee. Since he lived at Bethsaida, Philip had for some time known of Jesus, but it had not occurred to him that Jesus was a really great man until that day in the Jordan valley when he said, “Follow me.” Philip was also somewhat influenced by the fact that Andrew, Peter, James, and John had accepted Jesus as the Deliverer.
139:5.2 (1556.2) Ο Φίλιππος ήταν είκοσι επτά χρονών όταν έγινε μέλος της αποστολικής ομάδας¨ ήταν πρόσφατα παντρεμένος, αλλά δεν είχε παιδιά εκείνο τον καιρό. Η προσωνυμία που του έδωσαν οι απόστολοι σήμαινε «περιέργεια». Ο Φίλιππος ήθελε πάντα να του αποδεικνύουν. Ποτέ δεν έδειξε να έχει ιδιαίτερα βαθιά σκέψη. Δεν ήταν απαραίτητα ανόητος, αλλά του έλειπε η φαντασία. Αυτή η έλλειψη φαντασίας ήταν το μεγάλο ελάττωμα του χαρακτήρα του. Ήταν ένα κοινό και πεζό άτομο.   139:5.2 (1556.2) Philip was twenty-seven years of age when he joined the apostles; he had recently been married, but he had no children at this time. The nickname which the apostles gave him signified “curiosity.” Philip was always wanting to be shown. He never seemed to see very far into any proposition. He was not necessarily dull, but he lacked imagination. This lack of imagination was the great weakness of his character. He was a commonplace and matter-of-fact individual.
139:5.3 (1556.3) Όταν οι απόστολοι οργανώθηκαν για υπηρεσία, ο Φίλιππος έγινε τροφοδότης¨ δουλειά του ήταν να φροντίζει να μην τους λείπουν ποτέ οι προμήθειες. Και ήταν καλός τροφοδότης. Το ισχυρότερο χαρακτηριστικό του ήταν η μεθοδική του τελειότητα¨ ήταν και μαθηματικός και συστηματικός.   139:5.3 (1556.3) When the apostles were organized for service, Philip was made steward; it was his duty to see that they were at all times supplied with provisions. And he was a good steward. His strongest characteristic was his methodical thoroughness; he was both mathematical and systematic.
139:5.4 (1556.4) Ο Φίλιππος προερχόταν από μια οικογένεια επτά, τριών αγοριών και τεσσάρων κοριτσιών. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά ηλικίας, και μετά την ανάσταση βάπτισε ολόκληρη την οικογένειά του στην βασιλεία των ουρανών. Οι άνθρωποι του Φιλίππου ήταν ψαράδες. Ο πατέρας του ήταν ένας πολύ ικανός άνθρωπος, είχε βαθιά σκέψη, αλλά η μητέρα του ήταν από πολύ μέτρια οικογένεια. Ο Φίλιππος δεν ήταν ένας άνθρωπος από τον οποίο δεν μπορούσες να περιμένεις σπουδαία πράγματα, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να κάνει μικρά πράγματα με σπουδαίο τρόπο, να τα κάνει καλά και σωστά. Πολύ λίγες φορές στα τέσσερα χρόνια απότυχε να έχει διαθέσιμα τρόφιμα και να ικανοποιεί τις ανάγκες όλων. Ακόμα και στις επείγουσες ανάγκες που συνάντησαν σπάνια βρέθηκε απροετοίμαστος. Το τμήμα προμηθειών της αποστολικής οικογένειας είχε πολύ καλή και αποτελεσματική διοίκηση.   139:5.4 (1556.4) Philip came from a family of seven, three boys and four girls. He was next to the oldest, and after the resurrection he baptized his entire family into the kingdom. Philip’s people were fisherfolk. His father was a very able man, a deep thinker, but his mother was of a very mediocre family. Philip was not a man who could be expected to do big things, but he was a man who could do little things in a big way, do them well and acceptably. Only a few times in four years did he fail to have food on hand to satisfy the needs of all. Even the many emergency demands attendant upon the life they lived seldom found him unprepared. The commissary department of the apostolic family was intelligently and efficiently managed.
139:5.5 (1556.5) Το ισχυρότερο στοιχείο του Φιλίππου ήταν η μεθοδική υπευθυνότητά του¨ το αδύνατο στοιχείο του ήταν η παντελής έλλειψη φαντασίας. Η απουσία της ικανότητας να βάλει δύο και δύο μαζί για να βγάλει τέσσερα. Είχε μαθηματική αφηρημένη σκέψη αλλά δεν είχε δημιουργική φαντασία. Ήταν ο τυπικός καθημερινός, κοινός, μεσαίος άνθρωπος. Υπήρχαν πάρα πολλοί τέτοιοι άνδρες και γυναίκες στα πλήθη που ερχόντουσαν να ακούσουν τον Ιησού να διδάσκει και να κηρύσσει, και έπαιρναν πολύ θάρρος όταν έβλεπαν έναν όμοιό τους να είναι εξυψωμένος σε αυτή την τιμημένη θέση στα συμβούλια του Κυρίου¨ έπαιρνα πολύ θάρρος από το γεγονός ότι ένας όμοιός τους είχε ήδη βρει μια υψηλή θέση στις υποθέσεις της βασιλείας των ουρανών. Και ο Ιησούς μάθαινε πολλά για τον τρόπο που λειτουργούν μερικά ανθρώπινα μυαλά όταν τόσο υπομονετικά άκουγε τις ανόητες ερωτήσεις του Φιλίππου και τόσο συχνά συμμορφωνόταν με το αίτημα του τροφοδότη τους να «του δείξουν».   139:5.5 (1556.5) The strong point about Philip was his methodical reliability; the weak point in his make-up was his utter lack of imagination, the absence of the ability to put two and two together to obtain four. He was mathematical in the abstract but not constructive in his imagination. He was almost entirely lacking in certain types of imagination. He was the typical everyday and commonplace average man. There were a great many such men and women among the multitudes who came to hear Jesus teach and preach, and they derived great comfort from observing one like themselves elevated to an honored position in the councils of the Master; they derived courage from the fact that one like themselves had already found a high place in the affairs of the kingdom. And Jesus learned much about the way some human minds function as he so patiently listened to Philip’s foolish questions and so many times complied with his steward’s request to “be shown.”
139:5.6 (1556.6) Η ιδιότητα του Ιησού που πάντα θαύμαζε ο Φίλιππος ήταν η ανεξάντλητη γενναιοδωρία του Κυρίου. Ποτέ δεν μπορούσε ο Φίλιππος να βρει τίποτα στον Ιησού που να είναι μικροπρεπές, τσιγγούνικο, ή σφιχτό¨ και λάτρευε αυτή την ανεξάντλητη και πανταχού παρούσα ελευθεροφροσύνη.   139:5.6 (1556.6) The one quality about Jesus which Philip so continuously admired was the Master’s unfailing generosity. Never could Philip find anything in Jesus which was small, niggardly, or stingy, and he worshiped this ever-present and unfailing liberality.
139:5.7 (1557.1) Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα που να είναι εντυπωσιακό στην προσωπικότητα του Φιλίππου. Συχνά τον αποκαλούσαν «Φίλιππο της Βηθσαϊδά, την πόλη που ζουν ο Ανδρέας και ο Πέτρος.» Δεν είχε σχεδόν καθόλου διορατικότητα¨ ήταν ανίκανος να αντιληφθεί τις δραματικές πιθανότητες μιας δοσμένης κατάστασης. Δεν ήταν πεσιμιστής¨ ήταν απλά πεζός. Επίσης του έλειπε η πνευματική διορατικότητα. Δεν δίσταζε να διακόψει τον Ιησού στο μέσο μιας σοβαρότατης ομιλίας για να κάνει μια ανόητη ερώτηση. Αλλά ο Ιησούς ποτέ δεν τον αποπήρε για αυτή του την απερισκεψία¨ είχε υπομονή μαζί του και έδειχνε κατανόηση για την ανικανότητά του να αντιλαμβάνεται την βαθύτερη σημασία της διδασκαλίας. Ο Ιησούς γνώριζε καλά ότι αν απόπαιρνε τον Φίλιππο επειδή έκανε αυτές τις ενοχλητικές ερωτήσεις, δεν θα πλήγωνε μόνο αυτή την έντιμη ψυχή, αλλά μια τέτοια επίπληξη θα πλήγωνε τόσο τον Φίλιππο που ποτέ ξανά δεν θα αισθανόταν ελεύθερος να κάνει ερωτήσεις. Ο Ιησούς ήξερε καλά ότι στους κόσμους του χώρου υπήρχαν ανυπολόγιστα δισεκατομμύρια παρόμοιων αργόστροφων θνητών, και ήθελε να τους ενθαρρύνει όλους να τον κοιτούν και να αισθάνονται ελεύθεροι να έρθουν σε αυτόν με τις ερωτήσεις τους και τα προβλήματά τους. Εξ’ άλλου, ο Ιησούς ενδιαφερόταν περισσότερο για τις ανόητες ερωτήσεις του Φιλίππου παρά για το κήρυγμα που μπορεί να έκανε εκείνη την ώρα. Ο Ιησούς ενδιαφερόταν κυρίως και τους ανθρώπους, όλων των ειδών τους ανθρώπους.   139:5.7 (1557.1) There was little about Philip’s personality that was impressive. He was often spoken of as “Philip of Bethsaida, the town where Andrew and Peter live.” He was almost without discerning vision; he was unable to grasp the dramatic possibilities of a given situation. He was not pessimistic; he was simply prosaic. He was also greatly lacking in spiritual insight. He would not hesitate to interrupt Jesus in the midst of one of the Master’s most profound discourses to ask an apparently foolish question. But Jesus never reprimanded him for such thoughtlessness; he was patient with him and considerate of his inability to grasp the deeper meanings of the teaching. Jesus well knew that, if he once rebuked Philip for asking these annoying questions, he would not only wound this honest soul, but such a reprimand would so hurt Philip that he would never again feel free to ask questions. Jesus knew that on his worlds of space there were untold billions of similar slow-thinking mortals, and he wanted to encourage them all to look to him and always to feel free to come to him with their questions and problems. After all, Jesus was really more interested in Philip’s foolish questions than in the sermon he might be preaching. Jesus was supremely interested in men, all kinds of men.
139:5.8 (1557.2) Ο τροφοδότης των απόστολων δεν ήταν καλός δημόσιος κήρυκας, αλλά ήταν ένας πολύ πειστικός και πετυχημένος ατομικός εργάτης. Δεν αποθαρρυνόταν εύκολα¨ ήταν αργός αλλά ευσυνείδητος και επίμονος σε ότι ανελάμβανε. Είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα να λέει, «Ελάτε.» Όταν ο πρώτος προσήλυτός του ο Ναθαναήλ ήθελε να συζητήσει για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του Ιησού από την Ναζαρέτ, η αποτελεσματική απάντηση του Φίλιππου ήταν, «Έλα να δεις.» Δεν ήταν δογματικός κήρυκας που να προτρέπει τους ακροατές του να «πάνε να κάνουν εκείνο ή το άλλο,» αλλά περισσότερο, «Ελάτε μαζί μας να σας δείξουμε και να μοιραστούμε μαζί σας τον καλύτερο δρόμο.»   139:5.8 (1557.2) The apostolic steward was not a good public speaker, but he was a very persuasive and successful personal worker. He was not easily discouraged; he was a plodder and very tenacious in anything he undertook. He had that great and rare gift of saying, “Come.” When his first convert, Nathaniel, wanted to argue about the merits and demerits of Jesus and Nazareth, Philip’s effective reply was, “Come and see.” He was not a dogmatic preacher who exhorted his hearers to “Go”—do this and do that. He met all situations as they arose in his work with “Come”—“come with me; I will show you the way.” And that is always the effective technique in all forms and phases of teaching. Even parents may learn from Philip the better way of saying to their children not “Go do this and go do that,” but rather, “Come with us while we show and share with you the better way.”
139:5.9 (1557.3) Η ανικανότητα του Φίλιππου να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση φαινόταν πολύ καθαρά όταν ήρθαν οι Έλληνες στην Ιερουσαλήμ, και του είπαν: «Κύριε, επιθυμούμε να δούμε τον Ιησού.» Ο Φίλιππος θα έλεγε σε οποιονδήποτε Εβραίο που θα είχε ένα τέτοιο αίτημα, «Έλα.» Αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν ξένοι, και ο Φίλιππος δεν θυμόταν καμία οδηγία από τους ανωτέρους του για τέτοια θέματα¨ έτσι το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί να κάνει ήταν να συμβουλευτεί τον αρχηγό, τον Ανδρέα, και έπειτα να συνοδεύσουν και οι δύο τους Έλληνες στον Ιησού. Έτσι, και όταν πήγαν στην Σαμάρεια και κήρυσσαν και βάπτιζαν πιστούς, όπως τον είχε καθοδηγήσει ο Κύριός του, απέφευγε να βάζει τα χέρια του στους προσήλυτους σε ένδειξη ότι είχαν δεχτεί το Πνεύμα της Αλήθειας. Αυτό έγινε από τον Πέτρο και τον Ιωάννη, που κατέβηκαν από την Ιερουσαλήμ για να παρακολουθήσουν το έργο του για λογαριασμό της μητέρας εκκλησίας.   139:5.9 (1557.3) The inability of Philip to adapt himself to a new situation was well shown when the Greeks came to him at Jerusalem, saying: “Sir, we desire to see Jesus.” Now Philip would have said to any Jew asking such a question, “Come.” But these men were foreigners, and Philip could remember no instructions from his superiors regarding such matters; so the only thing he could think to do was to consult the chief, Andrew, and then they both escorted the inquiring Greeks to Jesus. Likewise, when he went into Samaria preaching and baptizing believers, as he had been instructed by his Master, he refrained from laying hands on his converts in token of their having received the Spirit of Truth. This was done by Peter and John, who presently came down from Jerusalem to observe his work in behalf of the mother church.
139:5.10 (1557.4) Ο Φίλιππος πέρασε τις ώρες της δοκιμασίας του θανάτου του Κυρίου, συμμετείχε στην επαναδιοργάνωση των δώδεκα, και ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε για να κερδίσει ψυχές για το βασίλειο έξω από τις άμεσες Ιουδαϊκές τάξεις, και ήταν πιο επιτυχημένος για το έργο του με τους Σαμαρείτες και σε όλες τις επόμενες προσπάθειές του για χάρη του ευαγγελίου.   139:5.10 (1557.4) Philip went on through the trying times of the Master’s death, participated in the reorganization of the twelve, and was the first to go forth to win souls for the kingdom outside of the immediate Jewish ranks, being most successful in his work for the Samaritans and in all his subsequent labors in behalf of the gospel.
139:5.11 (1557.5) Η σύζυγος του Φιλίππου, που ήταν ένα ικανό μέλος στο γυναικείο τμήμα, ενεργοποιήθηκε δραστήρια με τον σύζυγό της στο ευαγγελικό του έργο μετά την φυγή τους αό τους διώκτες τους στην Ιερουσαλήμ. Η γυναίκα του ήταν μια ατρόμητη γυναίκα. Στεκόταν στα πόδια του σταυρού του Φίλιππου και τον έδινε θάρρος να διακηρύσσει τα χαρμόσυνα νέα ακόμα και στους δολοφόνους του, και όταν οι δυνάμεις του τον άφησαν, άρχισε αυτή την διακήρυξη της ιστορίας της σωτηρίας μέσα από την πίστη στον Ιησού και σταμάτησε μόνο όταν οι εξαγριωμένοι Εβραίοι όρμησαν πάνω της και την λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Η μεγαλύτερη κόρη της, η Λεία, συνέχισε το έργο της, και αργότερα έγινε η φημισμένη προφήτισσα της Ιεράπολης.   139:5.11 (1557.5) Philip’s wife, who was an efficient member of the women’s corps, became actively associated with her husband in his evangelistic work after their flight from the Jerusalem persecutions. His wife was a fearless woman. She stood at the foot of Philip’s cross encouraging him to proclaim the glad tidings even to his murderers, and when his strength failed, she began the recital of the story of salvation by faith in Jesus and was silenced only when the irate Jews rushed upon her and stoned her to death. Their eldest daughter, Leah, continued their work, later on becoming the renowned prophetess of Hierapolis.
139:5.12 (1558.1) Ο Φίλιππος, ο κάποτε τροφοδότης των δώδεκα, ήταν ένας ισχυρός άνθρωπος στην βασιλεία των ουρανών, που κέρδιζε ψυχές όπου και να πήγαινε¨ και τελικά σταυρώθηκε για την πίστη του και θάφτηκε στην Ιεράπολη.   139:5.12 (1558.1) Philip, the onetime steward of the twelve, was a mighty man in the kingdom, winning souls wherever he went; and he was finally crucified for his faith and buried at Hierapolis.
6. Ο ΕΝΤΙΜΟΣ ΝΑΘΑΝΑΗΛ ^top   6. Honest Nathaniel ^top
139:6.1 (1558.2) Ο Ναθαναήλ, ο έκτος και τελευταίος επιλεγμένος απόστολος από τον Κύριο τον ίδιο, τον έφερε στον Ιησού ο φίλος του ο Φίλιππος. Είχε συνεργαστεί με τον Φίλιππο σε αρκετές επιχειρηματικές δραστηριότητες με τον Φίλιππο και, με αυτόν πήγαινε να δει τον Ιωάννη τον Βαπτιστή όταν συνάντησαν τον Ιησού.   139:6.1 (1558.2) Nathaniel, the sixth and last of the apostles to be chosen by the Master himself, was brought to Jesus by his friend Philip. He had been associated in several business enterprises with Philip and, with him, was on the way down to see John the Baptist when they encountered Jesus.
139:6.2 (1558.3) Όταν ο Ναθαναήλ έγινε μέλος των αποστόλων, ήταν είκοσι πέντε χρονών και ήταν ο νεότερος στην ομάδα εκτός από έναν. Ήταν ο νεότερος σε μια οικογένεια επτά παιδιών, ήταν ανύπαντρος, και το μόνο στήριγμα των ηλικιωμένων και ασθενικών γονιών του, με τους οποίους ζούσε στην Κανά¨ οι αδερφοί του και οι αδερφές του ήταν είτε παντρεμένοι ή είχαν πεθάνει, και κανένας δεν έμενε εκεί. Ο Ναθαναήλ και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν οι δύο πιο μορφωμένοι ανάμεσα στους δώδεκα. Ο Ναθαναήλ σκεφτόταν να γίνει έμπορος.   139:6.2 (1558.3) When Nathaniel joined the apostles, he was twenty-five years old and was the next to the youngest of the group. He was the youngest of a family of seven, was unmarried, and the only support of aged and infirm parents, with whom he lived at Cana; his brothers and sister were either married or deceased, and none lived there. Nathaniel and Judas Iscariot were the two best educated men among the twelve. Nathaniel had thought to become a merchant.
139:6.3 (1558.4) Ο Ιησούς δεν έδωσε ο ίδιος προσωνυμία στον Ναθαναήλ, αλλά οι δώδεκα πολύ γρήγορα άρχισαν να μιλούν γι αυτόν με όρους που σήμαιναν εντιμότητα και ειλικρίνεια. Ήταν «χωρίς πονηριά». Και αυτή ήταν σπουδαία αρετή¨ ήταν και έντιμος και ειλικρινής. Η αδυναμία του χαρακτήρα του ήταν η υπερηφάνεια του¨ ήταν πολύ υπερήφανος για την οικογένειά του, την πόλη του, την φήμη του, και το έθνος του, πράγματα τα οποία είναι αξιέπαινα αν δεν φτάνουν στα άκρα. Αλλά ο Ναθαναήλ είχε την τάση να φτάνει στα άκρα με τις προσωπικές του προκαταλήψεις. Είχε την τάση να κρίνει με προκατάληψη τους ανθρώπους σύμφωνα με την προσωπική του άποψη. Δεν άργησε να ρωτήσει, ακόμα και πριν να συναντήσει τον Ιησού. «Μπορεί τίποτα καλό να βγει από την Ναζαρέτ;» Αλλά ο Ναθαναήλ δεν ήταν ισχυρογνώμων, παρόλο που ήταν υπερήφανος. Πολύ γρήγορα άλλαξε γνώμη όταν κοίταξε το πρόσωπο του Ιησού.   139:6.3 (1558.4) Jesus did not himself give Nathaniel a nickname, but the twelve soon began to speak of him in terms that signified honesty, sincerity. He was “without guile.” And this was his great virtue; he was both honest and sincere. The weakness of his character was his pride; he was very proud of his family, his city, his reputation, and his nation, all of which is commendable if it is not carried too far. But Nathaniel was inclined to go to extremes with his personal prejudices. He was disposed to prejudge individuals in accordance with his personal opinions. He was not slow to ask the question, even before he had met Jesus, “Can any good thing come out of Nazareth?” But Nathaniel was not obstinate, even if he was proud. He was quick to reverse himself when he once looked into Jesus’ face.
139:6.4 (1558.5) Από πολλές απόψεις ο Ναθαναήλ ήταν η παράταιρη διάνοια ανάμεσα στους δώδεκα. Ήταν ο αποστολικός φιλόσοφος και ονειροπόλος, αλλά ήταν ένας πολύ πρακτικός ονειροπόλος. Εναλλασσόταν ανάμεσα σε περιόδους έντονου σοβαρού φιλοσοφικού συλλογισμού και περιόδους σπάνιας κωμικής διάθεσης¨ όταν ήταν στην κατάλληλη διάθεση, ήταν ίσως ο καλύτερος αφηγητής από τους δώδεκα. Ο Ιησούς απολάμβανε ιδιαίτερα να ακούει τις κουβέντες του Ναθαναήλ για τα πράγματα είτε σοβαρά είτε φαιδρά. Ο Ναθαναήλ έπαιρνε όλο και σοβαρότερα τον Ιησού και την βασιλεία των ουρανών, αλλά τον εαυτό του ποτέ δεν τον πήρε σοβαρά.   139:6.4 (1558.5) In many respects Nathaniel was the odd genius of the twelve. He was the apostolic philosopher and dreamer, but he was a very practical sort of dreamer. He alternated between seasons of profound philosophy and periods of rare and droll humor; when in the proper mood, he was probably the best storyteller among the twelve. Jesus greatly enjoyed hearing Nathaniel discourse on things both serious and frivolous. Nathaniel progressively took Jesus and the kingdom more seriously, but never did he take himself seriously.
139:6.5 (1558.6) Οι απόστολοι όλοι αγαπούσαν και σέβονταν τον Ναθαναήλ, και αυτός τα πήγαινε περίφημα μαζί τους, εκτός από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ο Ιούδας πίστευε ότι ο Ναθαναήλ δεν έπαιρνε αρκετά σοβαρά την αποστολική του ιδιότητα και κάποτε τόλμησε να πάει μυστικά στον Ιησού και να παραπονεθεί για αυτόν. Ο Ιησούς είπε: «Ιούδα, πρόσεχε πολύ τα βήματά σου¨ μην μεγαλοποιείς την θέση σου. Ποιος από μας είναι ικανός να κρίνει τον αδερφό του; Δεν είναι το θέλημα του Πατέρα τα παιδιά του να συμμετέχουν μόνο στα σοβαρά πράγματα της ζωής. Άφησέ με να σου επαναλάβω: Έχω έρθει για να βρουν τα αδέρφια μου στην σάρκα χαρά, και ευτυχία, και να χαρούν την ζωή τους με περισσότερη αφθονία. Πήγαινε λοιπόν, Ιούδα, και πράξε καλά αυτό που σου έχει ανατεθεί αλλά άφησε τον Ναθαναήλ, τον αδερφό σου να λογοδοτήσει στον Θεό.» Και η μνήμη αυτών των λόγων, καθώς και πολλές άλλες παρόμοιες εμπειρίες, υπόβοσκαν για πολύ στην γεμάτη αυταπάτες καρδιά του Ιούδα του Ισκαριώτη.   139:6.5 (1558.6) The apostles all loved and respected Nathaniel, and he got along with them splendidly, excepting Judas Iscariot. Judas did not think Nathaniel took his apostleship sufficiently seriously and once had the temerity to go secretly to Jesus and lodge complaint against him. Said Jesus: “Judas, watch carefully your steps; do not overmagnify your office. Who of us is competent to judge his brother? It is not the Father’s will that his children should partake only of the serious things of life. Let me repeat: I have come that my brethren in the flesh may have joy, gladness, and life more abundantly. Go then, Judas, and do well that which has been intrusted to you but leave Nathaniel, your brother, to give account of himself to God.” And the memory of this, with that of many similar experiences, long lived in the self-deceiving heart of Judas Iscariot.
139:6.6 (1559.1) Πολλές φορές, όταν ο Ιησούς βρισκόταν μακριά στο βουνό με τον Πέτρο, τον Ιάκωβο, και τον Ιωάννη, και τα πράγματα γινόντουσαν πολύ τεταμένα και μπερδεμένα ανάμεσα στους αποστόλους, όταν ούτε ο Ανδρέας δεν ήξερε τι να πει στα απαρηγόρητα αδέρφια του, ο Ναθαναήλ ήταν αυτός που τους ανακούφιζε από την ένταση με λίγη φιλοσοφία ή με μια αναλαμπή χιουμοριστική¨ και με την καλή του διάθεση ακόμα.   139:6.6 (1559.1) Many times, when Jesus was away on the mountain with Peter, James, and John, and things were becoming tense and tangled among the apostles, when even Andrew was in doubt about what to say to his disconsolate brethren, Nathaniel would relieve the tension by a bit of philosophy or a flash of humor; good humor, too.
139:6.7 (1559.2) Η δουλειά του Ναθαναήλ ήταν να φροντίζει τις οικογένειες των δώδεκα. Συχνά απουσίαζε από τις αποστολικές συνεδριάσεις, γιατί να μάθαινε για κάποια ασθένεια ή κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε σε κάποια οικογένεια που είχε αναλάβει, δεν έχανε χρόνο και πήγαινε αμέσως εκεί. Οι δώδεκα αισθανόντουσαν ασφάλεια γνωρίζοντας ότι ο Ναθαναήλ είχε αναλάβει τις οικογένειές τους.   139:6.7 (1559.2) Nathaniel’s duty was to look after the families of the twelve. He was often absent from the apostolic councils, for when he heard that sickness or anything out of the ordinary had happened to one of his charges, he lost no time in getting to that home. The twelve rested securely in the knowledge that their families’ welfare was safe in the hands of Nathaniel.
139:6.8 (1559.3) Ο Ναθαναήλ εκτιμούσε τον Ιησού περισσότερο για την ανεκτικότητά του. Ποτέ δεν κουραζόταν να διαλογίζεται την ευρύτητα του νου και την γενναιόδωρη συμπάθεια του Υιού του Ανθρώπου.   139:6.8 (1559.3) Nathaniel most revered Jesus for his tolerance. He never grew weary of contemplating the broadmindedness and generous sympathy of the Son of Man.
139:6.9 (1559.4) Ο πατέρας του Ναθαναήλ (ο Βαρθολομαίος) πέθανε λίγο μετά την Πεντηκοστή, μετά την οποία αυτός ο απόστολος πήγε στην Μεσοποταμία και στην Ινδία αναγγέλλοντας τα χαρμόσυνα νέα της βασιλείας και βαπτίζοντας πιστούς. Οι αδερφοί του ποτέ δεν έμαθαν τι απόγινε ο παλιός φιλόσοφός τους, ποιητής τους, και χιουμορίστας τους. Αλλά ήταν επίσης και ένας σπουδαίος άνδρας του βασιλείου και έκανε πολλά για να διαδώσει τις διδασκαλίες του Κυρίου του, παρόλο που δεν συμμετείχε στην οργάνωση της μεταγενέστερης Χριστιανικής εκκλησίας. Ο Ναθαναήλ πέθανε στην Ινδία.   139:6.9 (1559.4) Nathaniel’s father (Bartholomew) died shortly after Pentecost, after which this apostle went into Mesopotamia and India proclaiming the glad tidings of the kingdom and baptizing believers. His brethren never knew what became of their onetime philosopher, poet, and humorist. But he also was a great man in the kingdom and did much to spread his Master’s teachings, even though he did not participate in the organization of the subsequent Christian church. Nathaniel died in India.
7. Ο ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΛΕΒΙ ^top   7. Matthew Levi ^top
139:7.1 (1559.5) Ο Ματθαίος, ο έβδομος απόστολος, επιλέχτηκε από τον Ανδρέα. Ο Ματθαίος ανήκε σε μια οικογένεια φοροεισπρακτόρων, ή τελωνών, αλλά ο ίδιος ήταν τελώνης στην Καπερναούμ, όπου και έμενε. Ήταν τριάντα ενός έτους και παντρεμένος με τέσσερα παιδιά. Ήταν άνθρωπος ευκατάστατος, και ο μόνος ανάμεσα στους αποστόλους που είχε οικονομική άνεση. Ήταν καλός επιχειρηματίας, είχε καλές κοινωνικές σχέσεις, και είχε το χάρισμα να μπορεί να κάνει φιλίες και να τα πηγαίνει καλά με διάφορους τύπους ανθρώπων.   139:7.1 (1559.5) Matthew, the seventh apostle, was chosen by Andrew. Matthew belonged to a family of tax gatherers, or publicans, but was himself a customs collector in Capernaum, where he lived. He was thirty-one years old and married and had four children. He was a man of moderate wealth, the only one of any means belonging to the apostolic corps. He was a good business man, a good social mixer, and was gifted with the ability to make friends and to get along smoothly with a great variety of people.
139:7.2 (1559.6) Ο Ανδρέας διόρισε τον Ματθαίο οικονομικό αντιπρόσωπο των αποστόλων. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ο οικονομικός πράκτορας και αντιπρόσωπος δημοσίων σχέσεων της αποστολικής οργάνωσης. Είχε οξεία κρίση της ανθρώπινης φύσης και ήταν πολύ ικανός προπαγανδιστής. Η προσωπικότητά του ήταν δύσκολο να την οραματιστεί κανείς, αλλά ήταν ένας πολύ σοβαρός μαθητής και η πίστη του για την αποστολή του Ιησού και στην βεβαιότητα του βασιλείου, ολοένα μεγάλωνε. Ο Ιησούς ποτέ δεν έδωσε κάποια προσωνυμία στον Λεβί, αλλά οι συνάδερφοί του απόστολοι συνήθως τον αποκαλούσαν «χρηματο-εισπράκτορα».   139:7.2 (1559.6) Andrew appointed Matthew the financial representative of the apostles. In a way he was the fiscal agent and publicity spokesman for the apostolic organization. He was a keen judge of human nature and a very efficient propagandist. His is a personality difficult to visualize, but he was a very earnest disciple and an increasing believer in the mission of Jesus and in the certainty of the kingdom. Jesus never gave Levi a nickname, but his fellow apostles commonly referred to him as the “money-getter.”
139:7.3 (1559.7) Το ισχυρό σημείο του Λεβί ήταν η εγκάρδια αφοσίωσή του στον σκοπό τους. Ότι αυτός, ένας τελώνης, έγινε δεκτός από τον Ιησού και τους αποστόλους του ήταν η αιτία για μια ευγνωμοσύνη που κατάκλυζε τον πρώην φοροεισπράκτορα. Όμως, χρειάστηκε αρκετός χρόνος για τους υπόλοιπους από τους αποστόλους, ιδιαίτερα για τον Σίμωνα τον Ζηλωτή και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, να συμφιλιωθούν με την παρουσία του τελώνη ανάμεσά τους. Η αδυναμία του Ματθαίου ήταν η κοντόφθαλμη και υλιστική του άποψη για την ζωή. Αλλά σε όλα αυτά τα θέματα έκανε μεγάλη πρόοδο όσο περνούσαν οι μήνες. Αυτός, φυσικά, χρειαζόταν να απουσιάζει σε πολλές από τις πολύτιμες περιόδους διδασκαλίας αφού η δουλειά του ήταν να συμπληρώνει το ταμείο.   139:7.3 (1559.7) Levi’s strong point was his wholehearted devotion to the cause. That he, a publican, had been taken in by Jesus and his apostles was the cause for overwhelming gratitude on the part of the former revenue collector. However, it required some little time for the rest of the apostles, especially Simon Zelotes and Judas Iscariot, to become reconciled to the publican’s presence in their midst. Matthew’s weakness was his shortsighted and materialistic viewpoint of life. But in all these matters he made great progress as the months went by. He, of course, had to be absent from many of the most precious seasons of instruction as it was his duty to keep the treasury replenished.
139:7.4 (1559.8) Ήταν η διάθεση του Κυρίου για συγχώρεση που εκτιμούσε περισσότερο ο Ματθαίος. Ποτέ δεν σταματούσε να αναλογίζεται ότι η πίστη ήταν το μόνο απαραίτητο για την δουλειά της ανεύρεσης του Θεού. Πάντα του άρεσε να μιλά για το βασίλειο σαν «η δουλειά για την ανεύρεση του Θεού.»   139:7.4 (1559.8) It was the Master’s forgiving disposition which Matthew most appreciated. He would never cease to recount that faith only was necessary in the business of finding God. He always liked to speak of the kingdom as “this business of finding God.”
139:7.5 (1560.1) Αν και ο Ματθαίος ήταν ένας άνθρωπος με παρελθόν, λογοδότησε θαυμάσια για τον εαυτό του, και όσο περνούσε ο καιρός, οι συνεργάτες του γινόντουσαν περήφανοι με τις αποδόσεις του τελώνη συντρόφου τους. Ήταν ένας από τους αποστόλους που κράτησε πολλές σημειώσεις για τα λεγόμενα του Ιησού, και αυτές οι σημειώσεις του χρησιμοποιήθηκαν σαν βάση για την μεταγενέστερη διήγηση του Ίσαδορ για τα λόγια και τις πράξεις του Ιησού, που είναι γνωστό σαν το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.   139:7.5 (1560.1) Though Matthew was a man with a past, he gave an excellent account of himself, and as time went on, his associates became proud of the publican’s performances. He was one of the apostles who made extensive notes on the sayings of Jesus, and these notes were used as the basis of Isador’s subsequent narrative of the sayings and doings of Jesus, which has become known as the Gospel according to Matthew.
139:7.6 (1560.2) Η σπουδαία και χρήσιμη ζωή του Ματθαίου, του επιχειρηματία και τελώνη από την Καπερναούμ, ήταν το μέσο οδήγησης χιλιάδων άλλων επιχειρηματιών, δημόσιων αξιωματούχων, και πολιτικών, στις μεταγενέστερες εποχές, για να ακούσουν και αυτοί την φωνή του Κυρίου να λέει: «Ακολουθήστε με.» Ο Ματθαίος πραγματικά ήταν δεινός πολιτικός, αλλά ήταν ειλικρινά πιστός στον Ιησού και υπέρτατα αφοσιωμένος στο έργο του να φροντίζει οι αγγελιαφόροι του επερχόμενου βασιλείου ήταν οικονομικά εξασφαλισμένοι.   139:7.6 (1560.2) The great and useful life of Matthew, the business man and customs collector of Capernaum, has been the means of leading thousands upon thousands of other business men, public officials, and politicians, down through the subsequent ages, also to hear that engaging voice of the Master saying, “Follow me.” Matthew really was a shrewd politician, but he was intensely loyal to Jesus and supremely devoted to the task of seeing that the messengers of the coming kingdom were adequately financed.
139:7.7 (1560.3) Η παρουσία του Ματθαίου ανάμεσα στους δώδεκα ήταν το μέσο να μείνουν ορθάνοιχτες οι θύρες του βασιλείου σε αμέτρητους καταπτοημένες και απόκληρες ψυχές που είχαν θεωρήσει ότι δεν υπήρχε γι αυτούς παρηγοριά από την θρησκεία. Απόκληροι και καταβεβλημένοι άνδρες και γυναίκες συνωστιζόντουσαν για να ακούσουν τον Ιησού, και αυτός ποτέ δεν έδιωξε κανέναν τους.   139:7.7 (1560.3) The presence of Matthew among the twelve was the means of keeping the doors of the kingdom wide open to hosts of downhearted and outcast souls who had regarded themselves as long since without the bounds of religious consolation. Outcast and despairing men and women flocked to hear Jesus, and he never turned one away.
139:7.8 (1560.4) Ο Ματθαίος δεχόταν ελεύθερα δωρεές από πιστούς μαθητές και από τους ακροατές των διδασκαλιών του Ιησού, αλλά ποτέ δεν ζητούσε ανοιχτά χρήματα από τα πλήθη. Έκανε όλο το οικονομικό του έργο με ήσυχο και προσωπικό τρόπο και εξοικονομούσε τα περισσότερα χρήματα από τις πιο εύπορες τάξεις πιστών. Στην ουσία ο ίδιος διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για το έργο του Κυρίου και των αποστόλων του, αλλά αυτοί ποτέ δεν γνώριζαν για αυτή του την γενναιοδωρία, εκτός από τον Ιησού, που γνώριζε τα πάντα. Ο Ματθαίος δίσταζε να συνεισφέρει ανοιχτά στο αποστολικό ταμείο από φόβο μήπως ο Ιησούς και οι σύντροφοί του θεωρήσουν τα χρήματά του μολυσμένα¨ έτσι έδινε πολλά με το ονομα άλλων πιστών. Τους πρώτους μήνες, όταν ο Ματθαίος ήξερε ότι η παρουσία του ανάμεσά τους ήταν λίγο πολύ δοκιμαστική, έμπαινε έντονα στον πειρασμό να τους ενημερώσει ότι πολύ συχνά τα δικά του χρήματα τους εξασφάλιζαν τον άρτο τον επιούσιο, αλλά δεν ενέδωσε. Όταν εκδηλωνόταν κάποια περιφρόνηση από τους άλλους αποστόλους για τον τελώνη, ο Λεβί καιγόταν να τους αποκαλύψει την γενναιοδωρία του, αλλά πάντα κατάφερνε να συγκρατείται.   139:7.8 (1560.4) Matthew received freely tendered offerings from believing disciples and the immediate auditors of the Master’s teachings, but he never openly solicited funds from the multitudes. He did all his financial work in a quiet and personal way and raised most of the money among the more substantial class of interested believers. He gave practically the whole of his modest fortune to the work of the Master and his apostles, but they never knew of this generosity, save Jesus, who knew all about it. Matthew hesitated openly to contribute to the apostolic funds for fear that Jesus and his associates might regard his money as being tainted; so he gave much in the names of other believers. During the earlier months, when Matthew knew his presence among them was more or less of a trial, he was strongly tempted to let them know that his funds often supplied them with their daily bread, but he did not yield. When evidence of the disdain of the publican would become manifest, Levi would burn to reveal to them his generosity, but always he managed to keep still.
139:7.9 (1560.5) Όταν τα οικονομικά της εβδομάδας δεν έφταναν για τις ανάγκες τους, ο Λεβί πολύ συχνά θα προσέφευγε στις προσωπικές του πηγές. Επίσης, όταν το ενδιαφέρον του για την διδασκαλία του Ιησού μεγάλωσε, προτιμούσε να παραμένει να ακούει την διδασκαλία του, ακόμα και αν ήξερε ότι θα έπρεπε ο ίδιος προσωπικά να πλήρωνε για το έλλειμμα του ταμείου τους. Όμως, ο Λεβί πραγματικά επιθυμούσε ο Ιησούς να ήξερε ότι πολλά από τα χρήματά τους προερχόντουσαν από την δική του τσέπη! Δεν ήξερε ότι ο Κύριος ήδη το γνώριζε πολύ καλά. Όλοι οι απόστολοι πέθαναν χωρίς να ξέρουν ότι ο Ματθαίος ήταν ο ευεργέτης τους σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, που όταν ξεκίνησε για να κηρύξει το ευαγγέλιο του βασιλείου μετά την αρχή των διωγμών, ήταν ουσιαστικά αδέκαρος.   139:7.9 (1560.5) When the funds for the week were short of the estimated requirements, Levi would often draw heavily upon his own personal resources. Also, sometimes when he became greatly interested in Jesus’ teaching, he preferred to remain and hear the instruction, even though he knew he must personally make up for his failure to solicit the necessary funds. But Levi did so wish that Jesus might know that much of the money came from his pocket! He little realized that the Master knew all about it. The apostles all died without knowing that Matthew was their benefactor to such an extent that, when he went forth to proclaim the gospel of the kingdom after the beginning of the persecutions, he was practically penniless.
139:7.10 (1560.6) Όταν αυτές οι διώξεις ανάγκασαν τους πιστούς να αφήσουν την Ιερουσαλήμ, ο Ματθαίος ταξίδεψε προς τα βόρεια, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του βασιλείου και βαπτιζοντας πιστούς. Για τους άλλους αποστόλους ήταν χαμένος, αλλά συνέχισε να κηρύσσει και να βαπτιζει, στην Συρία, την Καππαδοκία, την Γαλάτια, την Βηθυνία, και την Θράκη. Και εκεί στην Θράκη, στην Λυσιμάχεια, κάποιοι άπιστοι Εβραίοι συνωμότησαν με τους Ρωμαίους στρατιώτες να κανονίσουν τον θάνατό του. Και αυτός ο αναγεννημένος τελώνης πέθανε θριαμβευτικά πιστεύοντας στην σωτηρία που είχε μάθει τόσο καλά από τις διδασκαλίες του Κυρίου στην πρόσφατη παραμονή του στην γη.   139:7.10 (1560.6) When these persecutions caused the believers to forsake Jerusalem, Matthew journeyed north, preaching the gospel of the kingdom and baptizing believers. He was lost to the knowledge of his former apostolic associates, but on he went, preaching and baptizing, through Syria, Cappadocia, Galatia, Bithynia, and Thrace. And it was in Thrace, at Lysimachia, that certain unbelieving Jews conspired with the Roman soldiers to encompass his death. And this regenerated publican died triumphant in the faith of a salvation he had so surely learned from the teachings of the Master during his recent sojourn on earth.
8. ΘΩΜΑΣ Ο ΔΙΔΥΜΟΣ ^top   8. Thomas Didymus ^top
139:8.1 (1561.1) Ο Θωμάς ήταν ο έβδομος απόστολος, και επιλέχτηκε από τον Φίλιππο. Αργότερα έγινε γνωστός σαν «ο Θωμάς ο αμφισβητίας», αλλά οι σύντροφοί του τον θεωρούσαν χρόνιο αμφισβητία. Αλήθεια, ήταν ένας λογικός, σκεπτικιστικός τύπος νου, αλλά είχε μια μορφή θαρραλέας πίστης και αφοσίωσης που απαγόρευε σε αυτούς πουν γνώριζαν προσωπικά να τον θεωρούν ασήμαντο σκεπτικιστή.   139:8.1 (1561.1) Thomas was the eighth apostle, and he was chosen by Philip. In later times he has become known as “doubting Thomas,” but his fellow apostles hardly looked upon him as a chronic doubter. True, his was a logical, skeptical type of mind, but he had a form of courageous loyalty which forbade those who knew him intimately to regard him as a trifling skeptic.
139:8.2 (1561.2) Όταν ο Θωμάς έγινε απόστολος, ήταν είκοσι εννιά χρονών, ήταν παντρεμένος και είχε τέσσερα παιδιά. Παλαιότερα ήταν ξυλουργός και λιθοξόος, αλλά έπειτα έγινε ψαράς και κατοικούσε στην Ταριχαία, που βρισκόταν στην δυτική ακτή του Ιορδάνη εκεί όπου χύνεται στην Θάλασσα της Γαλιλαίας, και θεωρείτο ο ηγετικός πολίτης αυτού του μικρού χωριού. Η μόρφωσή του δεν ήταν μεγάλη, αλλά είχε ένα οξύ, λογικό νου και ήταν γιος θαυμάσιας οικογένειας, που ζούσε στην Τιβεριάδα. Ο Θωμάς ήταν ο μόνος πραγματικά αναλυτικός νους από τους δώδεκα¨ αυτός ήταν ο πραγματικός επιστήμονας της αποστολικής ομάδας.   139:8.2 (1561.2) When Thomas joined the apostles, he was twenty-nine years old, was married, and had four children. Formerly he had been a carpenter and stone mason, but latterly he had become a fisherman and resided at Tarichea, situated on the west bank of the Jordan where it flows out of the Sea of Galilee, and he was regarded as the leading citizen of this little village. He had little education, but he possessed a keen, reasoning mind and was the son of excellent parents, who lived at Tiberias. Thomas had the one truly analytical mind of the twelve; he was the real scientist of the apostolic group.
139:8.3 (1561.3) Τα πρώτα οικογενειακά χρόνια του Θωμά ήταν άτυχα¨ οι γονείς του δεν ήταν πολύ ευτυχισμένοι στην έγγαμη ζωή τους, και αυτό είχε επίπτωση στην ενήλικη ζωή του Θωμά. Όταν ενηλικιώθηκε είχε πολύ αντιπαθητικό και εριστικό χαρακτήρα. Ακόμα και η σύζυγός του χάρηκε όταν τον είδε να πηγαίνει στους αποστόλους¨ ανακουφίστηκε με την σκέψη ότι ο απαισιόδοξος σύζυγός της θα έλειπε από το σπίτι τον περισσότερο καιρό. Ο Θωμάς είχε επίσης μια δόση καχυποψίας που τον δυσκόλευε πολύ να τα πηγαίνει καλά με τους άλλους. Ο Πέτρος στην αρχή θύμωνε πολύ με τον Θωμά, και παραπονιόταν στον αδερφό του τον Ανδρέα, ότι ο Θωμάς ήταν «κακός, άσχημος, και πάντα καχύποπτος.» Αλλά όσο καλύτερα τον γνώριζαν οι συνεργάτες του, τόσο περισσότερο τον συμπαθούσαν. Ανακάλυψαν ότι ήταν πολύ έντιμος και ακλόνητα πιστός. Ήταν απόλυτα ειλικρινής και αναμφισβήτητα φιλαλήθης αλλά ήταν ένας από φύση μεμψίμοιρος και οι περιστάσεις τον είχαν κάνει πραγματικό πεσσιμιστή. Ο αναλυτικός του νους ήταν καταραμένος με καχυποψία. Έχανε την πίστη του για τους συνανθρώπους του με μεγάλη ταχύτητα όταν σχετίστηκε με τους δώδεκα και έτσι ήρθε σε επαφή με τον ευγενή χαρακτήρα του Ιησού. Αυτή του η σχέση με τον Κύριο άρχισε αμέσως να μεταμορφώνει ολόκληρο τον χαρακτήρα του Θωμά και να επιφέρει μεγάλες αλλαγές στις νοητικές του αντιδράσεις προς τους συναθρώπους του.   139:8.3 (1561.3) The early home life of Thomas had been unfortunate; his parents were not altogether happy in their married life, and this was reflected in Thomas’s adult experience. He grew up having a very disagreeable and quarrelsome disposition. Even his wife was glad to see him join the apostles; she was relieved by the thought that her pessimistic husband would be away from home most of the time. Thomas also had a streak of suspicion which made it very difficult to get along peaceably with him. Peter was very much upset by Thomas at first, complaining to his brother, Andrew, that Thomas was “mean, ugly, and always suspicious.” But the better his associates knew Thomas, the more they liked him. They found he was superbly honest and unflinchingly loyal. He was perfectly sincere and unquestionably truthful, but he was a natural-born faultfinder and had grown up to become a real pessimist. His analytical mind had become cursed with suspicion. He was rapidly losing faith in his fellow men when he became associated with the twelve and thus came in contact with the noble character of Jesus. This association with the Master began at once to transform Thomas’s whole disposition and to effect great changes in his mental reactions to his fellow men.
139:8.4 (1561.4) Το μεγάλο προτέρημα του Θωμά ήταν ο υπέροχος αναλυτικός του νους σε συνδυασμό με ακλόνητο θάρρος—όταν είχε πάρει την απόφασή του. Το μεγάλο του μειονέκτημα ήταν η καχύποπτη αμφισβήτησή του, την οποία ποτέ δεν ξεπέρασε ολοκληρωτικά σε όλη του την ζωή στην σάρκα.   139:8.4 (1561.4) Thomas’s great strength was his superb analytical mind coupled with his unflinching courage—when he had once made up his mind. His great weakness was his suspicious doubting, which he never fully overcame throughout his whole lifetime in the flesh.
139:8.5 (1561.5) Στην οργάνωση των δώδεκα ο Θωμάς ανάλαβε να κανονίζει και να διευθύνει το οδοιπορικό, και ήταν πολύ ικανός διευθυντής του έργου και των κινήσεων του αποστολικού σώματος. Ήταν καλό εκτελεστικό στέλεχος, θαυμάσιος επιχειρηματίας αλλά μειονεκτούσε εξαιτίας των πολλών αλλαγών στην διάθεσή του¨ ήταν άλλος άνθρωπος και άλλος την άλλη. Είχε ροπή προς την μελαγχολία όταν έγινε απόστολος, αλλά η επαφή με τον Ιησού και τους αποστόλους τον θεράπευσε κατά πολύ από αυτή την αρρωστημένη εσωστρέφεια.   139:8.5 (1561.5) In the organization of the twelve Thomas was assigned to arrange and manage the itinerary, and he was an able director of the work and movements of the apostolic corps. He was a good executive, an excellent businessman, but he was handicapped by his many moods; he was one man one day and another man the next. He was inclined toward melancholic brooding when he joined the apostles, but contact with Jesus and the apostles largely cured him of this morbid introspection.
139:8.6 (1561.6) Ο Ιησούς συμπαθούσε πολύ τον Θωμά και είχε πολλές μακρές, προσωπικές συνομιλίες μαζί του. Η παρουσία του ανάμεσα στους αποστόλους ήταν μεγάλη ενθάρρυνση σε όλους τους έντιμους αμφισβητίες και ενθάρρυνε πολλά συγχυσμένα μυαλά να εισέλθουν στην βασιλεία, ακόμα κι αν Δε ν μπορούσαν να καταλάβουν απόλυτα τα πάντα από τις πνευματικές και φιλοσοφικές πλευρές των διδασκαλιών του Ιησού. Η συμμετοχή του Θωμά στους δώδεκα ήταν μια τρανταχτή απόδειξη ότι ο Ιησούς αγαπούσε ακόμα και τους έντιμους αμφισβητίες.   139:8.6 (1561.6) Jesus enjoyed Thomas very much and had many long, personal talks with him. His presence among the apostles was a great comfort to all honest doubters and encouraged many troubled minds to come into the kingdom, even if they could not wholly understand everything about the spiritual and philosophic phases of the teachings of Jesus. Thomas’s membership in the twelve was a standing declaration that Jesus loved even honest doubters.
139:8.7 (1562.1) Οι άλλοι απόστολοι σεβόντουσαν τον Ιησού για κάποιο ξεχωριστό στοιχείο της πολύπλευρης προσωπικότητάς του, αλλά ο Θωμάς σεβόταν τον Κύριό του για τον υπέροχα ισορροπημένο χαρακτήρα του. Ο Θωμάς όλο και περισσότερο θαύμαζε και τιμούσε αυτόν που ήταν τόσο στοργικά ελεήμων αλλά και τόσο αλύγιστα δίκαιος και ορθός¨ τόσο σταθερός αλλά ποτέ ισχυρογνώμων¨ τόσο ήρεμος αλλά ποτέ αδιάφορος¨ τόσο εξυπηρετικός και τόσο συμπονετικός αλλά ποτέ ανακατωσούρης ή δικτατορικός¨ τόσο δυνατός αλλά την ίδια στιγμή τόσο ευγενικός¨ και αθώος αλλά και τόσο ρωμαλέος, δυναμικός και επιβλητικός¨ τόσο πραγματικά θαρραλέος αλλά ποτέ παράτολμος ή απερίσκεπτος¨ τόσο λάτρης της φύσης αλλά και τόσο απελευθερωμένος από οποιαδήποτε τάση να την θεοποιεί¨ τόσο χιουμοριστικός και τόσο παιχνιδιάρης, αλλά τόσο ελεύθερος από ελαφρότητα και επιπολαιότητα. Ήταν αυτή η ασύγκριτη συμμετρία της προσωπικότητας που γοήτευσε τον Θωμά. Ίσως ήταν αυτός από τους δώδεκα που απολάμβανε περισσότερο την ανώτατη διανοητική κατανόηση και την εκτίμηση της προσωπικότητας του Ιησού.   139:8.7 (1562.1) The other apostles held Jesus in reverence because of some special and outstanding trait of his replete personality, but Thomas revered his Master because of his superbly balanced character. Increasingly Thomas admired and honored one who was so lovingly merciful yet so inflexibly just and fair; so firm but never obstinate; so calm but never indifferent; so helpful and so sympathetic but never meddlesome or dictatorial; so strong but at the same time so gentle; so positive but never rough or rude; so tender but never vacillating; so pure and innocent but at the same time so virile, aggressive, and forceful; so truly courageous but never rash or foolhardy; such a lover of nature but so free from all tendency to revere nature; so humorous and so playful, but so free from levity and frivolity. It was this matchless symmetry of personality that so charmed Thomas. He probably enjoyed the highest intellectual understanding and personality appreciation of Jesus of any of the twelve.
139:8.8 (1562.2) Στις συνεδριάσεις των δώδεκα ο Θωμάς ήταν πάντα προσεκτικός, υποστήριζε πάντα την πιο ασφαλή πολιτική, αλλά αν καταψηφιζόταν ο συντηρητισμός του ή απορριπτόταν, ήταν αυτός που πρώτος που άφοβα ξεκινούσε για να εκτελέσει το πρόγραμμα που είχε αποφασιστεί. Πολλές φορές θα αντιτασσόταν σε κάποιο σχέδιο που φαινόταν παράτολμο και παρακινδυνευμένο¨ πάντα θα διαπραγματευόταν μέχρι το τέλος, αλλά όταν ο Ανδρέας θα έθετε το θέμα σε ψηφοφορία, και αφού οι δώδεκα αποφάσιζαν να πράξουν αυτό στο οποίο εκείνος είχε τόσο σθεναρά αντισταθεί, ο Θωμάς ήταν εκείνος που θα ήταν ο πρώτος που θα έλεγε, «Πάμε!» Ήξερε να χάνει . Δεν κρατούσε κακία ούτε πληγωμένα συναισθήματα. Επανειλημμένα αντιτασσόταν στο να αφήσει τον Ιησού να εκτεθεί σε κίνδυνο, αλλά όταν ο Κύριος αποφάσιζε να ριψοκινδυνέψει, πάντα ήταν ο Θωμάς που παρότρυνε τους αποστόλους με τα γενναία λόγια του, «Ελάτε σύντροφοι, πάμε να πεθάνουμε μαζί του.»   139:8.8 (1562.2) In the councils of the twelve Thomas was always cautious, advocating a policy of safety first, but if his conservatism was voted down or overruled, he was always the first fearlessly to move out in execution of the program decided upon. Again and again would he stand out against some project as being foolhardy and presumptuous; he would debate to the bitter end, but when Andrew would put the proposition to a vote, and after the twelve would elect to do that which he had so strenuously opposed, Thomas was the first to say, “Let’s go!” He was a good loser. He did not hold grudges nor nurse wounded feelings. Time and again did he oppose letting Jesus expose himself to danger, but when the Master would decide to take such risks, always was it Thomas who rallied the apostles with his courageous words, “Come on, comrades, let’s go and die with him.”
139:8.9 (1562.3) Ο Θωμάς ήταν από κάποιες απόψεις σαν τον Φίλιππο¨ ήθελε και αυτός να «του αποδείξουν», αλλά οι δικές του εξωτερικές εκφράσεις αμφιβολίας βασιζόντουσαν σε εντελώς διαφορετικές νοητικές λειτουργίες. Ο Θωμάς ήταν αναλυτικός, όχι απλά σκεπτικιστής. Όσον αφορά το προσωπικό φυσικό θάρρος, ήταν ένας από τους γενναιότερους ανάμεσα στους δώδεκα.   139:8.9 (1562.3) Thomas was in some respects like Philip; he also wanted “to be shown,” but his outward expressions of doubt were based on entirely different intellectual operations. Thomas was analytical, not merely skeptical. As far as personal physical courage was concerned, he was one of the bravest among the twelve.
139:8.10 (1562.4) Ο Θωμάς είχε κάποιες πολύ άσχημες μέρες¨ ήταν μελαγχολικός και καταβεβλημένος μερικές φορές. Η απώλεια της δίδυμης αδερφής του όταν ήταν εννέα χρονών του είχε αφήσει πολύ συσσωρευμένη λύπη από τα παιδικά του χρόνια και προσέθετε στα ψυχολογικά προβλήματα του χαρακτήρα του στην μεταγενέστερη ζωή του. Όταν ο Θωμάς μελαγχολούσε, μερικές φορές ήταν ο Ναθαναήλ που τον βοηθούσε να το ξεπεράσει, μερικές φορές ο Πέτρος, και όχι σπάνια ένας από τους Αλφαίους διδύμους. Όταν ήταν πολύ στενοχωρημένος, δυστυχώς πάντα προσπαθούσε να αποφεύγει να έρχεται σε άμεση επαφή με τον Ιησού. Αλλά ο Κύριος γνώριζε τα πάντα γι αυτό και έδειχνε κατανόηση και συμπόνια για αυτόν τον απόστολο όταν τον κατέβαλλε η μελαγχολία και τον βασανίζανε οι αμφιβολίες.   139:8.10 (1562.4) Thomas had some very bad days; he was blue and downcast at times. The loss of his twin sister when he was nine years old had occasioned him much youthful sorrow and had added to his temperamental problems of later life. When Thomas would become despondent, sometimes it was Nathaniel who helped him to recover, sometimes Peter, and not infrequently one of the Alpheus twins. When he was most depressed, unfortunately he always tried to avoid coming in direct contact with Jesus. But the Master knew all about this and had an understanding sympathy for his apostle when he was thus afflicted with depression and harassed by doubts.
139:8.11 (1562.5) Μερικές φορές ο Θωμάς έπαιρνε άδεια από τον Ανδρέα να φύγει για μια δυο μέρες. Αλλά σύντομα έμαθε ότι μια τέτοια τακτική δεν ήταν η σωστή¨ γρήγορα ανακάλυψε ότι ήταν καλύτερο, όταν ήταν αποκαρδιωμένος, να μένει κοντά στο έργο του και στους συνεργάτες του. Αλλά ότι και να συνέβαινε στην συναισθηματική του ζωή, συνέχισε ακλόνητα να είναι απόστολος. Όταν ερχόταν η στιγμή για να προχωρήσουν σε δράση, πάντα ήταν ο Θωμάς που έλεγε, «Πάμε»!   139:8.11 (1562.5) Sometimes Thomas would get permission from Andrew to go off by himself for a day or two. But he soon learned that such a course was not wise; he early found that it was best, when he was downhearted, to stick close to his work and to remain near his associates. But no matter what happened in his emotional life, he kept right on being an apostle. When the time actually came to move forward, it was always Thomas who said, “Let’s go!”
139:8.12 (1562.6) Ο Θωμάς είναι το μεγάλο παράδειγμα του ανθρώπου που έχει αμφιβολίες, τις αντιμετωπίζει, και κερδίζει. Είχε σπουδαίο μυαλό¨ δεν ήταν γκρινιάρης σκεπτικιστής. Ήταν ένας λογικός στοχαστής¨ ήταν η οξεία δοκιμασία του Ιησού και των αποστόλων του. Αν ο Ιησούς και το έργο του δεν ήταν γνήσια, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν έναν άνθρωπο σαν τον Θωμά από την αρχή μέχρι το τέλος. Είχε μια οξεία αίσθηση του γεγονότος. Στην πρώτη εμφάνιση απάτης ο Θωμάς θα τους είχε εγκαταλείψει όλους. Οι επιστήμονες μπορεί να μην να μην μπορούσαν να καταλάβουν απόλυτα τα πάντα για τον Ιησού και το έργο του στην γη, αλλά κάποτε έζησε και δούλεψε με τον Κύριο και τους ανθρώπινους συνεργάτες του ένας άνθρωπος του οποιου το μυαλό ήταν πραγματικά επιστημονικό—ο Θωμάς ο Δίδυμος—και πίστευε στον Ιησού της Ναζαρέτ.   139:8.12 (1562.6) Thomas is the great example of a human being who has doubts, faces them, and wins. He had a great mind; he was no carping critic. He was a logical thinker; he was the acid test of Jesus and his fellow apostles. If Jesus and his work had not been genuine, it could not have held a man like Thomas from the start to the finish. He had a keen and sure sense of fact. At the first appearance of fraud or deception Thomas would have forsaken them all. Scientists may not fully understand all about Jesus and his work on earth, but there lived and worked with the Master and his human associates a man whose mind was that of a true scientist—Thomas Didymus—and he believed in Jesus of Nazareth.
139:8.13 (1563.1) Ο Θωμάς πέρασε δύσκολες ώρες τις μέρες των παθών και της σταύρωσης. ήταν για ένα διάστημα στα βάθη της απελπισίας, αλλά επιστράτεψε το κουράγιο του, έμεινε κοντά στους συντρόφους του, και ήταν παρευρισκόταν μαζί τους για να καλωσορίσει τον Ιησού στην Θάλασσα της Γαλιλαίας. για κάποιο διάστημα είχε υποκύψει στην μελαγχολία του εξαιτίας αμφιβολιών αλλά τελικά επιστράτεψε την πίστη και το θάρρος του. Έδινε σοφές συμβουλές στους αποστόλους μετά την Πεντηκοστή και, όταν οι διωγμοί διασκόρπισαν τους πιστούς, αυτός πήγε στην Κύπρο, την Κρήτη, την Βόρεια Αφρικανική ακτή, και την Σικελία, κηρύσσοντας και βαπτίζοντας μέχρι που συνελήφθη από πράκτορες της Ρωμαϊκής κυβέρνησης και θανατώθηκε στην Μάλτα. Λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατό του είχε αρχίσει την συγγραφή του βίου και της διδασκαλίας του Ιησού.   139:8.13 (1563.1) Thomas had a trying time during the days of the trial and crucifixion. He was for a season in the depths of despair, but he rallied his courage, stuck to the apostles, and was present with them to welcome Jesus on the Sea of Galilee. For a while he succumbed to his doubting depression but eventually rallied his faith and courage. He gave wise counsel to the apostles after Pentecost and, when persecution scattered the believers, went to Cyprus, Crete, the North African coast, and Sicily, preaching the glad tidings of the kingdom and baptizing believers. And Thomas continued preaching and baptizing until he was apprehended by the agents of the Roman government and was put to death in Malta. Just a few weeks before his death he had begun the writing of the life and teachings of Jesus.
9. και 10. Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΟΥΔΑΣ ΑΛΦΑΙΟΣ ^top   9. and 10. James and Judas Alpheus ^top
139:10.1 (1563.2) Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας οι γιοι του Αλφαίου, οι δίδυμοι ψαράδες ου έμεναν κοντά στην Χερισά, ήταν ο ένατος και ο δέκατος από τους αποστόλους και επιλέχτηκαν από τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη του Ζεβεδαίου. Ήταν είκοσι έξι χρονών και παντρεμένοι, ο Ιάκωβος είχε τρια παιδιά, και ο Ιούδας δύο.   139:10.1 (1563.2) James and Judas the sons of Alpheus, the twin fishermen living near Kheresa, were the ninth and tenth apostles and were chosen by James and John Zebedee. They were twenty-six years old and married, James having three children, Judas two.
139:10.2 (1563.3) Δεν υπάρχουν πολλά να πούμε για αυτούς τους κοινούς ψαράδες. Αγαπούσαν τον Κύριο και ο Ιησούς τους αγαπούσε, αλλά ποτέ δεν διέκοπταν τις διαλέξεις του με ερωτήσεις. Καταλάβαιναν πολύ λίγα από τις φιλοσοφικές ή τις θεολογικές συζητήσεις των άλλων αποστόλων, αλλά χαιρόντουσαν πολύ που ήταν και αυτοί μέλη μιας ομάδας ισχυρών ανθρώπων. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν σχεδόν ολόιδιοι στην εξωτερική εμφάνιση, στα νοητικά χαρακτηριστικά, και στο μέγεθος της πνευματικής αντίληψης. Ότι μπορούσαμε να πούμε για τον ένα ισχύει και για τον άλλο.   139:10.2 (1563.3) There is not much to be said about these two commonplace fisherfolk. They loved their Master and Jesus loved them, but they never interrupted his discourses with questions. They understood very little about the philosophical discussions or the theological debates of their fellow apostles, but they rejoiced to find themselves numbered among such a group of mighty men. These two men were almost identical in personal appearance, mental characteristics, and extent of spiritual perception. What may be said of one should be recorded of the other.
139:10.3 (1563.4) Ο Ανδρέας τους ανάθεσε το έργο της διαχείρισης του πλήθους. Ήταν οι κύριοι ταξιθέτες των ωρών του κηρύγματος και, στην πραγματικότητα, οι γενικοί υπηρέτες και παιδιά για θελήματα των άλλων αποστόλων. Βοηθούσαν τον Φίλιππο με τις προμήθειες τροφών, πήγαιναν τα χρήματα στις οικογένειες για λογαριασμό του Ναθαναήλ, και ήταν πάντα έτοιμοι να δώσουν ένα χέρι βοηθείας σε οποιονδήποτε από τους αποστόλους.   139:10.3 (1563.4) Andrew assigned them to the work of policing the multitudes. They were the chief ushers of the preaching hours and, in fact, the general servants and errand boys of the twelve. They helped Philip with the supplies, they carried money to the families for Nathaniel, and always were they ready to lend a helping hand to any one of the apostles.
139:10.4 (1563.5) Τα πλήθη των κοινών ανθρώπων έπαιρναν πολύ θάρρος όταν έβλεπαν δύο ομοίους τους να τιμούνται με θέσεις ανάμεσα στους αποστόλους. Με αυτή τους την αποδοχή από το αποστολικό σώμα αυτοί οι δίδυμοι της μετριότητας ήταν το μέσο ου έφερε πλήθη διστακτικών και ντροπαλών πιστών στην βασιλεία των ουρανών. Και, παρομοίως, οι κοινοί άνθρωποι δεχόντουσαν καλύτερα να τους καθοδηγούν και να τους διαχειρίζονται επίσημοι ταξιθέτες που ήταν λίγο πολύ σαν αυτούς.   139:10.4 (1563.5) The multitudes of the common people were greatly encouraged to find two like themselves honored with places among the apostles. By their very acceptance as apostles these mediocre twins were the means of bringing a host of fainthearted believers into the kingdom. And, too, the common people took more kindly to the idea of being directed and managed by official ushers who were very much like themselves.
139:10.5 (1563.6) Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας, που επίσης ονομαζόντουσαν Θαδδαίος και Λυββαίος, δεν είχαν ούτε ισχυρά ούτε αδύναμα σημεία. Οι προσωνυμίες που τους εδόθησαν από τους μαθητές ήταν καλοπροαίρετοι ορισμοί της μετριότητας. Ήταν οι «ελάχιστοι από όλους τους αποστόλους τους μαθητές ήταν καλοπροαίρετοι ορισμοί της μετριότητας. Ήταν οι «ελάχιστοι από όλους τους αποστόλους»¨το γνώριζαν και χαιρόντουσαν γι αυτό.   139:10.5 (1563.6) James and Judas, who were also called Thaddeus and Lebbeus, had neither strong points nor weak points. The nicknames given them by the disciples were good-natured designations of mediocrity. They were “the least of all the apostles”; they knew it and felt cheerful about it.
139:10.6 (1563.7) Ο Ιάκωβος Αλφαίος αγαπούσε ιδιαίτερα τον Ιησού για την απλότητά του. Αυτοί οι δίδυμοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον νου του Ιησού, αλλά μπορούσαν να συλλάβουν τον δεσμό συμπάθειας ανάμεσα σε αυτούς και την καρδιά του Κυρίου τους. το μυαλό τους δεν ήταν υψηλού επιπέδου¨ μπορεί ακόμα και να τους αποκαλέσουμε χαζούς, αλλά είχαν μια πραγματική εμπειρία της πνευματικής τους φύσης. Πίστευαν στον Ιησού¨ ήταν υιοί του Θεού και μέλη της βασιλείας των ουρανών.   139:10.6 (1563.7) James Alpheus especially loved Jesus because of the Master’s simplicity. These twins could not comprehend the mind of Jesus, but they did grasp the sympathetic bond between themselves and the heart of their Master. Their minds were not of a high order; they might even reverently be called stupid, but they had a real experience in their spiritual natures. They believed in Jesus; they were sons of God and fellows of the kingdom.
139:10.7 (1564.1) Ο Ιούδας Αλφαίος αγαπούσε ιδιαίτερα τον Ιησού για την ανεπιτήδευτη ταπεινοφροσύνη του. Μια τέτοια ταπεινοφροσύνη σε συνδυασμό με τέτοια προσωπική αξιοπρέπεια έκανε μεγάλη εντύπωση στον Ιούδα. Το γεγονός ότι ο Ιησούς πάντα θα ακολουθούσε την σιωπή όσον αφορά τις ασυνήθιστες πράξεις του έκανε μεγάλη εντύπωση σε αυτό το απλό παιδία της φύσης.   139:10.7 (1564.1) Judas Alpheus was drawn toward Jesus because of the Master’s unostentatious humility. Such humility linked with such personal dignity made a great appeal to Judas. The fact that Jesus would always enjoin silence regarding his unusual acts made a great impression on this simple child of nature.
139:10.8 (1564.2) Οι δίδυμοι ήταν καλόκαρδοι, αγαθοί βοηθοί, και όλοι τους αγαπούσαν. Ο Ιησούς καλωσόρισε αυτούς τους νέους που είχαν μόνο αυτό το ταλέντο σε θέσεις τιμής του ατομικού του προσωπικού στην βασιλεία των ουρανών επειδή υπάρχουν ανυπολόγιστα εκατομμύρια και άλλων τέτοιων απλών φοβισμένων ψυχών στους κόσμους του διαστήματος που θα ήθελε να τους καλωσορίσει και αυτούς στην ενεργή και γεμάτη πίστη συναδέλφωση με αυτόν και το Πνεύμα της Αλήθειας. Ο Ιησούς δεν περιφρονεί την μικρότητα και την ασημαντότητα, μόνο την αμαρτία και το κακό. Ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ήταν μικροί, αλλά ήταν επίσης πιστοί. Ήταν απλοϊκοί και αδαείς, αλλά ήταν επίσης και μεγαλόκαρδοι, καλοί, και γενναιόδωροι.   139:10.8 (1564.2) The twins were good-natured, simple-minded helpers, and everybody loved them. Jesus welcomed these young men of one talent to positions of honor on his personal staff in the kingdom because there are untold millions of other such simple and fear-ridden souls on the worlds of space whom he likewise wishes to welcome into active and believing fellowship with himself and his outpoured Spirit of Truth. Jesus does not look down upon littleness, only upon evil and sin. James and Judas were little, but they were also faithful. They were simple and ignorant, but they were also big-hearted, kind, and generous.
139:10.9 (1564.3) Και με πόση ευγνωμοσύνη ήταν υπερήφανοι αυτοί οι ταπεινοί άνθρωποι εκείνη την ημέρα που ο Κύριος αρνήθηκε να δεχτεί κάποιον πλούσιο στο σώμα των ευαγγελιστών εκτός και αν πουλούσε όλα του τα αγαθά και βοηθούσε τους φτωχούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι άνθρωποι και είδαν τους διδύμους ανάμεσα στους συμβούλους του, ήξεραν πια με σιγουριά ότι ο Ιησούς δεν λογάριαζε πρόσωπα. Αλλά μόνο ένα θεϊκό ίδρυμα—η βασιλεία των ουρανών—θα μπορούσε ποτέ να είναι κτισμένη πάνω σε τέτοια θεμέλια ανθρώπινων μετριοτήτων!   139:10.9 (1564.3) And how gratefully proud were these humble men on that day when the Master refused to accept a certain rich man as an evangelist unless he would sell his goods and help the poor. When the people heard this and beheld the twins among his counselors, they knew of a certainty that Jesus was no respecter of persons. But only a divine institution—the kingdom of heaven—could ever have been built upon such a mediocre human foundation!
139:10.10 (1564.4) Μόνο μια ή δύο φορές σε όλη τους την σχέση με τον Ιησού τόλμησαν οι δίδυμοι να κάνουν ερώτηση δημόσια. Ο Ιούδας μια φορά θέλησε να κάνει στον Ιησού μια ερώτηση όταν ο Κύριος είχε μιλήσει για την αποκάλυψή του ανοιχτά στον κόσμο. Αισθάνθηκε λίγο απογοητευμένος που δεν θα υπήρχαν πια μυστικά των δώδεκα, και τόλμησε να ρωτήσει: «Μα Κύριε, όταν φανερωθείς έτσι στον κόσμο, πως θα ευνοήσεις εμάς με κάποια ιδιαίτερη εκδήλωση της καλοσύνης σου;»   139:10.10 (1564.4) Only once or twice in all their association with Jesus did the twins venture to ask questions in public. Judas was once intrigued into asking Jesus a question when the Master had talked about revealing himself openly to the world. He felt a little disappointed that there were to be no more secrets among the twelve, and he made bold to ask: “But, Master, when you do thus declare yourself to the world, how will you favor us with special manifestations of your goodness?”
139:10.11 (1564.5) Οι δίδυμοι υπηρέτησαν πιστά μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι τις μαύρες μέρες των παθών, της σταύρωσης, και της απελπισίας. Ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους στον Ιησού, και (εκτός από τον Ιωάννη) ήταν οι πρώτοι που πίστεψαν στην ανάστασή του. Αλλά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την εδραίωση της βασιλείας των ουρανών. Σύντομα μετά την σταύρωση του Κυρίου τους, επέστρεψαν στις οικογένειές τους και στα δίχτυα τους¨ το έργο τους είχε ολοκληρωθεί. Δεν είχαν την ικανότητα να προχωρήσουν σε πιο σύνθετες μάχες για την βασιλεία. Αλλά έζησαν και πέθαναν γνωρίζοντας ότι είχαν τιμηθεί και ευλογηθεί με τέσσερα χρόνια στενής και προσωπικής σχέσης με έναν Υιό του Θεού, τον κυρίαρχο δημιουργό ενός σύμπαντος.   139:10.11 (1564.5) The twins served faithfully until the end, until the dark days of trial, crucifixion, and despair. They never lost their heart faith in Jesus, and (save John) they were the first to believe in his resurrection. But they could not comprehend the establishment of the kingdom. Soon after their Master was crucified, they returned to their families and nets; their work was done. They had not the ability to go on in the more complex battles of the kingdom. But they lived and died conscious of having been honored and blessed with four years of close and personal association with a Son of God, the sovereign maker of a universe.
11. ΣΙΜΩΝΑΣ Ο ΖΗΛΩΤΗΣ ^top   11. Simon the Zealot ^top
139:11.1 (1564.6) Ο Σίμωνας ο Ζηλωτής, ο ενδέκατος απόστολος, επιλέχτηκε από τον Σίμωνα Πέτρο. Ήταν ικανός άνθρωπος από καλή οικογένεια και ζούσε με την οικογένειά του στην Καπερναούμ. Ήταν είκοσι οκτώ χρονών όταν πήγε με τους αποστόλους. Ήταν ένθερμος αγωνιστής και ήταν άνθρωπος που μιλούσε πολύ χωρίς να σκέφτεται. Στην Καπερναούμ ήταν έμπορος πριν στρέψει όλη του την προσοχή στην πατριωτική οργάνωση των Ζηλωτών.   139:11.1 (1564.6) Simon Zelotes, the eleventh apostle, was chosen by Simon Peter. He was an able man of good ancestry and lived with his family at Capernaum. He was twenty-eight years old when he became attached to the apostles. He was a fiery agitator and was also a man who spoke much without thinking. He had been a merchant in Capernaum before he turned his entire attention to the patriotic organization of the Zealots.
139:11.2 (1564.7) Ο Σίμωνας ο Ζηλωτής ανάλαβε την αναψυχή και την ψυχαγωγία της αποστολικής ομάδας, και ήταν πολύ καλός οργανωτής των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων των δώδεκα.   139:11.2 (1564.7) Simon Zelotes was given charge of the diversions and relaxation of the apostolic group, and he was a very efficient organizer of the play life and recreational activities of the twelve.
139:11.3 (1564.8) Το ισχυρό στοιχείο του Σιμωνα ήταν η εμπνευσμένη αφοσίωσή του. Όταν οι απόστολοι εύρισκαν κάποιον άνδρα ή γυναίκα που αμφιταλαντευόταν αναποφάσιστος στο να μπει στην βασιλεία, θα καλούσαν τον Σίμωνα. Συνήθως μέσα σε είκοσι λεπτά, αυτός ο ενθουσιώδης κήρυκας της σωτηρίας με βοηθό την πίστη του στον Θεό κατάφερνε να διώξει όλες τις αμφιβολίες και και τους δισταγμούς, και να φέρει μια ακόμα ψυχή στην «ελευθερία της πίστης και στην χαρά της σωτηρίας.»   139:11.3 (1564.8) Simon’s strength was his inspirational loyalty. When the apostles found a man or woman who floundered in indecision about entering the kingdom, they would send for Simon. It usually required only about fifteen minutes for this enthusiastic advocate of salvation through faith in God to settle all doubts and remove all indecision, to see a new soul born into the “liberty of faith and the joy of salvation.”
139:11.4 (1565.1) Η μεγάλη αδυναμία του Σίμωνα ήταν ο υλιστικός τρόπος σκέψης του. Δεν μπορούσε εύκολα να μετατραπεί από Ιουδαίος εθνικιστής σε πνευματικό διεθνιστή. Τέσσερα χρόνια ήταν πολύ λίγα για να επιφέρουν μια τέτοια μεγάλη νοητική και συναισθηματική μεταβολή, αλλά ο Ιησούς ήταν πάντα υπομονετικός μαζί του.   139:11.4 (1565.1) Simon’s great weakness was his material-mindedness. He could not quickly change himself from a Jewish nationalist to a spiritually minded internationalist. Four years was too short a time in which to make such an intellectual and emotional transformation, but Jesus was always patient with him.
139:11.5 (1565.2) Το στοιχείο του Ιησού που θαύμαζε περισσότερο ο Σίμωνας ήταν η ηρεμία του Κυρίου, η βεβαιότητά του, η νηφαλιότητά του, και η ασύγκριτη ψυχραιμία του.   139:11.5 (1565.2) The one thing about Jesus which Simon so much admired was the Master’s calmness, his assurance, poise, and inexplicable composure.
139:11.6 (1565.3) Αν και ο Σίμωνας ήταν φανατικός επαναστάτης, ένας ατρόμητος δαυλός ταραχών, σταδιακά υπότασσε την βίαιη φύση του μέχρι που έγινε ένας ισχυρός και αποτελεσματικός κήρυκας της «Ειρήνης στην γη και της καλής θέλησης ανάμεσα στους ανθρώπους.» Ο Σίμωνας ήταν σπουδαίος συζητητής¨ του άρεσε να συζητά. Και όταν ερχόταν η ώρα για να αντιμετωπίσουν τους τυπολάτρες μορφωμένους Εβραίους ή τις διανοουμενίστικες σοφιστείες των Ελλήνων, το καθήκον αυτό το αναλάμβανε ο Σίμωνας.   139:11.6 (1565.3) Although Simon was a rabid revolutionist, a fearless firebrand of agitation, he gradually subdued his fiery nature until he became a powerful and effective preacher of “Peace on earth and good will among men.” Simon was a great debater; he did like to argue. And when it came to dealing with the legalistic minds of the educated Jews or the intellectual quibblings of the Greeks, the task was always assigned to Simon.
139:11.7 (1565.4) Ήταν ένας από φύση επαναστάτης και εικονοκλάστης από την εκπαίδευσή του, αλλά ο Ιησούς τον κέρδισε για τις ανώτερες έννοιες της βασιλείας των ουρανών. Πάντα ταυτιζόταν με το ομάδα της διαμαρτυρίας, αλλά τώρα πήγε με την ομάδα της προόδου, της απεριόριστης και αιώνιας πορείας του πνεύματος και της αλήθειας. Ο Σίμωνας ήταν ένας άνθρωπος που όταν πίστευε, πίστευε ένθερμα και αφοσιωνόταν στους ανθρώπους τους οποίους αγαπούσε, και πραγματικά αγαπούσε πολύ τον Ιησού.   139:11.7 (1565.4) He was a rebel by nature and an iconoclast by training, but Jesus won him for the higher concepts of the kingdom of heaven. He had always identified himself with the party of protest, but he now joined the party of progress, unlimited and eternal progression of spirit and truth. Simon was a man of intense loyalties and warm personal devotions, and he did profoundly love Jesus.
139:11.8 (1565.5) Ο Ιησούς δεν φοβόταν να ταυτίζεται με επιχειρηματίες, εργαζόμενους, αισιόδοξους, απαισιόδοξους, φιλοσόφους, σκεπτικιστές, τελώνες, πολιτικούς, και πατριώτες.   139:11.8 (1565.5) Jesus was not afraid to identify himself with business men, laboring men, optimists, pessimists, philosophers, skeptics, publicans, politicians, and patriots.
139:11.9 (1565.6) Ο Κύριος κουβέντιαζε πολλές φορές με τον Σίμωνα, αλλά ποτέ δεν πέτυχε απόλυτα να κάνει διεθνιστή αυτόν τον φλογερό Εβραίο εθνικιστή. Ο Ιησούς συχνά έλεγε στον Σϊμωνα ότι ήταν σωστό να θέλει να βλέπει την βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών, και πολιτικών πραγμάτων, αλλά πάντα προσέθετε: «Αυτή δεν είναι δουλειά της βασιλείας των ουρανών. Πρέπει να αφιερωθούμε στο να κάνουμε το θέλημα του Πατέρα. Η δουλειά μας είναι να είμαστε πρέσβεις μιας πνευματικής κυβέρνησης στα ψηλά, και δεν πρέπει να ασχολιόμαστε άμεσα με τίποτα άλλο παρά με την αναπαράσταση του θελήματος και του χαρακτήρα του θεϊκού Πατέρα που βρίσκεται στην κορυφή της κυβέρνησης την οποία αντιπροσωπεύουμε.» Όλα αυτά ήταν δύσκολο να τα κατανοήσει ο Σίμωνας, αλλά σταδιακά άρχισε να αντιλαμβάνεται κάτι από την σημασία της διδασκαλίας του Κυρίου.   139:11.9 (1565.6) The Master had many talks with Simon, but he never fully succeeded in making an internationalist out of this ardent Jewish nationalist. Jesus often told Simon that it was proper to want to see the social, economic, and political orders improved, but he would always add: “That is not the business of the kingdom of heaven. We must be dedicated to the doing of the Father’s will. Our business is to be ambassadors of a spiritual government on high, and we must not immediately concern ourselves with aught but the representation of the will and character of the divine Father who stands at the head of the government whose credentials we bear.” It was all difficult for Simon to comprehend, but gradually he began to grasp something of the meaning of the Master’s teaching.
139:11.10 (1565.7) Μετά τον διασκορπισμό εξαιτίας των διωγμών της Ιερουσαλήμ, ο Σίμωνας αποσύρθηκε προσωρινά. Ήταν στην κυριολεξία συντετριμμένος . Σαν εθνικιστής πατριώτης είχε παραδοθεί από σεβασμό προς τις διδασκαλίες του Ιησού¨ τώρα όλα είχαν χαθεί. Ήταν απελπισμένος, αλλά σε λίγα χρόνια ανασυγκρότησε τις ελπίδες του και ξεκίνησε για να κηρύξει το ευαγγέλιο της βασιλείας.   139:11.10 (1565.7) After the dispersion because of the Jerusalem persecutions, Simon went into temporary retirement. He was literally crushed. As a nationalist patriot he had surrendered in deference to Jesus’ teachings; now all was lost. He was in despair, but in a few years he rallied his hopes and went forth to proclaim the gospel of the kingdom.
139:11.11 (1565.8) Πήγε στην Αλεξάνδρεια και, αφού κήρυξε στον Νείλο, εισήλθε στην καρδιά της Αφρικής, και κήρυσσε παντού το ευαγγέλιο του Ιησού και βάπτιζε πιστούς. Έτσι δούλεψε μέχρι που γέρασε. Πέθανε και θάφτηκε στην καρδιά της Αφρικής.   139:11.11 (1565.8) He went to Alexandria and, after working up the Nile, penetrated into the heart of Africa, everywhere preaching the gospel of Jesus and baptizing believers. Thus he labored until he was an old man and feeble. And he died and was buried in the heart of Africa.
12. ΙΟΥΔΑΣ Ο ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ ^top   12. Judas Iscariot ^top
139:12.1 (1565.9) Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο δωδέκατος απόστολος, επιλέχτηκε από τον Ναθαναήλ. Γεννήθηκε στην Κυριόχεια, μια μικρή πόλη στην νότια Ιουδαία. Όταν ήταν παιδί, οι γονείς του μετακόμισαν στην Ιεριχώ, όπου ζούσε και εργαζόταν στις διάφορες επιχειρήσεις του πατέρα του μέχρι που άρχισε να ενδιαφέρεται για το κήρυγμα και το έργο του. Ιωάννη του Βαπτιστή. Οι γονείς του Ιωάννη ήταν Σαδδουκαίοι, και όταν ο γιος τους πήγε με τους μαθητές του Ιωάννη, τον αποκήρυξαν.   139:12.1 (1565.9) Judas Iscariot, the twelfth apostle, was chosen by Nathaniel. He was born in Kerioth, a small town in southern Judea. When he was a lad, his parents moved to Jericho, where he lived and had been employed in his father’s various business enterprises until he became interested in the preaching and work of John the Baptist. Judas’s parents were Sadducees, and when their son joined John’s disciples, they disowned him.
139:12.2 (1566.1) Όταν ο Ναθαναήλ συνάντησε τον Ιούδα στην Ταριχαία, αυτός έψαχνε για δουλειά σε μια επιχείρηση αποξήρανσης ψαριών στην κάτω μέρος της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν τριάντα χρονών και ανύπαντρος όταν μπήκε στην αποστολική ομάδα. Ήταν ίσως ο πιο μορφωμένος ανάμεσα στους δώδεκα και ο μόνος Ιουδαίος στην αποστολική οικογένεια του Κυρίου. Ο Ιούδας δεν είχε κανένα ιδιαίτερο δυνατό προσωπικό στοιχείο, παρόλο που διέθετε πολλά εξωτερικά φαινομενικά προτερήματα κουλτούρας και εκπαίδευσης. Η σκέψη του ήταν καλή αλλά όχι πάντα έντιμη. Ο Ιούδας δεν καταλάβαινε πραγματικά τον εαυτό του¨ δεν ήταν πραγματικά ειλικρινής με τον εαυτό του.   139:12.2 (1566.1) When Nathaniel met Judas at Tarichea, he was seeking employment with a fish-drying enterprise at the lower end of the Sea of Galilee. He was thirty years of age and unmarried when he joined the apostles. He was probably the best-educated man among the twelve and the only Judean in the Master’s apostolic family. Judas had no outstanding trait of personal strength, though he had many outwardly appearing traits of culture and habits of training. He was a good thinker but not always a truly honest thinker. Judas did not really understand himself; he was not really sincere in dealing with himself.
139:12.3 (1566.2) Ο Ανδρέας διόρισε τον Ιούδα ταμία των δώδεκα, μια θέση για την οποία ήταν ο πλέον κατάλληλος, και μέχρι την στιγμή της προδοσίας του Κυρίου του εκτελούσε το έργο του έντιμα, φιλότιμα, και πάρα πολύ ικανοποιητικά.   139:12.3 (1566.2) Andrew appointed Judas treasurer of the twelve, a position which he was eminently fitted to hold, and up to the time of the betrayal of his Master he discharged the responsibilities of his office honestly, faithfully, and most efficiently.
139:12.4 (1566.3) δεν υπήρχε κάποιο χαρακτηριστικό του Ιησού που να θαύμαζε ιδιαίτερα ο Ιούδας, δηλαδή κάτι πέρα από την γοητευτική προσωπικότητα του Ιησού. Ο Ιούδας δεν μπόρεσε ποτέ να υπερβεί τις Ιουδαίκές του προκαταλήψεις ενάντια στους Γαλιλαίους συντρόφους του¨ μερικές φορές στο μυαλό του θα κριτικάριζε ακόμα και τον Ιησού. Αυτόν τον οποίον οι άλλοι έντεκα απόστολοι θεωρούσαν άψογο, σαν τον «μόνο εντελώς τέλειο και πρώτο ανάμεσα σε δέκα χιλιάδες,» αυτός ο αυτάρεσκος Ιουδαίος πολύ συχνά τολμούσε να κριτικάρει μέσα στην καρδιά του. Στην πραγματικότητα είχε την γνώμη ότι ο Ιησούς ήταν δειλός και κάπως φοβόταν να επιβάλλει την δύναμη και την εξουσία του.   139:12.4 (1566.3) There was no special trait about Jesus which Judas admired above the generally attractive and exquisitely charming personality of the Master. Judas was never able to rise above his Judean prejudices against his Galilean associates; he would even criticize in his mind many things about Jesus. Him whom eleven of the apostles looked upon as the perfect man, as the “one altogether lovely and the chiefest among ten thousand,” this self-satisfied Judean often dared to criticize in his own heart. He really entertained the notion that Jesus was timid and somewhat afraid to assert his own power and authority.
139:12.5 (1566.4) Ο Ιούδας ήταν καλός επιχειρηματίας. Χρειαζόταν τακτ, ικανότητα, και υπομονή, καθώς και φιλόπονη αφοσίωση, για να διαχειρίζεται τις οικονομικές υποθέσεις ενός τέτοιου ιδεαλιστή όπως ο Ιησούς, εκτός από την αντιμετώπιση της ακαταστασίας των επιχειρηματικών μεθόδων μερικών από τους αποστόλους. Ο Ιούδας ήταν πραγματικά ένα πραγματικό στέλεχος, ένας διορατικός και ικανός οικονομολόγος. Επέμενε πολύ στην οργάνωση. Κανένας από τους δώδεκα δεν κριτικάρισε ποτέ τον Ιούδα. Από όσο ξέρουμε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ένας απαράμιλλος ταμίας, ένας μορφωμένος άνθρωπος, ένας πιστός (αν και μερικές φορές κριτικαριζε) απόστολος, και ένας επιτυχημένος άνθρωπος με όλη την σημασία του όρου. Οι απόστολοι αγαπούσαν τον Ιούδα, ήταν πραγματικά ένας από αυτούς. Πρέπει να πίστευε στον Ιησού, αλλά αμφιβάλλουμε αν πραγματικά αγαπούσε τον Ιησού με όλη του την καρδιά. Η περίπτωση του Ιούδα απεικονίζει την αλήθεια του ρητού: «Υπάρχει ένας δρόμος που φαίνεται σωστός σε έναν άνθρωπο, αλλά το τέλος από εκέι και στο εξής είναι ο θάνατος.» Είναι πολύ πιθανόν να πέσεις θύμα της εύκολης αυταπάτης της ευχάριστης προσαρμογής στα μονοπάτια της αμαρτίας και του θανάτου. Να είστε σίγουροι ότι ο Ιούδας ήταν πάντα πιστός οικονομικά στον Κύριο και στους συναδέλφους του αποστόλους. Τα χρήματα δεν ήταν ποτέ το κίνητρο της προδοσίας του προς τον Κύριο.   139:12.5 (1566.4) Judas was a good business man. It required tact, ability, and patience, as well as painstaking devotion, to manage the financial affairs of such an idealist as Jesus, to say nothing of wrestling with the helter-skelter business methods of some of his apostles. Judas really was a great executive, a farseeing and able financier. And he was a stickler for organization. None of the twelve ever criticized Judas. As far as they could see, Judas Iscariot was a matchless treasurer, a learned man, a loyal (though sometimes critical) apostle, and in every sense of the word a great success. The apostles loved Judas; he was really one of them. He must have believed in Jesus, but we doubt whether he really loved the Master with a whole heart. The case of Judas illustrates the truthfulness of that saying: “There is a way that seems right to a man, but the end thereof is death.” It is altogether possible to fall victim to the peaceful deception of pleasant adjustment to the paths of sin and death. Be assured that Judas was always financially loyal to his Master and his fellow apostles. Money could never have been the motive for his betrayal of the Master.
139:12.6 (1566.5) Ο Ιούδας ήταν μοναχοπαίδι ασύνετων γονέων. Όταν ήταν μικρός τον είχαν παραχαϊδέψει¨ ήταν κακομαθημένος. Όσο μεγάλωνε αποκτούσε υπερβολικές ιδέες για την σημασία της προσωπικότητάς του. Δεν ήξερε να χάνει. Είχε χαλαρές και παραμορφωμένες ιδέες για το σωστό και το δίκαιο¨ είχε ενδώσει στο μίσος και στην καχυποψία. Ήταν ειδικός στην παρεξήγηση των λόγων και των πράξεων των φίλων του.Σε όλη του την ζωή ο Ιούδας είχε καλλιεργήσει την συνήθεια να «πατσίζει» μα αυτούς που θεωρούσε ότι τον είχαν αδικήσει. Η αίσθηση των αξιών και οι πεποιθήσεις του ήταν ελαττωματικές.   139:12.6 (1566.5) Judas was an only son of unwise parents. When very young, he was pampered and petted; he was a spoiled child. As he grew up, he had exaggerated ideas about his self-importance. He was a poor loser. He had loose and distorted ideas about fairness; he was given to the indulgence of hate and suspicion. He was an expert at misinterpretation of the words and acts of his friends. All through his life Judas had cultivated the habit of getting even with those whom he fancied had mistreated him. His sense of values and loyalties was defective.
139:12.7 (1566.6) Για τον Ιησού, ο Ιούδας ήταν πρόκληση για προσηλυτισμό. Από την αρχή ο Κύριος κατάλαβε πολύ καλά την αδυναμία αυτού του απόστολου και γνώριζε καλά τους κινδύνους που τον δέχτηκε στο αποστολικό σώμα. Αλλά είναι στην φύση των Υιών του Θεού να δίνουν σε κάθε δημιούργημά τους πλήρη και ίση ευκαιρία για την σωτηρία και την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς ήθελε, εκτός από θνητούς αυτού του κόσμου, και οι θεατές από τους αναρίθμητους άλλους κόσμους να ξέρουν ότι, όταν υπάρχει αμφιβολία για την ειλικρίνεια ενός πλάσματος όσον αφορά την αφοσίωσή του στην βασιλεία, είναι απαρέγκλιτη συνήθεια των Κριτών των ανθρώπων να δέχονται τον αμφίβολο υποψήφιο. Η πόστα της αιώνιας ζωής είναι ορθάνοιχτη για όλους¨ «όποιος θέλει μπορεί να έρθε黨 δεν υπάρχουν περιορισμοί ή απαιτούμενα προσόντα εκτός από την πίστη του προσερχόμενου.   139:12.7 (1566.6) To Jesus, Judas was a faith adventure. From the beginning the Master fully understood the weakness of this apostle and well knew the dangers of admitting him to fellowship. But it is the nature of the Sons of God to give every created being a full and equal chance for salvation and survival. Jesus wanted not only the mortals of this world but the onlookers of innumerable other worlds to know that, when doubts exist as to the sincerity and wholeheartedness of a creature’s devotion to the kingdom, it is the invariable practice of the Judges of men fully to receive the doubtful candidate. The door of eternal life is wide open to all; “whosoever will may come”; there are no restrictions or qualifications save the faith of the one who comes.
139:12.8 (1567.1) Αυτός είναι ο λόγος που ο Ιησούς επέτρεψε στον Ιούδα να συνεχίσει μέχρι το τέλος, και έκανε πάντα ότι ήταν δυνατόν για να μεταμορφώσει αυτόν τον αδύναμο και μπερδεμένο απόστολο. Αλλά όταν το φως δεν γίνεται έντιμα δεκτό και δεν ζεις σύμφωνα με αυτό, τότε έχει την τάση να γίνεται σκοτάδι μέσα στην ψυχή. Ο Ιούδας έκανε πρόοδο σχετικά με τον νοητικό τομέα της διδασκαλίας του Ιησού για την βασιλεία, αλλά δεν έκανε καμία πρόοδο στην απόκτηση πνευματικού χαρακτήρα όπως έκαναν οι άλλοι απόστολοι. Δεν κατόρθωσε να κάνει ικανοποιητική προσωπική πρόοδο στην πνευματική εμπειρία.   139:12.8 (1567.1) This is just the reason why Jesus permitted Judas to go on to the very end, always doing everything possible to transform and save this weak and confused apostle. But when light is not honestly received and lived up to, it tends to become darkness within the soul. Judas grew intellectually regarding Jesus’ teachings about the kingdom, but he did not make progress in the acquirement of spiritual character as did the other apostles. He failed to make satisfactory personal progress in spiritual experience.
139:12.9 (1567.2) Ο Ιούδας γινόταν όλο και πιο μελαγχολικός και ένοιωθε απογοητευμένος, και τελικά έγινε θύμα της απόρριψης. Τα συναισθήματά του είχαν πληγωθεί πολλές φορές και είχε αρχίζει να γίνεται υπερβολικά καχύποπτος προς τους καλύτερους φίλους του, ακόμα και προς τον Κύριο. Σύντομα του έγινε έμμονη ιδέα να «πατσίσει», να κάνει οτιδήποτε για να εκδικηθεί, ναι, ακόμα και να προδώσει τους συντρόφους του και τον Κύριό του.   139:12.9 (1567.2) Judas became increasingly a brooder over personal disappointment, and finally he became a victim of resentment. His feelings had been many times hurt, and he grew abnormally suspicious of his best friends, even of the Master. Presently he became obsessed with the idea of getting even, anything to avenge himself, yes, even betrayal of his associates and his Master.
139:12.10 (1567.3) Αλλά αυτές οι πονηρές και επικίνδυνες ιδέες δεν είχαν κατασταλάξει εντελώς μέχρι την ημέρα που μια ευγνώμων γυναίκα έσπασε ένα ακριβό μπουκάλι άρωμα στα πόδια του Ιησού. Αυτό φάνηκε σπατάλη στον Ιούδα, και όταν η δημόσια διαμαρτυρία του απορρίφθηκε τόσο σαρωτικά από τον Ιησού, και μάλιστα μπροστά σε όλους, το ποτήρι ξεχείλισε. Αυτό το γεγονός καθόρισε την κινητοποίηση όλου του συσσωρευμένου μίσους, πόνου, κακίας, προκατάληψης, ζήλιας, και εκδίκησης μιας ολόκληρης ζωής, και αποφάσισε να πατσίσει, ούτε αυτός δεν ήξερε με ποιον¨ αλλά αποκρυσταλλώθηκε μέσα του όλο το κακό στοιχείο της φύσης του πάνω στο ένα αθώο πρόσωπο όλου αυτού του άθλιου δράματος της ατυχούς ζωής του μόνο και μόνο επειδή ο Ιησούς έτυχε να είναι ο πρωταγωνιστής στο επεισόδιο που σήμανε το πέρασμά του από το προοδευτικό βασίλειο του φωτός στο βασίλειο του σκότους που διάλεξε ο ίδιος.   139:12.10 (1567.3) But these wicked and dangerous ideas did not take definite shape until the day when a grateful woman broke an expensive box of incense at Jesus’ feet. This seemed wasteful to Judas, and when his public protest was so sweepingly disallowed by Jesus right there in the hearing of all, it was too much. That event determined the mobilization of all the accumulated hate, hurt, malice, prejudice, jealousy, and revenge of a lifetime, and he made up his mind to get even with he knew not whom; but he crystallized all the evil of his nature upon the one innocent person in all the sordid drama of his unfortunate life just because Jesus happened to be the chief actor in the episode which marked his passing from the progressive kingdom of light into that self-chosen domain of darkness.
139:12.11 (1567.4) Ο Κύριος πολλές φορές, και ιδιωτικά και δημόσια, είχε προειδοποιήσει τον Ιούδα ότι ολίσθαινε, αλλά οι θεϊκές προειδοποιήσεις είναι συνήθως άχρηστες όταν έχουν να κάνουν με μια πικρόχολη ανθρώπινη φύση. Ο Ιησούς έκανε ότι ήταν δυνατόν, πάντα συνεπής με την ηθική ανθρώπινη ελευθερία, για να εμποδίσει τον Ιούδα να ακολουθήσει τον λάθος δρόμο. Η μεγάλη δοκιμασία τελικά ήρθε. Ο γιος της απόρριψης τελικά δεν τα κατάφερε¨ υπαναχώρησε μπροστά στις πικρές και αρρωστημένες υπαγορεύσεις ενός υπερήφανου και εκδικητικού νου της υπερβολικής αυταρέσκειας και πολύ γρήγορα βυθίστηκε στην σύγχυση, την απελπισία, και την φαυλότητα.   139:12.11 (1567.4) The Master many times, both privately and publicly, had warned Judas that he was slipping, but divine warnings are usually useless in dealing with embittered human nature. Jesus did everything possible, consistent with man’s moral freedom, to prevent Judas’s choosing to go the wrong way. The great test finally came. The son of resentment failed; he yielded to the sour and sordid dictates of a proud and vengeful mind of exaggerated self-importance and swiftly plunged on down into confusion, despair, and depravity.
139:12.12 (1567.5) Ο Ιούδας τότε μπήκε στον βασικό και ποταπό πειρασμό να προδώσει τον Κύριο και Αφέντη του και πολύ σύντομα έβαλε σε εφαρμογή αυτό το άνομο σχέδιο. Σε όλη την διάρκεια της εφαρμογής των προδοτικών του σχεδίων που ήταν αποτέλεσμα θυμού, αισθάνθηκε κάποιες φορές μετανοιωμένος και ντροπή, και σε αυτά τα φωτεινά διαλείμματα με λιποψυχία σκέφτηκε, σαν δικαιολογία για τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του, ότι ο Ιησούς θα μπορούσε να επιβάλλει την δύναμή του και να απελευθερωθεί την τελευταία στιγμή.   139:12.12 (1567.5) Judas then entered into the base and shameful intrigue to betray his Lord and Master and quickly carried the nefarious scheme into effect. During the outworking of his anger-conceived plans of traitorous betrayal, he experienced moments of regret and shame, and in these lucid intervals he faintheartedly conceived, as a defense in his own mind, the idea that Jesus might possibly exert his power and deliver himself at the last moment.
139:12.13 (1567.6) Όταν τελείωσε όλη αυτή η αμαρτωλή και αρρωστημένη επιχείρηση, αυτός ο θνητός αποστάτης, που με τόση ελαφρότητα πούλησε τους φίλους για τριάκοντα αργύρια για να ικανοποιήσει την δίψα του για εκδίκηση, έτρεξε και έπαιξε την τελευταία πράξη στο δράμα δραπετεύοντας από τις πραγματικότητες της ζωής—την αυτοκτονία.   139:12.13 (1567.6) When the sordid and sinful business was all over, this renegade mortal, who thought lightly of selling his friend for thirty pieces of silver to satisfy his long-nursed craving for revenge, rushed out and committed the final act in the drama of fleeing from the realities of mortal existence—suicide.
139:12.14 (1567.7) Οι έντεκα απόστολοι τρομοκρατήθηκαν και έμειναν άφωνοι. Ο Ιησούς αντιμετώπισε τον προδότη μόνο με οίκτο. Οι κόσμοι δυσκολεύονται να συγχωρήσουν τον Ιούδα, και το όνομά του έχει αποπεμφθεί σε όλο το απέραντο σύμπαν.   139:12.14 (1567.7) The eleven apostles were horrified, stunned. Jesus regarded the betrayer only with pity. The worlds have found it difficult to forgive Judas, and his name has become eschewed throughout a far-flung universe.