Εγγραφο 164   Paper 164
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΥ   At the Feast of Dedication
164:0.1 (1809.1) Καθώς ολοκληρωνόταν η εγκατάσταση της κατασκήνωσης στην Πέλλα, ο Ιησούς, παίρνοντας μαζί του το Ναθαναήλ και το Θωμά, πήγε μυστικά στην Ιερουσαλήμ για να παρευρεθεί στη γιορτή του καθαγιασμού. Μόνο αφού πέρασαν τον Ιορδάνη στη διάβαση της Βηθανίας, αντιλήφθηκαν οι δυο απόστολοι ότι ο Κύριός τους πήγαινε στην Ιερουσαλήμ. Όταν κατάλαβαν ότι είχε πρόθεση να είναι πράγματι παρών στη γιορτή του καθαγιασμού, διαμαρτυρήθηκαν σ’ αυτόν πολύ έντονα, και μεταχειριζόμενοι κάθε είδους επιχείρημα, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. Αλλά οι προσπάθειές τους ήταν μάταιες. Ο Ιησούς ήταν αποφασισμένος να επισκεφθεί την Ιερουσαλήμ. Σε όλες τις ικεσίες τους και σε όλες τις προειδοποιήσεις τους που επεσήμαιναν με έμφαση την αφροσύνη και τον κίνδυνο να τον συλλάβουν οι άνθρωποι του Σανχεντρίν, αυτός απάντησε μόνο: «Θέλω να δώσω στους διδασκάλους αυτούς του Ισραήλ άλλη μια ευκαιρία να δουν το φως, πριν φτάσει η ώρα μου».   164:0.1 (1809.1) AS THE camp at Pella was being established, Jesus, taking with him Nathaniel and Thomas, secretly went up to Jerusalem to attend the feast of the dedication. Not until they passed over the Jordan at the Bethany ford, did the two apostles become aware that their Master was going on to Jerusalem. When they perceived that he really intended to be present at the feast of dedication, they remonstrated with him most earnestly, and using every sort of argument, they sought to dissuade him. But their efforts were of no avail; Jesus was determined to visit Jerusalem. To all their entreaties and to all their warnings emphasizing the folly and danger of placing himself in the hands of the Sanhedrin, he would reply only, “I would give these teachers in Israel another opportunity to see the light, before my hour comes.”
164:0.2 (1809.2) Καθώς βάδιζαν προς την Ιερουσαλήμ, οι δυο απόστολοι συνέχισαν να εκφράζουν τα συναισθήματα φόβου τους και να εξωτερικεύουν τις αμφιβολίες τους για τη σωφροσύνη ενός τόσο υπεροπτικού εγχειρήματος. Έφτασαν στην Ιεριχώ κατά τις τεσσερισήμισι και ετοιμάστηκαν να περάσουν εκεί τη νύχτα τους.   164:0.2 (1809.2) On they went toward Jerusalem, the two apostles continuing to express their feelings of fear and to voice their doubts about the wisdom of such an apparently presumptuous undertaking. They reached Jericho about half past four and prepared to lodge there for the night.
1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗ ^top   1. Story of the Good Samaritan ^top
164:1.1 (1809.3) Εκείνο το βράδυ μια αρκετά μεγάλη παρέα συγκεντρώθηκε γύρω από τον Ιησού και τους δυο αποστόλους για να κάνουν ερωτήσεις, πολλές από τις οποίες απάντησαν οι απόστολοι, ενώ άλλες τις σχολίασε ο Κύριος. Στην πορεία της βραδινής συζήτησης, κάποιος νομομαθής, ζητώντας να περιπλέξει τον Ιησού σε μια αντιπαράθεση που θα τον εξέθετε, είπε: «Διδάσκαλε, θα ήθελα να σε ρωτήσω τι ακριβώς θα πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;». Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Τι είναι γραμμένο στο νόμο και τους προφήτες; Τι διαβάζεις στις Γραφές;». Ο νομομαθής, γνωρίζοντας τις διδασκαλίες και του Ιησού αλλά και των Φαρισαίων, απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια και τη δύναμή σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Τότε είπε ο Ιησούς: «Απάντησες σωστά, αν το κάνεις αλήθεια αυτό, θα σε οδηγήσει στην αιώνια ζωή».   164:1.1 (1809.3) That evening a considerable company gathered about Jesus and the two apostles to ask questions, many of which the apostles answered, while others the Master discussed. In the course of the evening a certain lawyer, seeking to entangle Jesus in a compromising disputation, said: “Teacher, I would like to ask you just what I should do to inherit eternal life?” Jesus answered, “What is written in the law and the prophets; how do you read the Scriptures?” The lawyer, knowing the teachings of both Jesus and the Pharisees, answered: “To love the Lord God with all your heart, soul, mind, and strength, and your neighbor as yourself.” Then said Jesus: “You have answered right; this, if you really do, will lead to life everlasting.”
164:1.2 (1809.4) Ο νομομαθής όμως δεν ήταν ολότελα έντιμος ρωτώντας αυτή την ερώτηση και επιθυμώντας να δικαιωθεί, ελπίζοντας συγχρόνως να φέρει σε δύσκολη θέση τον Ιησού, επιχείρησε να κάνει ακόμα μια ερώτηση. Πλησιάζοντας περισσότερο τον Κύριο, είπε: «Όμως, Διδάσκαλε, θα ήθελα να μου πεις ποιος ακριβώς είναι ο πλησίον μου;». Ο νομομαθής έκανε την ερώτηση αυτή ελπίζοντας να παγιδεύσει τον Ιησού στο να κάνει κάποια αναφορά που θα αντέκρουε τον ιουδαϊκό νόμο ο οποίος διευκρίνιζε πως ο πλησίον κάποιου ήταν «το παιδί του λαού κάποιου». Οι Ιουδαίοι θεωρούσαν όλους τους άλλους σαν «εθνικά σκυλιά». Ο νομομαθής αυτός ήταν κάπως εξοικειωμένος με τις διδασκαλίες του Ιησού και επομένως ήξερε καλά ότι ο Κύριος σκεφτόταν διαφορετικά. Με τον τρόπο αυτό έλπιζε να τον κάνει να πει κάτι που θα ερμηνευόταν σαν επίθεση κατά του ιερού νόμου.   164:1.2 (1809.4) But the lawyer was not wholly sincere in asking this question, and desiring to justify himself while also hoping to embarrass Jesus, he ventured to ask still another question. Drawing a little closer to the Master, he said, “But, Teacher, I should like you to tell me just who is my neighbor?” The lawyer asked this question hoping to entrap Jesus into making some statement that would contravene the Jewish law which defined one’s neighbor as “the children of one’s people.” The Jews looked upon all others as “gentile dogs.” This lawyer was somewhat familiar with Jesus’ teachings and therefore well knew that the Master thought differently; thus he hoped to lead him into saying something which could be construed as an attack upon the sacred law.
164:1.3 (1810.1) Ο Ιησούς όμως διέκρινε το κίνητρο του νομομαθή και αντί να πέσει στην παγίδα, προχώρησε λέγοντας στους ακροατές του μια ιστορία, μια ιστορία που μπορούσε να εκτιμηθεί από κάθε ακροατήριο της Ιεριχούς. Είπε ο Ιησούς: «Κάποιος άνδρας πήγαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, και έπεσε στα χέρια ανελέητων ληστών, οι οποίοι τον λήστεψαν, τον έγδυσαν, τον χτύπησαν και αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Πολύ σύντομα, τυχαία, κάποιος ιερέας πέρναγε από το δρόμο και όταν πλησίασε τον πληγωμένο άνδρα, βλέποντας την άσχημη κατάστασή του, προσπέρασε από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Κατά τον ίδιο τρόπο ένας Λευίτης επίσης, όταν πλησίασε και είδε τον άνδρα, προσπέρασε από την απέναντι πλευρά. Λοιπόν, περίπου αυτή την ώρα, κάποιος Σαμαρείτης, καθώς ταξίδευε για την Ιεριχώ, συνάντησε τυχαία τον πληγωμένο άνδρα. Και όταν είδε πόσο είχε ληστευθεί και χτυπηθεί, αισθάνθηκε συμπόνια και πλησιάζοντάς τον, περιποιήθηκε τις πληγές του, χύνοντας λάδι και κρασί και βάζοντας τον άνδρα πάνω στο δικό του ζώο, τον μετέφερε στο πανδοχείο και τον φρόντισε. Και το πρωί έβγαλε λίγα χρήματα και αφού τα έδωσε στον πανδοχέα, είπε: ‘Περιποιήσου το φίλο μου καλά, και αν ξοδέψεις περισσότερα, όταν θα επιστρέψω πάλι, θα σε ξεπληρώσω’. Τώρα σας ερωτώ: Ποιος από αυτούς τους τρεις αποδείχτηκε πως ήταν ο πλησίον αυτού που έπεσε μέσα στους ληστές;». Και όταν ο νομομαθής κατάλαβε ότι είχε πέσει στη δική του παγίδα, αποκρίθηκε: «Αυτός που έδειξε έλεος σ’ αυτόν». Και ο Ιησούς είπε: «Πήγαινε και συ και κάνε το ίδιο».   164:1.3 (1810.1) But Jesus discerned the lawyer’s motive, and instead of falling into the trap, he proceeded to tell his hearers a story, a story which would be fully appreciated by any Jericho audience. Said Jesus: “A certain man was going down from Jerusalem to Jericho, and he fell into the hands of cruel brigands, who robbed him, stripped him and beat him, and departing, left him half dead. Very soon, by chance, a certain priest was going down that way, and when he came upon the wounded man, seeing his sorry plight, he passed by on the other side of the road. And in like manner a Levite also, when he came along and saw the man, passed by on the other side. Now, about this time, a certain Samaritan, as he journeyed down to Jericho, came across this wounded man; and when he saw how he had been robbed and beaten, he was moved with compassion, and going over to him, he bound up his wounds, pouring on oil and wine, and setting the man upon his own beast, brought him here to the inn and took care of him. And on the morrow he took out some money and, giving it to the host, said: ‘Take good care of my friend, and if the expense is more, when I come back again, I will repay you.’ Now let me ask you: Which of these three turned out to be the neighbor of him who fell among the robbers?” And when the lawyer perceived that he had fallen into his own snare, he answered, “He who showed mercy on him.” And Jesus said, “Go and do likewise.”
164:1.4 (1810.2) Ο νομομαθής απάντησε, «Αυτός που έδειξε έλεος», για να αποφύγει να αναφέρει εκείνη τη μισητή λέξη, Σαμαρείτης. Ο νομομαθής αναγκάστηκε να δώσει τη σωστή απάντηση στην ερώτηση, «Ποιος είναι ο πλησίον μου;», την οποία επιθυμούσε να δώσει ο Ιησούς, και την οποία, αν ο Ιησούς είχε προφέρει, θα είχε απευθείας μπλεχθεί με την κατηγορία του αιρετικού. Ο Ιησούς όχι μόνο ενέπλεξε τον ανέντιμο νομομαθή, αλλά είπε στους ακροατές του μια ιστορία η οποία ήταν συγχρόνως μια όμορφη νουθεσία για όλους τους οπαδούς του και μια θαυμάσια επίπληξη για όλους τους Ιουδαίους αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στους Σαμαρείτες. Και αυτή η ιστορία συνέχισε να προάγει την αδελφική αγάπη μεταξύ όλων εκείνων που στη συνέχεια πίστεψαν στο ευαγγέλιο του Ιησού.   164:1.4 (1810.2) The lawyer answered, “He who showed mercy,” that he might refrain from even speaking that odious word, Samaritan. The lawyer was forced to give the very answer to the question, “Who is my neighbor?” which Jesus wished given, and which, if Jesus had so stated, would have directly involved him in the charge of heresy. Jesus not only confounded the dishonest lawyer, but he told his hearers a story which was at the same time a beautiful admonition to all his followers and a stunning rebuke to all Jews regarding their attitude toward the Samaritans. And this story has continued to promote brotherly love among all who have subsequently believed the gospel of Jesus.
2. ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ^top   2. At Jerusalem ^top
164:2.1 (1810.3) Ο Ιησούς είχε παραστεί στη γιορτή της αρτοφορίας για να μπορέσει να αναγγείλει το ευαγγέλιο στους προσκυνητές από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Τώρα πήγε στη γιορτή του καθαγιασμού για ένα μόνο σκοπό: να δώσει στο Σανχεντρίν και στους αρχηγούς των Ιουδαίων άλλη μια ευκαιρία να δούνε το φως. Το σημαντικότερο γεγονός αυτών των λίγων ημερών στην Ιερουσαλήμ συνέβη την Παρασκευή τη νύχτα στο σπίτι του Νικόδημου. Εδώ είχαν μαζευτεί καμιά εικοσιπενταριά Ιουδαίοι αρχηγοί που πίστευαν στη διδασκαλία του Ιησού. Ανάμεσα στην ομάδα ήταν δεκατέσσερις άνδρες που τότε ήταν, ή είχαν πρόσφατα σταματήσει να είναι, μέλη του Σανχεντρίν. Στη συνάντηση παρευρίσκοντο ο Έμπερ, ο Ματαδόρμους και ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία.   164:2.1 (1810.3) Jesus had attended the feast of tabernacles that he might proclaim the gospel to the pilgrims from all parts of the empire; he now went up to the feast of the dedication for just one purpose: to give the Sanhedrin and the Jewish leaders another chance to see the light. The principal event of these few days in Jerusalem occurred on Friday night at the home of Nicodemus. Here were gathered together some twenty-five Jewish leaders who believed Jesus’ teaching. Among this group were fourteen men who were then, or had recently been, members of the Sanhedrin. This meeting was attended by Eber, Matadormus, and Joseph of Arimathea.
164:2.2 (1810.4) Στην περίπτωση αυτή οι ακροατές του Ιησού ήταν όλοι μορφωμένοι άνδρες, και αμφότεροι οι δυο απόστολοί του είχαν εκπλαγεί από την ευρύτητα και το βάθος των παρατηρήσεων που έκανε ο Κύριος στη διακεκριμένη αυτή ομάδα. Από την εποχή που είχε διδάξει στην Αλεξάνδρεια, τη Ρώμη και στα νησιά της Μεσογείου, δεν είχε επιδείξει ξανά τόση γνώση και δεν είχε εμφανίσει τόση κατανόηση για τις υποθέσεις των ανθρώπων, αμφότερα κοσμικές και θρησκευτικές.   164:2.2 (1810.4) On this occasion Jesus’ hearers were all learned men, and both they and his two apostles were amazed at the breadth and depth of the remarks which the Master made to this distinguished group. Not since the times when he had taught in Alexandria, Rome, and in the islands of the Mediterranean, had he exhibited such learning and shown such a grasp of the affairs of men, both secular and religious.
164:2.3 (1810.5) Όταν αυτή η μικρή συνάντηση διαλύθηκε, όλοι αναχώρησαν, αμήχανοι από την προσωπικότητα του Κυρίου, γοητευμένοι από το γλυκό τρόπο του και με αγάπη για τον άνδρα. Προσπάθησαν να συμβουλέψουν τον Ιησού σχετικά με την επιθυμία του να κερδίσει τα εναπομείναντα μέλη του Σανχεντρίν. Ο Κύριος άκουγε προσεκτικά, αλλά σιωπηλά, όλες τις προτάσεις τους. Ήξερε καλά πως κανένα από τα σχέδιά τους δεν θα δούλευε. Μάντευε ότι η πλειονότητα των Ιουδαίων αρχηγών δεν θα δεχόντουσαν ποτέ το ευαγγέλιο της βασιλείας. Παρόλα αυτά, έδωσε σε όλους τους μια ακόμα ευκαιρία για να επιλέξουν. Όταν όμως αναχώρησε εκείνη τη νύχτα, με το Ναθαναήλ και το Θωμά, για να μείνει στο Όρος των Ελαιών, δεν είχε ακόμα αποφασίσει τη μέθοδο που θα ακολουθούσε για να φέρει το έργο του μια φορά ακόμα στην αντίληψη του Σανχεντρίν.   164:2.3 (1810.5) When this little meeting broke up, all went away mystified by the Master’s personality, charmed by his gracious manner, and in love with the man. They had sought to advise Jesus concerning his desire to win the remaining members of the Sanhedrin. The Master listened attentively, but silently, to all their proposals. He well knew none of their plans would work. He surmised that the majority of the Jewish leaders never would accept the gospel of the kingdom; nevertheless, he gave them all this one more chance to choose. But when he went forth that night, with Nathaniel and Thomas, to lodge on the Mount of Olives, he had not yet decided upon the method he would pursue in bringing his work once more to the notice of the Sanhedrin.
164:2.4 (1811.1) Εκείνη τη νύχτα ο Ναθαναήλ και ο Θωμάς κοιμήθηκαν λίγο. Είχαν ξαφνιαστεί τόσο πολύ από όσα είχαν ακούσει στο σπίτι του Νικόδημου. Σκέφτηκαν πολύ την τελευταία παρατήρηση του Ιησού σχετικά με την προσφορά των πρώην και των τωρινών μελών του Σανχεντρίν να πάνε μαζί του πριν από τους εβδομήντα. Ο Κύριος είπε: «Όχι, αδελφοί μου, δεν θα είχε σκοπό. Θα πολλαπλασιάζατε την οργή που θα έπεφτε πάνω στα κεφάλια σας, και δεν θα κατευνάζατε στο ελάχιστο την εχθρότητα που τρέφουν για μένα. Κάνετε, ο καθένας σας, το έργο του Πατέρα όπως σας οδηγεί το πνεύμα ενώ εγώ για μια φορά ακόμα θα φέρω τη βασιλεία στην αντίληψή τους με τον τρόπο που μου όρισε ο Πατέρας μου».   164:2.4 (1811.1) That night Nathaniel and Thomas slept little; they were too much amazed by what they had heard at Nicodemus’s house. They thought much over the final remark of Jesus regarding the offer of the former and present members of the Sanhedrin to go with him before the seventy. The Master said: “No, my brethren, it would be to no purpose. You would multiply the wrath to be visited upon your own heads, but you would not in the least mitigate the hatred which they bear me. Go, each of you, about the Father’s business as the spirit leads you while I once more bring the kingdom to their notice in the manner which my Father may direct.”
3. ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΖΗΤΙΑΝΟ ^top   3. Healing the Blind Beggar ^top
164:3.1 (1811.2) Το άλλο πρωί οι τρεις επισκέφτηκαν το σπίτι της Μάρθας στη Βηθανία για να πάρουν πρωινό και μετά έφυγαν αμέσως για την Ιερουσαλήμ. Αυτό το πρωινό του Σαββάτου, καθώς ο Ιησούς και οι δυο του απόστολοι πλησίαζαν το ναό, συνάντησαν ένα γνωστό ζητιάνο, έναν άνδρα που είχε γεννηθεί τυφλός, να κάθεται στη συνηθισμένη του θέση. Αν και αυτοί οι επαίτες δεν ζητιάνευαν ή δεν δεχόντουσαν ελεημοσύνες το Σάββατο, επιτρεπόταν να κάθονται στις συνηθισμένες θέσεις τους. Ο Ιησούς στάθηκε και κοίταξε το ζητιάνο. Καθώς είχε το βλέμμα του προσηλωμένο πάνω σ’ αυτόν τον άνδρα, που ήταν εκ γενετής τυφλός, του ήρθε η ιδέα στο μυαλό για το πώς θα μπορούσε μια φορά ακόμη να κάνει να αντιληφθούν την αποστολή του στη γη τα μέλη του Σανχεντρίν και οι άλλοι Ιουδαίοι αρχηγοί και θρησκευτικοί διδάσκαλοι.   164:3.1 (1811.2) The next morning the three went over to Martha’s home at Bethany for breakfast and then went immediately into Jerusalem. This Sabbath morning, as Jesus and his two apostles drew near the temple, they encountered a well-known beggar, a man who had been born blind, sitting at his usual place. Although these mendicants did not solicit or receive alms on the Sabbath day, they were permitted thus to sit in their usual places. Jesus paused and looked upon the beggar. As he gazed upon this man who had been born blind, the idea came into his mind as to how he would once more bring his mission on earth to the notice of the Sanhedrin and the other Jewish leaders and religious teachers.
164:3.2 (1811.3) Καθώς ο Κύριος στεκόταν εκεί, μπροστά στον τυφλό, ο Ναθαναήλ απορροφημένος σε βαθιά σκέψη, και αναλογιζόμενος την πιθανή αιτία της τυφλότητας αυτού του ανθρώπου, ρώτησε: «Κύριε, ποιος αμάρτησε, αυτός ο άνθρωπος ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;».   164:3.2 (1811.3) As the Master stood there before the blind man, engrossed in deep thought, Nathaniel, pondering the possible cause of this man’s blindness, asked: “Master, who did sin, this man or his parents, that he should be born blind?”
164:3.3 (1811.4) Οι ραβίνοι δίδασκαν ότι παρόμοιες υποθέσεις τυφλότητας εκ γενετής είχαν σαν αιτία την αμαρτία. Τα παιδιά όχι μόνο συλλαμβάνονταν και γεννιόντουσαν αμαρτωλά, αλλά ένα παιδί μπορούσε να γεννηθεί τυφλό σαν τιμωρία για κάποια συγκεκριμένη αμαρτία που είχε διαπράξει ο πατέρας του. Δίδασκαν ακόμα ότι ένα παιδί μπορούσε να είχε αμαρτήσει πριν γεννηθεί στον κόσμο. Δίδασκαν επίσης ότι τέτοια ελαττώματα προκαλούνταν από κάποια αμαρτία ή άλλη αδυναμία της μητέρας του ενώ ακόμα κυοφορούσε το παιδί.   164:3.3 (1811.4) The rabbis taught that all such cases of blindness from birth were caused by sin. Not only were children conceived and born in sin, but a child could be born blind as a punishment for some specific sin committed by its father. They even taught that a child itself might sin before it was born into the world. They also taught that such defects could be caused by some sin or other indulgence of the mother while carrying the child.
164:3.4 (1811.5) Υπήρχε σε όλες αυτές τις περιοχές μια έντονη πίστη στη μετενσάρκωση. Οι παλαιότεροι ιουδαίοι διδάσκαλοι, καθώς και ο Πλάτων, ο Φίλων και πολλοί από τους Εσσαίους, υποστήριζαν τη θεωρία ότι οι άνθρωποι θέριζαν σε μια ενσάρκωση ότι είχαν σπείρει σε μια προηγούμενη ύπαρξη. Έτσι σε μια ζωή, πίστευαν ότι εξιλεωνόντουσαν για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει σε προγενέστερες ζωές. Ο Κύριος δυσκολεύτηκε να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι οι ψυχές τους δεν είχαν προηγούμενες υπάρξεις.   164:3.4 (1811.5) There was, throughout all these regions, a lingering belief in reincarnation. The older Jewish teachers, together with Plato, Philo, and many of the Essenes, tolerated the theory that men may reap in one incarnation what they have sown in a previous existence; thus in one life they were believed to be expiating the sins committed in preceding lives. The Master found it difficult to make men believe that their souls had not had previous existences.
164:3.5 (1811.6) Όμως, αντιφατικό καθώς φαίνεται, ενώ τέτοια τύφλωση υποτίθεται ότι ήταν αποτέλεσμα αμαρτίας, οι Ιουδαίοι θεωρούσαν αξιέπαινο σε μεγάλο βαθμό να δίνουν ελεημοσύνη σ’ αυτούς τους τυφλούς ζητιάνους. Ήταν συνήθεια των τυφλών αυτών να ψάλλουν σταθερά στους περαστικούς, «Ω, πονόψυχοι, κερδίστε την ανταμοιβή σας βοηθώντας τον τυφλό».   164:3.5 (1811.6) However, inconsistent as it seems, while such blindness was supposed to be the result of sin, the Jews held that it was meritorious in a high degree to give alms to these blind beggars. It was the custom of these blind men constantly to chant to the passers-by, “O tenderhearted, gain merit by assisting the blind.”
164:3.6 (1811.7) Ο Ιησούς άρχισε τη συζήτηση για την υπόθεση αυτή με το Ναθαναήλ και το Θωμά, όχι μόνο επειδή είχε ήδη αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον τυφλό σαν μέσον εκείνη την ημέρα για να γνωστοποιήσει ακόμη πιο φανερά την αποστολή του στους Ιουδαίους αρχηγούς, αλλά επίσης επειδή πάντα ενθάρρυνε τους αποστόλους του να ψάχνουν τις αληθινές αιτίες όλων των φαινομένων, φυσικών ή πνευματικών. Τους προειδοποιούσε πάντα να αποφεύγουν την κοινή κλίση να απονέμουν πνευματικές αιτίες σε κοινότοπα φυσικά γεγονότα.   164:3.6 (1811.7) Jesus entered into the discussion of this case with Nathaniel and Thomas, not only because he had already decided to use this blind man as the means of that day bringing his mission once more prominently to the notice of the Jewish leaders, but also because he always encouraged his apostles to seek for the true causes of all phenomena, natural or spiritual. He had often warned them to avoid the common tendency to assign spiritual causes to commonplace physical events.
164:3.7 (1812.1) Ο Ιησούς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το ζητιάνο αυτό στα σχέδιά του για το έργο εκείνης της ημέρας, αλλά πριν κάνει οτιδήποτε για τον τυφλό, που λεγόταν Ιωσίας, προχώρησε στην απάντηση της ερώτησης του Ναθαναήλ. Είπε ο Κύριος: «Ούτε αυτός ο άνδρας αμάρτησε, ούτε οι γονείς του ώστε να εκδηλωθούν πάνω του τα έργα του Θεού. Η τύφλωση αυτή προέρχεται από φυσικά αίτια, αλλά τώρα πρέπει να κάνουμε το έργο Εκείνου που με έστειλε, ενόσω είναι ακόμα μέρα, γιατί τη νύχτα, που θα έρθει, θα είναι αδύνατο να κάνουμε το έργο που πρόκειται να παρουσιάσουμε. Όσο βρίσκομαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου, αλλά σε λίγο δεν θα είμαι μαζί σας».   164:3.7 (1812.1) Jesus decided to use this beggar in his plans for that day’s work, but before doing anything for the blind man, Josiah by name, he proceeded to answer Nathaniel’s question. Said the Master: “Neither did this man sin nor his parents that the works of God might be manifest in him. This blindness has come upon him in the natural course of events, but we must now do the works of Him who sent me, while it is still day, for the night will certainly come when it will be impossible to do the work we are about to perform. When I am in the world, I am the light of the world, but in only a little while I will not be with you.”
164:3.8 (1812.2) Όταν ο Ιησούς μίλησε, είπε μετά στο Ναθαναήλ και το Θωμά: «Ας δημιουργήσουμε την όραση αυτού του τυφλού το Σάββατο ώστε οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να έχουν όλη την ευκαιρία που αναζητούν για να κατηγορήσουν το Γιο του Ανθρώπου». Ύστερα, έσκυψε, έφτυσε στο έδαφος και ανακάτεψε το χώμα με το σάλιο, και μιλώντας γι αυτό, ώστε ο τυφλός να μπορεί να ακούει, πήγε στον Ιωσία και έβαλε τη λάσπη πάνω στα τυφλά μάτια του, λέγοντας: «Πήγαινε, γιε μου, ξέπλυνε τη λάσπη στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και αμέσως θα αποκτήσεις την όρασή σου». Και όταν ο Ιωσίας έπλυνε τα μάτια του στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, γύρισε στους φίλους του και στην οικογένειά του βλέποντας.   164:3.8 (1812.2) When Jesus had spoken, he said to Nathaniel and Thomas: “Let us create the sight of this blind man on this Sabbath day that the scribes and Pharisees may have the full occasion which they seek for accusing the Son of Man.” Then, stooping over, he spat on the ground and mixed the clay with the spittle, and speaking of all this so that the blind man could hear, he went up to Josiah and put the clay over his sightless eyes, saying: “Go, my son, wash away this clay in the pool of Siloam, and immediately you shall receive your sight.” And when Josiah had so washed in the pool of Siloam, he returned to his friends and family, seeing.
164:3.9 (1812.3) Όντας πάντοτε ζητιάνος, δεν γνώριζε τίποτε άλλο να κάνει, έτσι, όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός από τη διόρθωση της όρασής του, γύρισε στη συνηθισμένη του θέση επαιτείας. Οι φίλοι του, οι γείτονες και όλοι όσοι τον γνώριζαν από παλιά, όταν πρόσεξαν ότι μπορούσε να δει, είπαν όλοι: «Δεν είναι αυτός ο Ιωσίας, ο τυφλός ζητιάνος;». Μερικοί είπαν ότι ήταν, ενώ άλλοι είπαν, «Όχι, είναι κάποιος σαν κι αυτόν, αλλά αυτός ο άνδρας βλέπει». Όταν όμως ρώτησαν τον ίδιο τον άνδρα, αυτός αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι αυτός».   164:3.9 (1812.3) Having always been a beggar, he knew nothing else; so, when the first excitement of the creation of his sight had passed, he returned to his usual place of alms-seeking. His friends, neighbors, and all who had known him aforetime, when they observed that he could see, all said, “Is this not Josiah the blind beggar?” Some said it was he, while others said, “No, it is one like him, but this man can see.” But when they asked the man himself, he answered, “I am he.”
164:3.10 (1812.4) Όταν άρχισαν να τον ρωτάνε πώς μπορούσε κι έβλεπε, τους απάντησε: «Ένας άνδρας, ονόματι Ιησούς με επισκέφθηκε και μιλώντας για μένα με τους φίλους του, έκανε λάσπη με σάλιο, άλειψε τα μάτια μου και με πρόσταξε να πάω να ξεπλυθώ στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Έπραξα όπως μου είπε αυτός ο άνδρας και αμέσως βρήκα το φως μου. Και αυτό έγινε μονάχα πριν λίγες ώρες. Ακόμα δεν γνωρίζω καλά τη σημασία όσων βλέπω». Και όταν ο λαός που είχε αρχίσει να μαζεύεται γύρω του ρώτησε πού θα μπορούσαν να βρούνε τον άγνωστο άνδρα που τον είχε θεραπεύσει, ο Ιωσίας μπόρεσε να απαντήσει μόνο ότι δεν γνώριζε.   164:3.10 (1812.4) When they began to inquire of him how he was able to see, he answered them: “A man called Jesus came by this way, and when talking about me with his friends, he made clay with spittle, anointed my eyes, and directed that I should go and wash in the pool of Siloam. I did what this man told me, and immediately I received my sight. And that is only a few hours ago. I do not yet know the meaning of much that I see.” And when the people who began to gather about him asked where they could find the strange man who had healed him, Josiah could answer only that he did not know.
164:3.11 (1812.5) Αυτό είναι το πιο παράξενο από όλα τα θαύματα του Κυρίου. Ο άνδρας αυτός δεν ζήτησε θεραπεία. Δεν γνώριζε ότι ο Ιησούς που τον είχε προστάξει να πλυθεί στου Σιλωάμ, και που του είχε υποσχεθεί την όρασή του, ήταν ο προφήτης από τη Γαλιλαία που είχε κηρύξει στην Ιερουσαλήμ κατά τη γιορτή της αρτοφορίας. Ο άνδρας αυτός λίγο πίστευε ότι μπορούσε να βρει την όρασή του, ο κόσμος όμως της εποχής εκείνης πίστευε πολύ στη δύναμη του σάλιου ενός μεγάλου ή άγιου άνδρα, και από τη συνομιλία του Ιησού με το Ναθαναήλ και το Θωμά, ο Ιωσίας είχε συμπεράνει ότι ο επίδοξος ευεργέτης του ήταν μέγας άνδρας, ένας μορφωμένος διδάσκαλος ή ένας άγιος προφήτης. Επομένως έπραξε όπως τον πρόσταξε ο Ιησούς.   164:3.11 (1812.5) This is one of the strangest of all the Master’s miracles. This man did not ask for healing. He did not know that the Jesus who had directed him to wash at Siloam, and who had promised him vision, was the prophet of Galilee who had preached in Jerusalem during the feast of tabernacles. This man had little faith that he would receive his sight, but the people of that day had great faith in the efficacy of the spittle of a great or holy man; and from Jesus’ conversation with Nathaniel and Thomas, Josiah had concluded that his would-be benefactor was a great man, a learned teacher or a holy prophet; accordingly he did as Jesus directed him.
164:3.12 (1812.6) Ο Ιησούς χρησιμοποίησε τον πηλό και το σάλιο και τον πρόσταξε να πλυθεί στη συμβολική κολυμπήθρα του Σιλωάμ για τρεις λόγους:   164:3.12 (1812.6) Jesus made use of the clay and the spittle and directed him to wash in the symbolic pool of Siloam for three reasons:
164:3.13 (1812.7) 1. Το θαύμα αυτό δεν ήταν μια απάντηση στην πίστη του ατόμου. Ήταν ένα θαύμα που ο Ιησούς επέλεξε να εκτελέσει για δικό του σκοπό, αλλά που κανόνισε με τέτοιο τρόπο ώστε ο άνδρας να μπορέσει να λάβει από αυτό ευεργεσία διαρκείας.   164:3.13 (1812.7) 1. This was not a miracle response to the individual’s faith. This was a wonder which Jesus chose to perform for a purpose of his own, but which he so arranged that this man might derive lasting benefit therefrom.
164:3.14 (1813.1) 2. Μια και ο τυφλός δεν είχε ζητήσει θεραπεία, και μιας και η πίστη που διέθετε ήταν ασήμαντη, αυτές οι φυσικές πράξεις έγιναν για το σκοπό της ενδυνάμωσής του. Πίστευε πράγματι στη δεισιδαιμονία της δύναμης του σάλιου και γνώριζε ότι η κολυμπήθρα του Σιλωάμ ήταν ένα σχεδόν αγιασμένο μέρος. Με δυσκολία όμως θα πήγαινε εκεί αν δεν χρειαζόταν να ξεπλύνει τη λάσπη της επάλειψής του. Ήταν ακριβώς μια τελετουργική εκτέλεση αρκετή για να τον αναγκάσει να ενεργήσει.   164:3.14 (1813.1) 2. As the blind man had not asked for healing, and since the faith he had was slight, these material acts were suggested for the purpose of encouraging him. He did believe in the superstition of the efficacy of spittle, and he knew the pool of Siloam was a semisacred place. But he would hardly have gone there had it not been necessary to wash away the clay of his anointing. There was just enough ceremony about the transaction to induce him to act.
164:3.15 (1813.2) 3. Ο Ιησούς είχε όμως και ένα τρίτο λόγο για να καταφύγει σ’ αυτά τα φυσικά μέσα σε συνδυασμό με τη μοναδική του εκτέλεση: κι αυτός ήταν ένα θαύμα που έγινε καθαρά υπακούοντας στη δική του επιλογή, και με αυτό ήθελε να διδάξει στους οπαδούς του εκείνης της εποχής και όλων των επόμενων γενεών να αποφύγουν την περιφρόνηση η την παραμέληση των φυσικών μέσων στη θεραπεία των αρρώστων. Ήθελε να τους διδάξει ότι όφειλαν να πάψουν να θεωρούν τα θαύματα σαν τη μόνη μέθοδο θεραπείας των ανθρώπινων ασθενειών.   164:3.15 (1813.2) 3. But Jesus had a third reason for resorting to these material means in connection with this unique transaction: This was a miracle wrought purely in obedience to his own choosing, and thereby he desired to teach his followers of that day and all subsequent ages to refrain from despising or neglecting material means in the healing of the sick. He wanted to teach them that they must cease to regard miracles as the only method of curing human diseases.
164:3.16 (1813.3) Ο Ιησούς έδωσε στον άνθρωπο αυτό την όρασή του κατά θαυμαστό τρόπο, το Σάββατο το πρωί και στην Ιερουσαλήμ, κοντά στο ναό, για τον πρωτεύοντα σκοπό να αποβεί αυτή η πράξη μια ανοιχτή πρόκληση για το Σανχεντρίν και όλους του Ιουδαίους διδασκάλους και θρησκευτικούς αρχηγούς. Αυτός ήταν ο τρόπος του για να αναγγείλει μια ανοιχτή διαμάχη με τους Φαρισαίους. Πάντα ήταν κατηγορηματικός σε ό,τι έκανε. Και ήταν με το σκοπό να φέρει τα ζητήματα αυτά ενώπιον του Σανχεντρίν, που ο Ιησούς έφερε τους δυο αποστόλους του στον άνδρα αυτό, νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου, και σκόπιμα προκάλεσε τις συζητήσεις εκείνες οι οποίες εξανάγκασαν τους Φαρισαίους να αντιληφθούν το θαύμα.   164:3.16 (1813.3) Jesus gave this man his sight by miraculous working, on this Sabbath morning and in Jerusalem near the temple, for the prime purpose of making this act an open challenge to the Sanhedrin and all the Jewish teachers and religious leaders. This was his way of proclaiming an open break with the Pharisees. He was always positive in everything he did. And it was for the purpose of bringing these matters before the Sanhedrin that Jesus brought his two apostles to this man early in the afternoon of this Sabbath day and deliberately provoked those discussions which compelled the Pharisees to take notice of the miracle.
4. Ο ΙΩΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ ^top   4. Josiah Before the Sanhedrin ^top
164:4.1 (1813.4) Το απόγευμα είχε φτάσει στη μέση του και η θεραπεία του Ιωσία είχε δημιουργήσει τόση συζήτηση γύρω από το ναό που οι αρχηγοί του Σανχεντρίν αποφάσισαν να συγκαλέσουν συμβούλιο στο συνηθισμένο μέρος συσκέψεων στο ναό. Και αυτό το έκαναν παραβιάζοντας έναν ισχύοντα νόμο που απαγόρευε τη σύσκεψη του Σανχεντρίν το Σάββατο. Ο Ιησούς γνώριζε ότι η παραβίαση του Σαββάτου θα ήταν μια από τις κύριες κατηγορίες που θα του επέρριπταν κατά την τελική δοκιμασία, και επιθυμούσε να έρθει ενώπιον του Σανχεντρίν για να επικυρωθεί η κατηγορία ότι είχε θεραπεύσει έναν τυφλό το Σάββατο, όταν η ίδια η σύνοδος του ανώτατου ιουδαϊκού δικαστηρίου που θα τον έκρινε, για την πράξη αυτή του ελέους, θα διασκεπτόταν επί των θεμάτων αυτών, την ημέρα του Σαββάτου και παραβιάζοντας έτσι άμεσα τους νόμους που οι ίδιοι θέσπισαν.   164:4.1 (1813.4) By midafternoon the healing of Josiah had raised such a discussion around the temple that the leaders of the Sanhedrin decided to convene the council in its usual temple meeting place. And they did this in violation of a standing rule which forbade the meeting of the Sanhedrin on the Sabbath day. Jesus knew that Sabbath breaking would be one of the chief charges to be brought against him when the final test came, and he desired to be brought before the Sanhedrin for adjudication of the charge of having healed a blind man on the Sabbath day, when the very session of the high Jewish court sitting in judgment on him for this act of mercy would be deliberating on these matters on the Sabbath day and in direct violation of their own self-imposed laws.
164:4.2 (1813.5) Όμως δεν κάλεσαν τον Ιησού ενώπιόν τους. Φοβόντουσαν. Αντίθετα, έστειλαν αμέσως μήνυμα στον Ιωσία. Μετά από κάποιες προκαταρκτικές ερωτήσεις, ο εκπρόσωπος του Σανχεντρίν (ήταν παρόντα περίπου πενήντα μέλη), πρόσταξαν τον Ιωσία να τους πει ό,τι του είχε συμβεί. Μετά τη θεραπεία του εκείνο το πρωί, ο Ιωσίας είχε μάθει από το Θωμά, το Ναθαναήλ και άλλους, πως οι Φαρισαίοι ήταν οργισμένοι με τη θεραπεία του το Σάββατο, και πως πιθανότατα θα δημιουργούσαν φασαρία σε κάθε εμπλεκόμενο. Ο Ιωσίας όμως δεν είχε καταλάβει ακόμα ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που απεκαλείτο Λυτρωτής. Έτσι όταν οι Φαρισαίοι τον ρώτησαν, αυτός είπε: «Αυτός ο άνδρας εμφανίστηκε, έβαλε λάσπη στα μάτια μου, μου είπε να πλυθώ στου Σιλωάμ και εγώ τώρα όντως βλέπω».   164:4.2 (1813.5) But they did not call Jesus before them; they feared to. Instead, they sent forthwith for Josiah. After some preliminary questioning, the spokesman for the Sanhedrin (about fifty members being present) directed Josiah to tell them what had happened to him. Since his healing that morning Josiah had learned from Thomas, Nathaniel, and others that the Pharisees were angry about his healing on the Sabbath, and that they were likely to make trouble for all concerned; but Josiah did not yet perceive that Jesus was he who was called the Deliverer. So, when the Pharisees questioned him, he said: “This man came along, put clay upon my eyes, told me to go wash in Siloam, and I do now see.”
164:4.3 (1813.6) Ένας από τους γεροντότερους Φαρισαίους, μετά από ένα μακρύ λόγο, είπε: «Αυτός ο άνδρας δεν μπορεί να είναι από το Θεό, γιατί μπορείτε να δείτε ότι δεν τηρεί το Σάββατο. Παραβιάζει το νόμο, πρώτα, κάνοντας λάσπη, μετά, στέλνοντας το ζητιάνο να πλυθεί στου Σιλωάμ το Σάββατο. Ένας τέτοιος άνδρας δεν μπορεί να είναι διδάσκαλος σταλμένος από το Θεό».   164:4.3 (1813.6) One of the older Pharisees, after making a lengthy speech, said: “This man cannot be from God because you can see that he does not observe the Sabbath. He violates the law, first, in making the clay, then, in sending this beggar to wash in Siloam on the Sabbath day. Such a man cannot be a teacher sent from God.”
164:4.4 (1813.7) Μετά, ένας από τους νεότερους άνδρες που μυστικά πίστευε στον Ιησού, είπε: «Αν αυτός ο άνδρας δεν στάλθηκε από το Θεό, πώς μπορεί και κάνει τέτοια πράγματα; Ξέρουμε πως ένας που είναι κοινός αμαρτωλός δεν μπορεί να εκτελεί τέτοια θαύματα. Όλοι γνωρίζουμε αυτόν το ζητιάνο και ότι γεννήθηκε τυφλός. Τώρα βλέπει. Θα ισχυριστείτε πάλι ότι ο προφήτης αυτός κάνει όλα αυτά τα θαύματα με τη δύναμη του πρίγκιπα των δαιμόνων;». Και σε κάθε Φαρισαίο που τόλμησε να κατηγορήσει και να καταγγείλει τον Ιησού σηκώθηκε και έκανε πολυσύνθετες και ενοχλητικές ερωτήσεις, ούτως ώστε δημιουργήθηκε σοβαρή διαφωνία μεταξύ τους. Ο αξιωματούχος που προήδρευε είδε προς τα πού παρασυρόντουσαν και για να κατευνάσει τη συζήτηση, ετοιμάστηκε να ρωτήσει περαιτέρω ο ίδιος τον άνδρα. Στρεφόμενος προς τον Ιωσία, είπε: «Τι έχεις να πεις για τον άνδρα αυτό, αυτόν τον Ιησού, που ισχυρίζεσαι ότι άνοιξε τα μάτια σου;». Και ο Ιωσίας αποκρίθηκε, «Πιστεύω ότι είναι προφήτης».   164:4.4 (1813.7) Then one of the younger men who secretly believed in Jesus, said: “If this man is not sent by God, how can he do these things? We know that one who is a common sinner cannot perform such miracles. We all know this beggar and that he was born blind; now he sees. Will you still say that this prophet does all these wonders by the power of the prince of devils?” And for every Pharisee who dared to accuse and denounce Jesus one would arise to ask entangling and embarrassing questions, so that a serious division arose among them. The presiding officer saw whither they were drifting, and in order to allay the discussion, he prepared further to question the man himself. Turning to Josiah, he said: “What do you have to say about this man, this Jesus, whom you claim opened your eyes?” And Josiah answered, “I think he is a prophet.”
164:4.5 (1814.1) Οι αρχηγοί θορυβήθηκαν πολύ και μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνουν, αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στους γονείς του Ιωσία για να μάθουν αν πραγματικά είχε γεννηθεί τυφλός. Ήταν απρόθυμοι να πιστέψουν ότι ο ζητιάνος είχε θεραπευτεί.   164:4.5 (1814.1) The leaders were greatly troubled and, knowing not what else to do, decided to send for Josiah’s parents to learn whether he had actually been born blind. They were loath to believe that the beggar had been healed.
164:4.6 (1814.2) Ήταν γνωστό στην Ιερουσαλήμ, όχι μόνο πως στον Ιησού είχε απαγορευθεί να εισέρχεται σε όλες τις συναγωγές, αλλά πως όλοι που πίστευαν στη διδασκαλία του ήταν παρόμοια διωγμένοι από τη συναγωγή, αφορισμένοι από τη συνέλευση των ιεραρχών του Ισραήλ. Και αυτό σήμαινε την άρνηση όλων των δικαιωμάτων και προνομίων κάθε είδους σε όλη την Εβραϊκή επικράτεια, εκτός από το δικαίωμα να αγοράζουν τα αναγκαία για να ζήσουν.   164:4.6 (1814.2) It was well known about Jerusalem, not only that Jesus was denied entrance into all synagogues, but that all who believed in his teaching were likewise cast out of the synagogue, excommunicated from the congregation of Israel; and this meant denial of all rights and privileges of every sort throughout all Jewry except the right to buy the necessaries of life.
164:4.7 (1814.3) Επομένως, όταν οι γονείς του Ιωσία, φτωχοί και με ψυχές γεμάτες φόβο, εμφανίστηκαν ενώπιον του σεβάσμιου Σανχεντρίν, φοβήθηκαν να μιλήσουν ελεύθερα. Είπε ο εκπρόσωπος του δικαστηρίου: «Είναι αυτός ο γιος σας; Και σωστά καταλάβαμε πως γεννήθηκε τυφλός; Αν αυτό αληθεύει, πώς γίνεται και βλέπει τώρα;». Και ύστερα, ο πατέρας του Ιωσία, βοηθούμενος από τη μητέρα του, απάντησε: «Γνωρίζουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός, αλλά πώς γίνεται και βλέπει ή ποιος ήταν αυτός που του έδωσε την όρασή του, δεν γνωρίζουμε. Ρωτήστε τον, είναι ενήλικας, ας μιλήσει για τον εαυτό του».   164:4.7 (1814.3) When, therefore, Josiah’s parents, poor and fear-burdened souls, appeared before the august Sanhedrin, they were afraid to speak freely. Said the spokesman of the court: “Is this your son? and do we understand aright that he was born blind? If this is true, how is it that he can now see?” And then Josiah’s father, seconded by his mother, answered: “We know that this is our son, and that he was born blind, but how it is that he has come to see, or who it was that opened his eyes, we know not. Ask him; he is of age; let him speak for himself.”
164:4.8 (1814.4) Φώναξαν λοιπόν τον Ιωσία ενώπιόν τους για δεύτερη φορά. Δεν τα πήγαιναν καλά με το σχέδιό τους να διεξάγουν μια κανονική δίκη, και μερικοί είχαν αρχίσει να αισθάνονται παράξενα με το να το κάνουν αυτό την ημέρα του Σαββάτου. Συνεπώς, όταν ξαναφώναξαν τον Ιωσία, προσπάθησαν να τον παγιδεύσουν με διαφορετικό τρόπο επίθεσης. Ο αξιωματούχος του δικαστηρίου μίλησε στον πρώην τυφλό, λέγοντας: «Γιατί δεν δοξάζεις το Θεό γι αυτό; Γιατί δεν μας λες όλη την αλήθεια για το τι συνέβη; Ξέρουμε όλοι ότι αυτός ο άνδρας είναι αμαρτωλός. Γιατί αρνείσαι να διακρίνεις την αλήθεια; Γνωρίζεις ότι αμφότεροι, εσύ κι αυτός ο άνδρας αντιμετωπίζετε να καταδικαστείτε για παραβίαση του Σαββάτου. Δεν θα εξιλεωθείς για την αμαρτία σου, με το να αναγνωρίσεις το Θεό σαν θεραπευτή σου, αν συνεχίσεις να ισχυρίζεσαι ότι βρήκες την όρασή σου σήμερα;».   164:4.8 (1814.4) They now called Josiah up before them a second time. They were not getting along well with their scheme of holding a formal trial, and some were beginning to feel strange about doing this on the Sabbath; accordingly, when they recalled Josiah, they attempted to ensnare him by a different mode of attack. The officer of the court spoke to the former blind man, saying: “Why do you not give God the glory for this? why do you not tell us the whole truth about what happened? We all know that this man is a sinner. Why do you refuse to discern the truth? You know that both you and this man stand convicted of Sabbath breaking. Will you not atone for your sin by acknowledging God as your healer, if you still claim that your eyes have this day been opened?”
164:4.9 (1814.5) Ο Ιωσίας όμως δεν ήταν κουτός ούτε του έλειπε το χιούμορ, έτσι απάντησε στον αξιωματούχο του δικαστηρίου: «Δεν γνωρίζω αν αυτός ο άνδρας είναι αμαρτωλός, γνωρίζω όμως ένα πράγμα – ότι, αν και ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Μια και δεν μπορούσαν να παγιδεύσουν τον Ιωσία, προσπάθησαν να τον ανακρίνουν περισσότερο, ρωτώντας: «Πώς ακριβώς άνοιξε τα μάτια σου; Τι έκανε πραγματικά; Τι σου είπε; Σου ζήτησε να πιστέψεις σ’ αυτόν;».   164:4.9 (1814.5) But Josiah was neither dumb nor lacking in humor; so he replied to the officer of the court: “Whether this man is a sinner, I know not; but one thing I do know—that, whereas I was blind, now I see.” And since they could not entrap Josiah, they sought further to question him, asking: “Just how did he open your eyes? what did he actually do to you? what did he say to you? did he ask you to believe in him?”
164:4.10 (1814.6) Ο Ιωσίας αποκρίθηκε, κάπως ανυπόμονα: «Σας είπα ακριβώς πώς συνέβησαν όλα και αν δεν πιστεύετε τη μαρτυρία μου, γιατί θέλετε να την ακούσετε πάλι; Μην τυχόν και θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;». Όταν μίλησε έτσι ο Ιωσίας, το Σανχεντρίν διασπάστηκε με μεγάλη αναταραχή, σχεδόν τραχύτητα, γιατί οι αρχηγοί όρμηξαν πάνω του κραυγάζοντας με θυμό: «Μπορείς να μιλάς για το αν εσύ είσαι μαθητής αυτού του άνδρα, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή, και είμαστε διδάσκαλοι των νόμων του Θεού. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε μέσω του Μωυσή, αλλά όσο γι αυτόν τον Ιησού, δεν γνωρίζουμε από πού είναι».   164:4.10 (1814.6) Josiah replied, somewhat impatiently: “I have told you exactly how it all happened, and if you did not believe my testimony, why would you hear it again? Would you by any chance also become his disciples?” When Josiah had thus spoken, the Sanhedrin broke up in confusion, almost violence, for the leaders rushed upon Josiah, angrily exclaiming: “You may talk about being this man’s disciple, but we are disciples of Moses, and we are the teachers of the laws of God. We know that God spoke through Moses, but as for this man Jesus, we know not whence he is.”
164:4.11 (1814.7) Τότε ο Ιωσίας, ανεβασμένος σ’ ένα σκαμνί, φώναξε δυνατά σε όλους που τον άκουγαν: «Προσέξτε, εσείς που ισχυρίζεστε ότι είστε οι διδάσκαλοι όλου του Ισραήλ, ενόσω σας δηλώνω ότι εδώ πέρα υπάρχει ένα μεγάλο θαύμα, αφού παραδέχεστε πως δεν γνωρίζετε από πού είναι αυτός ο άνθρωπος, και όμως γνωρίζετε με βεβαιότητα, από τη μαρτυρία που ακούσατε, ότι μου έδωσε τα μάτια μου. Όλοι γνωρίζουμε πως ο Θεός δεν εκτελεί τέτοια έργα για τον αμαρτωλό, πως ο Θεός θα έκανε τέτοιο πράγμα μόνο κατόπιν αιτήματος ενός αληθινού πιστού – για κάποιον που είναι άγιος και δίκαιος. Γνωρίζετε ότι ποτέ, από την αρχή του κόσμου, δεν ακούστηκε να βρίσκει την όρασή του κάποιος που γεννήθηκε τυφλός. Κοιτάξτε με, λοιπόν, όλοι σας, και αντιληφθείτε τι έγινε σήμερα στην Ιερουσαλήμ! Σας λέγω, πως αν αυτός ο άνδρας δεν ήταν από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό το πράγμα». Και καθώς τα μέλη του Σανχεντρίν αναχωρούσαν με οργή και σύγχυση, του κραύγασαν: «Γεννήθηκες ολοκληρωτικά μέσα στην αμαρτία, και τώρα τολμάς να μας διδάσκεις; Ίσως να μην γεννήθηκες πραγματικά τυφλός, κι ακόμα, αν τα μάτια σου άνοιξαν την ημέρα του Σαββάτου, αυτό να έγινε από τη δύναμη του πρίγκιπα των διαβόλων». Και κατευθύνθηκαν αμέσως στη συναγωγή για να αποκηρύξουν τον Ιωσία.   164:4.11 (1814.7) Then Josiah, standing upon a stool, shouted abroad to all who could hear, saying: “Hearken, you who claim to be the teachers of all Israel, while I declare to you that herein is a great marvel since you confess that you know not whence this man is, and yet you know of a certainty, from the testimony which you have heard, that he opened my eyes. We all know that God does not perform such works for the ungodly; that God would do such a thing only at the request of a true worshiper—for one who is holy and righteous. You know that not since the beginning of the world have you ever heard of the opening of the eyes of one who was born blind. Look, then, all of you, upon me and realize what has been done this day in Jerusalem! I tell you, if this man were not from God, he could not do this.” And as the Sanhedrists departed in anger and confusion, they shouted to him: “You were altogether born in sin, and do you now presume to teach us? Maybe you were not really born blind, and even if your eyes were opened on the Sabbath day, this was done by the power of the prince of devils.” And they went at once to the synagogue to cast out Josiah.
164:4.12 (1815.1) Ο Ιωσίας πήγε στη δίκη αυτή με φτωχές ιδέες για τον Ιησού και τη φύση της θεραπείας του. Το μεγαλύτερο μέρος της παράτολμης μαρτυρίας του, την οποία τόσο έξυπνα και θαρραλέα εκφώνησε ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου όλου του Ισραήλ, ξεδιπλώθηκε στο μυαλό του καθώς η δίκη προχωρούσε με τόσο αθέμιτη και άδικη τακτική.   164:4.12 (1815.1) Josiah entered this trial with meager ideas about Jesus and the nature of his healing. Most of the daring testimony which he so cleverly and courageously bore before this supreme tribunal of all Israel developed in his mind as the trial proceeded along such unfair and unjust lines.
5. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ^top   5. Teaching in Solomon’s Porch ^top
164:5.1 (1815.2) Όλο τον καιρό που αυτή η παραβιάζουσα το Σάββατο σύνοδος του Σανχεντρίν βρισκόταν σε εξέλιξη σε μια από τις αίθουσες του ναού, ο Ιησούς περιδιάβαινε εκεί κοντά, διδάσκοντας το λαό στη Στοά του Σολομώντα, ελπίζοντας ότι θα κλητευόταν ενώπιον του Σανχεντρίν όπου θα μπορούσε να τους πει τα καλά νέα για την ελευθερία και τη χαρά της θεϊκής συγγένειας μέσα στη βασιλεία του Θεού. Αυτοί όμως φοβόντουσαν να τον καλέσουν. Βρισκόντουσαν σε σύγχυση πάντα κατά τις ξαφνικές και δημόσιες εμφανίσεις του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Η μεγάλη ευκαιρία την οποία αναζητούσαν διακαώς, τους την έδινε τώρα ο Ιησούς, αλλά φοβόντουσαν να τον φέρουν ενώπιον του Σανχεντρίν ακόμα και σαν μάρτυρα, και ακόμα περισσότερο, φοβόντουσαν να τον συλλάβουν.   164:5.1 (1815.2) All of the time this Sabbath-breaking session of the Sanhedrin was in progress in one of the temple chambers, Jesus was walking about near at hand, teaching the people in Solomon’s Porch, hoping that he would be summoned before the Sanhedrin where he could tell them the good news of the liberty and joy of divine sonship in the kingdom of God. But they were afraid to send for him. They were always disconcerted by these sudden and public appearances of Jesus in Jerusalem. The very occasion they had so ardently sought, Jesus now gave them, but they feared to bring him before the Sanhedrin even as a witness, and even more they feared to arrest him.
164:5.2 (1815.3) Ήταν στη μέση του χειμώνα στην Ιερουσαλήμ, και ο λαός αναζητούσε τη μερική προστασία της Στοάς του Σολομώντα, και καθώς ο Ιησούς παράτεινε την παρουσία του εκεί, τα πλήθη του έκαναν πολλές ερωτήσεις και τους δίδασκε για περισσότερο από δυο ώρες. Μερικοί από τους ιουδαίους διδασκάλους προσπάθησαν να τον παγιδεύσουν ρωτώντας τον δημόσια: «Πόσο καιρό θα μας κρατάς σε εκκρεμότητα; Αν είσαι ο Μεσσίας, γιατί δεν μας το λες καθαρά;». Ο Ιησούς είπε: «Σας είπα πολλές φορές για μένα και για τον Πατέρα μου, αλλά δεν με πιστεύετε. Δεν μπορείτε να δείτε ότι τα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου αποτελούν μαρτυρία για μένα; Πολλοί όμως από εσάς δεν πιστεύουν επειδή δεν ανήκουν στο κοπάδι μου. Ο διδάσκαλος της αλήθειας έλκει μόνο εκείνους που πεινούν για την αλήθεια και διψούν για τη δικαιοσύνη. Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου και τα γνωρίζω και με ακολουθούν. Και σε όλους που ακολουθούν τη διδασκαλία μου θα τους δώσω την αιώνια ζωή. Δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τους αρπάξει από τα χέρια μου. Ο Πατέρας μου, που μου έδωσε αυτά τα παιδιά, είναι μεγαλύτερος όλων, έτσι ώστε κανένας δεν μπορεί να τους αποσπάσει από τα χέρια του Πατέρα μου. Ο Πατέρας κι Εγώ είμαστε ένα». Μερικοί από τους άπιστους Ιουδαίους όρμηξαν εκεί που έχτιζαν ακόμα το ναό για να αρπάξουν πέτρες να κυνηγήσουν τον Ιησού, αλλά οι πιστοί τους συγκράτησαν.   164:5.2 (1815.3) This was midwinter in Jerusalem, and the people sought the partial shelter of Solomon’s Porch; and as Jesus lingered, the crowds asked him many questions, and he taught them for more than two hours. Some of the Jewish teachers sought to entrap him by publicly asking him: “How long will you hold us in suspense? If you are the Messiah, why do you not plainly tell us?” Said Jesus: “I have told you about myself and my Father many times, but you will not believe me. Can you not see that the works I do in my Father’s name bear witness for me? But many of you believe not because you belong not to my fold. The teacher of truth attracts only those who hunger for the truth and who thirst for righteousness. My sheep hear my voice and I know them and they follow me. And to all who follow my teaching I give eternal life; they shall never perish, and no one shall snatch them out of my hand. My Father, who has given me these children, is greater than all, so that no one is able to pluck them out of my Father’s hand. The Father and I are one.” Some of the unbelieving Jews rushed over to where they were still building the temple to pick up stones to cast at Jesus, but the believers restrained them.
164:5.3 (1815.4) Ο Ιησούς συνέχισε τη διδασκαλία του: «Πολλά αξιαγάπητα έργα σας έχω δείξει από τον Πατέρα μου, έτσι τώρα θα ήθελα να σας ρωτήσω για ποιο απ’ όλα τα καλά έργα θέλετε να με πετροβολήσετε;». Τότε απάντησε ένας από τους Φαρισαίους: «Δεν θα σε πετροβολήσουμε για κάποιο καλό έργο αλλά για βλασφημία, καθόσον εσύ, όντας άνθρωπος, τολμάς να κάνεις τον εαυτό σου ίσο με το Θεό». Και ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Κατηγορείτε το Γιο του Ανθρώπου για βλασφημία επειδή αρνηθήκατε να με πιστέψετε όταν σας δήλωνα πως μ’ έστειλε ο Θεός. Αν δεν κάνω τα έργα του Θεού μην με πιστεύετε, αν όμως κάνω τα έργα του Θεού, ακόμα και αν δεν πιστεύετε σε μένα, θα έλεγα να πιστεύετε στα έργα. Αλλά για να είστε σίγουροι γι αυτά που αναγγέλλω, θα σας επιβεβαιώσω ότι ο Πατέρας είναι εντός μου και Εγώ μέσα στον Πατέρα, και καθώς ο Πατέρας κατοικεί μέσα μου, έτσι κι εγώ κατοικώ μέσα στον καθένα που πιστεύει το ευαγγέλιο αυτό». Και όταν ο λαός άκουσε αυτά τα λόγια, πολλοί όρμηξαν ν’ αρπάξουν πέτρες για να τον κυνηγήσουν, αυτός όμως διαπέρασε τον περίβολο του ναού και συναντώντας το Ναθαναήλ και το Θωμά, οι οποίοι είχαν παρευρεθεί στη σύνοδο του Σανχεντρίν, περίμενε μαζί τους κοντά στο ναό μέχρι που βγήκε ο Ιωσίας από την αίθουσα του συμβουλίου.   164:5.3 (1815.4) Jesus continued his teaching: “Many loving works have I shown you from the Father, so that now would I inquire for which one of these good works do you think to stone me?” And then answered one of the Pharisees: “For no good work would we stone you but for blasphemy, inasmuch as you, being a man, dare to make yourself equal with God.” And Jesus answered: “You charge the Son of Man with blasphemy because you refused to believe me when I declared to you that I was sent by God. If I do not the works of God, believe me not, but if I do the works of God, even though you believe not in me, I should think you would believe the works. But that you may be certain of what I proclaim, let me again assert that the Father is in me and I in the Father, and that, as the Father dwells in me, so will I dwell in every one who believes this gospel.” And when the people heard these words, many of them rushed out to lay hands upon the stones to cast at him, but he passed out through the temple precincts; and meeting Nathaniel and Thomas, who had been in attendance upon the session of the Sanhedrin, he waited with them near the temple until Josiah came from the council chamber.
164:5.4 (1816.1) Ο Ιησούς και οι δυο απόστολοι δεν έψαξαν τον Ιωσία στο σπίτι του, μέχρι που άκουσαν ότι είχε εκδιωχθεί από τη συναγωγή. Όταν έφτασαν σπίτι του, ο Θωμάς τον φώναξε στην αυλή, και ο Ιησούς μιλώντας του, είπε: «Ιωσία, πιστεύεις στο Γιο του Θεού;». Και ο Ιωσίας απάντησε, «Πες μου ποιος είναι για να τον πιστέψω». Και ο Ιησούς είπε: «Και τον είδες και τον άκουσες, και είναι αυτός που σου μιλάει τώρα». Και ο Ιωσίας είπε: «Κύριε, πιστεύω», και πέφτοντας κάτω, προσκύνησε.   164:5.4 (1816.1) Jesus and the two apostles did not go in search of Josiah at his home until they heard he had been cast out of the synagogue. When they came to his house, Thomas called him out in the yard, and Jesus, speaking to him, said: “Josiah, do you believe in the Son of God?” And Josiah answered, “Tell me who he is that I may believe in him.” And Jesus said: “You have both seen and heard him, and it is he who now speaks to you.” And Josiah said, “Lord, I believe,” and falling down, he worshiped.
164:5.5 (1816.2) Όταν ο Ιωσίας έμαθε ότι εκδιώχθηκε από τη συναγωγή, κατ’ αρχήν στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά πήρε πολύ δύναμη όταν ο Ιησούς τον πρόσταξε να ετοιμαστεί αμέσως για να πάει μαζί τους στην κατασκήνωση στην Πέλλα. Αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος από την Ιερουσαλήμ είχε πράγματι εκδιωχθεί από την ιουδαϊκή συναγωγή, αλλά είδε το Δημιουργό ενός σύμπαντος να τον οδηγεί εμπρός για να συνεργαστεί με την πνευματική αριστοκρατία εκείνης της εποχής και γενιάς.   164:5.5 (1816.2) When Josiah learned that he had been cast out of the synagogue, he was at first greatly downcast, but he was much encouraged when Jesus directed that he should immediately prepare to go with them to the camp at Pella. This simple-minded man of Jerusalem had indeed been cast out of a Jewish synagogue, but behold the Creator of a universe leading him forth to become associated with the spiritual nobility of that day and generation.
164:5.6 (1816.3) Και τώρα ο Ιησούς άφησε την Ιερουσαλήμ, για να μην ξαναγυρίσει παρά κοντά στην εποχή που θα ετοιμαζόταν να αφήσει τον κόσμο. Με τους δυο αποστόλους και τον Ιωσία, ο Κύριος γύρισε στην Πέλλα. Και ο Ιωσίας πιστοποιήθηκε πως ήταν αποδέκτης της θαυμαστής φροντίδας του Κυρίου, που αποδείχτηκε καρποφόρα, γιατί έγινε για όλη τη ζωή του κήρυκας του ευαγγελίου της βασιλείας.   164:5.6 (1816.3) And now Jesus left Jerusalem, not again to return until near the time when he prepared to leave this world. With the two apostles and Josiah the Master went back to Pella. And Josiah proved to be one of the recipients of the Master’s miraculous ministry who turned out fruitfully, for he became a lifelong preacher of the gospel of the kingdom.