Εγγραφο 168 |
|
Paper 168 |
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ |
|
The Resurrection of Lazarus |
168:0.1 (1842.1) Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν η Μάρθα ξεκίνησε για να συναντήσει τον Ιησού, μόλις αυτός εμφανίστηκε στο φρύδι του λόφου που ήταν κοντά στη Βηθανία. Ο αδελφός της, ο Λάζαρος, ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και είχε ταφεί, στο ιδιωτικό τους μνήμα, σ’ ένα απομακρυσμένο μέρος στην άκρη του κήπου, αργά την Κυριακή το απόγευμα. Ο λίθος στην είσοδο του τάφου είχε κυλιστεί στη θέση της το πρωί αυτής της ημέρας, της Πέμπτης. |
|
168:0.1 (1842.1) IT WAS shortly after noon when Martha started out to meet Jesus as he came over the brow of the hill near Bethany. Her brother, Lazarus, had been dead four days and had been laid away in their private tomb at the far end of the garden late on Sunday afternoon. The stone at the entrance of the tomb had been rolled in place on the morning of this day, Thursday. |
168:0.2 (1842.2) Όταν η Μάρθα και η Μαρία ειδοποίησαν τον Ιησού σχετικά με την αρρώστια του Λαζάρου, είχαν την πεποίθηση ότι ο Κύριος θα έκανε κάτι γι αυτό. Γνώριζαν ότι ο αδελφός τους ήταν απελπιστικά άρρωστος και, αν και μετά βίας τολμούσαν να ελπίζουν ότι ο Ιησούς θα άφηνε το έργο της διδασκαλίας και του κηρύγματός του για να έρθει να τους συμπαρασταθεί, είχαν τόση εμπιστοσύνη στη δύναμή του να θεραπεύει αρρώστιες, ώστε σκέφτηκαν πως αρκούσε μόνο να προφέρει τις θεραπευτικές λέξεις και ο Λάζαρος θα γινόταν αμέσως καλά. Και όταν ο Λάζαρος πέθανε λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του αγγελιαφόρου από τη Βηθανία για τη Φιλαδέλφεια, αιτιολόγησαν ότι αυτό έγινε επειδή ο Κύριος δεν έμαθε για την αρρώστια του αδελφού τους παρά όταν ήταν πολύ αργά, παρά όταν ήταν ήδη νεκρός κάμποσες ώρες. |
|
168:0.2 (1842.2) When Martha and Mary sent word to Jesus concerning Lazarus’s illness, they were confident the Master would do something about it. They knew that their brother was desperately sick, and though they hardly dared hope that Jesus would leave his work of teaching and preaching to come to their assistance, they had such confidence in his power to heal disease that they thought he would just speak the curative words, and Lazarus would immediately be made whole. And when Lazarus died a few hours after the messenger left Bethany for Philadelphia, they reasoned that it was because the Master did not learn of their brother’s illness until it was too late, until he had already been dead for several hours. |
168:0.3 (1842.3) Όμως αυτές, μαζί με όλους του πιστεύοντας φίλους τους, βρέθηκαν σε αμηχανία με το μήνυμα που έφερε πίσω ο δρομέας την Τρίτη το πρωί, όταν έφτασε στη Βηθανία. Ο αγγελιαφόρος επέμενε ότι άκουσε τον Ιησού να λέγει, «… αυτή η αρρώστια δεν θα οδηγήσει πραγματικά στο θάνατο». Ούτε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν τους έστειλε καμία είδηση, ούτε τους προσέφερε αλλιώτικα βοήθεια. |
|
168:0.3 (1842.3) But they, with all of their believing friends, were greatly puzzled by the message which the runner brought back Tuesday forenoon when he reached Bethany. The messenger insisted that he heard Jesus say, “...this sickness is really not to the death.” Neither could they understand why he sent no word to them nor otherwise proffered assistance. |
168:0.4 (1842.4) Πολλοί φίλοι από τις διπλανές κωμοπόλεις και άλλοι από την Ιερουσαλήμ είχαν έρθει για να παρηγορήσουν τις πενθούσες αδελφές. Ο Λάζαρος και οι αδελφές του ήταν παιδιά ενός ευκατάστατου και σπουδαίου Ιουδαίου, κάποιου που ήταν προύχοντας του μικρού χωριού της Βηθανίας. Και παρόλο που και οι τρεις ήταν από καιρό πολύ φλογεροί οπαδοί του Ιησού, τους σεβόντουσαν πολύ όλοι όσοι τους γνώριζαν. Είχαν κληρονομήσει εκτεταμένους αμπελώνες και ελαιώνες στην περιφέρεια και το ότι ήταν πλούσιοι επιβεβαίωνε και το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να έχουν ιδιωτικό μνήμα στα δικά τους κτήματα. Και οι δυο γονείς τους είχαν ταφεί ήδη σε αυτό το μνήμα. |
|
168:0.4 (1842.4) Many friends from near-by hamlets and others from Jerusalem came over to comfort the sorrow-stricken sisters. Lazarus and his sisters were the children of a well-to-do and honorable Jew, one who had been the leading resident of the little village of Bethany. And notwithstanding that all three had long been ardent followers of Jesus, they were highly respected by all who knew them. They had inherited extensive vineyards and olive orchards in this vicinity, and that they were wealthy was further attested by the fact that they could afford a private burial tomb on their own premises. Both of their parents had already been laid away in this tomb. |
168:0.5 (1842.5) Η Μαρία είχε εγκαταλείψει τη σκέψη του ερχομού του Ιησού και είχε παραδοθεί στη θλίψη της, αλλά η Μάρθα είχε προσκολληθεί στην ελπίδα ότι ο Ιησούς θα ερχόταν, ακόμα και την ώρα που εκείνο το ίδιο πρωί κυλούσαν την πέτρα μπροστά από το μνήμα και σφράγιζαν την είσοδο. Ακόμα και τότε είχε δώσει εντολή σ’ ένα γειτονόπουλο να παραφυλάει το δρόμο της Ιεριχούς από το φρύδι του λόφου στα ανατολικά της Βηθανίας. Και ήταν το ίδιο αγόρι που έφερε τα νέα στη Μάρθα ότι ο Ιησούς και οι φίλοι του πλησίαζαν. |
|
168:0.5 (1842.5) Mary had given up the thought of Jesus’ coming and was abandoned to her grief, but Martha clung to the hope that Jesus would come, even up to the time on that very morning when they rolled the stone in front of the tomb and sealed the entrance. Even then she instructed a neighbor lad to keep watch down the Jericho road from the brow of the hill to the east of Bethany; and it was this lad who brought tidings to Martha that Jesus and his friends were approaching. |
168:0.6 (1842.6) Όταν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, έπεσε στα πόδια του, αναφωνώντας, «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει!». Πολλοί φόβοι περνούσαν από το μυαλό της Μάρθας, αλλά δεν εξέφρασε καμία αμφιβολία, ούτε επιχείρησε να κριτικάρει ή να ρωτήσει για τη συμπεριφορά του Κυρίου σχετικά με το θάνατο του Λαζάρου. Όταν η Μάρθα είπε αυτά, ο Ιησούς χαμήλωσε και, σηκώνοντας την όρθια στα πόδια της, είπε: «Έχε πίστη μόνο, Μάρθα, και ο αδελφός σου θα αναστηθεί». Τότε απάντησε η Μάρθα: «Γνωρίζω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση της έσχατης μέρας, και ακόμα και τώρα πιστεύω ότι οτιδήποτε ζητήσεις από το Θεό, ο Πατέρας μας θα σου το δώσει». |
|
168:0.6 (1842.6) When Martha met Jesus, she fell at his feet, exclaiming, “Master, if you had been here, my brother would not have died!” Many fears were passing through Martha’s mind, but she gave expression to no doubt, nor did she venture to criticize or question the Master’s conduct as related to Lazarus’s death. When she had spoken, Jesus reached down and, lifting her upon her feet, said, “Only have faith, Martha, and your brother shall rise again.” Then answered Martha: “I know that he will rise again in the resurrection of the last day; and even now I believe that whatever you shall ask of God, our Father will give you.” |
168:0.7 (1843.1) Τότε είπε ο Ιησούς, κοιτάζοντας τη Μάρθα κατευθείαν στα μάτια: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει. Όντως, όποιος ζει και πιστεύει σε μένα δεν θα πεθάνει ποτέ. Μάρθα το πιστεύεις αυτό;». Και η Μάρθα απάντησε στον Κύριο: «Ναι, από καιρό έχω πιστέψει ότι είσαι ο Λυτρωτής, ο Γιος του ζωντανού Θεού, ο ερχόμενος εις τον κόσμον αυτό». |
|
168:0.7 (1843.1) Then said Jesus, looking straight into the eyes of Martha: “I am the resurrection and the life; he who believes in me, though he dies, yet shall he live. In truth, whosoever lives and believes in me shall never really die. Martha, do you believe this?” And Martha answered the Master: “Yes, I have long believed that you are the Deliverer, the Son of the living God, even he who should come to this world.” |
168:0.8 (1843.2) Ο Ιησούς επειδή ρώτησε για τη Μαρία, η Μάρθα πήγε αμέσως στο σπίτι, και ψιθυρίζοντας είπε στην αδελφή της: «Ο Κύριος είναι εδώ και ρώτησε για σένα». Όταν η Μαρία το άκουσε αυτό, σηκώθηκε γρήγορα και βιαστικά πήγε να συναντήσει τον Ιησού, που παρέμενε στην ίδια θέση, λίγο μακρύτερα από το σπίτι, εκεί που τον είχε προϋπαντήσει η Μάρθα. Οι φίλοι που ήταν με τη Μαρία, προσπαθώντας να την παρηγορήσουν, όταν είδε ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, υποθέτοντας ότι κατευθυνόταν στον τάφο για να θνηνήσει. |
|
168:0.8 (1843.2) Jesus having inquired for Mary, Martha went at once into the house and, whispering to her sister, said, “The Master is here and has asked for you.” And when Mary heard this, she rose up quickly and hastened out to meet Jesus, who still tarried at the place, some distance from the house, where Martha had first met him. The friends who were with Mary, seeking to comfort her, when they saw that she rose up quickly and went out, followed her, supposing that she was going to the tomb to weep. |
168:0.9 (1843.3) Πολλοί από τους παρόντες ήταν οι χειρότεροι εχθροί του Ιησού. Γι αυτό η Μάρθα είχε βγει έξω να τον συναντήσει μόνη και επίσης γι αυτό είχε πάει κρυφά να πληροφορήσει τη Μαρία ότι ο Ιησούς είχε ρωτήσει γι αυτή. Η Μάρθα, αν και επιθυμούσε πολύ να δει τον Ιησού, ήθελε να αποφύγει κάθε δυνατή δυσαρέσκεια που μπορεί να προκαλείτο από τον ερχομό του, ξαφνικά εν μέσω μια μεγάλης ομάδας εχθρών του από την Ιερουσαλήμ. Ήταν πρόθεση της Μάρθας να παραμείνει στο σπίτι με τους φίλους τους ενόσω η Μαρία πήγαινε να χαιρετήσει τον Ιησού, αλλά απέτυχε σ’ αυτό, επειδή όλοι ακολούθησαν τη Μαρία και έτσι βρέθηκαν όλοι απροσδόκητα μπροστά στον Κύριο. |
|
168:0.9 (1843.3) Many of those present were Jesus’ bitter enemies. That is why Martha had come out to meet him alone, and also why she went in secretly to inform Mary that he had asked for her. Martha, while craving to see Jesus, desired to avoid any possible unpleasantness which might be caused by his coming suddenly into the midst of a large group of his Jerusalem enemies. It had been Martha’s intention to remain in the house with their friends while Mary went to greet Jesus, but in this she failed, for they all followed Mary and so found themselves unexpectedly in the presence of the Master. |
168:0.10 (1843.4) Η Μάρθα οδήγησε τη Μαρία στον Ιησού, και όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, αναφωνώντας, «Αν ήσουν μόνο εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει!». Και όταν ο Ιησούς είδε πόσο όλοι θρηνούσαν για το θάνατο του Λάζαρου, η ψυχή του ταράχτηκε από τη συγκίνηση. |
|
168:0.10 (1843.4) Martha led Mary to Jesus, and when she saw him, she fell at his feet, exclaiming, “If you had only been here, my brother would not have died!” And when Jesus saw how they all grieved over the death of Lazarus, his soul was moved with compassion. |
168:0.11 (1843.5) Όταν αυτοί που θρηνούσαν είδαν πως η Μαρία είχε βγει να χαιρετήσει τον Ιησού, τραβήχτηκαν σε μικρή απόσταση ενώ η Μάρθα και η Μαρία μιλούσαν με τον Κύριο και δεχόντουσαν επιπλέον λόγια παρηγοριάς και ενθάρρυνσης για να κρατήσουν δυνατή την πίστη τους στον Πατέρα και να ολοκληρώσουν την υποταγή τους στη θεία θέληση. |
|
168:0.11 (1843.5) When the mourners saw that Mary had gone to greet Jesus, they withdrew for a short distance while both Martha and Mary talked with the Master and received further words of comfort and exhortation to maintain strong faith in the Father and complete resignation to the divine will. |
168:0.12 (1843.6) Το ανθρώπινο μυαλό του Ιησού ταράχτηκε δυνατά από την αντίθεση μεταξύ της αγάπης του για το Λάζαρο και τις αδελφές του που υπέφεραν, και της αποστροφής και περιφρόνησής του για την επίδειξη αγάπης που εκδήλωναν μερικοί από τους άπιστους και αποφασισμένους να σκοτώσουν Ιουδαίους. Ο Ιησούς δυσανασχέτησε με αγανάκτηση από την επίδειξη του βεβιασμένου πένθους για το Λάζαρο εκ μέρους μερικών υποκρινόμενων φίλων, εφόσον μια τόσο ψεύτικη θλίψη συνδεόταν στις καρδιές τους με την τόσο φοβερή έχθρα τους προς αυτόν. Μερικοί από τους Ιουδαίους, όμως, ήταν ειλικρινείς στη θλίψη τους, γιατί ήταν αληθινοί φίλοι της οικογένειας. |
|
168:0.12 (1843.6) The human mind of Jesus was mightily moved by the contention between his love for Lazarus and the bereaved sisters and his disdain and contempt for the outward show of affection manifested by some of these unbelieving and murderously intentioned Jews. Jesus indignantly resented the show of forced and outward mourning for Lazarus by some of these professed friends inasmuch as such false sorrow was associated in their hearts with so much bitter enmity toward himself. Some of these Jews, however, were sincere in their mourning, for they were real friends of the family. |
1. ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ^top |
|
1. At the Tomb of Lazarus ^top |
168:1.1 (1843.7) Αφού ο Ιησούς παρηγόρησε λίγα λεπτά τη Μάρθα και τη Μαρία, χώρια από τους άλλους, τις ρώτησε, «Πού τον θάψατε;», και η Μάρθα τότε είπε, «Έλα να δεις». Και καθώς ο Κύριος ακολουθούσε σιωπηλά τις δυο θλιμμένες αδελφές, έκλαψε. Όταν οι φίλοι Ιουδαίοι, που ακολουθούσαν μετά από αυτόν, είδαν τα δάκρυα, είπε ένας από αυτούς: «Προσέξτε πόσο τον αγαπούσε. Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει κάτι ώστε να μην πεθάνει;». Την ώρα εκείνη είχαν φτάσει και στεκόντουσαν μπροστά στον οικογενειακό τάφο, μια μικρή φυσική σπηλιά ή απόκλιση, σε προεξοχή βράχου που υψωνόταν τριάντα πόδια στην άκρη του χωραφιού. |
|
168:1.1 (1843.7) After Jesus had spent a few moments in comforting Martha and Mary, apart from the mourners, he asked them, “Where have you laid him?” Then Martha said, “Come and see.” And as the Master followed on in silence with the two sorrowing sisters, he wept. When the friendly Jews who followed after them saw his tears, one of them said: “Behold how he loved him. Could not he who opened the eyes of the blind have kept this man from dying?” By this time they were standing before the family tomb, a small natural cave, or declivity, in the ledge of rock which rose up some thirty feet at the far end of the garden plot. |
168:1.2 (1844.1) Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε στα ανθρώπινα μυαλά για ποιο λόγο ακριβώς έκλαιγε ο Ιησούς. Ενώ έχουμε πρόσβαση στην καταγραφή των συνδυασμένων ανθρώπινων συναισθημάτων και θεϊκών σκέψεων, όπως βρίσκονται ανεπίσημα στο μυαλό του Προσωπικού Ρυθμιστή, όμως δεν είμαστε τελείως βέβαιοι για την πραγματική αιτία αυτών των συναισθηματικών εκδηλώσεων. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι ο Ιησούς έκλαιγε εξαιτίας ενός αριθμού σκέψεων και συναισθημάτων που συνέβαιναν στο μυαλό του εκείνη την ώρα, όπως: |
|
168:1.2 (1844.1) It is difficult to explain to human minds just why Jesus wept. While we have access to the registration of the combined human emotions and divine thoughts, as of record in the mind of the Personalized Adjuster, we are not altogether certain about the real cause of these emotional manifestations. We are inclined to believe that Jesus wept because of a number of thoughts and feelings which were going through his mind at this time, such as: |
168:1.3 (1844.2) 1. Ένιωσε μιαν αυθεντική και γεμάτη θλίψη συμπόνια για τη Μάρθα και τη Μαρία. Αισθανόταν πραγματική και βαθιά ανθρώπινη αγάπη για τις αδελφές αυτές που είχαν χάσει τον αδελφό τους. |
|
168:1.3 (1844.2) 1. He felt a genuine and sorrowful sympathy for Martha and Mary; he had a real and deep human affection for these sisters who had lost their brother. |
168:1.4 (1844.3) 2. Το μυαλό του είχε συγχυστεί από την παρουσία του πλήθους των πενθούντων, μερικών ειλικρινών και μερικών απλά υποκριτών. Αποστρεφόταν πάντοτε αυτές τις κοσμικές επιδείξεις πένθους. Γνώριζε ότι οι αδελφές αγαπούσαν τον αδελφό τους και πίστευαν στη μετά θάνατο επιβίωση. Αυτά τα αντιμαχόμενα συναισθήματα μπορούν πιθανόν να εξηγήσουν γιατί αναστέναζε όταν πλησίασε το μνήμα. |
|
168:1.4 (1844.3) 2. He was perturbed in his mind by the presence of the crowd of mourners, some sincere and some merely pretenders. He always resented these outward exhibitions of mourning. He knew the sisters loved their brother and had faith in the survival of believers. These conflicting emotions may possibly explain why he groaned as they came near the tomb. |
168:1.5 (1844.4) 3. Δίσταζε πραγματικά να φέρει πίσω στη ζωή το Λάζαρο. Οι αδελφές του τον χρειάζονταν στ’ αλήθεια, αλλά ο Ιησούς στενοχωριόταν που θα έπρεπε να κάνει πάλι τους φίλους του να βιώσουν την οδυνηρή καταδίωξη, που πολύ καλά γνώριζε ότι θα υφίστατο ο Λάζαρος, σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι υπήρξε υποκείμενο της μεγαλύτερης από όλες τις επιδείξεις θεϊκής δύναμης του Γιου του Ανθρώπου. |
|
168:1.5 (1844.4) 3. He truly hesitated about bringing Lazarus back to the mortal life. His sisters really needed him, but Jesus regretted having to summon his friend back to experience the bitter persecution which he well knew Lazarus would have to endure as a result of being the subject of the greatest of all demonstrations of the divine power of the Son of Man. |
168:1.6 (1844.5) Και τώρα μπορούμε να αφηγηθούμε ένα ενδιαφέρον και διδακτικό γεγονός: Αν και η αφήγηση αυτή εμφανίζεται σαν ένα προφανές φυσικό και συνηθισμένο γεγονός των ανθρώπινων υποθέσεων, περιέχει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες έμμεσες απόψεις. Όταν ο αγγελιαφόρος πήγε στον Ιησού την Κυριακή, αναγγέλλοντάς του την αρρώστια του Λαζάρου, και ενώ ο Ιησούς έστειλε την είδηση ότι αυτό «δεν θα οδηγούσε στο θάνατο», συγχρόνως πήγε προσωπικά στη Βηθανία και επιπλέον ρώτησε τις αδελφές , «Πού τον έχετε θάψει;». Ακόμα και αν όλα αυτά φαίνονται να δείχνουν ότι ο Κύριος ακολουθούσε τις συνήθειες της ζωής αυτής και ήταν σε συμφωνία με την περιορισμένη γνώση του ανθρώπινου μυαλού, εντούτοις, τα αρχεία του σύμπαντος αποκαλύπτουν ότι ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού εξέδιδε εντολές για την επ’ αόριστο κράτηση (διατήρηση) του Ρυθμιστή Σκέψης του Λαζάρου στον πλανήτη, που επακολουθούσε του θανάτου του, και αυτή η εντολή δόθηκε μόλις δεκαπέντε λεπτά πριν ο Λάζαρος ξεψυχήσει. |
|
168:1.6 (1844.5) And now we may relate an interesting and instructive fact: Although this narrative unfolds as an apparently natural and normal event in human affairs, it has some very interesting side lights. While the messenger went to Jesus on Sunday, telling him of Lazarus’s illness, and while Jesus sent word that it was “not to the death,” at the same time he went in person up to Bethany and even asked the sisters, “Where have you laid him?” Even though all of this seems to indicate that the Master was proceeding after the manner of this life and in accordance with the limited knowledge of the human mind, nevertheless, the records of the universe reveal that Jesus’ Personalized Adjuster issued orders for the indefinite detention of Lazarus’s Thought Adjuster on the planet subsequent to Lazarus’s death, and that this order was made of record just fifteen minutes before Lazarus breathed his last. |
168:1.7 (1844.6) Μήπως το θεϊκό μυαλό του Ιησού γνώριζε, ακόμα προτού πεθάνει ο Λάζαρος, ότι θα ανασταινόταν από τους νεκρούς; Δεν γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε μόνο ό,τι παραθέτουμε σαν αναφορά. |
|
168:1.7 (1844.6) Did the divine mind of Jesus know, even before Lazarus died, that he would raise him from the dead? We do not know. We know only what we are herewith placing on record. |
168:1.8 (1844.7) Πολλοί από τους εχθρούς του Ιησού ήταν προδιατεθειμένοι να χλευάσουν τις εκδηλώσεις αγάπης του, και είπαν μεταξύ τους: «Αν νοιαζόταν τόσο πολύ γι αυτόν τον άνδρα, γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ πριν έρθει στη Βηθανία; Αν είναι ό,τι ισχυρίζονται, γιατί δεν έσωσε τον αγαπημένο φίλο του; Ποιο το όφελος να θεραπεύει αγνώστους στη Γαλιλαία αν δεν μπορεί να σώσει αυτούς που αγαπά;». Και με πολλούς άλλους τρόπους κοροϊδεύανε και λέγανε τις απόψεις τους για τη διδασκαλία και το έργο του Ιησού. |
|
168:1.8 (1844.7) Many of Jesus’ enemies were inclined to sneer at his manifestations of affection, and they said among themselves: “If he thought so much of this man, why did he tarry so long before coming to Bethany? If he is what they claim, why did he not save his dear friend? What is the good of healing strangers in Galilee if he cannot save those whom he loves?” And in many other ways they mocked and made light of the teachings and works of Jesus. |
168:1.9 (1844.8) Και έτσι, την Πέμπτη το μεσημέρι κατά τις δυόμισι, στήθηκε το σκηνικό, στην μικρή αυτή πόλη της Βηθανίας, για την παρουσίαση του μέγιστου όλων των έργων που συνδέθηκαν με τη γήινη υπηρεσία του Μιχαήλ από το Νέβαδον, της μεγαλύτερης επίδειξης θεϊκής δύναμης κατά τη διάρκεια της ενσάρκωσής του σαν θνητός, αφού η δική του ανάσταση έλαβε χώρα όταν πια είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά του θνητού σώματος. |
|
168:1.9 (1844.8) And so, on this Thursday afternoon at about half past two o’clock, was the stage all set in this little hamlet of Bethany for the enactment of the greatest of all works connected with the earth ministry of Michael of Nebadon, the greatest manifestation of divine power during his incarnation in the flesh, since his own resurrection occurred after he had been liberated from the bonds of mortal habitation. |
168:1.10 (1845.1) Η μικρή ομάδα μαζεύτηκε μπροστά από το μνήμα του Λαζάρου και δεν αντιλήφθηκε την παρουσία εκεί κοντά, μιας μεγάλης συρροής όλων των τάξεων των ουράνιων όντων, συγκεντρωμένων κάτω από την καθοδήγηση του Γαβριήλ, που περίμεναν την εντολή του Προσωπικού Ρυθμιστή του Ιησού, και δονούνταν με προσδοκία και ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν την εντολή του αγαπημένου τους Ηγεμόνα. |
|
168:1.10 (1845.1) The small group assembled before Lazarus’s tomb little realized the presence near at hand of a vast concourse of all orders of celestial beings assembled under the leadership of Gabriel and now in waiting, by direction of the Personalized Adjuster of Jesus, vibrating with expectancy and ready to execute the bidding of their beloved Sovereign. |
168:1.11 (1845.2) Όταν ο Ιησούς πρόφερε τα λόγια της διαταγής: «Απομακρύνατε το λίθο», τα συγκεντρωμένα ουράνια πνεύματα ετοιμάστηκαν για να παίξουν το δράμα της ανάστασης του Λαζάρου στην παρόμοια θνητή μορφή του. Τέτοιο είδος ανάστασης εμπεριέχει δυσκολίες στην εκτέλεση οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τη συνηθισμένη τεχνική της ανάστασης θνητών υπάρξεων στη μοροντιανή μορφή και απαιτούνται πολύ περισσότερες ουράνιες προσωπικότητες και πολύ μεγαλύτερη οργάνωση των συμπαντικών μέσων. |
|
168:1.11 (1845.2) When Jesus spoke those words of command, “Take away the stone,” the assembled celestial hosts made ready to enact the drama of the resurrection of Lazarus in the likeness of his mortal flesh. Such a form of resurrection involves difficulties of execution which far transcend the usual technique of the resurrection of mortal creatures in morontia form and requires far more celestial personalities and a far greater organization of universe facilities. |
168:1.12 (1845.3) Όταν η Μάρθα και η Μαρία άκουσαν τη διαταγή του Ιησού να δίνει την εντολή, ο λίθος που έκλεινε το μνήμα να κυλιστεί μακριά, πληρώθηκαν από ανάμεικτα συναισθήματα. Η Μαρία ήλπιζε ότι ο Λάζαρος θα ανασταινόταν από τους νεκρούς, αλλά η Μάρθα, ενώ μέχρι ενός ορισμένου σημείου μοιραζόταν την πίστη της αδελφής της, είχε όμως επηρεαστεί από το φόβο ότι ο Λάζαρος δεν θα ήταν πλέον παρουσιάσιμος, στην εμφάνιση, για τον Ιησού, τους αποστόλους και τους φίλους τους. Είπε η Μάρθα: «Είναι ανάγκη να κυλήσουμε το λίθο; Ο αδελφός μου είναι πεθαμένος ήδη τέσσερις μέρες, και η αποσύνθεση του σώματος θα έχει αρχίσει». Η Μάρθα το ανέφερε επίσης αυτό επειδή δεν ήταν βέβαιη για το λόγο που ο Κύριος είχε ζητήσει να μετακινηθεί ο λίθος. Νόμιζε ότι ίσως ο Ιησούς να ήθελε να ρίξει μόνο μια τελευταία ματιά στο Λάζαρο. Δεν ήταν σταθερή και πιστή στη συμπεριφορά της. Καθώς δίσταζαν να κυλήσουν το λίθο, ο Ιησούς είπε: «Δεν σας είπα από την αρχή ότι αυτή η αρρώστια δεν θα οδηγούσε στο θάνατο; Μήπως δεν ήρθα για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου; Και αφού ήρθα σε σας, δεν σας είπα ότι, αν μόνο πιστεύετε, θα δείτε τη δόξα του Θεού; Γιατί λοιπόν αμφιβάλετε; Πόσο θα κάνετε πριν πιστέψετε και υπακούσετε;». |
|
168:1.12 (1845.3) When Martha and Mary heard this command of Jesus directing that the stone in front of the tomb be rolled away, they were filled with conflicting emotions. Mary hoped that Lazarus was to be raised from the dead, but Martha, while to some extent sharing her sister’s faith, was more exercised by the fear that Lazarus would not be presentable, in his appearance, to Jesus, the apostles, and their friends. Said Martha: “Must we roll away the stone? My brother has now been dead four days, so that by this time decay of the body has begun.” Martha also said this because she was not certain as to why the Master had requested that the stone be removed; she thought maybe Jesus wanted only to take one last look at Lazarus. She was not settled and constant in her attitude. As they hesitated to roll away the stone, Jesus said: “Did I not tell you at the first that this sickness was not to the death? Have I not come to fulfill my promise? And after I came to you, did I not say that, if you would only believe, you should see the glory of God? Wherefore do you doubt? How long before you will believe and obey?” |
168:1.13 (1845.4) Όταν ο Ιησούς σταμάτησε να μιλάει, οι απόστολοί του, με τη βοήθεια πρόθυμων γειτόνων, έπιασαν το λίθο και τον κύλησαν μακριά από την είσοδο του μνήματος. |
|
168:1.13 (1845.4) When Jesus had finished speaking, his apostles, with the assistance of willing neighbors, laid hold upon the stone and rolled it away from the entrance to the tomb. |
168:1.14 (1845.5) Ήταν κοινή πεποίθηση των Ιουδαίων ότι η πτώση της χολής από τη μύτη του σπαθιού του αγγέλου του θανάτου, άρχιζε από το τέλος της τρίτης μέρας, έτσι που την τέταρτη μέρα το αποτέλεσμα ήταν ολοκληρωμένο. Επέτρεπαν να καθυστερήσει η ψυχή του ανθρώπου κοντά στο μνήμα μέχρι το τέλος της τρίτης μέρας, καθώς αναζητούσε να ξαναζωντανέψει το νεκρό σώμα, αλλά πίστευαν ακράδαντα πως η ψυχή εκείνη συνέχιζε την πορεία της για τη διαμονή των αναχωρούντων πνευμάτων πριν από την αυγή της τέταρτης μέρας. |
|
168:1.14 (1845.5) It was the common belief of the Jews that the drop of gall on the point of the sword of the angel of death began to work by the end of the third day, so that it was taking full effect on the fourth day. They allowed that the soul of man might linger about the tomb until the end of the third day, seeking to reanimate the dead body; but they firmly believed that such a soul had gone on to the abode of departed spirits ere the fourth day had dawned. |
168:1.15 (1845.6) Αυτά τα πιστεύω και οι γνώμες αναφορικά με το θάνατο και την αναχώρηση των πνευμάτων των νεκρών εξυπηρετούσαν στο να βεβαιώνουν τις σκέψεις όλων εκείνων που ήταν παρόντες στο μνήμα του Λαζάρου και στη συνέχεια όλους εκείνους που μπορεί να άκουγαν για το τι είχε συμβεί, ότι αυτή ήταν πραγματικά μια αληθινή περίπτωση ανάστασης από τους νεκρούς δια της προσωπικής εργασίας του ενός που διακήρυσσε ότι ήταν «η ανάσταση και η ζωή». |
|
168:1.15 (1845.6) These beliefs and opinions regarding the dead and the departure of the spirits of the dead served to make sure, in the minds of all who were now present at Lazarus’s tomb and subsequently to all who might hear of what was about to occur, that this was really and truly a case of the raising of the dead by the personal working of one who declared he was “the resurrection and the life.” |
2. Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ^top |
|
2. The Resurrection of Lazarus ^top |
168:2.1 (1845.7) Καθώς αυτή η παρέα των σαράντα-πενήντα θνητών στεκόταν μπροστά από τον τάφο, μπορούσαν αμυδρά να δουν τη μορφή του Λαζάρου, τυλιγμένη με επιδέσμους από λινό, να αναπαύεται στη δεξιά χαμηλότερη κόγχη της ταφικής σπηλιάς. Ενόσω αυτές οι γήινες υπάρξεις στεκόντουσαν εκεί σε μια ησυχία σχεδόν χωρίς να αναπνέουν, μια μεγάλη στρατιά από ουράνια πλάσματα αιωρούνταν στις θέσεις τους, έτοιμα να ανταποκριθούν στο νεύμα για δράση, όταν αυτό θα δινότανε από τον Γαβριήλ, τον αρχιστράτηγό τους. |
|
168:2.1 (1845.7) As this company of some forty-five mortals stood before the tomb, they could dimly see the form of Lazarus, wrapped in linen bandages, resting on the right lower niche of the burial cave. While these earth creatures stood there in almost breathless silence, a vast host of celestial beings had swung into their places preparatory to answering the signal for action when it should be given by Gabriel, their commander. |
168:2.2 (1846.1) Ο Ιησούς ύψωσε τα μάτια και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που άκουσες και πραγματοποίησες το αίτημά μου. Γνωρίζω ότι πάντα με ακούς, ένεκα όμως εκείνων που βρίσκονται εδώ μαζί μου, μιλάω έτσι σε σένα, ώστε να πιστέψουν ότι με έστειλες στον κόσμο, και για να γνωρίσουν ότι συνεργάζεσαι με μένα σε εκείνο που πρόκειται να κάνουμε». Και όταν προσευχήθηκε, φώναξε με δυνατή φωνή, «Λάζαρε, έλα έξω!». |
|
168:2.2 (1846.1) Jesus lifted up his eyes and said: “Father, I am thankful that you heard and granted my request. I know that you always hear me, but because of those who stand here with me, I thus speak with you, that they may believe that you have sent me into the world, and that they may know that you are working with me in that which we are about to do.” And when he had prayed, he cried with a loud voice, “Lazarus, come forth!” |
168:2.3 (1846.2) Αν και οι παρατηρητές παρέμεναν ακίνητοι, η μεγάλη ουράνια στρατιά ήταν σε έντονη κινητικότητα για από κοινού δράση υπακούοντας στο λόγο του Δημιουργού. Ακριβώς σε δώδεκα δευτερόλεπτα γήινου χρόνου, η μέχρι τώρα χωρίς ζωή μορφή του Λαζάρου άρχισε να κινείται και χωρίς καθυστέρηση ανασηκώθηκε στην άκρη του ίδιου λίθου επί του οποίου αναπαυόταν. Το σώμα του ήταν τυλιγμένο με βαριές ταινίες και το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με μαντήλι. Και καθώς στάθηκε όρθιος μπροστά τους – ζωντανός – ο Ιησούς είπε, «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει». |
|
168:2.3 (1846.2) Though these human observers remained motionless, the vast celestial host was all astir in unified action in obedience to the Creator’s word. In just twelve seconds of earth time the hitherto lifeless form of Lazarus began to move and presently sat up on the edge of the stone shelf whereon it had rested. His body was bound about with grave cloths, and his face was covered with a napkin. And as he stood up before them—alive—Jesus said, “Loose him and let him go.” |
168:2.4 (1846.3) Όλοι, εκτός από τους αποστόλους, τη Μάρθα και τη Μαρία, έτρεξαν στο σπίτι. Ήταν ωχροί από το φόβο και καταβεβλημένοι από την κατάπληξη. Ενώ μερικοί παρέμειναν, πολλοί έφυγαν βιαστικά για τα σπίτια τους. |
|
168:2.4 (1846.3) All, save the apostles, with Martha and Mary, fled to the house. They were pale with fright and overcome with astonishment. While some tarried, many hastened to their homes. |
168:2.5 (1846.4) Ο Λάζαρος χαιρέτησε τον Ιησού και τους αποστόλους και ρώτησε να μάθει τη σημασία των ταινιών της ταφής και γιατί είχε ξυπνήσει στον κήπο. Ο Ιησούς και οι απόστολοι αποτραβήχτηκαν σε μια μεριά ενώ η Μάρθα είπε στο Λάζαρο για το θάνατο, την ταφή και την ανάστασή του. Έπρεπε να του εξηγήσει ότι πέθανε την Κυριακή και τώρα είχε γυρίσει πίσω στη ζωή, την Πέμπτη, επειδή δεν είχε συνείδηση του χρόνου από την ώρα που πέθανε. |
|
168:2.5 (1846.4) Lazarus greeted Jesus and the apostles and asked the meaning of the grave cloths and why he had awakened in the garden. Jesus and the apostles drew to one side while Martha told Lazarus of his death, burial, and resurrection. She had to explain to him that he had died on Sunday and was now brought back to life on Thursday, inasmuch as he had had no consciousness of time since falling asleep in death. |
168:2.6 (1846.5) Όταν ο Λάζαρος βγήκε από τον τάφο, ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού, τώρα αρχηγός του είδους του στο τοπικό σύμπαν, έδωσε εντολή στον πρώην Ρυθμιστή του Λαζάρου, που περίμενε, να ξαναρχίσει να κατοικεί στο μυαλό και την ψυχή του αναστημένου ανθρώπου. |
|
168:2.6 (1846.5) As Lazarus came out of the tomb, the Personalized Adjuster of Jesus, now chief of his kind in this local universe, gave command to the former Adjuster of Lazarus, now in waiting, to resume abode in the mind and soul of the resurrected man. |
168:2.7 (1846.6) Τότε ο Λάζαρος πήγε στον Ιησού και με τις αδελφές του, γονάτισε στα πόδια του Κυρίου, για να τον ευχαριστήσει και να δοξάσει το Θεό. Ο Ιησούς, πιάνοντας το Λάζαρο από το χέρι, τον ανασήκωσε, λέγοντας: «Γιε μου, αυτό που συνέβη σε σένα θα το βιώσουν όλοι όσοι πιστεύουν στο ευαγγέλιο, αυτοί όμως θα αναστηθούν με πιο ένδοξο τρόπο. Θα είσαι ζωντανός μάρτυρας της αλήθειας που λέγω – δηλαδή ότι είμαι η ανάσταση και η ζωή. Πάμε όμως τώρα στο σπίτι και ας δώσουμε τροφή στα φυσικά αυτά σώματα». |
|
168:2.7 (1846.6) Then went Lazarus over to Jesus and, with his sisters, knelt at the Master’s feet to give thanks and offer praise to God. Jesus, taking Lazarus by the hand, lifted him up, saying: “My son, what has happened to you will also be experienced by all who believe this gospel except that they shall be resurrected in a more glorious form. You shall be a living witness of the truth which I spoke—I am the resurrection and the life. But let us all now go into the house and partake of nourishment for these physical bodies.” |
168:2.8 (1846.7) Καθώς βάδιζαν προς το σπίτι, ο Γαβριήλ απέλυσε τις έκτακτες ομάδες των συγκεντρωμένων ουράνιων πνευμάτων, ενώ έκανε αναφορά για την πρώτη και τελευταία φορά που μια θνητή ύπαρξη στην Ουράντια αναστήθηκε από το θάνατο. |
|
168:2.8 (1846.7) As they walked toward the house, Gabriel dismissed the extra groups of the assembled heavenly host while he made record of the first instance on Urantia, and the last, where a mortal creature had been resurrected in the likeness of the physical body of death. |
168:2.9 (1846.8) Ο Λάζαρος δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ήξερε ότι ήταν σοβαρά άρρωστος, αλλά μπορούσε να θυμηθεί μόνο ότι είχε αποκοιμηθεί και είχε ξυπνήσει. Δεν στάθηκε ποτέ δυνατό να πει οτιδήποτε για τις τέσσερις αυτές μέρες στον τάφο επειδή δεν είχε καθόλου συνείδηση. Ο χρόνος δεν υπάρχει για εκείνους που κοιμούνται τον ύπνο του θανάτου. |
|
168:2.9 (1846.8) Lazarus could hardly comprehend what had occurred. He knew he had been very sick, but he could recall only that he had fallen asleep and been awakened. He was never able to tell anything about these four days in the tomb because he was wholly unconscious. Time is nonexistent to those who sleep the sleep of death. |
168:2.10 (1846.9) Αν και πολλοί πίστεψαν στον Ιησού σαν αποτέλεσμα του δυναμικού έργου του, άλλοι σκλήρυναν τις καρδιές τους και τον απέρριψαν περισσότερο. Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αυτή η ιστορία είχε διαδοθεί σε όλη την Ιερουσαλήμ. Δεκάδες άνδρες και γυναίκες πήγαν στη Βηθανία για να δουν το Λάζαρο και να μιλήσουν μαζί του, και οι τρομαγμένοι και συγχυσμένοι Φαρισαίοι συγκάλεσαν βεβιασμένα συνέδριο του Σανχεντρίν για να αποφασίσουν τι θα έπρεπε να κάνουν με τις νέες αυτές εξελίξεις. |
|
168:2.10 (1846.9) Though many believed in Jesus as a result of this mighty work, others only hardened their hearts the more to reject him. By noon the next day this story had spread over all Jerusalem. Scores of men and women went to Bethany to look upon Lazarus and talk with him, and the alarmed and disconcerted Pharisees hastily called a meeting of the Sanhedrin that they might determine what should be done about these new developments. |
3. ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ ^top |
|
3. Meeting of the Sanhedrin ^top |
168:3.1 (1847.1) Αν και το πειστήριο του ανθρώπου αυτού που αναστήθηκε από τους νεκρούς συνέτεινε πολύ στην εδραίωση της πίστης της μάζας των πιστών για το ευαγγέλιο της βασιλείας, επηρέασε λίγο ή καθόλου τη συμπεριφορά των θρησκευτικών αρχηγών και κυβερνητών στην Ιερουσαλήμ εκτός από το να επιταχύνουν την απόφασή τους να καταστρέψουν τον Ιησού και να σταματήσουν το έργο του. |
|
168:3.1 (1847.1) Even though the testimony of this man raised from the dead did much to consolidate the faith of the mass of believers in the gospel of the kingdom, it had little or no influence on the attitude of the religious leaders and rulers at Jerusalem except to hasten their decision to destroy Jesus and stop his work. |
168:3.2 (1847.2) Στη μία την επόμενη μέρα, Παρασκευή, το Σανχεντρίν συγκλήθηκε για να συσκεφθεί περισσότερο πάνω στο ερώτημα, «Τι θα κάνουμε με τον Ιησού το Ναζωραίο;». Μετά από συνομιλίες και οξυμένη αντιπαράθεση, κάποιος Φαρισαίος παρουσίασε την απόφαση να ζητήσουν την άμεση θανάτωση του Ιησού, διακηρύσσοντας ότι ήταν απειλή για όλο τον Ισραήλ και τυπικά να δεσμευθεί το Σανχεντρίν με την απόφαση του θανάτου, χωρίς δίκη και αψηφώντας όλα τα προηγούμενα. |
|
168:3.2 (1847.2) At one o’clock the next day, Friday, the Sanhedrin met to deliberate further on the question, “What shall we do with Jesus of Nazareth?” After more than two hours of discussion and acrimonious debate, a certain Pharisee presented a resolution calling for Jesus’ immediate death, proclaiming that he was a menace to all Israel and formally committing the Sanhedrin to the decision of death, without trial and in defiance of all precedent. |
168:3.3 (1847.3) Επανειλημμένα το σεβαστό αυτό σώμα των Ιουδαίων αρχηγών είχε ψηφίσει να συλληφθεί ο Ιησούς και να συρθεί σε δίκη με την κατηγορία της βλασφημίας και άλλων πολυπληθών κατηγοριών εμπαιγμού του ιερού ιουδαϊκού νόμου. Άλλη μια φορά στο παρελθόν είχαν δηλώσει ότι έπρεπε να πεθάνει, αλλά αυτό έγινε την πρώτη φορά που το Σανχεντρίν είχε καταγράψει ότι επιθυμούσε να ψηφίσει το θάνατό του πριν από τη δίκη του. Αυτή η απόφαση όμως δεν ψηφίστηκε ομόφωνα αφού δεκατέσσερα μέλη του Σανχεντρίν παραιτήθηκαν από το σώμα όταν προτάθηκε μια τόσο ανήκουστη πράξη. Επειδή αυτές οι παραιτήσεις δεν είχαν τυπικά κοινοποιηθεί τουλάχιστον δυο βδομάδες νωρίτερα, η ομάδα των δεκατεσσάρων απεχώρησε από το Σανχεντρίν εκείνη την ημέρα, και δεν έλαβε μέρος ποτέ πια στο συμβούλιο. Όταν υποβλήθηκαν αυτές οι παραιτήσεις, άλλα πέντε μέλη εκδιώχθηκαν επειδή οι συνάδελφοί τους πίστευαν ότι έτρεφαν φιλικά αισθήματα απέναντι στον Ιησού. Με την αποβολή των δεκαεννιά ανδρών το Σανχεντρίν ήταν σε θέση να δοκιμάσει να καταδικάσει τον Ιησού με τέτοια αλληλεγγύη μελών που πλησίαζε την ομοφωνία. |
|
168:3.3 (1847.3) Time and again had this august body of Jewish leaders decreed that Jesus be apprehended and brought to trial on charges of blasphemy and numerous other accusations of flouting the Jewish sacred law. They had once before even gone so far as to declare he should die, but this was the first time the Sanhedrin had gone on record as desiring to decree his death in advance of a trial. But this resolution did not come to a vote since fourteen members of the Sanhedrin resigned in a body when such an unheard-of action was proposed. While these resignations were not formally acted upon for almost two weeks, this group of fourteen withdrew from the Sanhedrin on that day, never again to sit in the council. When these resignations were subsequently acted upon, five other members were thrown out because their associates believed they entertained friendly feelings toward Jesus. With the ejection of these nineteen men the Sanhedrin was in a position to try and to condemn Jesus with a solidarity bordering on unanimity. |
168:3.4 (1847.4) Την επόμενη εβδομάδα ο Λάζαρος και οι αδελφές του κλητεύθηκαν να παρουσιαστούν ενώπιον του Σανχεντρίν. Όταν ακούστηκε η κατάθεσή τους, δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι ο Λάζαρος είχε αναστηθεί από τους νεκρούς. Αν και οι διεργασίες του Σανχεντρίν κατ’ ουσία παραδέχτηκαν την ανάσταση του Λαζάρου, η καταγραφή δημοσίευσε μιαν απόφαση που απέδιδε αυτό καθώς και τα άλλα θαύματα που ενήργησε ο Ιησούς, στη δύναμη του πρίγκιπα των δαιμόνων, με τον οποίο ο Ιησούς δηλώθηκε ότι ήταν σε συνεργασία. |
|
168:3.4 (1847.4) The following week Lazarus and his sisters were summoned to appear before the Sanhedrin. When their testimony had been heard, no doubt could be entertained that Lazarus had been raised from the dead. Though the transactions of the Sanhedrin virtually admitted the resurrection of Lazarus, the record carried a resolution attributing this and all other wonders worked by Jesus to the power of the prince of devils, with whom Jesus was declared to be in league. |
168:3.5 (1847.5) Άσχετα με την πηγή της θαυματουργικής του δύναμης, οι Ιουδαίοι αρχηγοί είχαν πεισθεί ότι, αν δεν τον σταματούσαν άμεσα, πολύ σύντομα όλοι οι απλοί άνθρωποι θα πίστευαν σε αυτόν, και επιπλέον, θα προέκυπτε σοβαρή επιπλοκή με τις Ρωμαϊκές αρχές αφού τόσοι πολλοί από τους πιστούς του τον θεωρούσαν σαν το Μεσσία, τον Ελευθερωτή του Ισραήλ. |
|
168:3.5 (1847.5) No matter what the source of his wonder-working power, these Jewish leaders were persuaded that, if he were not immediately stopped, very soon all the common people would believe in him; and further, that serious complications with the Roman authorities would arise since so many of his believers regarded him as the Messiah, Israel’s deliverer. |
168:3.6 (1847.6) Ήταν σε αυτή τη σύσκεψη του Σανχεντρίν που ο Καiάφας, ο αρχιερέας, πρωτοανέφερε το παλιό ιουδαϊκό απόφθεγμα, το οποίο τόσες πολλές φορές επανέλαβε: «Είναι καλύτερα να πεθάνει ένας άνδρας από το να χαθεί όλη η κοινότητα». |
|
168:3.6 (1847.6) It was at this same meeting of the Sanhedrin that Caiaphas the high priest first gave expression to that old Jewish adage, which he so many times repeated: “It is better that one man die, than that the community perish.” |
168:3.7 (1847.7) Αν και ο Ιησούς είχε προειδοποιηθεί για τα έργα του Σανχεντρίν εκείνο το απόγευμα της σκοτεινής Παρασκευής, δεν ταράχτηκε στο ελάχιστο και συνέχισε την ξεκούρασή του το Σάββατο με φίλους στη Βηθφαγία, μια κωμόπολη κοντά στη Βηθανία. Νωρίς την Κυριακή το πρωί, ο Ιησούς και οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν μετά από προσυνεννόηση, στο σπίτι του Λαζάρου και αποχαιρετώντας την οικογένεια της Βηθανίας, άρχισαν το ταξίδι τους πίσω για την κατασκήνωση της Πέλλας. |
|
168:3.7 (1847.7) Although Jesus had received warning of the doings of the Sanhedrin on this dark Friday afternoon, he was not in the least perturbed and continued resting over the Sabbath with friends in Bethpage, a hamlet near Bethany. Early Sunday morning Jesus and the apostles assembled, by prearrangement, at the home of Lazarus, and taking leave of the Bethany family, they started on their journey back to the Pella encampment. |
4. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ^top |
|
4. The Answer to Prayer ^top |
168:4.1 (1848.1) Στο δρόμο από τη Βηθανία στην Πέλλα οι απόστολοι έκαναν στον Ιησού πολλές ερωτήσεις, που ο Κύριος απάντησε σε όλες ελεύθερα εκτός από εκείνες που είχαν σχέση με τις λεπτομέρειες από την ανάσταση του νεκρού. Τέτοιου είδους προβλήματα ήταν υπεράνω της ικανότητας για κατανόηση των αποστόλων του. Επομένως ο Κύριος αρνήθηκε να συζητήσει τις ερωτήσεις μαζί τους. Εφόσον έφυγαν από τη Βηθανία κρυφά, ήταν μόνοι τους. Ο Ιησούς λοιπόν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να πει πολλά πράγματα στους δέκα τα οποία πίστευε ότι θα τους προετοίμαζαν για τις μέρες της δοκιμασίας που ήταν ακριβώς μπροστά τους. |
|
168:4.1 (1848.1) On the way from Bethany to Pella the apostles asked Jesus many questions, all of which the Master freely answered except those involving the details of the resurrection of the dead. Such problems were beyond the comprehension capacity of his apostles; therefore did the Master decline to discuss these questions with them. Since they had departed from Bethany in secret, they were alone. Jesus therefore embraced the opportunity to say many things to the ten which he thought would prepare them for the trying days just ahead. |
168:4.2 (1848.2) Οι απόστολοι ήταν πολύ ενθουσιασμένοι και πέρασαν αρκετό διάστημα συζητώντας τις πρόσφατες εμπειρίες τους αυτές που συνδέονταν με την προσευχή και την απάντησή της. Όλοι θυμήθηκαν τη δήλωση του Ιησού στον αγγελιαφόρο από τη Βηθανία, στη Φιλαδέλφεια, όταν είχε πει καθαρά, «Αυτή η αρρώστια δεν θα οδηγήσει στο θάνατο». Και όμως, παρόλη την υπόσχεση αυτή, ο Λάζαρος κανονικά πέθανε. Όλη την ημέρα εκείνη, ξανά και ξανά, επανερχόντουσαν στη συζήτηση της ερώτησης για την απάντηση της προσευχής. |
|
168:4.2 (1848.2) The apostles were much stirred up in their minds and spent considerable time discussing their recent experiences as they were related to prayer and its answering. They all recalled Jesus’ statement to the Bethany messenger at Philadelphia, when he said plainly, “This sickness is not really to the death.” And yet, in spite of this promise, Lazarus actually died. All that day, again and again, they reverted to the discussion of this question of the answer to prayer. |
168:4.3 (1848.3) Η απάντηση του Ιησού στις πολλές ερωτήσεις τους μπορεί να ανακεφαλαιωθεί ως ακολούθως: |
|
168:4.3 (1848.3) Jesus’ answers to their many questions may be summarized as follows: |
168:4.4 (1848.4) 1. Η προσευχή είναι έκφραση του πεπερασμένου νου στην προσπάθειά του να πλησιάσει το Αιώνιο. Το φτιάξιμο μιας προσευχής, επομένως πρέπει να περιορίζεται από τη γνώση, τη σοφία και τη συμπεριφορά του πεπερασμένου. Παρόμοια και η απάντηση πρέπει να ελέγχεται από το όραμα, τους σκοπούς, τα ιδεώδη και τα προνόμια του Αιώνιου. Δεν μπορεί να παρατηρηθεί ποτέ μια αδιάσπαστη συνέχεια φυσικών φαινομένων μεταξύ του φτιαξίματος μιας προσευχής και της αποδοχής της πλήρους πνευματικής απάντησης προσέτι. |
|
168:4.4 (1848.4) 1. Prayer is an expression of the finite mind in an effort to approach the Infinite. The making of a prayer must, therefore, be limited by the knowledge, wisdom, and attributes of the finite; likewise must the answer be conditioned by the vision, aims, ideals, and prerogatives of the Infinite. There never can be observed an unbroken continuity of material phenomena between the making of a prayer and the reception of the full spiritual answer thereto. |
168:4.5 (1848.5) 2. Όταν μια προσευχή μένει προφανώς αναπάντητη, η καθυστέρηση συχνά προαναγγέλλει μια καλύτερη απάντηση, αν και κάποια, για μια καλή αιτία, μπορεί να καθυστερήσει πολύ καιρό. Όταν ο Ιησούς είπε ότι η αρρώστια του Λαζάρου δεν θα οδηγούσε πραγματικά στο θάνατο, ήταν νεκρός ήδη έντεκα ώρες. Καμία ειλικρινής προσευχή δεν μένει αναπάντητη, εκτός και αν η ανώτερη άποψη του πνευματικού κόσμου έχει επινοήσει μια καλύτερη απάντηση, μια απάντηση που συναγωνίζεται την παράκληση του πνεύματος του ανθρώπου, καθώς έρχεται σε αντίθεση με την προσευχή του απλού μυαλού του ανθρώπου. |
|
168:4.5 (1848.5) 2. When a prayer is apparently unanswered, the delay often betokens a better answer, although one which is for some good reason greatly delayed. When Jesus said that Lazarus’s sickness was really not to the death, he had already been dead eleven hours. No sincere prayer is denied an answer except when the superior viewpoint of the spiritual world has devised a better answer, an answer which meets the petition of the spirit of man as contrasted with the prayer of the mere mind of man. |
168:4.6 (1848.6) 3. Οι προσευχές μέσα στο χρόνο, όταν υπαγορεύονται από το πνεύμα και εκφράζονται με πίστη, συχνά είναι τόσο ευρείες και συμπεριλαμβάνουν τα πάντα, ώστε μπορούν να απαντηθούν μόνο μέσα στην αιωνιότητα. Η πεπερασμένη παράκληση πολλές φορές είναι τόσο φορτωμένη από το Αιώνιο, ώστε η απάντηση μπορεί να αναβληθεί για καιρό, περιμένοντας τη δημιουργία μιας επαρκούς δυνατότητας για την αποδοχή της. Η προσευχή πίστης μπορεί το ίδιο να συμπεριλαμβάνει τα πάντα ώστε η απάντηση μπορεί να γίνει δεκτή μόνο στον Παράδεισο. |
|
168:4.6 (1848.6) 3. The prayers of time, when indited by the spirit and expressed in faith, are often so vast and all-encompassing that they can be answered only in eternity; the finite petition is sometimes so fraught with the grasp of the Infinite that the answer must long be postponed to await the creation of adequate capacity for receptivity; the prayer of faith may be so all-embracing that the answer can be received only on Paradise. |
168:4.7 (1848.7) 4. Οι απαντήσεις στην προσευχή ενός ανθρώπινου μυαλού είναι συχνά τέτοιας φύσεως που μπορούν να γίνουν δεκτές και αντιληπτές μόνο όταν αυτό το ίδιο μυαλό που προσεύχεται, κατορθώσει να φτάσει το αθάνατο επίπεδο. Η προσευχή του θνητού όντος πολλές φορές μπορεί να απαντηθεί μόνο όταν το άτομο αυτό προοδεύσει στο πνευματικό επίπεδο. |
|
168:4.7 (1848.7) 4. The answers to the prayer of the mortal mind are often of such a nature that they can be received and recognized only after that same praying mind has attained the immortal state. The prayer of the material being can many times be answered only when such an individual has progressed to the spirit level. |
168:4.8 (1848.8) 5. Η προσευχή του ανθρώπου που γνωρίζει το Θεό μπορεί να διαστρεβλωθεί από άγνοια και να παραμορφωθεί από την προκατάληψη σε τέτοιο βαθμό που η απάντηση σε αυτή να είναι ανεπιθύμητη. Τότε πρέπει τα μεσολαβούντα πνευματικά όντα να ερμηνεύσουν μια τέτοια προσευχή, ώστε όταν φτάσει η απάντηση, ο παρακαλών να μην κατορθώσει να την αναγνωρίσει σαν απάντηση στην προσευχή του. |
|
168:4.8 (1848.8) 5. The prayer of a God-knowing person may be so distorted by ignorance and so deformed by superstition that the answer thereto would be highly undesirable. Then must the intervening spirit beings so translate such a prayer that, when the answer arrives, the petitioner wholly fails to recognize it as the answer to his prayer. |
168:4.9 (1848.9) 6. Όλες οι αληθινές προσευχές απευθύνονται στα πνευματικά όντα, και όλες οι παρακλήσεις αυτού του είδους πρέπει να απαντηθούν με πνευματικούς όρους, και όλες οι απαντήσεις πρέπει να συνιστούν πνευματικές αλήθειες. Τα πνευματικά όντα δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν υλικές απαντήσεις στις πνευματικές παρακλήσεις των θνητών όντων. Τα θνητά όντα μπορούν να προσευχηθούν αποτελεσματικά μόνο όταν «προσεύχονται εν πνεύματι». |
|
168:4.9 (1848.9) 6. All true prayers are addressed to spiritual beings, and all such petitions must be answered in spiritual terms, and all such answers must consist in spiritual realities. Spirit beings cannot bestow material answers to the spirit petitions of even material beings. Material beings can pray effectively only when they “pray in the spirit.” |
168:4.10 (1849.1) 7. Καμία προσευχή δεν μπορεί να ελπίζει σε απάντηση εκτός και αν έχει δημιουργηθεί από το πνεύμα και τραφεί με την πίστη. Η ειλικρινής πίστη σας υποδηλώνει ότι έχετε εκ των προτέρων ουσιαστικά παραχωρήσει στους ακροατές της προσευχής το δικαίωμα να απαντούν στις παρακλήσεις σας ανάλογα με την ύψιστη σοφία και αυτή η θεϊκή αγάπη την οποία απεικονίζει η πίστη σας όπως εμψυχώνει πάντα εκείνες τις υπάρξεις προς τις οποίες προσεύχεστε. |
|
168:4.10 (1849.1) 7. No prayer can hope for an answer unless it is born of the spirit and nurtured by faith. Your sincere faith implies that you have in advance virtually granted your prayer hearers the full right to answer your petitions in accordance with that supreme wisdom and that divine love which your faith depicts as always actuating those beings to whom you pray. |
168:4.11 (1849.2) 8. Το παιδί όταν εμπιστεύεται και παρακαλεί τους γονείς του, ενεργεί εντός των δικαιωμάτων του. Και οι γονείς ενεργούν εντός των πλαισίων της γονικής υποχρέωσης προς το ανώριμο παιδί όταν η ανώτερη γνώση τους υπαγορεύει ότι η απάντηση στην παράκληση του παιδιού πρέπει να καθυστερήσει, τροποποιηθεί, απομονωθεί, ξεπεράσει τα όριά της ή αναβληθεί για κάποιο άλλο επίπεδο πνευματικής ανόδου. |
|
168:4.11 (1849.2) 8. The child is always within his rights when he presumes to petition the parent; and the parent is always within his parental obligations to the immature child when his superior wisdom dictates that the answer to the child’s prayer be delayed, modified, segregated, transcended, or postponed to another stage of spiritual ascension. |
168:4.12 (1849.3) 9. Μη διστάζετε να προσεύχεσθε τις προσευχές που επιθυμεί το πνεύμα. Μην αμφιβάλετε ότι θα λάβετε την απάντηση στις παρακλήσεις σας. Αυτές οι απαντήσεις θα μείνουν αποταμιευμένες, περιμένοντας το κατόρθωμα των μελλοντικών πνευματικών επιπέδων των αληθινών κοσμικών επιτευγμάτων, σε αυτό τον κόσμο ή σε άλλους, οπουδήποτε καταστεί δυνατό για σας να αναγνωρίσετε και να κάνετε κτήμα σας τις απαντήσεις που περιμένατε πολύ καιρό, από προηγούμενες αλλά σε άσχημο χρόνο παρακλήσεις σας. |
|
168:4.12 (1849.3) 9. Do not hesitate to pray the prayers of spirit longing; doubt not that you shall receive the answer to your petitions. These answers will be on deposit, awaiting your achievement of those future spiritual levels of actual cosmic attainment, on this world or on others, whereon it will become possible for you to recognize and appropriate the long-waiting answers to your earlier but ill-timed petitions. |
168:4.13 (1849.4) 10. Όλες οι αυθεντικές παρακλήσεις που προέρχονται από το πνεύμα είναι βέβαιο ότι θα απαντηθούν. Ζητάτε και θα λάβετε. Να θυμάστε όμως ότι είστε προοδευτικές δημιουργίες του χρόνου και του χώρου. Επομένως πρέπει σταθερά να υπολογίζετε τον παράγοντα χρόνο-χώρο στη βίωση της προσωπικής απολαβής όλων των απαντήσεων στις πολυποίκιλες προσευχές και παρακλήσεις σας. |
|
168:4.13 (1849.4) 10. All genuine spirit-born petitions are certain of an answer. Ask and you shall receive. But you should remember that you are progressive creatures of time and space; therefore must you constantly reckon with the time-space factor in the experience of your personal reception of the full answers to your manifold prayers and petitions. |
5. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ^top |
|
5. What Became of Lazarus ^top |
168:5.1 (1849.5) Ο Λάζαρος παρέμεινε στο σπίτι της Βηθανίας, όντας το κέντρο μεγάλου ενδιαφέροντος για πολλούς ειλικρινείς πιστούς και για πολυάριθμους περίεργους ανθρώπους, μέχρι την εβδομάδα της σταύρωσης του Ιησού, όταν έλαβε την προειδοποίηση ότι το Σανχεντρίν είχε διατάξει το θάνατό του. Οι κυβερνήτες των Ιουδαίων είχαν αποφασίσει να σταματήσουν την παρακάτω εξάπλωση της διδασκαλίας του Ιησού, και έκριναν καλώς ότι θα ήταν άχρηστο να θανατώσουν τον Ιησού, αν επέτρεπαν στο Λάζαρο, που αντιπροσώπευε την αιχμή της θαυματουργικής εργασίας του, να ζήσει και να αποτελεί τεκμήριο του γεγονότος ότι ο Ιησούς τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Ο Λάζαρος είχε ήδη υποστεί διώξεις από αυτούς. |
|
168:5.1 (1849.5) Lazarus remained at the Bethany home, being the center of great interest to many sincere believers and to numerous curious individuals, until the days of the crucifixion of Jesus, when he received warning that the Sanhedrin had decreed his death. The rulers of the Jews were determined to put a stop to the further spread of the teachings of Jesus, and they well judged that it would be useless to put Jesus to death if they permitted Lazarus, who represented the very peak of his wonder-working, to live and bear testimony to the fact that Jesus had raised him from the dead. Already had Lazarus suffered bitter persecution from them. |
168:5.2 (1849.6) Και έτσι ο Λάζαρος έφυγε βιαστικά από τις αδελφές του στη Βηθανία, εξαφανιζόμενος δια μέσου της Ιεριχούς και διασχίζοντας τον Ιορδάνη, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να ξεκουραστεί πολύ, πριν φτάσει στη Φιλαδέλφεια. Ο Λάζαρος γνώριζε καλά τον Άμπνερ, και εδώ αισθάνθηκε ασφαλής από τις δολοφονικές ραδιουργίες του διεφθαρμένου Σανχεντρίν. |
|
168:5.2 (1849.6) And so Lazarus took hasty leave of his sisters at Bethany, fleeing down through Jericho and across the Jordan, never permitting himself to rest long until he had reached Philadelphia. Lazarus knew Abner well, and here he felt safe from the murderous intrigues of the wicked Sanhedrin. |
168:5.3 (1849.7) Πολύ σύντομα η Μάρθα και η Μαρία ξεπούλησαν τα χωράφια τους στη Βηθανία και συνάντησαν τον αδελφό τους στην Περαία. Εν τω μεταξύ, ο Λάζαρος είχε γίνει ταμίας της εκκλησίας της Φιλαδέλφειας. Έγινε θερμός υποστηρικτής του Άμπνερ στην αντιπαράθεσή του με τον Παύλο και την εκκλησία της Ιερουσαλήμ και τελικά πέθανε, όταν ήταν 67 ετών, από την ίδια αρρώστια που του προκάλεσε το θάνατο όταν ήταν νεότερος στη Βηθανία. |
|
168:5.3 (1849.7) Soon after this Martha and Mary disposed of their lands at Bethany and joined their brother in Perea. Meantime, Lazarus had become the treasurer of the church at Philadelphia. He became a strong supporter of Abner in his controversy with Paul and the Jerusalem church and ultimately died, when 67 years old, of the same sickness that carried him off when he was a younger man at Bethany. |