Εγγραφο 169 |
|
Paper 169 |
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΛΑ |
|
Last Teaching at Pella |
169:0.1 (1850.1) Αργά το βράδυ της Δευτέρας, 6 Μαρτίου, ο Ιησούς και οι δέκα απόστολοι έφτασαν στην κατασκήνωση της Πέλλας. Αυτή ήταν η τελευταία εβδομάδα της παραμονής του Ιησού εκεί, και γι αυτό ήταν πολύ δραστήριος στο να διδάσκει τα πλήθη και να εκπαιδεύει τους αποστόλους. Κήρυττε κάθε απόγευμα στις μάζες και κάθε βράδυ απαντούσε σε ερωτήσεις για τους αποστόλους και για μερικούς από τους πιο προχωρημένους μαθητές, που διέμεναν στην κατασκήνωση. |
|
169:0.1 (1850.1) LATE on Monday evening, March 6, Jesus and the ten apostles arrived at the Pella camp. This was the last week of Jesus’ sojourn there, and he was very active in teaching the multitude and instructing the apostles. He preached every afternoon to the crowds and each night answered questions for the apostles and certain of the more advanced disciples residing at the camp. |
169:0.2 (1850.2) Η είδηση της ανάστασης του Λαζάρου είχε φτάσει στον καταυλισμό δυο μέρες πριν την άφιξη του Κυρίου, και όλοι οι συγκεντρωμένοι ανυπομονούσαν. Από την εποχή του χορτασμού των πέντε χιλιάδων δεν είχε συμβεί κάτι που να ξεσήκωσε τόσο τη φαντασία του κόσμου. Και έτσι είχαν τα πράγματα στο αποκορύφωμα της δεύτερης φάσης της δημόσιας υπηρεσίας της βασιλείας, που ο Ιησούς σκόπευε να διδάξει αυτή τη μοναδική εβδομάδα στην Πέλλα και μετά να ξεκινήσει για το γύρο της νότιας Περαίας, ο οποίος οδήγησε κατευθείαν στα τελικά και τραγικά βιώματα της τελευταίας εβδομάδας στην Ιερουσαλήμ. |
|
169:0.2 (1850.2) Word regarding the resurrection of Lazarus had reached the encampment two days before the Master’s arrival, and the entire assembly was agog. Not since the feeding of the five thousand had anything occurred which so aroused the imagination of the people. And thus it was at the very height of the second phase of the public ministry of the kingdom that Jesus planned to teach this one short week at Pella and then to begin the tour of southern Perea which led right up to the final and tragic experiences of the last week in Jerusalem. |
169:0.3 (1850.3) Οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς είχαν αρχίσει να μορφοποιούν τα ενοχοποιητικά στοιχεία τους και να αποκρυσταλλώνουν τις κατηγορίες τους. Εναντιώθηκαν στις διδασκαλίες του Κυρίου στα εξής ερείσματα: |
|
169:0.3 (1850.3) The Pharisees and the chief priests had begun to formulate their charges and to crystallize their accusations. They objected to the Master’s teachings on these grounds: |
169:0.4 (1850.4) 1. Είναι φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών. Δέχεται τους άθεους και ακόμη τρώγει μαζί τους. |
|
169:0.4 (1850.4) 1. He is a friend of publicans and sinners; he receives the ungodly and even eats with them. |
169:0.5 (1850.5) 2. Είναι βλάσφημος, μιλάει για το Θεό σαν να ήταν Πατέρας του και πιστεύει ότι είναι ίσος με τον Θεό. |
|
169:0.5 (1850.5) 2. He is a blasphemer; he talks about God as being his Father and thinks he is equal with God. |
169:0.6 (1850.6) 3. Παραβιάζει το νόμο. Θεραπεύει από τις ασθένειες το Σάββατο και με πολλούς άλλους τρόπους χλευάζει τον ιερό νόμο του Ισραήλ. |
|
169:0.6 (1850.6) 3. He is a lawbreaker. He heals disease on the Sabbath and in many other ways flouts the sacred law of Israel. |
169:0.7 (1850.7) 4. Συνεργάζεται με διαβόλους. Κάνει δήθεν θαύματα με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, του πρίγκιπα των διαβόλων. |
|
169:0.7 (1850.7) 4. He is in league with devils. He works wonders and does seeming miracles by the power of Beelzebub, the prince of devils. |
1. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΓΙΟΥ ^top |
|
1. Parable of the Lost Son ^top |
169:1.1 (1850.8) Την Πέμπτη το απόγευμα ο Ιησούς μίλησε στα πλήθη για τη «Χάρη της Σωτηρίας». Στην πορεία της ομιλίας αυτής ξαναείπε την ιστορία του χαμένου πρόβατου και της χαμένης δραχμής και μετά πρόσθεσε την αγαπημένη παραβολή του άσωτου υιού. Είπε ο Ιησούς: |
|
169:1.1 (1850.8) On Thursday afternoon Jesus talked to the multitude about the “Grace of Salvation.” In the course of this sermon he retold the story of the lost sheep and the lost coin and then added his favorite parable of the prodigal son. Said Jesus: |
169:1.2 (1850.9) «Οι προφήτες, από το Σαμουήλ μέχρι τον Ιωάννη σας έχουν προτρέψει να αναζητάτε το Θεό – να ψάχνετε για την αλήθεια. Πάντα έλεγαν: ‘Ζητείστε τον Κύριο ενόσω μπορεί να βρεθεί’. Και όλες αυτές τις διδασκαλίες πρέπει να τις βάλετε στην καρδιά σας. Ήρθα όμως για να σας δείξω ότι, ενώ εσείς ζητάτε να βρείτε το Θεό, ο Θεός παρόμοια ζητάει να βρει εσάς. Πολλές φορές σας είπα την ιστορία του καλού βοσκού που άφησε τα ενενήντα εννέα πρόβατα στο κοπάδι ενώ πήγε προς αναζήτηση του ενός που είχε χαθεί, και πώς, όταν βρήκε το ξεκομμένο πρόβατο, το σήκωσε στους ώμους του και το μετέφερε τρυφερά πίσω στο κοπάδι. Και όταν το χαμένο πρόβατο βρέθηκε πάλι στο κοπάδι, θυμάστε ότι ο καλός βοσκός φώναξε τους φίλους του και τους προσκάλεσε να χαρούν μαζί του για την εύρεση του πρόβατου που είχε χαθεί. Σας λέγω πάλι ότι γίνεται μεγαλύτερη χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί παρά για τα ενενήντα εννέα δίκαια άτομα που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας. Το γεγονός ότι ψυχές έχουν χαθεί, αυξάνει από μόνο του το ενδιαφέρον του ουράνιου Πατέρα. Έχω έρθει στον κόσμο αυτό για να εκτελέσω την εντολή του Πατέρα μου και αληθώς ειπώθηκε για το Γιο του Ανθρώπου ότι είναι φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών. |
|
169:1.2 (1850.9) “You have been admonished by the prophets from Samuel to John that you should seek for God—search for truth. Always have they said, ‘Seek the Lord while he may be found.’ And all such teaching should be taken to heart. But I have come to show you that, while you are seeking to find God, God is likewise seeking to find you. Many times have I told you the story of the good shepherd who left the ninety and nine sheep in the fold while he went forth searching for the one that was lost, and how, when he had found the straying sheep, he laid it over his shoulder and tenderly carried it back to the fold. And when the lost sheep had been restored to the fold, you remember that the good shepherd called in his friends and bade them rejoice with him over the finding of the sheep that had been lost. Again I say there is more joy in heaven over one sinner who repents than over the ninety and nine just persons who need no repentance. The fact that souls are lost only increases the interest of the heavenly Father. I have come to this world to do my Father’s bidding, and it has truly been said of the Son of Man that he is a friend of publicans and sinners. |
169:1.3 (1851.1) Έχετε διδαχθεί ότι η θεϊκή αποδοχή έρχεται αφού μετανοήσετε και σαν επακόλουθο όλων των θυσιών και των μετανοιών που κάνατε, όμως σας βεβαιώνω ότι ο Πατέρας σάς δέχεται πριν ακόμα μετανοήσετε και στέλνει τον Υιό και τους συνεργάτες του για να σας βρουν και να σας φέρουν, με χαρά, πίσω στο κοπάδι, τη βασιλεία της συγγένειας με το Θεό και της πνευματικής προόδου. Είστε όλοι σαν πρόβατα που έχουν ξεστρατίσει και έχω έρθει για να ζητήσω και να σώσω εκείνους που έχουν χαθεί. |
|
169:1.3 (1851.1) “You have been taught that divine acceptance comes after your repentance and as a result of all your works of sacrifice and penitence, but I assure you that the Father accepts you even before you have repented and sends the Son and his associates to find you and bring you, with rejoicing, back to the fold, the kingdom of sonship and spiritual progress. You are all like sheep which have gone astray, and I have come to seek and to save those who are lost. |
169:1.4 (1851.2) Και πρέπει να θυμάστε ακόμα, την ιστορία της γυναίκας που, έχοντας δέκα νομίσματα από ασήμι τα έφτιαξε σαν ένα περιδέραιο κόσμημα, έχασε ένα νόμισμα, και μετά άναψε τη λάμπα και με φιλοπονία καθάρισε το σπίτι και συνέχισε να ψάχνει μέχρι που βρήκε το χαμένο ασημένιο νόμισμα. Και μόλις βρήκε το κομμάτι που χάθηκε, φώναξε τους φίλους της και τους γείτονες, λέγοντας: ‘Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το νόμισμα που είχα χάσει’. Έτσι σας λέγω πάλι, γίνεται πάντα χαρά ανάμεσα στους αγγέλους του ουρανού για τον αμαρτωλό που μετανοεί και επιστρέφει στο κοπάδι του Πατέρα. Και σας λέγω την ιστορία αυτή για να σας αποτυπώσω ότι ο Πατέρας και ο Γιος αναζητούν εκείνους που χάθηκαν, και στην αναζήτηση αυτή μεταχειριζόμαστε όλες τις δυνατές επιρροές που αποδίδουν βοήθεια στις φιλόπονες προσπάθειές μας να βρούμε εκείνους που χάθηκαν, εκείνους που έχουν ανάγκη σωτηρίας. Έτσι λοιπόν, ενώ ο Γιος του Ανθρώπου βγαίνει έξω στην ερημιά για να ψάξει για το ξεστρατισμένο πρόβατο, ψάχνει και για το νόμισμα από ασήμι που χάθηκε στο σπίτι. Το πρόβατο περιπλανάται ακούσια. Το ασημένιο νόμισμα καλύπτεται από τη σκόνη του χρόνου και κρύβεται από τη συσσώρευση των πραγμάτων των ανθρώπων. |
|
169:1.4 (1851.2) “And you should also remember the story of the woman who, having had ten pieces of silver made into a necklace of adornment, lost one piece, and how she lit the lamp and diligently swept the house and kept up the search until she found the lost piece of silver. And as soon as she found the coin that was lost, she called together her friends and neighbors, saying, ‘Rejoice with me, for I have found the piece that was lost.’ So again I say, there is always joy in the presence of the angels of heaven over one sinner who repents and returns to the Father’s fold. And I tell you this story to impress upon you that the Father and his Son go forth to search for those who are lost, and in this search we employ all influences capable of rendering assistance in our diligent efforts to find those who are lost, those who stand in need of salvation. And so, while the Son of Man goes out in the wilderness to seek for the sheep gone astray, he also searches for the coin which is lost in the house. The sheep wanders away, unintentionally; the coin is covered by the dust of time and obscured by the accumulation of the things of men. |
169:1.5 (1851.3) Και τώρα θα ήθελα να σας πω την ιστορία ενός απερίσκεπτου γιου ενός πλούσιου κτηματία που ηθελημένα άφησε το σπίτι του πατέρα του και έφυγε σε ξένη χώρα, όπου συνάντησε πολλά βάσανα. Θυμάστε πως το πρόβατο ξεστράτισε χωρίς πρόθεση, αλλά ο νέος αυτός άφησε το σπίτι του εκ προμελέτης. Τα πράγματα είχαν ως εξής: |
|
169:1.5 (1851.3) “And now I would like to tell you the story of a thoughtless son of a well-to-do farmer who deliberately left his father’s house and went off into a foreign land, where he fell into much tribulation. You recall that the sheep strayed away without intention, but this youth left his home with premeditation. It was like this: |
169:1.6 (1851.4) Κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους. Ο ένας, ο νεότερος, ήταν ανοιχτόκαρδος και ανέμελος, αναζητούσε πάντα την καλοπέραση και απέφευγε τις ευθύνες, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν σοβαρός, λογικός, εργατικός, και πρόθυμος να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Αυτοί οι δυο αδελφοί λοιπόν, δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους, πάντα τσακωνόντουσαν και λογομαχούσαν. Ο νεότερος ήταν χαρούμενος και κεφάτος, αλλά νωθρός και αναξιόπιστος. Ο μεγαλύτερος γιος ήταν επιμελής και εργατικός, συγχρόνως όμως εγωκεντρικός, σκυθρωπός και φαντασμένος. Ο νεότερος γιος χαιρόταν να παίζει αλλά απέφευγε τη δουλειά. Ο μεγαλύτερος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στη δουλειά και σπάνια έπαιζε. Αυτή η συνεργασία απέβη τόσο δυσάρεστη ώστε ο νεότερος γιος πήγε στον πατέρα του και είπε: ‘Πατέρα, δώσε μου το τρίτο από την περιουσία σου που μου ανήκει και άφησέ με να πάω έξω στον κόσμο να ψάξω τη δική μου τύχη’. Όταν ο πατέρας άκουσε το αίτημα αυτό, γνωρίζοντας πόσο δυστυχής ήταν ο νέος στο σπίτι με το μεγάλο του αδελφό, μοίρασε την περιουσία του, και έδωσε στο νέο το μερίδιό του. |
|
169:1.6 (1851.4) “A certain man had two sons; one, the younger, was lighthearted and carefree, always seeking for a good time and shirking responsibility, while his older brother was serious, sober, hard-working, and willing to bear responsibility. Now these two brothers did not get along well together; they were always quarreling and bickering. The younger lad was cheerful and vivacious, but indolent and unreliable; the older son was steady and industrious, at the same time self-centered, surly, and conceited. The younger son enjoyed play but shunned work; the older devoted himself to work but seldom played. This association became so disagreeable that the younger son came to his father and said: ‘Father, give me the third portion of your possessions which would fall to me and allow me to go out into the world to seek my own fortune.’ And when the father heard this request, knowing how unhappy the young man was at home and with his older brother, he divided his property, giving the youth his share. |
169:1.7 (1851.5) Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο νέος μάζεψε όλα τα χρήματά του και ξεκίνησε για ένα ταξίδι σε μακρινή χώρα, και μη βρίσκοντας να κάνει κάτι επικερδές που θα ήταν συγχρόνως και ευχάριστο, γρήγορα εξάντλησε όλη την κληρονομιά του σε μια ταραχώδη ζωή. Και όταν την ξόδεψε όλη, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα κι αυτός βρέθηκε σε ανάγκη. Έτσι, όταν άρχισε να πεινάει και η θλίψη του ήταν μεγάλη, βρήκε δουλειά σε έναν από τους κατοίκους της χώρας, που τον έστειλε στους αγρούς να ταΐζει γουρούνια. Και ο νέος ήταν αναγκασμένος να γεμίζει το στομάχι του με τα φλούδια που έτρωγαν τα γουρούνια, γιατί κανένας δεν του έδινε τίποτε άλλο. |
|
169:1.7 (1851.5) “Within a few weeks the young man gathered together all his funds and set out upon a journey to a far country, and finding nothing profitable to do which was also pleasurable, he soon wasted all his inheritance in riotous living. And when he had spent all, there arose a prolonged famine in that country, and he found himself in want. And so, when he suffered hunger and his distress was great, he found employment with one of the citizens of that country, who sent him into the fields to feed swine. And the young man would fain have filled himself with the husks which the swine ate, but no one would give him anything. |
169:1.8 (1852.1) Μια μέρα, όταν πεινούσε πολύ, είπε στον εαυτό του: ‘Πόσοι μισθωτοί εργάτες του πατέρα μου έχουν αρκετή τροφή και περισσευούμενη, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα, ταΐζοντας γουρούνια εδώ πέρα σε μια ξένη χώρα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: ‘Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου, μόνο κάνε με αν θέλεις έναν από τους μισθωτούς εργάτες σου’. Και όταν ο νέος πήρε αυτή την απόφαση, σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι του πατέρα του. |
|
169:1.8 (1852.1) “One day, when he was very hungry, he came to himself and said: ‘How many hired servants of my father have bread enough and to spare while I perish with hunger, feeding swine off here in a foreign country! I will arise and go to my father, and I will say to him: Father, I have sinned against heaven and against you. I am no more worthy to be called your son; only be willing to make me one of your hired servants.’ And when the young man had reached this decision, he arose and started out for his father’s house. |
169:1.9 (1852.2) Ο πατέρας του είχε στενοχωρηθεί πολύ για το γιο του. Του είχε λείψει το χαρούμενο, αν και απερίσκεπτο αγόρι. Ο πατέρας αγαπούσε αυτό το γιο και περίμενε πάντοτε την επιστροφή του, έτσι την ημέρα που εκείνος πλησίαζε στο σπίτι του, αν και ήταν ακόμα μακριά, ο πατέρας τον είδε, συγκινήθηκε από την αγάπη του, έτρεξε να τον συναντήσει και με τρυφερούς χαιρετισμούς τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε. Μετά τη συνάντηση αυτή ο γιος κοίταξε το γεμάτο δάκρυα πρόσωπο του πατέρα του και είπε: ‘Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι γιος σου’ – αλλά το αγόρι δεν είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την ομολογία του επειδή ο περιχαρής πατέρας είπε στους υπηρέτες του, που εν τω μεταξύ είχαν έρθει τρέχοντας: ‘Φέρετε γρήγορα το καλύτερο ένδυμά του, εκείνο που κράτησα και ντύσατέ τον και βάλτε του το δακτυλίδι του στο χέρι του και φορέστε του υποδήματα για τα πόδια του’. |
|
169:1.9 (1852.2) “Now this father had grieved much for his son; he had missed the cheerful, though thoughtless, lad. This father loved this son and was always on the lookout for his return, so that on the day he approached his home, even while he was yet afar off, the father saw him and, being moved with loving compassion, ran out to meet him, and with affectionate greeting he embraced and kissed him. And after they had thus met, the son looked up into his father’s tearful face and said: ‘Father, I have sinned against heaven and in your sight; I am no more worthy to be called a son’—but the lad did not find opportunity to complete his confession because the overjoyed father said to the servants who had by this time come running up: ‘Bring quickly his best robe, the one I have saved, and put it on him and put the son’s ring on his hand and fetch sandals for his feet.’ |
169:1.10 (1852.3) Και κατόπιν, αφού ο ευτυχής πατέρας οδήγησε το αποκαμωμένο αγόρι με τα πληγωμένα πόδια στο σπίτι, κάλεσε τους υπηρέτες του: ‘Φέρτε το θρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε διότι ο γιος μου αυτός ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε’. Και μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον πατέρα για να χαρούν μαζί του για την επιστροφή του γιου του. |
|
169:1.10 (1852.3) “And then, after the happy father had led the footsore and weary lad into the house, he called to his servants: ‘Bring on the fatted calf and kill it, and let us eat and make merry, for this my son was dead and is alive again; he was lost and is found.’ And they all gathered about the father to rejoice with him over the restoration of his son. |
169:1.11 (1852.4) Εκείνη την ώρα περίπου, ενώ διασκέδαζαν, ο μεγαλύτερος γιος επέστρεφε από την εργασία της ημέρας στους αγρούς και καθώς πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε τη μουσική και το χορό. Και όταν εισήλθε από την πίσω πόρτα, φώναξε ένα από τους υπηρέτες και ρώτησε τι σήμαινε όλη αυτή η γιορτή. Τότε ο υπηρέτης απάντησε: ‘Ήρθε ο χαμένος από καιρό αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι για να χαρούν που γύρισε πίσω ασφαλής. Έλα μέσα για να χαιρετήσεις κι εσύ τον αδελφό σου και να τον υποδεχτείς πίσω στο σπίτι τους πατέρα σας’. |
|
169:1.11 (1852.4) “About this time, while they were celebrating, the elder son came in from his day’s work in the field, and as he drew near the house, he heard the music and the dancing. And when he came up to the back door, he called out one of the servants and inquired as to the meaning of all this festivity. And then said the servant: ‘Your long-lost brother has come home, and your father has killed the fatted calf to rejoice over his son’s safe return. Come in that you also may greet your brother and receive him back into your father’s house.’ |
169:1.12 (1852.5) Όταν όμως ο μεγαλύτερος αδελφός το άκουσε, πληγώθηκε και θύμωσε τόσο που δεν ήθελε να μπει μέσα. Όταν ο πατέρας του έμαθε για την προσβολή του από το καλωσόρισμα του νεότερου αδελφού του, βγήκε έξω και τον παρακαλούσε. Αλλά ο μεγαλύτερος γιος δεν ήθελε να ενδώσει και να πειστεί από τα λόγια του πατέρα του. Του απάντησε λέγοντας: ‘Τόσα χρόνια σε υπηρετώ, χωρίς να παραβώ ποτέ τις εντολές σου και όμως δεν μου έδωσες ποτέ ούτε ένα κατσικάκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Έμεινα εδώ να φροντίζω για σένα όλα αυτά τα χρόνια, και ποτέ δεν χάρηκες για την πιστή μου υπηρεσία, όταν όμως αυτός ο γιος σου γύρισε, έχοντας κατασπαταλίσει την περιουσία σου με πόρνες, βιάστηκες να σφάξεις το θρεμμένο μοσχάρι και να χαρείς μαζί του’. |
|
169:1.12 (1852.5) “But when the older brother heard this, he was so hurt and angry he would not go into the house. When his father heard of his resentment of the welcome of his younger brother, he went out to entreat him. But the older son would not yield to his father’s persuasion. He answered his father, saying: ‘Here these many years have I served you, never transgressing the least of your commands, and yet you never gave me even a kid that I might make merry with my friends. I have remained here to care for you all these years, and you never made rejoicing over my faithful service, but when this your son returns, having squandered your substance with harlots, you make haste to kill the fatted calf and make merry over him.’ |
169:1.13 (1852.6) Ο πατέρας όμως που αγαπούσε αληθινά και τα δυο παιδιά του, προσπάθησε να εξηγήσει στο μεγαλύτερο: ‘Γιε μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα όσα έχω είναι δικά σου. Θα μπορούσες να είχες ένα κατσικάκι οποιαδήποτε ώρα καλούσες τους φίλους σου για να μοιραστείς τη χαρά σου. Είναι όμως σωστό να έρθεις μαζί μου για να χαρείς και να ευφρανθείς από την επιστροφή του αδελφού σου. Σκέψου αυτό, ο γιος μου, ο αδελφός σου είχε χαθεί και βρέθηκε, γύρισε ζωντανός πίσω σε μας!’. |
|
169:1.13 (1852.6) “Since this father truly loved both of his sons, he tried to reason with this older one: ‘But, my son, you have all the while been with me, and all this which I have is yours. You could have had a kid at any time you had made friends to share your merriment. But it is only proper that you should now join with me in being glad and merry because of your brother’s return. Think of it, my son, your brother was lost and is found; he has returned alive to us!’” |
169:1.14 (1853.1) Αυτή ήταν από τις πιο συγκλονιστικές και εντυπωσιακές παραβολές του Ιησού που ποτέ παρουσίασε, για να δείξει στους ακροατές του την προθυμία του Πατέρα να δεχτεί όλους εκείνους που ζητάνε την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών. |
|
169:1.14 (1853.1) This was one of the most touching and effective of all the parables which Jesus ever presented to impress upon his hearers the Father’s willingness to receive all who seek entrance into the kingdom of heaven. |
169:1.15 (1853.2) Ο Ιησούς είχε κάποιο σκοπό που είπε τις τρεις αυτές ιστορίες την ίδια ώρα. Παρουσίασε την ιστορία του χαμένου προβάτου για να δείξει ότι, όταν οι άνθρωποι ξεστρατίζουν ακούσια από το μονοπάτι της ζωής, ο Πατέρας ενδιαφέρεται γι αυτά τα χαμένα και βγαίνει, με τους Γιους του, τους πραγματικούς βοσκούς του κοπαδιού, να αναζητήσουν τα χαμένα πρόβατα. Ύστερα αφηγήθηκε την ιστορία του ασημένιου νομίσματος που χάθηκε στο σπίτι για να απεικονίσει πόσο προσεκτικό είναι το θεϊκό ψάξιμο όλων αυτών που έχουν μπερδευτεί, συγχυστεί ή με άλλο τρόπο πνευματικά τυφλωθεί από τα ενδιαφέροντα της ύλης και τις συσσωρεύσεις της ζωής. Και μετά καταπιάστηκε με την εξιστόρηση της παραβολής του χαμένου γιου, την υποδοχή του ασώτου, για να δείξει πόσο τέλεια είναι η αποκατάσταση του χαμένου γιου στο σπίτι και στην καρδιά του Πατέρα του. |
|
169:1.15 (1853.2) Jesus was very partial to telling these three stories at the same time. He presented the story of the lost sheep to show that, when men unintentionally stray away from the path of life, the Father is mindful of such lost ones and goes out, with his Sons, the true shepherds of the flock, to seek the lost sheep. He then would recite the story of the coin lost in the house to illustrate how thorough is the divine searching for all who are confused, confounded, or otherwise spiritually blinded by the material cares and accumulations of life. And then he would launch forth into the telling of this parable of the lost son, the reception of the returning prodigal, to show how complete is the restoration of the lost son into his Father’s house and heart. |
169:1.16 (1853.3) Πολλές μα πάρα πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των ετών της διδασκαλίας του, ο Ιησούς είπε και ξαναείπε την ιστορία αυτή του ασώτου. Αυτή η παραβολή καθώς και η ιστορία του καλού Σαμαρείτη ήταν τα μέσα που προτιμούσε για να διδάξει την αγάπη του Πατέρα και τη συναδελφικότητα του ανθρώπου. |
|
169:1.16 (1853.3) Many, many times during his years of teaching, Jesus told and retold this story of the prodigal son. This parable and the story of the good Samaritan were his favorite means of teaching the love of the Father and the neighborliness of man. |
2. Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ^top |
|
2. Parable of the Shrewd Steward ^top |
169:2.1 (1853.4) Ένα βράδυ ο Σίμων ο Ζηλωτής, σχολιάζοντας μια δήλωση του Ιησού, είπε: «Κύριε, τι εννοούσες όταν έλεγες σήμερα ότι πολλά από τα παιδιά του κόσμου έχουν αποδειχθεί γνωστικότερα με τους συγχρόνους τους, από ό,τι τα παιδιά της βασιλείας, αφού εκείνα τα πρώτα είναι επιτήδεια στο να συνάπτουν φιλίες με το μαμωνά της αδικίας;». Ο Ιησούς αποκρίθηκε: |
|
169:2.1 (1853.4) One evening Simon Zelotes, commenting on one of Jesus’ statements, said: “Master, what did you mean when you said today that many of the children of the world are wiser in their generation than are the children of the kingdom since they are skillful in making friends with the mammon of unrighteousness?” Jesus answered: |
169:2.2 (1853.5) «Μερικοί από σας, πριν εισέλθετε στη βασιλεία, ήσασταν πολύ δαιμόνιοι στις συνδιαλλαγές σας με τους συνεργάτες της δουλειάς σας. Αν και ήσασταν άδικοι και συχνά κακόπιστοι, παρόλα αυτά ήσασταν συνετοί και με προσεκτική κρίση εις το ότι διεκπεραιώνατε την εργασία σας με την προσοχή σας προσηλωμένη στο κέρδος για το παρόν και την ασφάλεια για το μέλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει τώρα να βάλετε σε τάξη τις ζωές σας στη βασιλεία για να παρέχετε χαρά για το παρόν σας ενώ θα είστε σίγουροι για τη μελλοντική απόλαυση των θησαυρών που βρίσκονται στους ουρανούς. Αν, ευρισκόμενοι στην υπηρεσία του ιδίου σας του εαυτού, αποκτάτε κέρδη για σας τους ίδιους εργαζόμενοι με φιλοπονία, γιατί δείχνετε λιγότερη φιλοπονία στην προσέλκυση περισσότερων ψυχών για τη βασιλεία, εφόσον σήμερα υπηρετείτε την αδελφότητα του ανθρώπου και είστε διαχειριστές του Θεού; |
|
169:2.2 (1853.5) “Some of you, before you entered the kingdom, were very shrewd in dealing with your business associates. If you were unjust and often unfair, you were nonetheless prudent and farseeing in that you transacted your business with an eye single to your present profit and future safety. Likewise should you now so order your lives in the kingdom as to provide for your present joy while you also make certain of your future enjoyment of treasures laid up in heaven. If you were so diligent in making gains for yourselves when in the service of self, why should you show less diligence in gaining souls for the kingdom since you are now servants of the brotherhood of man and stewards of God? |
169:2.3 (1853.6) Θα μάθετε όλοι ένα μάθημα από την ιστορία κάποιου πλουσίου που είχε ένα δαιμόνιο αλλά άδικο διαχειριστή. Ο διαχειριστής αυτός όχι μόνο καταπίεζε τους πελάτες του κυρίου του για δικό του προσωπικό κέρδος, αλλά είχε ακόμα ξοδέψει και καταχραστεί τα κεφάλαια του κυρίου του. Όταν όλα αυτά τελικά έφτασαν στα αυτιά του κυρίου του, κάλεσε το διαχειριστή ενώπιόν του και ζήτησε να μάθει τη σημασία των φημών αυτών και απαίτησε να του δώσει αμέσως λογαριασμό για τη διαχείριση που είχε κάνει και ετοιμάστηκε να αναθέσει τις υποθέσεις του σε κάποιον άλλο. |
|
169:2.3 (1853.6) “You may all learn a lesson from the story of a certain rich man who had a shrewd but unjust steward. This steward had not only oppressed his master’s clients for his own selfish gain, but he had also directly wasted and squandered his master’s funds. When all this finally came to the ears of his master, he called the steward before him and asked the meaning of these rumors and required that he should give immediate accounting of his stewardship and prepare to turn his master’s affairs over to another. |
169:2.4 (1853.7) Τώρα λοιπόν, αυτός ο άδικος διαχειριστής είπε μέσα του: ‘Τι να κάνω αφού πρόκειται να χάσω τη διαχείριση αυτή; Δεν έχω τη δύναμη να σκάβω, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Ξέρω τι πρέπει να κάνω για να είμαι βέβαιος ότι, όταν απομακρυνθώ από τη διαχείριση, να με καλοδεχτούν στα σπίτια τους όλοι εκείνοι που κάνουν δουλειές με τον αφέντη μου’. Και τότε, αφού κάλεσε κάθε έναν από τους χρεοφειλέτες του κυρίου του, είπε στον πρώτο, ‘Πόσα χρωστάς στον κύριό μου;’. Εκείνος απάντησε, ‘Εκατό μεζούρες λάδι’. Τότε είπε ο διαχειριστής, ‘Πάρε το πινάκιό σου, κάθισε κάτω γρήγορα και άλλαξέ το σε πενήντα’. Μετά είπε σε άλλο χρεοφειλέτη, ‘Πόσα χρεωστάς;’ και αυτός αποκρίθηκε, ‘Εκατό μεζούρες σιτάρι’. Τότε είπε ο διαχειριστής, ‘Πάρε το πινάκιό σου και γράψε ογδόντα’. Και το έκανε αυτό με πολλούς άλλους χρεοφειλέτες. Και έτσι αυτός ο ανέντιμος διαχειριστής κοίταξε να κάνει φίλους για τον εαυτό του μετά την απομάκρυνσή του από τη διαχείριση. Ακόμα και ο κύριος και αφέντης του, όταν στη συνέχεια το ανακάλυψε, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο άπιστος διαχειριστής του είχε τουλάχιστον δείξει οξυδέρκεια στον τρόπο με τον οποίο είχε ζητήσει να έχει τα χρειαζούμενα για τις μελλοντικές μέρες της στέρησης και της δυστυχίας. |
|
169:2.4 (1853.7) “Now this unfaithful steward began to say to himself: ‘What shall I do since I am about to lose this stewardship? I have not the strength to dig; to beg I am ashamed. I know what I will do to make certain that, when I am put out of this stewardship, I will be welcomed into the houses of all who do business with my master.’ And then, calling in each of his lord’s debtors, he said to the first, ‘How much do you owe my master?’ He answered, ‘A hundred measures of oil.’ Then said the steward, ‘Take your wax board bond, sit down quickly, and change it to fifty.’ Then he said to another debtor, ‘How much do you owe?’ And he replied, ‘A hundred measures of wheat.’ Then said the steward, ‘Take your bond and write fourscore.’ And this he did with numerous other debtors. And so did this dishonest steward seek to make friends for himself after he would be discharged from his stewardship. Even his lord and master, when he subsequently found out about this, was compelled to admit that his unfaithful steward had at least shown sagacity in the manner in which he had sought to provide for future days of want and adversity. |
169:2.5 (1854.1) Και με αυτό τον τρόπο οι γιοι του κόσμου αυτού μερικές φορές δείχνουν μεγαλύτερη σωφροσύνη στις προετοιμασίες που κάνουν για το μέλλον από ό,τι τα παιδιά του φωτός. Λέω σε σας που σκοπεύετε να αποκτήσετε θησαυρό στον ουρανό: Πάρτε μαθήματα από εκείνους που κάνουν φιλίες με το μαμωνά της αδικίας και κατευθύνετε τις ζωές σας κατά παρόμοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσετε αιώνιες φιλίες με τις δυνάμεις της δικαιοσύνης ώστε όταν όλα τα πράγματα αποτυγχάνουν απολύτως, θα γίνετε δεκτοί με χαρά στις αιώνιες κατοικίες. |
|
169:2.5 (1854.1) “And it is in this way that the sons of this world sometimes show more wisdom in their preparation for the future than do the children of light. I say to you who profess to be acquiring treasure in heaven: Take lessons from those who make friends with the mammon of unrighteousness, and likewise so conduct your lives that you make eternal friendship with the forces of righteousness in order that, when all things earthly fail, you shall be joyfully received into the eternal habitations. |
169:2.6 (1854.2) Επιβεβαιώνω ότι αυτός που είναι αξιόπιστος σε λίγα θα είναι αξιόπιστος και στα πολλά, ενώ αυτός που είναι άδικος σε λίγα θα είναι άδικος και στα πολλά. Αν δεν δείξατε πρόνοια και ακεραιότητα στις υποθέσεις αυτού του κόσμου, πώς μπορείτε να ελπίζετε ότι θα είστε έμπιστοι και συνετοί όταν θα σας εμπιστευθούν τη διαχείριση του αληθινού πλούτου του ουράνιου βασιλείου; Αν δεν είστε καλοί διαχειριστές και αξιόπιστοι τραπεζίτες, αν δεν είστε αξιόπιστοι σε αυτό που ανήκει σε κάποιον άλλον, ποιος θα είναι τόσο τρελός ώστε να σας δώσει μεγάλο θησαυρό επ’ ονόματί σας; |
|
169:2.6 (1854.2) “I affirm that he who is faithful in little will also be faithful in much, while he who is unrighteous in little will also be unrighteous in much. If you have not shown foresight and integrity in the affairs of this world, how can you hope to be faithful and prudent when you are trusted with the stewardship of the true riches of the heavenly kingdom? If you are not good stewards and faithful bankers, if you have not been faithful in that which is another’s, who will be foolish enough to give you great treasure in your own name? |
169:2.7 (1854.3) Και πάλι σας επιβεβαιώνω ότι κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί δυο κυρίους, είτε θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλο, ή διαφορετικά θα αφοσιωθεί στον ένα και θα παραμελήσει τον άλλο. Δεν μπορείτε να υπηρετείτε το Θεό και το μαμωνά». |
|
169:2.7 (1854.3) “And again I assert that no man can serve two masters; either he will hate the one and love the other, or else he will hold to one while he despises the other. You cannot serve God and mammon.” |
169:2.8 (1854.4) Όταν οι Φαρισαίοι που ήταν εκεί τα άκουσαν αυτά, άρχισαν να ειρωνεύονται και να χλευάζουν επειδή έδιναν μεγάλη σημασία στην απόκτηση πλούτου. Οι εχθρικοί αυτοί ακροατές προσπάθησαν να παγιδέψουν τον Ιησού σε ανώφελη συζήτηση, αλλά εκείνος αρνήθηκε να έρθει σε διαμάχη με τους εχθρούς του. Όταν οι Φαρισαίοι άρχισαν να καυγαδίζουν μεταξύ τους, οι δυνατές φωνές τους προσήλκυσαν ένα μεγάλο όχλο που είχε στρατοπεδεύσει εκεί γύρω, και όταν άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους, ο Ιησούς αποτραβήχτηκε, πηγαίνοντας στη σκηνή του για τη νύχτα. |
|
169:2.8 (1854.4) When the Pharisees who were present heard this, they began to sneer and scoff since they were much given to the acquirement of riches. These unfriendly hearers sought to engage Jesus in unprofitable argumentation, but he refused to debate with his enemies. When the Pharisees fell to wrangling among themselves, their loud speaking attracted large numbers of the multitude encamped thereabouts; and when they began to dispute with each other, Jesus withdrew, going to his tent for the night. |
3. Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ^top |
|
3. The Rich Man and the Beggar ^top |
169:3.1 (1854.5) Όταν η φασαρία δυνάμωσε πολύ, ο Σίμων Πέτρος, όρθιος, πήρε τον έλεγχο, λέγοντας: «Άνδρες και αδέλφια, δεν είναι σωστό να φιλονικείτε με τον τρόπο αυτό μεταξύ σας. Ο Κύριος μίλησε και καλά θα κάνετε να σκεφτείτε καλά τα λόγια του. Δεν είναι μια καινούρια θεωρία αυτά που σας μαρτύρησε. Δεν έχετε ποτέ ακούσει την αλληγορία των Ναζαρηνών σχετικά με τον πλούσιο και το ζητιάνο; Μερικοί από εμάς έχουμε ακούσει τον Ιωάννη το Βαπτιστή να βροντοφωνάζει την προειδοποιητική αυτή παραβολή σ’ εκείνους που αγαπούν τα πλούτη και εποφθαλμιούν τον ανέντιμο πλουτισμό. Αν και η παλιά αυτή παραβολή δεν είναι σχετική με το ευαγγέλιο που κηρύττουμε, καλά θα κάνατε να λάβετε υπ’ όψη το δίδαγμά της μέχρι τη στιγμή που θα κατανοήσετε το καινούργιο φως της βασιλείας των ουρανών. Η ιστορία όπως την είπε ο Ιωάννης έχει ως εξής: |
|
169:3.1 (1854.5) When the meeting became too noisy, Simon Peter, standing up, took charge, saying: “Men and brethren, it is not seemly thus to dispute among yourselves. The Master has spoken, and you do well to ponder his words. And this is no new doctrine which he proclaimed to you. Have you not also heard the allegory of the Nazarites concerning the rich man and the beggar? Some of us heard John the Baptist thunder this parable of warning to those who love riches and covet dishonest wealth. And while this olden parable is not according to the gospel we preach, you would all do well to heed its lessons until such a time as you comprehend the new light of the kingdom of heaven. The story as John told it was like this: |
169:3.2 (1854.6) Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος που τον έλεγαν Δίβη, ο οποίος, ντυμένος στην πορφύρα και τα υπέροχα λινά ενδύματα, ζούσε κάθε μέρα μέσα στη χαρά και την πολυτέλεια. Υπήρχε και ένας ζητιάνος που τον έλεγαν Λάζαρο, ξαπλωμένος στην πύλη του πλούσιου, γεμάτος πληγές, ο οποίος επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Ναι, ακόμα και τα σκυλιά ερχόντουσαν και έγλειφαν τις πληγές του. Συνέβη δε να πεθάνει ο ζητιάνος και να μεταφερθεί από τους αγγέλους και να αναπαυθεί στην αγκαλιά του Αβραάμ. Και μετά, αργότερα, πέθανε και ο πλούσιος και θάφτηκε με μεγάλη πομπή και βασιλική μεγαλοπρέπεια. Όταν ο πλούσιος έφυγε από τον κόσμο αυτό, ξύπνησε στον Άδη, και επειδή βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε μακριά τον Αβραάμ και το Λάζαρο στην αγκαλιά του. Τότε ο Δίβης φώναξε δυνατά: ‘Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό για να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί βρίσκομαι σε μεγάλη οδύνη εξαιτίας της τιμωρίας μου’. Τότε αποκρίθηκε ο Αβραάμ: ‘Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ στη ζωή σου απόλαυσες τα αγαθά ενώ ο Λάζαρος με τον ίδιο τρόπο υπέφερε τα δεινά. Τώρα όμως όλα άλλαξαν, δεδομένου ότι ο Λάζαρος παρηγορείται ενώ εσύ βασανίζεσαι. Εκτός αυτού, μεταξύ μας υπάρχει μεγάλο χάσμα ώστε δεν μπορούμε να έρθουμε σε σένα, ούτε εσύ μπορείς να έρθεις σε μας’. Τότε είπε ο Δίβης στον Αβραάμ: ‘Σε ικετεύω να στείλεις το Λάζαρο πίσω στο σπίτι του πατέρα μου, επειδή έχω πέντε αδέλφια, να τους μαρτυρήσει αυτά, ώστε να εμποδίσει τα αδέλφια μου να έλθουν στον τόπο αυτό των βασάνων’. Είπε όμως ο Αβραάμ: ‘Παιδί μου, έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ας τους ακούσουν’. Τότε αποκρίθηκε ο Δίβης: ‘Όχι, όχι, Πατέρα Αβραάμ! Αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’. Και τότε είπε ο Αβραάμ: ‘Εάν δεν ακούνε το Μωυσή και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν ακόμα και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς’». |
|
169:3.2 (1854.6) “There was a certain rich man named Dives, who, being clothed in purple and fine linen, lived in mirth and splendor every day. And there was a certain beggar named Lazarus, who was laid at this rich man’s gate, covered with sores and desiring to be fed with the crumbs which fell from the rich man’s table; yes, even the dogs came and licked his sores. And it came to pass that the beggar died and was carried away by the angels to rest in Abraham’s bosom. And then, presently, this rich man also died and was buried with great pomp and regal splendor. When the rich man departed from this world, he waked up in Hades, and finding himself in torment, he lifted up his eyes and beheld Abraham afar off and Lazarus in his bosom. And then Dives cried aloud: ‘Father Abraham, have mercy on me and send over Lazarus that he may dip the tip of his finger in water to cool my tongue, for I am in great anguish because of my punishment.’ And then Abraham replied: ‘My son, you should remember that in your lifetime you enjoyed the good things while Lazarus in like manner suffered the evil. But now all this is changed, seeing that Lazarus is comforted while you are tormented. And besides, between us and you there is a great gulf so that we cannot go to you, neither can you come over to us.’ Then said Dives to Abraham: ‘I pray you send Lazarus back to my father’s house, inasmuch as I have five brothers, that he may so testify as to prevent my brothers from coming to this place of torment.’ But Abraham said: ‘My son, they have Moses and the prophets; let them hear them.’ And then answered Dives: ‘No, No, Father Abraham! but if one go to them from the dead, they will repent.’ And then said Abraham: ‘If they hear not Moses and the prophets, neither will they be persuaded even if one were to rise from the dead.’” |
169:3.3 (1855.1) Όταν ο Πέτρος διηγήθηκε την παλιά αυτή παραβολή της αδελφότητας των Ναζαρηνών, και εφόσον ο όχλος είχε ησυχάσει, σηκώθηκε ο Ανδρέας και τους απέλυσε για να κοιμηθούν. Αν και αμφότεροι οι απόστολοι και οι μαθητές του συχνά ρωτούσαν τον Ιησού για την παραβολή αυτή του Δίβη και του Λάζαρου, ποτέ δεν συγκατατέθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο γι αυτή. |
|
169:3.3 (1855.1) After Peter had recited this ancient parable of the Nazarite brotherhood, and since the crowd had quieted down, Andrew arose and dismissed them for the night. Although both the apostles and his disciples frequently asked Jesus questions about the parable of Dives and Lazarus, he never consented to make comment thereon. |
4. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ^top |
|
4. The Father and His Kingdom ^top |
169:4.1 (1855.2) Ο Ιησούς πάντα αντιμετώπιζε δυσκολίες με το να εξηγεί στους αποστόλους ότι, ενώ διακήρυτταν την ίδρυση της βασιλείας του Θεού, ο ουράνιος Πατέρας δεν ήταν βασιλιάς. Την εποχή που ο Ιησούς βρισκόταν στη γη και κήρυττε σαν θνητός, ο κόσμος της Ουράντια ήξερε καλά τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες στη διακυβέρνηση των εθνών και οι Ιουδαίοι από πολύ καιρό πριν αφηγούνταν τον ερχομό της βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο αλλά και για άλλους, ο Κύριος σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερο να ονομάσει την πνευματική αδελφότητα των ανθρώπων σαν βασιλεία των ουρανών και το πνεύμα-αρχηγό αυτής της αδελφότητας σαν ουράνιο Πατέρα. Ποτέ δεν αναφέρθηκε ο Ιησούς στον Πατέρα του σαν βασιλιά. Στις τελευταίες συνομιλίες του με τους αποστόλους πάντοτε όταν αναφερόταν στον εαυτό του έλεγε ο Γιος του Ανθρώπου και οι μεγαλύτεροι αδελφοί του. Περιέγραφε όλους τους οπαδούς του σαν υπηρέτες της ανθρωπότητας και αγγελιαφόρους του ευαγγελίου της βασιλείας. |
|
169:4.1 (1855.2) Jesus always had trouble trying to explain to the apostles that, while they proclaimed the establishment of the kingdom of God, the Father in heaven was not a king. At the time Jesus lived on earth and taught in the flesh, the people of Urantia knew mostly of kings and emperors in the governments of the nations, and the Jews had long contemplated the coming of the kingdom of God. For these and other reasons, the Master thought best to designate the spiritual brotherhood of man as the kingdom of heaven and the spirit head of this brotherhood as the Father in heaven. Never did Jesus refer to his Father as a king. In his intimate talks with the apostles he always referred to himself as the Son of Man and as their elder brother. He depicted all his followers as servants of mankind and messengers of the gospel of the kingdom. |
169:4.2 (1855.3) Ο Ιησούς δεν έδωσε ποτέ στους αποστόλους του ένα συστηματικό μάθημα σχετικό με την προσωπικότητα και τη διάθεση του ουράνιου Πατέρα. Ποτέ δεν ζήτησε από τους ανθρώπους να πιστέψουν στον Πατέρα του. Το θεώρησε δεδομένο ότι το έκαναν. Ο Ιησούς ποτέ δεν έκανε μικροπρέπειες προτείνοντας επιχειρήματα για να αποδείξει την πραγματικότητα του Πατέρα. Όλες οι διδασκαλίες του που αφορούσαν τον Πατέρα επικεντρώνονταν στη διακήρυξη ότι αυτός και ο Πατέρας του είναι ένα. Ότι όποιος είδε το Γιο έχει δει τον Πατέρα, ότι ο Πατέρας, όπως ο Γιος, γνωρίζει όλα τα πράγματα, ότι μόνο ο Γιος γνωρίζει πραγματικά τον Πατέρα, και αυτός στον οποίο ο Γιος θα τον αποκαλύψει, ότι όποιος γνωρίζει το Γιο γνωρίζει επίσης τον Πατέρα και ότι ο Πατέρας τον έστειλε στον κόσμο για να αποκαλύψει τη δυαδική φύση του και να δείξει το συνδυασμένο έργο του. Ποτέ δεν έκανε άλλες ανακοινώσεις για τον Πατέρα του εκτός από τη γυναίκα στη Σαμάρεια στο πηγάδι του Ιακώβ, όταν δήλωσε, «Ο Θεός είναι πνεύμα». |
|
169:4.2 (1855.3) Jesus never gave his apostles a systematic lesson concerning the personality and attributes of the Father in heaven. He never asked men to believe in his Father; he took it for granted they did. Jesus never belittled himself by offering arguments in proof of the reality of the Father. His teaching regarding the Father all centered in the declaration that he and the Father are one; that he who has seen the Son has seen the Father; that the Father, like the Son, knows all things; that only the Son really knows the Father, and he to whom the Son will reveal him; that he who knows the Son knows also the Father; and that the Father sent him into the world to reveal their combined natures and to show forth their conjoint work. He never made other pronouncements about his Father except to the woman of Samaria at Jacob’s well, when he declared, “God is spirit.” |
169:4.3 (1856.1) Εσείς μαθαίνετε για τον Θεό από τον Ιησού, με το να παρατηρείτε τη θεία ζωή του, και όχι βασιζόμενοι στις διδασκαλίες του. Από τη ζωή του Κυρίου μπορείτε να αφομοιώσετε εκείνο το σχέδιο του Θεού το οποίο αντιπροσωπεύει το μέγεθος της ικανότητάς σας να αντιληφθείτε τις πνευματικές και θεϊκές αλήθειες, αλήθειες πραγματικές και αιώνιες. Το πεπερασμένο δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα κατανοήσει το Άπειρο εκτός από εκείνο το Άπειρο που εστιάστηκε μέσα στο χωρόχρονο της προσωπικότητας των εμπειριών της πεπερασμένης ανθρώπινης ζωής του Ιησού από τη Ναζαρέτ. |
|
169:4.3 (1856.1) You learn about God from Jesus by observing the divinity of his life, not by depending on his teachings. From the life of the Master you may each assimilate that concept of God which represents the measure of your capacity to perceive realities spiritual and divine, truths real and eternal. The finite can never hope to comprehend the Infinite except as the Infinite was focalized in the time-space personality of the finite experience of the human life of Jesus of Nazareth. |
169:4.4 (1856.2) Ο Ιησούς γνώριζε καλά ότι ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός μόνο μέσα από την πραγματικότητα της εμπειρίας. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητός με την απλή διδασκαλία του μυαλού. Ο Ιησούς δίδαξε τους αποστόλους του ότι, ενώ δεν μπορούν να εννοήσουν πλήρως το Θεό, μπορούν όμως σίγουρα να τον γνωρίσουν, όπως γνώρισαν το Γιο του Ανθρώπου. Μπορείτε να γνωρίσετε το Θεό, όχι κατανοώντας αυτά που είπε ο Ιησούς, αλλά γνωρίζοντας τι υπήρξε ο Ιησούς. Ο Ιησούς υπήρξε η αποκάλυψη του Θεού. |
|
169:4.4 (1856.2) Jesus well knew that God can be known only by the realities of experience; never can he be understood by the mere teaching of the mind. Jesus taught his apostles that, while they never could fully understand God, they could most certainly know him, even as they had known the Son of Man. You can know God, not by understanding what Jesus said, but by knowing what Jesus was. Jesus was a revelation of God. |
169:4.5 (1856.3) Εκτός από τότε που παρέθετε κομμάτια από τις Γραφές των Εβραίων, ο Ιησούς αναφερόταν στη Θεότητα μόνο με δυο ονόματα: Θεός και Πατέρας. Και όταν ο Κύριος αναφερόταν στον Πατέρα του σαν Θεό, συνήθως χρησιμοποιούσε την εβραϊκή λέξη που σήμαινε τον Τριαδικό Θεό και όχι τη λέξη Γιαχβέ, η οποία αποτέλεσε την αρχή στην προοδευτική σκέψη του φυλετικού Θεού των Εβραίων. |
|
169:4.5 (1856.3) Except when quoting the Hebrew scriptures, Jesus referred to Deity by only two names: God and Father. And when the Master made reference to his Father as God, he usually employed the Hebrew word signifying the plural God (the Trinity) and not the word Yahweh, which stood for the progressive conception of the tribal God of the Jews. |
169:4.6 (1856.4) Ο Ιησούς ποτέ δεν αποκάλεσε τον Πατέρα βασιλιά, και στενοχωριόταν πολύ που η ιουδαϊκή ελπίδα για την αποκατάσταση του βασιλείου και η διακήρυξη του Ιωάννη για μια ερχόμενη βασιλεία, τον ανάγκασαν να μετονομάσει την προτεινόμενη πνευματική αδελφότητα σε βασιλεία των ουρανών. Με μόνη εξαίρεση – τη δήλωση ότι «Ο Θεός είναι πνεύμα» – ο Ιησούς δεν αναφέρθηκε ποτέ στη Θεότητα με άλλο τρόπο από τους όρους που περιέγραφαν τη δική του προσωπική σχέση με την Πρώτη Πηγή και Κέντρο του Παραδείσου. |
|
169:4.6 (1856.4) Jesus never called the Father a king, and he very much regretted that the Jewish hope for a restored kingdom and John’s proclamation of a coming kingdom made it necessary for him to denominate his proposed spiritual brotherhood the kingdom of heaven. With the one exception—the declaration that “God is spirit”—Jesus never referred to Deity in any manner other than in terms descriptive of his own personal relationship with the First Source and Center of Paradise. |
169:4.7 (1856.5) Ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη Θεός για να προσδιορίσει την ιδέα της Θεότητας και τη λέξη Πατέρας για να προσδιορίσει την εμπειρία της γνώσης του Θεού. Όταν χρησιμοποιείται η λέξη Πατέρας για να δηλώσει το Θεό, πρέπει να γίνει κατανοητή με τη μεγαλύτερη δυνατή σημασία της. Η λέξη Θεός δεν μπορεί να ερμηνευτεί και επομένως συμβολίζει την αιώνια ιδέα για τον Πατέρα, ενώ ο όρος Πατέρας, επειδή επιδέχεται μερικής ερμηνείας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιπροσωπεύσει την ανθρώπινη ιδέα για το θεϊκό Πατέρα όπως Αυτός συνδέεται με τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της πορείας της θνητής του ζωής. |
|
169:4.7 (1856.5) Jesus employed the word God to designate the idea of Deity and the word Father to designate the experience of knowing God. When the word Father is employed to denote God, it should be understood in its largest possible meaning. The word God cannot be defined and therefore stands for the infinite concept of the Father, while the term Father, being capable of partial definition, may be employed to represent the human concept of the divine Father as he is associated with man during the course of mortal existence. |
169:4.8 (1856.6) Για τους Εβραίους, ο Ελοχίμ ήταν ο Θεός των θεών, ενώ ο Γιαχβέ ήταν ο Θεός του Ισραήλ. Ο Ιησούς δέχτηκε την ιδέα του Ελοχίμ και αποκάλεσε αυτή την ύψιστη ομάδα υπάρξεων Θεό. Στη θέση της ιδέας για το Γιαχβέ, της φυλετικής θεότητας, εισήγαγε την ιδέα της πατρότητας του Θεού και την παγκόσμια αδελφότητα του ανθρώπου. Εξύψωσε την ιδέα για τον Γιαχβέ από ένα θεοποιημένο φυλετικό Πατέρα στην ιδέα του Πατέρα όλων των παιδιών του ανθρώπου, ένα θεϊκό Πατέρα για καθένα πιστό ξεχωριστά. Και επιπλέον δίδαξε ότι αυτός ο Θεός του σύμπαντος και αυτός ο Πατέρας όλων των ανθρώπων ήταν ένας και ο αυτός, η Θεότητα του Παραδείσου. |
|
169:4.8 (1856.6) To the Jews, Elohim was the God of gods, while Yahweh was the God of Israel. Jesus accepted the concept of Elohim and called this supreme group of beings God. In the place of the concept of Yahweh, the racial deity, he introduced the idea of the fatherhood of God and the world-wide brotherhood of man. He exalted the Yahweh concept of a deified racial Father to the idea of a Father of all the children of men, a divine Father of the individual believer. And he further taught that this God of universes and this Father of all men were one and the same Paradise Deity. |
169:4.9 (1856.7) Ο Ιησούς ποτέ δεν διακήρυξε ότι ήταν η εκδήλωση του Ελοχίμ (Θεού) στη θνητή μορφή. Ποτέ δεν δήλωσε ότι ήταν μια αποκάλυψη του Ελοχίμ (Θεού) στον κόσμο. Ποτέ δεν δίδαξε ότι αυτός που τον είχε δει, είχε δει τον Ελοχίμ (Θεό). Όμως διακήρυξε ότι ήταν η αποκάλυψη του Πατέρα στη θνητή μορφή, και πράγματι είπε ότι όποιος τον είχε δει, είχε δει τον Πατέρα. Σαν θεϊκός Γιος υποστήριξε πως αντιπροσώπευε μόνο τον Πατέρα. |
|
169:4.9 (1856.7) Jesus never claimed to be the manifestation of Elohim (God) in the flesh. He never declared that he was a revelation of Elohim (God) to the worlds. He never taught that he who had seen him had seen Elohim (God). But he did proclaim himself as the revelation of the Father in the flesh, and he did say that whoso had seen him had seen the Father. As the divine Son he claimed to represent only the Father. |
169:4.10 (1857.1) Ήταν βεβαίως, και ο Γιος του Ελοχίμ Θεού, αλλά για τη θνητή του ύπαρξη και για τους θνητούς γιους του Θεού, διάλεξε να περιορίσει αυτό που αποκάλυπτε στη ζωή του σχετικά με το χαρακτήρα του Πατέρα του μόνο σε αυτό που θα ήταν περισσότερο κατανοητό για τον θνητό άνθρωπο. Όσον αφορά το χαρακτήρα των άλλων προσωπικοτήτων της Τριάδας του Παραδείσου, μας είναι αρκετό αυτό που μας αναφέρθηκε στη διδασκαλία, ότι μοιάζουν όλες με τον Πατέρα, που σκιαγράφησε το πρόσωπό του στη ζωή του ενσαρκωμένου Γιου, του Ιησού από τη Ναζαρέτ. |
|
169:4.10 (1857.1) He was, indeed, the Son of even the Elohim God; but in the likeness of mortal flesh and to the mortal sons of God, he chose to limit his life revelation to the portrayal of his Father’s character in so far as such a revelation might be comprehensible to mortal man. As regards the character of the other persons of the Paradise Trinity, we shall have to be content with the teaching that they are altogether like the Father, who has been revealed in personal portraiture in the life of his incarnated Son, Jesus of Nazareth. |
169:4.11 (1857.2) Αν και ο Ιησούς αποκάλυψε την αληθινή φύση του ουράνιου Πατέρα στη γήινη ζωή του, όμως δίδαξε ελάχιστα γι αυτόν. Στην πραγματικότητα, δίδαξε μόνο δυο πράγματα: ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ότι, σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σχέση του με τα δημιουργήματά του, είναι Πατέρας. Το βράδυ αυτό ο Ιησούς έκανε την τελευταία του ανακοίνωση για τη σχέση του με το Θεό όταν δήλωνε: «Ήρθα από τον Πατέρα, και ήρθα μέσα στον κόσμο, και πάλι θ’ αφήσω τον κόσμο και θα πάω στον Πατέρα». |
|
169:4.11 (1857.2) Although Jesus revealed the true nature of the heavenly Father in his earth life, he taught little about him. In fact, he taught only two things: that God in himself is spirit, and that, in all matters of relationship with his creatures, he is a Father. On this evening Jesus made the final pronouncement of his relationship with God when he declared: “I have come out from the Father, and I have come into the world; again, I will leave the world and go to the Father.” |
169:4.12 (1857.3) Αλλά σημειώστε! Ποτέ δεν είπε ο Ιησούς, «Όποιος έχει ακούσει εμένα έχει ακούσει το Θεό». Είπε όμως, «Αυτός που είδε εμένα έχει δει τον Πατέρα». Το άκουσμα της διδασκαλίας του Ιησού δεν είναι αντίστοιχο της γνώσης του Θεού, αλλά το να δει κανείς τον Ιησού είναι εμπειρία που από μόνη της αποτελεί την αποκάλυψη του Πατέρα στην ψυχή. Ο Θεός των συμπάντων διοικεί την ευρέως διασπαρμένη δημιουργία, είναι όμως ο ουράνιος Πατέρας που αποστέλλει το πνεύμα του να κατοικήσει μέσα στο μυαλό σας. |
|
169:4.12 (1857.3) But mark you! never did Jesus say, “Whoso has heard me has heard God.” But he did say, “He who has seen me has seen the Father.” To hear Jesus’ teaching is not equivalent to knowing God, but to see Jesus is an experience which in itself is a revelation of the Father to the soul. The God of universes rules the far-flung creation, but it is the Father in heaven who sends forth his spirit to dwell within your minds. |
169:4.13 (1857.4) Ο Ιησούς είναι ο πνευματικός φακός, που μοιάζει με άνθρωπο, ο οποίος καθιστά ορατό στη θνητή ύπαρξη Εκείνον που είναι αόρατος. Είναι ο μεγαλύτερος αδελφός σας που σαν θνητός, σας κάνει γνωστό ένα Ον με άπειρη ιδιότητα το οποίο ούτε τα ουράνια πνεύματα δεν τολμούν καν να κατανοήσουν. Όλο αυτό όμως γίνεται δυνατό με προσωπικό βίωμα του ατόμου-πιστού. Ο Θεός που είναι πνεύμα μπορεί να γίνει γνωστός μόνο σαν πνευματική εμπειρία. Ο Θεός μπορεί να αποκαλυφθεί στα πεπερασμένα παιδιά του υλικού κόσμου, μέσω του θεϊκού Γιου του πνευματικού βασιλείου, μόνο σαν Πατέρας. Μπορείς να γνωρίσεις τον Αιώνιο σαν Πατέρα, μπορείς να τον λατρέψεις σαν Θεό του σύμπαντος, σαν τον άπειρό Δημιουργό όλων των υπάρξεων. |
|
169:4.13 (1857.4) Jesus is the spiritual lens in human likeness which makes visible to the material creature Him who is invisible. He is your elder brother who, in the flesh, makes known to you a Being of infinite attributes whom not even the celestial hosts can presume fully to understand. But all of this must consist in the personal experience of the individual believer. God who is spirit can be known only as a spiritual experience. God can be revealed to the finite sons of the material worlds, by the divine Son of the spiritual realms, only as a Father. You can know the Eternal as a Father; you can worship him as the God of universes, the infinite Creator of all existences. |