Εγγραφο 172   Paper 172
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ   Going into Jerusalem
172:0.1 (1878.1) Ο Ιησούς και οι απόστολοί του έφτασαν στην Βηθανία, λίγο μετά τις τέσσερις την Παρασκευή το απόγευμα, στις 31 Μαρτίου, το 30 μ.Χ. . Ο Λάζαρος, οι αδερφές του, και οι φίλοι τους περίμεναν¨ και εφόσον τόσοι άνθρωποι ερχόντουσαν κάθε μέρα με τον Λάζαρο για την ανάστασή του, ο Ιησούς πληροφορήθηκε ότι είχε κανονιστεί να μείνει με έναν πιστό γείτονα, κάποιον Σίμωνα, τον ηγετικό κάτοικο του μικρού χωριού μετά τον θάνατο του πατέρα του Λαζάρου.   172:0.1 (1878.1) JESUS and the apostles arrived at Bethany shortly after four o’clock on Friday afternoon, March 31, a.d. 30. Lazarus, his sisters, and their friends were expecting them; and since so many people came every day to talk with Lazarus about his resurrection, Jesus was informed that arrangements had been made for him to stay with a neighboring believer, one Simon, the leading citizen of the little village since the death of Lazarus’s father.
172:0.2 (1878.2) Εκείνο το βράδυ, ο Ιησούς δέχτηκε πολλούς επισκέπτες, και οι κοινοί άνθρωποι της Βηθανίας και της Βηθφαγής έκαναν ότι μπορούσαν για να τον κάνουν να αισθάνεται ευπρόσδεκτος. Αν και πολλοί νόμιζαν ότι ο Ιησούς πήγαινε τώρα στην Ιερουσαλήμ, περιφρονώντας την καταδίκη του σε θάνατο από τους Σανχρεντίν, για να ανακηρυχθεί βασιλέας των Ιουδαίων, η οικογένεια της Βηθανίας—ο Λάζαρος, η Μάρθα, και η Μαρία—συνειδητοποίησαν περισσότερο ότι ο Κύριος δεν ήταν τέτοιου είδους βασιλιάς¨ προαισθανόντουσαν αμυδρά ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία του επίσκεψη στην Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ.   172:0.2 (1878.2) That evening, Jesus received many visitors, and the common folks of Bethany and Bethpage did their best to make him feel welcome. Although many thought Jesus was now going into Jerusalem, in utter defiance of the Sanhedrin’s decree of death, to proclaim himself king of the Jews, the Bethany family—Lazarus, Martha, and Mary—more fully realized that the Master was not that kind of a king; they dimly felt that this might be his last visit to Jerusalem and Bethany.
172:0.3 (1878.3) Οι αρχιερείς πληροφορήθηκαν ότι ο Ιησούς βρισκόταν στην Βηθανία, αλλά θεώρησαν καλύτερο να μην επιχειρήσουν να τον συλλάβουν ανάμεσα στους φίλους του¨ αποφάσισαν να περιμένουν να έρθει στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς τα γνώριζε όλα αυτά, αλλά είχε μια μεγαλειώδη ηρεμία¨ οι φίλοι του ποτέ δεν τον είχαν δει τόσο ατάραχο και πρόσχαρο¨ ακόμα και οι απόστολοί του τα είχαν χαμένα που δεν τον ένοιαζε καθόλου που οι Σανχρεντίν είχαν ζητήσει από όλο τον Εβραϊκό κόσμο να τον παραδώσει στα χέρια τους. Όταν κοιμόταν ο Κύριος εκείνη την νύχτα, οι απόστολοι τον φύλαγαν ανά δύο, και πολλοί από αυτούς ήταν ζωσμένοι με τα σπαθιά τους. Νωρίς το επόμενο πρωί ξύπνησαν από τους εκατοντάδες προσκυνητών που βγήκαν από την Ιερουσαλήμ, παρότι ήταν Σάββατο, να δουν τον Ιησού και τον Λάζαρο, τον οποίον είχε αναστήσει από τους νεκρούς.   172:0.3 (1878.3) The chief priests were informed that Jesus lodged at Bethany, but they thought best not to attempt to seize him among his friends; they decided to await his coming on into Jerusalem. Jesus knew about all this, but he was majestically calm; his friends had never seen him more composed and congenial; even the apostles were astounded that he should be so unconcerned when the Sanhedrin had called upon all Jewry to deliver him into their hands. While the Master slept that night, the apostles watched over him by twos, and many of them were girded with swords. Early the next morning they were awakened by hundreds of pilgrims who came out from Jerusalem, even on the Sabbath day, to see Jesus and Lazarus, whom he had raised from the dead.
1. ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΒΗΘΑΝΙΑ ^top   1. Sabbath at Bethany ^top
172:1.1 (1878.4) Οι προσκυνητές έξω από την Ιουδαία, αλλά και οι Ιουδαϊκές αρχές, όλοι ρωτούσαν: «Τι νομίζετε; θα έρθει ο Ιησούς στην γιορτή;» Έτσι λοιπόν, όταν οι άνθρωποι άκουσαν ότι ο Ιησούς βρισκόταν στην Βηθανία, χάρηκαν, αλλά οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι απόρησαν κάπως. Χάρηκαν που θα τον είχαν στην δικαιοδοσία τους, αλλά ενοχλήθηκαν κάπως, και απόρησαν από την τόλμη του¨ θυμόντουσαν ότι στην προηγούμενη επίσκεψή του στην Βηθανία, ο Λάζαρος είχα αναστηθεί από τους νεκρούς, και ο Λάζαρος γινόταν μεγάλο πρόβλημα για τους εχθρούς του Ιησού.   172:1.1 (1878.4) Pilgrims from outside of Judea, as well as the Jewish authorities, had all been asking: “What do you think? will Jesus come up to the feast?” Therefore, when the people heard that Jesus was at Bethany, they were glad, but the chief priests and Pharisees were somewhat perplexed. They were pleased to have him under their jurisdiction, but they were a trifle disconcerted by his boldness; they remembered that on his previous visit to Bethany, Lazarus had been raised from the dead, and Lazarus was becoming a big problem to the enemies of Jesus.
172:1.2 (1878.5) Έξι μέρες πριν το Πάσχα, το βράδυ μετά το Σάββατο , όλη η Βηθανία και η Βηθφαγία μαζεύτηκαν για να εορτάσουν την άφιξη του Ιησού σε ένα δημόσιο συμπόσιο στο σπίτι του Σίμωνα. Αυτό το γεύμα ήταν προς τιμήν και του Ιησού και του Λάζαρου¨ προσφερόταν περιφρονώντας τους Σανχρεντίν. Η Μάρθα διεύθυνε το σερβίρισμα του φαγητού¨ η αδερφή της η Μαρία ήταν ανάμεσα στις γυναίκες θεατές αφού σύμφωνα με το έθιμο των Εβραίων δεν επιτρεπόταν σε μια γυναίκα να κάθεται σε ένα δημόσιο συμπόσιο. Οι πράκτορες των Σανχρεντίν ήταν παρόντες, αλλά φοβόντουσαν να συλλάβουν τον Ιησού ανάμεσα στους φίκους του.   172:1.2 (1878.5) Six days before the Passover, on the evening after the Sabbath, all Bethany and Bethpage joined in celebrating the arrival of Jesus by a public banquet at the home of Simon. This supper was in honor of both Jesus and Lazarus; it was tendered in defiance of the Sanhedrin. Martha directed the serving of the food; her sister Mary was among the women onlookers as it was against the custom of the Jews for a woman to sit at a public banquet. The agents of the Sanhedrin were present, but they feared to apprehend Jesus in the midst of his friends.
172:1.3 (1879.1) Ο Ιησούς μίλησε με τον Σίμωνα για τον παλαιό Ιωσουά, του οποίου το όνομα είχε πάρει, και εξιστόρησε πως ο Ιωσουά και οι Ισραηλίτες είχαν φτάσει στην Ιερουσαλήμ μέσα από την Ιεριχώ. Σχολιάζοντας τον θρύλο για την πτώση των τειχών της Ιεριχούς, ο Ιησούς είπε: «Δεν ασχολούμαι με τέτοιους τείχους από τούβλα και πέτρα¨ αλλά θα έκανα τα τείχη της προκατάληψης, του φαρισαϊσμού, και του μίσους κομμάτια ενώπιον του κηρύγματος της αγάπης του Πατέρα για όλους τους ανθρώπους.»   172:1.3 (1879.1) Jesus talked with Simon about Joshua of old, whose namesake he was, and recited how Joshua and the Israelites had come up to Jerusalem through Jericho. In commenting on the legend of the walls of Jericho falling down, Jesus said: “I am not concerned with such walls of brick and stone; but I would cause the walls of prejudice, self-righteousness, and hate to crumble before this preaching of the Father’s love for all men.”
172:1.4 (1879.2) Το συμπόσιο συνεχίστηκε με πολύ εύθυμο και φυσιολογικό τρόπο εκτός από το ότι οι απόστολοι ήταν ασυνήθιστα σοβαροί. Ο Ιησούς ήταν ιδιαίτερα εύθυμος και έπαιζε με τα παιδιά μέχρι την στιγμή που πήγε στο τραπέζι.   172:1.4 (1879.2) The banquet went along in a very cheerful and normal manner except that all the apostles were unusually sober. Jesus was exceptionally cheerful and had been playing with the children up to the time of coming to the table.
172:1.5 (1879.3) Τίποτα ασυνήθιστο δεν συνέβη μέχρι σχεδόν στο τέλος της εορτής όταν η Μαρία η αδερφή του Λαζάρου προχώρησε μπροστά μέσα από τις γυναίκες θεατές και, πηγαίνοντας εκεί που καθόταν ο Ιησούς σαν καλεσμένος επί των τιμών, άνοιξε ένα μεγάλο αλαβάστρινο μπουκάλι με ένα πολύ σπάνιο και ακριβό άρωμα¨ αφού άλειψε το κεφάλι του Κυρίου, άρχισε να το ρίχνει στα πόδια του και λύνοντας τα μαλλιά της, του σκούπισε με αυτά τα πόδια του. Όλο το σπίτι γέμισε με το μυρωδιά του μύρου, και όλοι οι παρόντες παραξενεύτηκαν με αυτό που έκανε η Μαρία. Ο Λάζαρος δεν είπε τίποτα, αλλά όταν μερικοί άνθρωποι μουρμούριζαν, δείχνοντας αγανάκτηση που χρησιμοποιήθηκε έτσι ένα τόσο ακριβό μύρο, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πήγε εκεί που καθόταν ο Ανδρέας και είπε: «Γιατί αυτό το άρωμα δεν πουλήθηκε και τα χρήματα να δοθούν για να τραφούν οι φτωχοί; Θα έπρεπε να μιλήσεις στον Κύριο για να κατακρίνει μια τέτοια σπατάλη.»   172:1.5 (1879.3) Nothing out of the ordinary happened until near the close of the feasting when Mary the sister of Lazarus stepped forward from among the group of women onlookers and, going up to where Jesus reclined as the guest of honor, proceeded to open a large alabaster cruse of very rare and costly ointment; and after anointing the Master’s head, she began to pour it upon his feet as she took down her hair and wiped them with it. The whole house became filled with the odor of the ointment, and everybody present was amazed at what Mary had done. Lazarus said nothing, but when some of the people murmured, showing indignation that so costly an ointment should be thus used, Judas Iscariot stepped over to where Andrew reclined and said: “Why was this ointment not sold and the money bestowed to feed the poor? You should speak to the Master that he rebuke such waste.”
172:1.6 (1879.4) Ο Ιησούς, γνωρίζοντας τι σκεφτόντουσαν και ακούγοντας τι έλεγαν, έβαλε το χέρι του στο κεφάλι της Μαρίας όπως αυτή ήταν γονατισμένη δίπλα του και, με μια καλοσυνάτη έκφραση στο πρόσωπό του, είπε: «Αφήστε την ήσυχη, όλοι σας. Γιατί την ενοχλείτε γι αυτό, αφού βλέπετε ότι έχει κάνει κάτι καλό μέσα από την καρδιά της; Σε σας που μουρμουράτε και λετε ότι αυτό το μύρο θα έπρεπε να πουληθεί και τα χρήματα να δοθούν στους φτωχούς, αφήστε με να σας πω ότι τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα δίπλα σας, και έτσι θα μπορείτε να τους προσφέρετε όποια στιγμή θεωρείτε σωστή¨ αλλά εγώ δεν θα βρίσκομαι πάντα μαζί σας¨ σύντομα θα πάω στον Πατέρα μου. Αυτή η γυναίκα έχει από καιρό κρατήσει αυτό το μύρο για το σώμα μου στην ταφή μου, και τώρα που της φάνηκε καλό να με χρίσει με αυτό πριν τον θάνατό μου που πλησιάζει, δεν πρέπει να της αρνηθούμε αυτή την ικανοποίηση. Κάνοντας αυτό, η Μαρία έχει αποδειχτεί καλύτερή σας γιατί με αυτή της την πράξη αποδεικνύει την πίστη της σε όσα είπα για τον θάνατό μου και την ανάληψή μου στον Πατέρα μου στον ουρανό. Αυτή η γυναίκα θα επικριθεί γι αυτό που έκανε αυτή τη νύχτα¨ μάλλον σας λέγω ότι στα χρόνια που θα έρθουν, όπου κηρυχτεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, η μνήμη της θα τιμηθεί γι αυτό που έκανε.»   172:1.6 (1879.4) Jesus, knowing what they thought and hearing what they said, put his hand upon Mary’s head as she knelt by his side and, with a kindly expression upon his face, said: “Let her alone, every one of you. Why do you trouble her about this, seeing that she has done a good thing in her heart? To you who murmur and say that this ointment should have been sold and the money given to the poor, let me say that you have the poor always with you so that you may minister to them at any time it seems good to you; but I shall not always be with you; I go soon to my Father. This woman has long saved this ointment for my body at its burial, and now that it has seemed good to her to make this anointing in anticipation of my death, she shall not be denied such satisfaction. In the doing of this, Mary has reproved all of you in that by this act she evinces faith in what I have said about my death and ascension to my Father in heaven. This woman shall not be reproved for that which she has this night done; rather do I say to you that in the ages to come, wherever this gospel shall be preached throughout the whole world, what she has done will be spoken of in memory of her.”
172:1.7 (1879.5) Ήταν εξαιτίας αυτής της επίπληξης, που την πήρε και σαν προσωπική του αποδοκιμασία, που ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πήρε την τελική απόφαση να πάρει εκδίκηση για τα πληγωμένα του αισθήματα. Πολλές φορές είχε τέτοιες ιδέες υποσυνείδητα, αλλά τώρα τόλμησε να κάνει αυτές τις πονηρές σκέψεις στον ανοιχτό και συνειδητό νου του. Και πολλοί άλλοι τον ενθάρρυναν σε αυτή του την στάση εφόσον το κόστος αυτού του μύρου ήταν ένα ποσό ίσο με τα κέρδη ενός ανθρώπου σε έναν ολόκληρο χρόνο—αρκετά για να παρέχουν ψωμί σε πέντε χιλιάδες άτομα. Αλλά η Μαρία αγαπούσε τον Ιησού¨ είχε φυλάξει αυτό το πολύτιμο μύρο για να αλείψει το σώμα του Κυρίου στον θάνατό του, γιατί είχε πιστέψει στα λόγια του όταν τους είχε προειδοποιήσει ότι πρέπει να πεθάνει, και δεν θα της απαγόρευε κανένας να αλλάξει γνώμη και να επιλέξει να χρησιμοποιήσει την δωρεά της στον Κύριο όσο ήταν ακόμα ζωντανός.   172:1.7 (1879.5) It was because of this rebuke, which he took as a personal reproof, that Judas Iscariot finally made up his mind to seek revenge for his hurt feelings. Many times had he entertained such ideas subconsciously, but now he dared to think such wicked thoughts in his open and conscious mind. And many others encouraged him in this attitude since the cost of this ointment was a sum equal to the earnings of one man for one year—enough to provide bread for five thousand persons. But Mary loved Jesus; she had provided this precious ointment with which to embalm his body in death, for she believed his words when he forewarned them that he must die, and it was not to be denied her if she changed her mind and chose to bestow this offering upon the Master while he yet lived.
172:1.8 (1879.6) Και ο Λάζαρος και η Μάρθα ήξεραν ότι η Μαρία είχε από καιρό μαζέψει τα χρήματα για να αγοράσει αυτό το σπάνιο μύρο, και με όλη τους την καρδιά ενέκριναν την πράξη της αυτή, αφού η καρδιά της επιθυμούσε κάτι τέτοιο, και ήταν εύποροι και μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια τέτοια προσφορά.   172:1.8 (1879.6) Both Lazarus and Martha knew that Mary had long saved the money wherewith to buy this cruse of spikenard, and they heartily approved of her doing as her heart desired in such a matter, for they were well-to-do and could easily afford to make such an offering.
172:1.9 (1880.1) Όταν οι αρχιερείς άκουσαν γι αυτό το γεύμα στην Βηθανία με τον Ιησού και τον Λάζαρο, άρχισαν να κάνουν διαβουλεύσεις μεταξύ τους για το τι να κάνουν με τον Λάζαρο. Και τελικά αποφάσισαν ότι και ο Λάζαρος έπρεπε να πεθάνει. Κατέληξαν ότι θα ήταν ανώφελο να θανατώσουν τον Ιησού και να άφηναν τον Λάζαρο, τον οποίο αυτός είχε αναστήσει από τον θάνατο, να ζει.   172:1.9 (1880.1) When the chief priests heard of this dinner in Bethany for Jesus and Lazarus, they began to take counsel among themselves as to what should be done with Lazarus. And presently they decided that Lazarus must also die. They rightly concluded that it would be useless to put Jesus to death if they permitted Lazarus, whom he had raised from the dead, to live.
2. ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ^top   2. Sunday Morning with the Apostles ^top
172:2.1 (1880.2) Εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, στον όμορφο κήπο του Σίμωνα, ο Κύριος κάλεσε τους δώδεκα απόστολους κοντά του και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες πριν την είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Τους είπε ότι πιθανόν να έδινε πολλές ομιλίες και να δίδασκε πολλά μαθήματα πριν επέστρεφε στον Πατέρα του αλλά συμβούλεψε τους αποστόλους να αποφύγουν να κάνουν δημόσιο έργο πριν την διαμονή τους στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα. Τους ζήτησε να μείνουν κοντά του και να «παρατηρούν και να προσεύχονται». Ο Ιησούς γνώριζε, ότι ακόμα και τότε, πολλοί από τους αποστόλους του και από τους άμεσους οπαδούς του είχαν επάνω τους κρυμμένα σπαθιά, αλλά δεν ανάφερε τίποτα γι αυτό.   172:2.1 (1880.2) On this Sunday morning, in Simon’s beautiful garden, the Master called his twelve apostles around him and gave them their final instructions preparatory to entering Jerusalem. He told them that he would probably deliver many addresses and teach many lessons before returning to the Father but advised the apostles to refrain from doing any public work during this Passover sojourn in Jerusalem. He instructed them to remain near him and to “watch and pray.” Jesus knew that many of his apostles and immediate followers even then carried swords concealed on their persons, but he made no reference to this fact.
172:2.2 (1880.3) Οι οδηγίες εκείνου του πρωινού περιλάμβαναν μια σύντομη ανασκόπηση του έργου τους από την ημέρα της χειροτονίας τους κοντά στην Καπερναούμ, μέχρι εκείνη την μέρα που ετοιμαζόντουσαν να μπουν στην Ιερουσαλήμ. Οι απόστολοι άκουγαν σιωπηλά¨ δεν έκαναν καμία ερώτηση.   172:2.2 (1880.3) This morning’s instructions embraced a brief review of their ministry from the day of their ordination near Capernaum down to this day when they were preparing to enter Jerusalem. The apostles listened in silence; they asked no questions.
172:2.3 (1880.4) Νωρίς εκείνο το πρωί ο Δαβίδ του Ζεβεδαίου είχε παραδώσει στον Ιούδα τα έσοδα από την πώληση του εξοπλισμού του καταυλισμού της Πέλλας, και ο Ιούδας με την σειρά του, παράδωσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών στα χέρια του Σίμωνα, του οικοδεσπότη τους, για να τα φυλάξει για τις κρίσιμες καταστάσεις της εισόδου τους στην Ιερουσαλήμ.   172:2.3 (1880.4) Early that morning David Zebedee had turned over to Judas the funds realized from the sale of the equipment of the Pella encampment, and Judas, in turn, had placed the greater part of this money in the hands of Simon, their host, for safekeeping in anticipation of the exigencies of their entry into Jerusalem.
172:2.4 (1880.5) Μετά την συνδιάσκεψη με τους αποστόλους του ο Ιησούς κουβέντιασε με τον Λάζαρο και τον καθοδήγησε να αποφύγει να θυσιάσει την ζωή του στην εκδικητικότητα των Σανχεντρίν. Και υπακούοντας αυτή την συμβουλή, ο Λάζαρος διέφυγε στην Φιλαδέλφεια όταν οι Σανχεντρίν έστειλαν ανθρώπους να τον συλλάβουν.   172:2.4 (1880.5) After the conference with the apostles Jesus held converse with Lazarus and instructed him to avoid the sacrifice of his life to the vengefulness of the Sanhedrin. It was in obedience to this admonition that Lazarus, a few days later, fled to Philadelphia when the officers of the Sanhedrin sent men to arrest him.
172:2.5 (1880.6) Κατά κάποιο τρόπο, όλοι οι οπαδοί του Ιησού διαισθανόντουσαν την επικείμενη κρίση, αλλά δεν μπορούσαν να την συνειδητοποιήσουν εντελώς, εξαιτίας της ασυνήθιστης ευθυμίας και εξαιρετικά καλής διάθεσης του Κυρίου.   172:2.5 (1880.6) In a way, all of Jesus’ followers sensed the impending crisis, but they were prevented from fully realizing its seriousness by the unusual cheerfulness and exceptional good humor of the Master.
3. ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ^top   3. The Start for Jerusalem ^top
172:3.1 (1880.7) Η Βηθανία απείχε περίπου δύο μίλια από τον ναό, και ήταν μία και μισή εκείνο το απόγευμα της Κυριακής όταν ο Ιησούς ετοιμάστηκε να ξεκινήσει για την Ιερουσαλήμ. Αγαπούσε βαθιά την Βηθανία και τους απλούς ανθρώπους της. Η Ναζαρέτ, η Καπερναούμ, και η Ιερουσαλήμ τον είχαν απορρίψει, αλλά η Βηθανία τον είχε δεχτεί και είχε πιστέψει σε αυτόν. Ήταν σε αυτό το μικρό χωριό, όπου σχεδόν κάθε άνδρας, γυναίκα, και παιδί ήταν πιστοί, που διάλεξε να εκτελέσει το σημαντικότερο έργο του στην γη, την ανάσταση του Λαζάρου. Δεν ανάστησε τον Λάζαρο για να πιστέψουν οι χωρικοί, αλά επειδή ήδη πίστευαν.   172:3.1 (1880.7) Bethany was about two miles from the temple, and it was half past one that Sunday afternoon when Jesus made ready to start for Jerusalem. He had feelings of profound affection for Bethany and its simple people. Nazareth, Capernaum, and Jerusalem had rejected him, but Bethany had accepted him, had believed in him. And it was in this small village, where almost every man, woman, and child were believers, that he chose to perform the mightiest work of his earth bestowal, the resurrection of Lazarus. He did not raise Lazarus that the villagers might believe, but rather because they already believed.
172:3.2 (1880.8) Όλο το πρωί ο Ιησούς σκεφτόταν αυτή την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ. Μέχρι εκείνη την στιγμή πάντα προσπαθούσε να αποφύγει οποιαδήποτε αναφορά του πλήθους σε αυτόν ως Μεσσία, αλλά τώρα ήταν διαφορετικά¨ πλησίαζε προς το τέλος της επίγειας καριέρας του, ο θάνατος του είχε αποφασιστεί από τους Σανχεντρίν, και δεν θα έβλαπτε αν άφηνε τους μαθητές του να εκφράσουν ελεύθερα τα αισθήματά τους, αφού είχε αποφασίσει να κάνει μια επίσημη και δημόσια είσοδο στην πόλη.   172:3.2 (1880.8) All morning Jesus had thought about his entry into Jerusalem. Heretofore he had always endeavored to suppress all public acclaim of him as the Messiah, but it was different now; he was nearing the end of his career in the flesh, his death had been decreed by the Sanhedrin, and no harm could come from allowing his disciples to give free expression to their feelings, just as might occur if he elected to make a formal and public entry into the city.
172:3.3 (1881.1) Ο Ιησούς δεν αποφάσισε να κάνει αυτή την δημόσια είσοδο στην Ιερουσαλήμ σαν ένα τελευταίο κάλεσμα για την λαϊκή εύνοια ή σαν μια τελευταία προσπάθεια για απόκτηση δύναμης. Ούτε το έκανε για να ικανοποιήσει τους ανθρώπινους πόθους των μαθητών του και των αποστόλων του. Ο Ιησούς δεν είχε καθόλου τις ψευδαισθήσεις ενός φαντασιόπληκτου ονειροπόλου¨ γνώριζε καλά ποια θα ήταν η έκβαση αυτής της επίσκεψης.   172:3.3 (1881.1) Jesus did not decide to make this public entrance into Jerusalem as a last bid for popular favor nor as a final grasp for power. Neither did he do it altogether to satisfy the human longings of his disciples and apostles. Jesus entertained none of the illusions of a fantastic dreamer; he well knew what was to be the outcome of this visit.
172:3.4 (1881.2) Έχοντας αποφασίσει να κάνει δημόσια είσοδο στην Ιερουσαλήμ , ο Κύριος ήρθε αντιμέτωπος με την αναγκαιότητα της επιλογής μιας κατάλληλης μεθόδου που θα εκτελούσε αυτό το επιχείρημα. Ο Ιησούς σκέφτηκε εκ νέου τις πολλές και αντιφατικές αποκαλούμενες Μεσσιανικές προφητείες, αλλά φαινόταν να υπάρχει μόνο μία που ήταν κατάλληλη για να την ακολουθήσει. Οι πιο πολλές από αυτές τις προφητικές ρήσεις απεικόνιζαν έναν βασιλέα, τον γιο και διάδοχο του Δαβίδ, έναν γενναίο και επιθετικό εγκόσμιο απελευθερωτή όλου του Ισραήλ από τον ζυγό κάθε ξένης κυριαρχίας. Αλλά υπήρχε μια Γραφή που είχε κάποτε συσχετιστεί με τον Μεσσία από εκείνους που είχαν μια πιο πνευματική αντίληψη της αποστολής του, που ο Ιησούς θεώρησε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με συνέπεια σαν οδηγό στην επικείμενη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ. Αυτή η Γραφή ήταν του Ζαχαρία, και έλεγε: «Μεγάλη χαρά σε σένα, Ω κόρη της Σιών¨ φώναξε, Ω κόρη της Ιερουσαλήμ. Κοίτα, έρχεται ο βασιλέας σου. Είναι δίκαιος και φέρει την σωτηρία. Έρχεται σαν ο πιο ταπεινός, πάνω σε ένα γάιδαρο, πάνω σε ένα πουλάρι, το πουλάρι ενός γαϊδάρου.»   172:3.4 (1881.2) Having decided upon making a public entrance into Jerusalem, the Master was confronted with the necessity of choosing a proper method of executing such a resolve. Jesus thought over all of the many more or less contradictory so-called Messianic prophecies, but there seemed to be only one which was at all appropriate for him to follow. Most of these prophetic utterances depicted a king, the son and successor of David, a bold and aggressive temporal deliverer of all Israel from the yoke of foreign domination. But there was one Scripture that had sometimes been associated with the Messiah by those who held more to the spiritual concept of his mission, which Jesus thought might consistently be taken as a guide for his projected entry into Jerusalem. This Scripture was found in Zechariah, and it said: “Rejoice greatly, O daughter of Zion; shout, O daughter of Jerusalem. Behold, your king comes to you. He is just and he brings salvation. He comes as the lowly one, riding upon an ass, upon a colt, the foal of an ass.”
172:3.5 (1881.3) Ένας πολεμιστής βασιλέας πάντα έμπαινε σε μια πόλη ιππεύοντας σε ένα άλογο¨ ένας βασιλέας σε ειρηνική και φιλική αποστολή πάντα έμπαινε ιππεύοντας ένα γαϊδούρι. Ο Ιησούς δεν ήθελε να εισέλθει στην Ιερουσαλήμ σαν ένας άνδρας πάνω σε ένα άλογο, αλλά ήταν πρόθυμος να εισέλθει ειρηνικά και με καλή θέληση σαν ο Υιός του Ανθρώπου πάνω σε ένα γαϊδούρι.   172:3.5 (1881.3) A warrior king always entered a city riding upon a horse; a king on a mission of peace and friendship always entered riding upon an ass. Jesus would not enter Jerusalem as a man on horseback, but he was willing to enter peacefully and with good will as the Son of Man on a donkey.
172:3.6 (1881.4) Ο Ιησούς πολύ καιρό προσπαθούσε με την άμεση διδασκαλία του να πείσει τους αποστόλους του και τους μαθητές του ότι το βασίλειό του δεν ήταν σε αυτόν τον κόσμο, ότι ήταν ζήτημα εντελώς πνευματικό¨ αλλά δεν πέτυχε σε αυτή του την προσπάθεια. Τώρα, αυτό που είχε αποτύχει να κάνει με την απλή και προσωπική διδασκαλία, θα επιχειρούσε να το πετύχει με μια συμβολική πράξη. Έτσι, αμέσως μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο Ιησούς κάλεσε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, και αφού τους έδωσε την εντολή να πάνε στην Βηθφαγία, ένα γειτονικό χωριό λίγο έξω από τον κύριο δρόμο και μικρή Αόστας βορειοδυτικά της Βηθανίας, είπε ακόμα: «Πηγαίνετε στην Βηθφαγία, και όταν φτάσετε στην διασταύρωση των δρόμων, θα βρείτε το πουλάρι ενός γαϊδουριού δεμένο εκεί. Λύστε το πουλάρι και πάρτε το μαζί σας. Αν κανένας σας ρωτήσει γιατί το κάνετε αυτό, απλά πείτε, «Ο Κύριος το χρειάζεται»». Και όταν οι δύο απόστολοι πήγαν στην Βηθφαγία όπως τους είπε ο Κύριος, βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά στην μητέρα του σε ένα ανοιχτό δρόμο και κοντά σε ένα σπίτι στην γωνία. Όταν ο Πέτρος άρχισε να λύνει το πουλάρι, ο ιδιοκτήτης ήρθε και τους ρώτησε γιατί το έκαναν αυτό, και όταν ο Πέτρος του απάντησε όπως του είχε πει ο Ιησούς, ο άνδρας είπε: «Αν ο Κύριός σας είναι ο Ιησούς από την Γαλιλαία, ας πάρει το πουλάρι.» Και έτσι επέστρεψαν φέρνοντας το πουλάρι μαζί τους.   172:3.6 (1881.4) Jesus had long tried by direct teaching to impress upon his apostles and his disciples that his kingdom was not of this world, that it was a purely spiritual matter; but he had not succeeded in this effort. Now, what he had failed to do by plain and personal teaching, he would attempt to accomplish by a symbolic appeal. Accordingly, right after the noon lunch, Jesus called Peter and John, and after directing them to go over to Bethpage, a neighboring village a little off the main road and a short distance northwest of Bethany, he further said: “Go to Bethpage, and when you come to the junction of the roads, you will find the colt of an ass tied there. Loose the colt and bring it back with you. If anyone asks you why you do this, merely say, ‘The Master has need of him.’” And when the two apostles had gone into Bethpage as the Master had directed, they found the colt tied near his mother in the open street and close to a house on the corner. As Peter began to untie the colt, the owner came over and asked why they did this, and when Peter answered him as Jesus had directed, the man said: “If your Master is Jesus from Galilee, let him have the colt.” And so they returned bringing the colt with them.
172:3.7 (1881.5) Μέχρι εκείνη την στιγμή αρκετές εκατοντάδες προσκυνητές είχαν συγκεντρωθεί κοντά στον Ιησού και τους αποστόλους του. Μέχρι το μεσημέρι οι επισκέπτες που περνούσαν από εκεί πηγαίνοντας για το Πάσχα έμειναν και αυτοί. Εν τω μεταξύ, ο Δαβίδ του Ζεβεδαίου και μερικοί από τους προηγούμενους αγγελιαφόρους του πήραν την πρωτοβουλία να πάνε πρώτοι στην Ιερουσαλήμ, όπου διέδωσαν τα νέα στα πλήθη των επισκεπτών προσκυνητών γύρω από τον ναό, ότι ο Ιησούς της Ναζαρέτ θα έκανε πανηγυρική είσοδο στην πόλη. Έτσι, πολλές χιλιάδες από εκείνους τους επισκέπτες μαζεύτηκαν για να χαιρετήσουν αυτόν τον πολυσυζητημένο προφήτη και θαυματοποιό, που πολλοί πίστευαν ότι είναι ο Μεσσίας. Αυτό το πλήθος. Βγαίνοντας από την Ιερουσαλήμ, συνάντησε τον Ιησού και το πλήθος που έμπαινε στην πόλη μόλις πέρασαν από το όρος των Ελαιών και είχαν αρχίσει την κάθοδό τους προς την πόλη.   172:3.7 (1881.5) By this time several hundred pilgrims had gathered around Jesus and his apostles. Since midforenoon the visitors passing by on their way to the Passover had tarried. Meanwhile, David Zebedee and some of his former messenger associates took it upon themselves to hasten on down to Jerusalem, where they effectively spread the report among the throngs of visiting pilgrims about the temple that Jesus of Nazareth was making a triumphal entry into the city. Accordingly, several thousand of these visitors flocked forth to greet this much-talked-of prophet and wonder-worker, whom some believed to be the Messiah. This multitude, coming out from Jerusalem, met Jesus and the crowd going into the city just after they had passed over the brow of Olivet and had begun the descent into the city.
172:3.8 (1882.1) Όταν η πομπή ξεκίνησε από την Βηθανία, υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός στο εορταστικό πλήθος των μαθητών, πιστών, και επισκεπτών προσκυνητών, που πολλοί προερχόντουσαν από την Γαλιλαία σαι την Περέα. Λίγο πριν ξεκινήσουν, οι δώδεκα γυναίκες του αρχικού γυναικείου σώματος, συνοδευόμενες από μερικούς από τους συνεργάτες τους, έφτασαν σε εκείνο το μέρος και προστέθηκαν στην κανονική πομπή που κινιόταν χαρωπά προς την πόλη.   172:3.8 (1882.1) As the procession started out from Bethany, there was great enthusiasm among the festive crowd of disciples, believers, and visiting pilgrims, many hailing from Galilee and Perea. Just before they started, the twelve women of the original women’s corps, accompanied by some of their associates, arrived on the scene and joined this unique procession as it moved on joyously toward the city.
172:3.9 (1882.2) Πριν ξεκινήσουν, οι δίδυμοι Αλφαίοι έβαλαν τους μανδύες τους πάνω στον γάιδαρο και τον κράτησαν για να ανέβει και ο Κύριος. Καθώς η πομπή πήγαινε προς την κορυφή του όρους των Ελαιών, το πανηγυρικό πλήθος πέταξε τους μανδύες του στο έδαφος και έφεραν κλαδιά από τα κοντινά δέντρα για να φτιάξουν ένα τιμητικό χαλί για το γαϊδούρι που μετέφερε τον βασιλικό Υιό, τον αναμενόμενο Μεσσία. Όταν το χαρούμενο πλήθος πλησίαζε προς την Ιερουσαλήμ, άρχισαν να τραγουδούν, ή μάλλον να φωνάζουν όλοι μαζί, «Ωσαννά εις τον υιό του Δαβίδ¨ ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις. Ευλογημένη η βασιλεία των ουρανών.»   172:3.9 (1882.2) Before they started, the Alpheus twins put their cloaks on the donkey and held him while the Master got on. As the procession moved toward the summit of Olivet, the festive crowd threw their garments on the ground and brought branches from the near-by trees in order to make a carpet of honor for the donkey bearing the royal Son, the promised Messiah. As the merry crowd moved on toward Jerusalem, they began to sing, or rather to shout in unison, the Psalm, “Hosanna to the son of David; blessed is he who comes in the name of the Lord. Hosanna in the highest. Blessed be the kingdom that comes down from heaven.”
172:3.10 (1882.3) Ο Ιησούς ήταν ξένοιαστος και χαρούμενος όσο πήγαιναν μέχρι που έφτασαν στην κορυφή του Όρους των Ελαιών, από όπου η πόλη και οι πύργοι του ναού φαινόντουσαν καλά¨ εκεί ο Κύριος σταμάτησε την πομπή, και μεγάλη σιωπή επικράτησε όταν τον είδαν να κλαιει. Και κοιτάζοντας το τεράστιο πλήθος που ερχόταν από την πόλη για να τον υποδεχτεί, ο Κύριος, πολύ συγκινημένος και με τρεμάμενη φωνή, είπε: «Ω Ιερουσαλήμ, αν μόνο ήξερες, τώρα, τι μπορούσες να έχεις απλόχερα, όλα όσα θα σου έφερναν ειρήνη! Αλλά τώρα αυτές οι χαρές θα κρυφτούν από τα μάτια σου. Πρόκειται να απορρίψεις τον Υιό της Ειρήνης και να γυρίσεις την πλάτη σου στο ευαγγέλιο της σωτηρίας. Σύντομα θα έρθουν οι μέρες που οι εχθροί σου θα κτίσουν χαρακώματα γύρω σου και θα σε πολιορκήσουν από όλες τις πλευρές¨ θα σε καταστρέψουν ολοκληρωτικά, και δεν θα μείνει ούτε ένας λίθος πάνω στον άλλο. Και όλα αυτά θα σου συμβούν επειδή δεν γνώρισες την στιγμή της θείας επίσκεψης. Πρόκειται να απορρίψεις το δώρο του Θεού, και όλοι οι άνθρωποι θα απορρίψουν εσένα.»   172:3.10 (1882.3) Jesus was lighthearted and cheerful as they moved along until he came to the brow of Olivet, where the city and the temple towers came into full view; there the Master stopped the procession, and a great silence came upon all as they beheld him weeping. Looking down upon the vast multitude coming forth from the city to greet him, the Master, with much emotion and with tearful voice, said: “O Jerusalem, if you had only known, even you, at least in this your day, the things which belong to your peace, and which you could so freely have had! But now are these glories about to be hid from your eyes. You are about to reject the Son of Peace and turn your backs upon the gospel of salvation. The days will soon come upon you wherein your enemies will cast a trench around about you and lay siege to you on every side; they shall utterly destroy you, insomuch that not one stone shall be left upon another. And all this shall befall you because you knew not the time of your divine visitation. You are about to reject the gift of God, and all men will reject you.”
172:3.11 (1882.4) Όταν τέλειωσε τα λόγια του, άρχισαν να κατεβαίνουν από το όρος των Ελαιών και σύντομα ενώθηκαν με το πλήθος των επισκεπτών που είχαν έρθει από την Ιερουσαλήμ ανεμίζοντας κλαδιά από φοίνικα, φωνάζοντας ωσαννά, και εκφράζοντας με όλους τους τρόπους την χαρά και την αδερφοσύνη τους. Ο Κύριος δεν είχε κανονίσει να βγει αυτό το πλήθος από την Ιερουσαλήμ να τον συναντήσει¨ αυτό ήταν έργο άλλων. Ποτέ δεν προσχεδίασε τίποτα δραματικό.   172:3.11 (1882.4) When he had finished speaking, they began the descent of Olivet and presently were joined by the multitude of visitors who had come from Jerusalem waving palm branches, shouting hosannas, and otherwise expressing gleefulness and good fellowship. The Master had not planned that these crowds should come out from Jerusalem to meet them; that was the work of others. He never premeditated anything which was dramatic.
172:3.12 (1882.5) Μαζί με το πλήθος που είχε ξεχυθεί να καλωσορίσει τον Κύριο, ήρθαν επίσης και πολλοί από τους Φαρισαίους και τους άλλους εχθρούς του. Είχαν τόσο ταραχτεί από αυτό το ξαφνικό και απρόσμενο ξέσπασμα της λαϊκής αναγνώρισης προς τον Ιησού, που φοβόντουσαν να τον συλλάβουν μήπως προκαλέσουν με αυτή τους την πράξη λαϊκή εξέγερση. Φοβόντουσαν πολύ την στάση του μεγάλου πλήθους των επισκεπτών, που είχαν ακούσει πολλά για τον Ιησού, και που, πολλοί από αυτούς, τον πίστευαν.   172:3.12 (1882.5) Along with the multitude which poured out to welcome the Master, there came also many of the Pharisees and his other enemies. They were so much perturbed by this sudden and unexpected outburst of popular acclaim that they feared to arrest him lest such action precipitate an open revolt of the populace. They greatly feared the attitude of the large numbers of visitors, who had heard much of Jesus, and who, many of them, believed in him.
172:3.13 (1882.6) Όσο πλησίαζαν την Ιερουσαλήμ, το πλήθος γινόταν όλο και πιο εκδηλωτικό, τόσο που κάποιος από τουςΦαρισαίους πήγε κοντά στον Ιησού και του είπε: «Δάσκαλε, μάλωσε τους μαθητές σου και πες τους να συμπεριφέρονται πιο κόσμια.» Ο Ιησούς απάντησε: «Καλά κάνουν αυτά τα παιδιά και καλωσορίζουν τον Υιό της Ειρήνης, τον οποίο οι αρχιερείς έχουν απορρίψει. Θα ήταν ανώφελο να τους σταματήσουμε εκτός και αν αναφωνήσουν οι πέτρες που βρίσκονται δίπλα στον δρόμο.»   172:3.13 (1882.6) As they neared Jerusalem, the crowd became more demonstrative, so much so that some of the Pharisees made their way up alongside Jesus and said: “Teacher, you should rebuke your disciples and exhort them to behave more seemly.” Jesus answered: “It is only fitting that these children should welcome the Son of Peace, whom the chief priests have rejected. It would be useless to stop them lest in their stead these stones by the roadside cry out.”
172:3.14 (1882.7) Οι Φαρισαίοι έσπευσαν στην κεφαλή της πορείας να ξανασυναντήσουν τους Σανχεντρίν, που συνεδρίαζαν στον ναό, και ανάφεραν στους συνεργάτες τους: «Ακούστε, όλα όσα κάνουμε είναι ανώφελα¨ αυτός ο Γαλιλαίος μας έχει νικήσει. Οι άνθρωποι έχουν ξετρελαθεί μαζί του¨ αν δεν σταματήσουμε αυτούς τους αδαείς, όλος ο κόσμος θα το ακολουθήσει.»   172:3.14 (1882.7) The Pharisees hastened on ahead of the procession to rejoin the Sanhedrin, which was then in session at the temple, and they reported to their associates: “Behold, all that we do is of no avail; we are confounded by this Galilean. The people have gone mad over him; if we do not stop these ignorant ones, all the world will go after him.”
172:3.15 (1883.1) Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε βαθιά σημασία σε αυτή την επιφανειακή και αυθόρμητη εκδήλωση του λαϊκού ενθουσιασμού. Αυτή η υποδοχή, αν και ήταν χαρούμενη και ειλικρινής, δεν αποτελούσε εγγύηση για πραγματική και βαθιά εδραιωμένη πίστη στις καρδιές αυτού του πανηγυρικού πλήθους. Το ίδιο αυτό πλήθος ήταν το ίδιο πρόθυμο να απαρνηθεί γρήγορα τον Ιησού αργότερα εκείνη την εβδομάδα όταν οι Σανχεντρίν αποφάσισαν να ακολουθήσουν σθεναρή στάση εναντίον του, και όταν απογοητεύτηκαν χάνοντας τις ψευδαισθήσεις τους—όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Ιησούς δεν επρόκειτο να ιδρύσει το βασίλειο που προσδοκούσαν και λαχταρούσαν τόσο πολύ από παλιά.   172:3.15 (1883.1) There really was no deep significance to be attached to this superficial and spontaneous outburst of popular enthusiasm. This welcome, although it was joyous and sincere, did not betoken any real or deep-seated conviction in the hearts of this festive multitude. These same crowds were equally as willing quickly to reject Jesus later on this week when the Sanhedrin once took a firm and decided stand against him, and when they became disillusioned—when they realized that Jesus was not going to establish the kingdom in accordance with their long-cherished expectations.
172:3.16 (1883.2) Αλλά όλη η πόλη ήταν τόσο πολύ ξεσηκωμένη, τόσο που όλοι ρωτούσαν, «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» Και το πλήθος απαντούσε, «Αυτός είναι ο προφήτης της Γαλιλαίας, ο Ιησούς από την Ναζαρέτ.»   172:3.16 (1883.2) But the whole city was mightily stirred up, insomuch that everyone asked, “Who is this man?” And the multitude answered, “This is the prophet of Galilee, Jesus of Nazareth.”
4. ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ^top   4. Visiting About the Temple ^top
172:4.1 (1883.3) Ενώ οι Αλφαίοι δίδυμοι επέστρεφαν το γαϊδούρι στον ιδιοκτήτη του, ο Ιησούς και δέκα απόστολοι απομακρύνθηκαν από τους άμεσους συνεργάτες τους και έκαναν βόλτες στον ναό, και έβλεπαν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι Σανχεντρίν δεν έκαναν καμία προσπάθεια να βλάψουν τον Ιησού γιατί φοβόντουσαν πολύ τον λαό, και εξάλλου, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Ιησούς επέτρεψε στο πλήθος να τον επευφημήσει. Οι απόστολοι λίγο καταλάβαιναν ότι αυτή ήταν ο μόνος αποτελεσματικός ανθρώπινος τρόπος να εμποδιστεί η άμεση σύλληψη του Ιησού μόλις έμπαινε στην πόλη. Ο Κύριος επιθυμούσε να δώσει στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ανώτερους και κατώτερους, καθώς και στις χιλιάδες επισκέπτες του Πάσχα, αυτή την μοναδική και τελευταία ευκαιρία να ακούσουν το ευαγγέλιο και να δεχτούν, αν το θελήσουν, τον Υιό της Ειρήνης.   172:4.1 (1883.3) While the Alpheus twins returned the donkey to its owner, Jesus and the ten apostles detached themselves from their immediate associates and strolled about the temple, viewing the preparations for the Passover. No attempt was made to molest Jesus as the Sanhedrin greatly feared the people, and that was, after all, one of the reasons Jesus had for allowing the multitude thus to acclaim him. The apostles little understood that this was the only human procedure which could have been effective in preventing Jesus’ immediate arrest upon entering the city. The Master desired to give the inhabitants of Jerusalem, high and low, as well as the tens of thousands of Passover visitors, this one more and last chance to hear the gospel and receive, if they would, the Son of Peace.
172:4.2 (1883.4) Και τώρα, όσο πλησίαζε το βράδυ και το πλήθος πήγε προς αναζήτηση τροφής, ο Ιησούς και οι άμεσοι οπαδοί του έμειναν μόνοι. Τι παράξενη μέρα που ήταν κι αυτή! Οι απόστολοι ήταν σκεπτικοί, αλλά σιωπηλοί. Ποτέ ξανά στα χρόνια της σχέσης τους με τον Ιησού, δεν είχαν δει μια τέτοια μέρα. Για ένα λεπτό κάθισαν δίπλα στο ταμείο, και έβλεπαν τους ανθρώπους να ρίχνουν την συνεισφορά τους: οι πλούσιοι έβαζαν πολλά στο κουτί και όλοι έδιναν κάτι σύμφωνα με την οικονομική τους δυνατότητα. Στο τέλος ήρθε μια φτωχή χήρα, ντυμένη πολύ φτωχικά, και την είδαν που έριξε δύο οβολούς (μικρά χάλκινα νομίσματα). Και τότε είπε ο Ιησούς, στρέφοντας την προσοχή των αποστόλων στην χήρα: «Να θυμάστε καλά αυτό που είδατε. Αυτή η φτωχή χήρα προσέφερε περισσότερα από όλους τους άλλους , γιατί όλοι αυτοί οι άλλοι, έριξαν κάτι λίγο από το περίσσευμά τους, αλλά αυτή η φτωχή γυναίκα, παρόλο που στερείται, έδωσε όλα όσα είχε, ακόμα και την ζωή της.»   172:4.2 (1883.4) And now, as the evening drew on and the crowds went in quest of nourishment, Jesus and his immediate followers were left alone. What a strange day it had been! The apostles were thoughtful, but speechless. Never, in their years of association with Jesus, had they seen such a day. For a moment they sat down by the treasury, watching the people drop in their contributions: the rich putting much in the receiving box and all giving something in accordance with the extent of their possessions. At last there came along a poor widow, scantily attired, and they observed as she cast two mites (small coppers) into the trumpet. And then said Jesus, calling the attention of the apostles to the widow: “Heed well what you have just seen. This poor widow cast in more than all the others, for all these others, from their superfluity, cast in some trifle as a gift, but this poor woman, even though she is in want, gave all that she had, even her living.”
172:4.3 (1883.5) Όσο προχωρούσε το βράδυ, περπατούσαν στις αυλές του ναού σιωπηλά, και αφού ο Ιησούς έκανε άλλη μια ανασκόπηση σε αυτά τα γνώριμα μέρη, και ξαναθυμήθηκε τα συναισθήματα προηγούμενων επισκέψεων, χωρίς να εξαιρέσει τις πιο παλιές, είπε, «Ας πάμε στην Βηθανία να αναπαυτούμε.» Ο Ιησούς, με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, πήγαν στο σπίτι του Σίμωνα, ενώ οι άλλοι απόστολοι έμειναν σε φίλους τους στην Βηθανία και την Βηθφαγή.   172:4.3 (1883.5) As the evening drew on, they walked about the temple courts in silence, and after Jesus had surveyed these familiar scenes once more, recalling his emotions in connection with previous visits, not excepting the earlier ones, he said, “Let us go up to Bethany for our rest.” Jesus, with Peter and John, went to the home of Simon, while the other apostles lodged among their friends in Bethany and Bethpage.
5. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ^top   5. The Apostles’ Attitude ^top
172:5.1 (1883.6) Εκείνη την Κυριακή το βράδυ όταν γύριζαν στην Βηθανία, ο Ιησούς περπατούσε μπροστά από τους αποστόλους. Δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη μέχρι που χωρίστηκαν αφού έφτασαν στο σπίτι του Σίμωνα. Ποτέ άλλοτε δώδεκα ανθρώπινες υπάρξεις δεν ένοιωσαν τέτοια ποικίλα και ανεξήγητα συναισθήματα σαν αυτά που περνούσαν από το μυαλό και τις ψυχές αυτών των πρεσβευτών της βασιλείας. Αυτοί οι γεροδεμένοι Γαλιλαίοι ήταν μπερδεμένοι και αμήχανοι¨ δεν ήξεραν τι να περιμένουν ότι πια¨ ήταν πολύ έκπληκτοι για να αισθανθούν φόβο. Δεν γνώριζαν τίποτα για τα σχέδια του Κυρίου για την επόμενη μέρα, και δεν έκαναν καμία ερώτηση. Πήγαν να ξαπλώσουν, αν και δεν κοιμήθηκαν πολύ, εκτός από τους διδύμους. Αλλά δεν κράτησαν ένοπλη σκοπιά για τον Ιησού στο σπίτι του Σίμωνα.   172:5.1 (1883.6) This Sunday evening as they returned to Bethany, Jesus walked in front of the apostles. Not a word was spoken until they separated after arriving at Simon’s house. No twelve human beings ever experienced such diverse and inexplicable emotions as now surged through the minds and souls of these ambassadors of the kingdom. These sturdy Galileans were confused and disconcerted; they did not know what to expect next; they were too surprised to be much afraid. They knew nothing of the Master’s plans for the next day, and they asked no questions. They went to their lodgings, though they did not sleep much, save the twins. But they did not keep armed watch over Jesus at Simon’s house.
172:5.2 (1884.1) Ο Ανδρέας τα είχε εντελώς χαμένα, και βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση. Ήταν ο μόνος απόστολος που δεν επιχείρησε σοβαρά να εκτιμήσει το λαϊκό ξέσπασμα επευφημίας. Ήταν πολύ απασχολημένος με την σκέψη της ευθύνης του σαν αρχηγός του αποστολικού σώματος και δεν μπόρεσε να σκεφθεί σοβαρά την σημασία των ηχηρών ωσαννά του πλήθους. Ο Ανδρέας ήταν απασχολημένος με το να παρατηρεί μερικούς από τους συνεργάτες του που φοβόταν ότι μπορεί να παρασυρόντουσαν από τα συναισθήματά τους σε όλη αυτή την έξαψη, ειδικά ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, και ο Σϊμων ο Ζηλωτής. Όλη αυτή την ημέρα και τις επόμενες, ο Ανδρέας ήταν προβληματισμένος από ανησυχίες για τους συντρόφους του. Τον απασχολούσε η κατάσταση μερικών από τους δώδεκα που ήξερε ότι ήταν οπλισμένοι με σπαθιά¨ αλλά δεν ήξερε ότι και ο ίδιος του αδερφός ο Πέτρος, είχε τέτοιο όπλο. Και έτσι η πορεία προς την Ιερουσαλήμ έκανε επιφανειακή εντύπωση στον Ανδρέα¨ παραήταν απασχολημένος με τις ευθύνες της θέσης του για να επηρεαστεί περισσότερο.   172:5.2 (1884.1) Andrew was thoroughly bewildered, well-nigh confused. He was the one apostle who did not seriously undertake to evaluate the popular outburst of acclaim. He was too preoccupied with the thought of his responsibility as chief of the apostolic corps to give serious consideration to the meaning or significance of the loud hosannas of the multitude. Andrew was busy watching some of his associates who he feared might be led away by their emotions during the excitement, particularly Peter, James, John, and Simon Zelotes. Throughout this day and those which immediately followed, Andrew was troubled with serious doubts, but he never expressed any of these misgivings to his apostolic associates. He was concerned about the attitude of some of the twelve who he knew were armed with swords; but he did not know that his own brother, Peter, was carrying such a weapon. And so the procession into Jerusalem made a comparatively superficial impression upon Andrew; he was too busy with the responsibilities of his office to be otherwise affected.
172:5.3 (1884.2) Ο Σίμωνας Πέτρος στην αρχή κατενθουσιάστηκε με αυτ6ή την λαϊκή εκδήλωση ενθουσιασμού¨ αλλά μέχρι την στιγμή που γύρισαν στην Βηθανία εκείνη την νύχτα είχε προσγειωθεί κατά πολύ. Ο Πέτρος απλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκοπό είχε ο Κύριος. Απογοητεύτηκε τρομερά όταν ο Ιησούς δεν ακολούθησε αυτό το κύμα της λαϊκής εύνοιας και δεν έκανε καμιά εξαγγελία. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Ιησούς δεν μίλησε στο πλήθος όταν έφτασαν στον ναό, ή τουλάχιστον δεν επέτρεψε σε κάποιον από τους αποστόλους να βγάλει κάποιο λόγο στο πλήθος. Ο Πέτρος ΄ήταν σπουδαίος κήρυκας, και δεν του άρεσε να βλέπει ένα τέτοιο μεγάλο, δεκτικό, και ενθουσιώδες ακροατήριο να πηγαίνει χαμένο. Θα του άρεσε τόσο πολύ να κήρυσσε το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών σε αυτό το πλήθος, ακριβώς εκεί στον ναό¨ αλλά ο Κύριος τους είχε ειδικά απαγορεύσει να κάνουν οποιαδήποτε διδασκαλία ή κήρυγμα όσο ήταν στην Ιερουσαλήμ εκείνη την εβδομάδα του Πάσχα. Αυτή η αντίδραση από την φαντασμαγορική πορεία στην πόλη ήταν καταστροφική για τον Σίμωνα Πέτρο¨ μέχρι τη νύχτα είχε χάσει όλες τις ψευδαισθήσεις του και ήταν πάρα πολύ λυπημένος.   172:5.3 (1884.2) Simon Peter was at first almost swept off his feet by this popular manifestation of enthusiasm; but he was considerably sobered by the time they returned to Bethany that night. Peter simply could not figure out what the Master was about. He was terribly disappointed that Jesus did not follow up this wave of popular favor with some kind of a pronouncement. Peter could not understand why Jesus did not speak to the multitude when they arrived at the temple, or at least permit one of the apostles to address the crowd. Peter was a great preacher, and he disliked to see such a large, receptive, and enthusiastic audience go to waste. He would so much have liked to preach the gospel of the kingdom to that throng right there in the temple; but the Master had specifically charged them that they were to do no teaching or preaching while in Jerusalem this Passover week. The reaction from the spectacular procession into the city was disastrous to Simon Peter; by night he was sobered and inexpressibly saddened.
172:5.4 (1884.3) Στον Ιάκωβο του Ζεβεδαίου, αυτή η Κυριακή προκάλεσε μεγάλη σύγχυση¨ δεν μπορούσε να κατανοήσει την σημασία αυτών που συνέβαιναν¨ δεν μπορούσε να καταλάβει τον σκοπό που είχε ο Κύριος και επέτρεψε όλη αυτή την άγρια επευφημία και μετά αρνήθηκε να πει έστω μια λέξη στους ανθρώπους όταν έφτασαν στον ναό. Όσο η πομπή κατέβαινε από το όρος των Ελαιών προς την Ιερουσαλήμ, ειδικά όταν συναντήθηκαν με τις χιλιάδες προσκυνητές που έσπευσαν να προϋπαντήσουν τον Κύριο, ο Ιάκωβος βασανιζόταν από συγκρουόμενα συναισθήματα αγαλλίασης και ικανοποίησης με αυτά που έβλεπε, και με αισθήματα έντονου φόβου για το τι θα συνέβαινε μόλις έφταναν στον ναό. Και μετά τον κατέλαβε απογοήτευση όταν ο Ιησούς κατέβηκε από το γαϊδούρι και άρχισε να περπατά με την ησυχία του στις αυλές του ναού. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί άφησαν να πάει χαμένη μια τέτοια σπουδαία ευκαιρία να διακηρύξουν την βασιλεία των ουρανών. Μέχρι την νύχτα, το μυαλό του το διακατείχε σταθερά μια απογοητευτική και τρομαχτική αβεβαιότητα.   172:5.4 (1884.3) To James Zebedee, this Sunday was a day of perplexity and profound confusion; he could not grasp the purport of what was going on; he could not comprehend the Master’s purpose in permitting this wild acclaim and then in refusing to say a word to the people when they arrived at the temple. As the procession moved down Olivet toward Jerusalem, more especially when they were met by the thousands of pilgrims who poured forth to welcome the Master, James was cruelly torn by his conflicting emotions of elation and gratification at what he saw and by his profound feeling of fear as to what would happen when they reached the temple. And then was he downcast and overcome by disappointment when Jesus climbed off the donkey and proceeded to walk leisurely about the temple courts. James could not understand the reason for throwing away such a magnificent opportunity to proclaim the kingdom. By night, his mind was held firmly in the grip of a distressing and dreadful uncertainty.
172:5.5 (1884.4) Ο Ιωάννης του Ζεβεδαίου πλησίασε στο να κατανοήσει γιατί ο Ιησούς τα έκανε όλα αυτά¨ τουλάχιστον κατάλαβε μέρος της πνευματικής σημασίας αυτής της αποκαλούμενης θριαμβευτικής εισόδου στην Ιερουσαλήμ. Όταν το πλήθος προχωρούσε προς τον ναό, και ο Ιωάννης έβλεπε τον Κύριό του να ιππεύει το πουλάρι, θυμήθηκε που είχε ακούσει τον Ιησού να απαγγέλλει το τμήμα της Γραφής, τα λόγια του Ζαχαρία, που περιέγραφε τον Μεσσία σαν έναν άνθρωπο ειρηνικό που πήγε στην Ιερουσαλήμ ιππεύοντας έναν γάιδαρο. Όσο ο Ιωάννης έφερνε αυτή την Γραφή στο μυαλό του, άρχισε να καταλαβαίνει την συμβολική σημασία αυτής της Κυριακάτικης απογευματινής πομπής. Τουλάχιστον, κατανόησε αρκετά από την σημασία αυτής της Γραφής για να τον κάνει να μπορεί να απολαμβάνει το επεισόδιο και να τον εμποδίσει από το να αισθανθεί πολύ απογοητευμένος από το φαινομενικά άσκοπο τέλος της θριαμβευτικής πορείας. Ο Ιωάννης είχε ένα τύπο νου που από φύση του είχε την τάση να σκέφτεται και να αισθάνεται με σύμβολα.   172:5.5 (1884.4) John Zebedee came somewhere near understanding why Jesus did this; at least he grasped in part the spiritual significance of this so-called triumphal entry into Jerusalem. As the multitude moved on toward the temple, and as John beheld his Master sitting there astride the colt, he recalled hearing Jesus onetime quote the passage of Scripture, the utterance of Zechariah, which described the coming of the Messiah as a man of peace and riding into Jerusalem on an ass. As John turned this Scripture over in his mind, he began to comprehend the symbolic significance of this Sunday-afternoon pageant. At least, he grasped enough of the meaning of this Scripture to enable him somewhat to enjoy the episode and to prevent his becoming overmuch depressed by the apparent purposeless ending of the triumphal procession. John had a type of mind which naturally tended to think and feel in symbols.
172:5.6 (1885.1) Ο Φίλιππος κλονίστηκε εντελώς από τον αιφνιδιασμό και τον αυθορμητισμό του ξεσπάσματος αυτού. Δεν μπορούσε να συγκεντρώσει επαρκώς τις σκέψεις του όσο κατέβαιναν από το όρος των Ελαιών και να καταλήξει στο τι σήμαινε αυτή η διαδήλωση. Κατά κάποιο τρόπο, απολάμβανε την εκδήλωση αυτή γιατί τιμόταν ο Κύριός του. Μέχρι την στιγμή που έφτασαν στον ναό, τον απασχολούσε η σκέψη μήπως ο κύριός του του ζητήσει να ταΐσει το πλήθος, κι έτσι η συμπεριφορά του Ιησού να απομακρυνθεί με την ησυχία του από το πλήθος, που απογοήτευσε τόσο την πλειοψηφία των αποστόλων, ήταν μεγάλη ανακούφιση για τον Φίλιππο. Το πλήθος είχε πολλές φορές δυσκολέψει τον τροφοδότη των δώδεκα. Αφού ανακουφίστηκε από τους προσωπικούς του φόβους για τις υλικές ανάγκες του πλήθους, ο Φίλιππος ένοιωσε και αυτός απογοήτευση όπως ο Πέτρος που δεν έγινε τίποτα για να διδάξουν το πλήθος. Εκείνη την νύχτα ο Φίλιππος σκεφτόταν αυτά τα γεγονότα και μπήκε στον πειρασμό να αμφιβάλλει για όλη την ιδέα της βασιλείας των ουρανών¨ ειλικρινά αναρωτιόταν τι σήμαιναν όλα αυτά, αλλά δεν είπε τις αμφιβολίες του σε κανέναν¨ αγαπούσε πολύ τον Ιησού. Είχε μεγάλη προσωπική πίστη προς τον Κύριο.   172:5.6 (1885.1) Philip was entirely unsettled by the suddenness and spontaneity of the outburst. He could not collect his thoughts sufficiently while on the way down Olivet to arrive at any settled notion as to what all the demonstration was about. In a way, he enjoyed the performance because his Master was being honored. By the time they reached the temple, he was perturbed by the thought that Jesus might possibly ask him to feed the multitude, so that the conduct of Jesus in turning leisurely away from the crowds, which so sorely disappointed the majority of the apostles, was a great relief to Philip. Multitudes had sometimes been a great trial to the steward of the twelve. After he was relieved of these personal fears regarding the material needs of the crowds, Philip joined with Peter in the expression of disappointment that nothing was done to teach the multitude. That night Philip got to thinking over these experiences and was tempted to doubt the whole idea of the kingdom; he honestly wondered what all these things could mean, but he expressed his doubts to no one; he loved Jesus too much. He had great personal faith in the Master.
172:5.7 (1885.2) Ο Ναθαναήλ, εκτός από τις συμβολικές και προφητικές πλευρές πλησίασε περισσότερο στο να καταλάβει τον λόγο που ο Κύριος επεδίωξε την λαϊκή υποστήριξη των προσκυνητών του Πάσχα. Το σκέφτηκε λογικά, πριν φτάσουν στον ναό, και κατάληξε ότι χωρίς μια τέτοια επιδεικτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς θα συλλαμβανόταν από τους αξιωματικούς των Σανχεντρίν και θα ριχνόταν στην φυλακή μόλις πατούσε το πόδι του στην Ιερουσαλήμ. Έτσι λοιπόν, δεν εξεπλάγη καθόλου που ο Κύριος δεν έκανε άλλη χρήση του επευφημούντος πλήθους μόλις μπήκε μέσα από τα τείχη της πόλης και είχε προκαλέσει την κατάλληλη εντύπωση στους Ιουδαίους ηγέτες και θα απέφευγαν να τον συλλάβουν αμέσως. Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον πραγματικό λόγο που ο Κύριος εισήλθε στην πόλη με αυτό τον τρόπο, ο Ναθαναήλ ακολούθησε φυσικά με μεγαλύτερη αυτοκυριαρχία και ήταν λιγότερο απογοητευμένος και μπερδεμένος από την συμπεριφορά του Ιησού, από ότι οι υπόλοιποι απόστολοι. Ο Ναθαναήλ είχε μεγάλη πίστη στην κατανόηση των ανθρώπων που είχε ο Ιησούς, καθώς και στην σύνεση και την εξυπνάδα του στο χειρισμό δύσκολων καταστάσεων.   172:5.7 (1885.2) Nathaniel, aside from the symbolic and prophetic aspects, came the nearest to understanding the Master’s reason for enlisting the popular support of the Passover pilgrims. He reasoned it out, before they reached the temple, that without such a demonstrative entry into Jerusalem Jesus would have been arrested by the Sanhedrin officials and cast into prison the moment he presumed to enter the city. He was not, therefore, in the least surprised that the Master made no further use of the cheering crowds when he had once got inside the walls of the city and had thus so forcibly impressed the Jewish leaders that they would refrain from placing him under immediate arrest. Understanding the real reason for the Master’s entering the city in this manner, Nathaniel naturally followed along with more poise and was less perturbed and disappointed by Jesus’ subsequent conduct than were the other apostles. Nathaniel had great confidence in Jesus’ understanding of men as well as in his sagacity and cleverness in handling difficult situations.
172:5.8 (1885.3) Ο Ματθαίος στην αρχή σάστισε με αυτή την μεγαλοπρεπή παρέλαση. Δεν καταλάβαινε την σημασία όσων έβλεπαν τα μάτια του μέχρι που και αυτός θυμήθηκε την Γραφή του Ζαχαρία όπου ο προφήτης αναφερόταν στον πανηγυρισμό της Ιερουσαλήμ επειδή ο βασιλέας της είχε έρθει να φέρει την σωτηρία ιππεύοντας πάνω σε ένα γαϊδούρι. Όσο προχωρούσε η πομπή προς την πόλη και μετά προς τον ναό, ο Ματθαίος είχε εκστασιαστεί¨ ήταν σίγουρος ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε όταν ο Κύριος έφτανε στον ναό επικεφαλής αυτού του κραυγάζοντος πλήθους. Όταν ένας από τους Φαρισαίους ειρωνεύτηκε τον Ιησού, λέγοντας, «Κοιτάξτε, όλοι, δείτε ποιος έρχεται, ο βασιλεύς των Ιουδαίων πάνω σε ένα γαϊδούρι!»ο Ματθαίος μετά δυσκολίας συγκρατήθηκε να μην τον πιάσει στα χέρια του. Κανένας άλλος από τους αποστόλους δεν ήταν πιο απογοητευμένος γυρίζοντας στην Βηθανία εκείνο το βράδυ. Μετά τον Σίμωνα Πέτρο και τον Σίμωνα τον Ζηλωτή, είχε την μεγαλύτερη υπερένταση και έφτασε σε στάδιο εξάντλησης μέχρι την νύχτα. Αλλά μέχρι το πρωί ο Ματθαίος είχε βρει το κέφι του κατά πολύ¨ εξάλλου, ήταν από αυτούς που ήξεραν να χάνουν.   172:5.8 (1885.3) Matthew was at first nonplused by this pageant performance. He did not grasp the meaning of what his eyes were seeing until he also recalled the Scripture in Zechariah where the prophet had alluded to the rejoicing of Jerusalem because her king had come bringing salvation and riding upon the colt of an ass. As the procession moved in the direction of the city and then drew on toward the temple, Matthew became ecstatic; he was certain that something extraordinary would happen when the Master arrived at the temple at the head of this shouting multitude. When one of the Pharisees mocked Jesus, saying, “Look, everybody, see who comes here, the king of the Jews riding on an ass!” Matthew kept his hands off of him only by exercising great restraint. None of the twelve was more depressed on the way back to Bethany that evening. Next to Simon Peter and Simon Zelotes, he experienced the highest nervous tension and was in a state of exhaustion by night. But by morning Matthew was much cheered; he was, after all, a cheerful loser.
172:5.9 (1886.1) Ο Θωμάς ήταν ο πιο μπερδεμένος και σαστισμένος από όλους τους. Την περισσότερη ώρα ακολουθούσε, βλέποντας το θέαμα και ειλικρινά αναρωτιόταν πιο ήταν το κίνητρο του Κυρίου να συμμετέχει σε αυτή την παράξενη διαδήλωση. Βαθιά μέσα στην καρδιά του θεωρούσε όλη αυτή την εκδήλωση λίγο παιδαριώδη, αν όχι καθαρή ανοησία. Δεν είχε δει ποτέ τον Ιησού να κάνει κάτι παρόμοιο και τα είχε χαμένα μην μπορώντας να εξηγήσει την παράξενη συμπεριφορά του εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα. Μέχρι την στιγμή που έφτασαν στον ναό, ο Θωμάς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός αυτής της λαϊκής διαδήλωσης ήταν να φοβίσει τους Σανχεντρίν ώστε να μην τολμήσουν να συλλάβουν αμέσως τον Κύριο. Γυρίζοντας προς την Βηθανία ο Θωμάς σκεφτόταν πολύ αλλά δεν έλεγε τίποτα. Μέχρι την ώρα του ύπνου η εξυπνάδα του Κυρίου στην οργάνωση αυτής της επεισοδιακής εισόδου στην Ιερουσαλήμ είχε αρχίσει να του φαίνεται αστεία, και χάρη σε αυτή του την αντίδραση βρήκε πολύ από το κέφι του.   172:5.9 (1886.1) Thomas was the most bewildered and puzzled man of all the twelve. Most of the time he just followed along, gazing at the spectacle and honestly wondering what could be the Master’s motive for participating in such a peculiar demonstration. Down deep in his heart he regarded the whole performance as a little childish, if not downright foolish. He had never seen Jesus do anything like this and was at a loss to account for his strange conduct on this Sunday afternoon. By the time they reached the temple, Thomas had deduced that the purpose of this popular demonstration was so to frighten the Sanhedrin that they would not dare immediately to arrest the Master. On the way back to Bethany Thomas thought much but said nothing. By bedtime the Master’s cleverness in staging the tumultuous entry into Jerusalem had begun to make a somewhat humorous appeal, and he was much cheered up by this reaction.
172:5.10 (1886.2) Αυτή η Κυριακή άρχισε σαν σπουδαία μέρα για τον Σίμωνα τον Ζηλωτή, οραματιζόταν θαυμαστά έργα στην Ιερουσαλήμ τις επόμενες μέρες, και σε αυτό είχε δίκιο, αλλά ο Σίμωνας ονειρευόταν την εδραίωση της νέας εθνικής ηγεμονίας των Εβραίων, με τον Ιησού στον θρόνο του Δαβίδ. Ο Σίμωνας έβλεπε τους εθνικιστές να ξεσηκώνονται σε δράση μόλις αναγγελλόταν το βασίλειο, και αυτός επικεφαλής των συγκεντρωμένων στρατευμάτων του νέου βασιλείου. Όταν μάλιστα κατέβαιναν από το όρος των Ελαιών φανταζόταν τους Σαχεντρίν και όλους όσους τους συμπαθούσαν, νεκρούς μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Στα αλήθεια πίστευε ότι κάτι σπουδαίο θα γινόταν. Ήταν ο πιο θορυβώδης από όλο το πλήθος. Μέχρι τις πέντε εκείνο το βράδυ ήταν ένας σιωπηλός, συντετριμμένος, και απογοητευμένος απόστολος. Ποτέ δεν ξεπέρασε εντελώς το συναίσθημα της μελαγχολίας που ένοιωσε εκείνη την ημέρα μετά από το σοκ εκείνης της ημέρας¨ τουλάχιστον όχι πριν να περάσει πολύς καιρός μετά την ανάσταση του Κυρίου.   172:5.10 (1886.2) This Sunday started off as a great day for Simon Zelotes. He saw visions of wonderful doings in Jerusalem the next few days, and in that he was right, but Simon dreamed of the establishment of the new national rule of the Jews, with Jesus on the throne of David. Simon saw the nationalists springing into action as soon as the kingdom was announced, and himself in supreme command of the assembling military forces of the new kingdom. On the way down Olivet he even envisaged the Sanhedrin and all of their sympathizers dead before sunset of that day. He really believed something great was going to happen. He was the noisiest man in the whole multitude. By five o’clock that afternoon he was a silent, crushed, and disillusioned apostle. He never fully recovered from the depression which settled down on him as a result of this day’s shock; at least not until long after the Master’s resurrection.
172:5.11 (1886.3) Για τους διδύμους Αλφαίους αυτή ήταν τέλεια μέρα. Πραγματικά το χάρηκαν σε όλη την διαδρομή, και μιας και δεν ήταν παρόντες στην ήσυχη επίσκεψη στον ναό, γλίτωσαν πολύ από την απότομη πτώση του λαϊκού αποκορυφώματος. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν με κανέναν τρόπο το πέσιμο και την μελαγχολία των άλλων απόστολων όταν γύρισαν στην Βηθανία εκείνο το βράδυ. Στην μνήμη των διδύμων αυτή ήταν πάντα η μέρα που πλησίασαν περισσότερο στα ουράνια όσο ήταν ακόμα στην γη. Αυτή ήταν η κλιμάκωση της ικανοποίησής τους σε όλη τους την καριέρα σαν απόστολοι. Και η μνήμη αυτής της αγαλλίασης εκείνου του Κυριακάτικου απογεύματος τους βοήθησε να αντέξουν όλη τα τραγικά γεγονότα της εβδομάδας των παθών μέχρι την ώρα της σταύρωσης. Ήταν η πιο κατάλληλη βασιλική είσοδος που μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν με τον νου τους οι δίδυμοι¨ χάρηκαν κάθε λεπτό όλης της πομπής. Ενέκριναν απόλυτα όλα όσα έβλεπαν και φύλαγαν με πολύ αγάπη αυτή την ανάμνηση για πολύ καιρό.   172:5.11 (1886.3) To the Alpheus twins this was a perfect day. They really enjoyed it all the way through, and not being present during the time of quiet visitation about the temple, they escaped much of the anticlimax of the popular upheaval. They could not possibly understand the downcast behavior of the apostles when they came back to Bethany that evening. In the memory of the twins this was always their day of being nearest heaven on earth. This day was the satisfying climax of their whole career as apostles. And the memory of the elation of this Sunday afternoon carried them on through all of the tragedy of this eventful week, right up to the hour of the crucifixion. It was the most befitting entry of the king the twins could conceive; they enjoyed every moment of the whole pageant. They fully approved of all they saw and long cherished the memory.
172:5.12 (1886.4) Από όλους τους αποστόλους, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν αυτός που επηρεάστηκε πιο δυσμενώς από την πομπή εισόδου στην Ιερουσαλήμ. Ο νους του βρισκόταν σε δυσάρεστο αναβρασμό εξαιτίας της επίπληξης του Κυρίου του την προηγούμενη μέρα σχετικά με την επάλειψη με μύρο της Μαρίας στην γιορτή στο σπίτι του Σίμωνα. Ο Ιούδας ήταν αηδιασμένος από το όλο θέαμα. Του φαινόταν παιδαριώδες, αν όχι εντελώς γελοίο. Όταν αυτός ο εκδικητικός απόστολος θυμόταν τα γεγονότα αυτού του Κυριακάτικου απογεύματος, ο Ιησούς του φαινόταν να μοιάζει περισσότερο με κλόουν παρά με βασιλιάς. Απεχθανόταν με όλη του την καρδιά όλη αυτή την εκδήλωση. Συμφωνούσε με τις απόψεις των Ρωμαίων και των Ελλήνων, που περιφρονούσαν όποιον δεχόταν να ιππεύσει γαϊδούρι ή του πουλάρι του. Μέχρι την στιγμή που η θριαμβευτική πομπή εισήλθε στην πόλη, ο Ιούδας είχε σχεδόν πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την όλη ιδέα μιας τέτοιας βασιλείας¨ είχε σχεδόν αποφασίσει να απορρίψει όλες αυτές τις γελοίες προσπάθειες της εδραίωσης της βασιλείας των ουρανών. Και μετά σκέφτηκε την ανάσταση του Λαζάρου, και πολλά άλλα πράγματα, και αποφάσισε να μείνει με τους δώδεκα, τουλάχιστον για άλλη μια μέρα. Εξάλλου, μετέφερε το ταμείο, και δεν ήθελε να λιποτακτήσει από τους αποστόλους έχοντας το ταμείο στην κατοχή του Γυρίζοντας στην Βηθανία εκείνη την νύχτα η συμπεριφορά του δεν φαινόταν παράξενη εφόσον όλοι οι απόστολοι ήταν εξίσου πεσμένοι και σιωπηλοί.   172:5.12 (1886.4) Of all the apostles, Judas Iscariot was the most adversely affected by this processional entry into Jerusalem. His mind was in a disagreeable ferment because of the Master’s rebuke the preceding day in connection with Mary’s anointing at the feast in Simon’s house. Judas was disgusted with the whole spectacle. To him it seemed childish, if not indeed ridiculous. As this vengeful apostle looked upon the proceedings of this Sunday afternoon, Jesus seemed to him more to resemble a clown than a king. He heartily resented the whole performance. He shared the views of the Greeks and Romans, who looked down upon anyone who would consent to ride upon an ass or the colt of an ass. By the time the triumphal procession had entered the city, Judas had about made up his mind to abandon the whole idea of such a kingdom; he was almost resolved to forsake all such farcical attempts to establish the kingdom of heaven. And then he thought of the resurrection of Lazarus, and many other things, and decided to stay on with the twelve, at least for another day. Besides, he carried the bag, and he would not desert with the apostolic funds in his possession. On the way back to Bethany that night his conduct did not seem strange since all of the apostles were equally downcast and silent.
172:5.13 (1887.1) Ο Ιούδας επηρεάστηκε υπερβολικά από την κοροϊδία των Σαδδουκαίων φίλων του. Κανένας άλλος παράγοντας δεν τον επηρέασε τόσο πολύ, στην τελική του απόφαση να απαρνηθεί τον Ιησού και τους συντρόφους του, όσο ένα συγκεκριμένο επεισόδιο που συνέβη μόλις ο Ιησούς μπήκε από την πύλη της πόλης: ένας επιφανής Σαδδουκαίους (φίλος της οικογένειας του Ιούδα) έτρεξε προς αυτόν με διάθεση ευθυμίας και χλευασμού και, χτυπώντας τον στην πλάτη, είπε: «Γιατί έχεις τόσο προβληματισμένη όψη φίλε μου; βρες το κέφι σου και έλα μαζί μας να ανακηρύξουμε αυτόν τον Ιησού της Ναζαρέτ βασιλέα των Ιουδαίων καθώς περνά μέσα από τις πύλες της Ιερουσαλήμ ιππεύοντας ένα γαϊδούρι.» Ο Ιούδας ποτέ δεν λύγισε μπροστά σε διώξεις, αλλά δεν μπορούσε να αντέξει αυτό το είδος γελοιοποίησης. Με τα αισθήματα εκδικητικότητας που υποβόσκανε μέσα στην καρδιά του εδώ και πολύ καιρό, τώρα προστέθηκε και αυτός ο μοιραίος φόβος της γελοιοποίησης, αυτό το τρομερό συναίσθημα να ντρέπεται για τον Κύριό του και τους συντρόφους του. Μέσα στην καρδιά του, αυτός ο χειροτονημένος πρεσβευτής της βασιλείας ήταν ήδη λιποτάκτης¨ έμενε μόνο να βρει μια αληθοφανή δικαιολογία για μια ανοικτή σύγκρουση με τον Κύριο.   172:5.13 (1887.1) Judas was tremendously influenced by the ridicule of his Sadducean friends. No other single factor exerted such a powerful influence on him, in his final determination to forsake Jesus and his fellow apostles, as a certain episode which occurred just as Jesus reached the gate of the city: A prominent Sadducee (a friend of Judas’s family) rushed up to him in a spirit of gleeful ridicule and, slapping him on the back, said: “Why so troubled of countenance, my good friend; cheer up and join us all while we acclaim this Jesus of Nazareth the king of the Jews as he rides through the gates of Jerusalem seated on an ass.” Judas had never shrunk from persecution, but he could not stand this sort of ridicule. With the long-nourished emotion of revenge there was now blended this fatal fear of ridicule, that terrible and fearful feeling of being ashamed of his Master and his fellow apostles. At heart, this ordained ambassador of the kingdom was already a deserter; it only remained for him to find some plausible excuse for an open break with the Master.