Εγγραφο 187 |
|
Paper 187 |
Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ |
|
The Crucifixion |
187:0.1 (2004.1) Όταν οι δυο ληστές ετοιμάστηκαν, οι στρατιώτες, κάτω από τις διαταγές του εκατόνταρχου, ξεκίνησαν για τον τόπο της σταύρωσης. Ο εκατόνταρχος που είχε την ευθύνη των δώδεκα στρατιωτών ήταν ο ίδιος αρχηγός που είχε οδηγήσει τους Ρωμαίους στρατιώτες την προηγούμενη νύχτα να συλλάβουν τον Ιησού στη Γεθσημανή. Ήταν ρωμαϊκή συνήθεια να ορίζουν τέσσερις στρατιώτες σε κάθε άτομο που θα σταυρωνόταν. Οι δυο ληστές μαστιγώθηκαν όπως άρμοζε πριν τους πάρουν για να τους σταυρώσουν, αλλά στον Ιησού δεν επέβαλλαν άλλη σωματική τιμωρία. Ο αρχηγός αναμφίβολα θα σκέφτηκε ότι είχε ήδη μαστιγωθεί αρκετά, ακόμα και πριν την καταδίκη του. |
|
187:0.1 (2004.1) AFTER the two brigands had been made ready, the soldiers, under the direction of a centurion, started for the scene of the crucifixion. The centurion in charge of these twelve soldiers was the same captain who had led forth the Roman soldiers the previous night to arrest Jesus in Gethsemane. It was the Roman custom to assign four soldiers for each person to be crucified. The two brigands were properly scourged before they were taken out to be crucified, but Jesus was given no further physical punishment; the captain undoubtedly thought he had already been sufficiently scourged, even before his condemnation. |
187:0.2 (2004.2) Οι δυο κλέφτες που σταυρώθηκαν με τον Ιησού ήταν συνεργάτες του Βαραββά και θα θανατώνονταν αργότερα με τον αρχηγό τους, αν αυτός δεν είχε αφεθεί ελεύθερος με την απόδοση χάρητος του Πιλάτου για το Πάσχα. Ο Ιησούς έτσι σταυρώθηκε στη θέση του Βαραββά. |
|
187:0.2 (2004.2) The two thieves crucified with Jesus were associates of Barabbas and would later have been put to death with their leader if he had not been released as the Passover pardon of Pilate. Jesus was thus crucified in the place of Barabbas. |
187:0.3 (2004.3) Αυτό που ο Ιησούς πρόκειται να πάθει, να υπομείνει το σταυρικό θάνατο, το κάνει με δική του ελεύθερη βούληση. Προλέγοντας αυτή την εμπειρία, είπε: «Ο Πατέρας με αγαπάει και με υποστηρίζει επειδή είμαι πρόθυμος να δώσω τη ζωή μου. Αλλά θα την πάρω πάλι πίσω. Κανένας δεν παίρνει τη ζωή μου – εγώ την παραδίδω. Έχω την εξουσία να την παραδώσω, και έχω την εξουσία να την πάρω πίσω. Έχω λάβει τέτοια εξουσία από τον Πατέρα μου». |
|
187:0.3 (2004.3) What Jesus is now about to do, submit to death on the cross, he does of his own free will. In foretelling this experience, he said: “The Father loves and sustains me because I am willing to lay down my life. But I will take it up again. No one takes my life away from me—I lay it down of myself. I have authority to lay it down, and I have authority to take it up. I have received such a commandment from my Father.” |
187:0.4 (2004.4) Ήταν μόλις πριν τις εννιά το πρωί όταν οι στρατιώτες οδήγησαν τον Ιησού από το πραιτώριο στο δρόμο για το Γολγοθά. Τους ακολουθούσαν πολλοί που συμπαθούσαν κρυφά τον Ιησού, αλλά οι περισσότεροι από το σύνολο των διακοσίων περίπου και πλέον ήταν είτε εχθροί ή περίεργοι αργόσχολοι που ήθελαν να απολαύσουν τη συναισθηματική ταραχή από την παρακολούθηση των σταυρώσεων. Λίγοι μόνο από τους Ιουδαίους αρχηγούς πήγαν να δουν τον Ιησού να πεθαίνει στο σταυρό. Γνωρίζοντας ότι είχε παραδοθεί στους Ρωμαίους στρατιώτες από τον Πιλάτο, και πως είχε καταδικαστεί σε θάνατο, απασχολήθηκαν με τη συνεδρίασή τους στο ναό όπου συζήτησαν τι έπρεπε να γίνει με τους οπαδούς του. |
|
187:0.4 (2004.4) It was just before nine o’clock this morning when the soldiers led Jesus from the praetorium on the way to Golgotha. They were followed by many who secretly sympathized with Jesus, but most of this group of two hundred or more were either his enemies or curious idlers who merely desired to enjoy the shock of witnessing the crucifixions. Only a few of the Jewish leaders went out to see Jesus die on the cross. Knowing that he had been turned over to the Roman soldiers by Pilate, and that he was condemned to die, they busied themselves with their meeting in the temple, whereat they discussed what should be done with his followers. |
1. ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΓΟΛΓΟΘΑ ^top |
|
1. On the Way to Golgotha ^top |
187:1.1 (2004.5) Πριν αφήσουν τον περίβολο του πραιτωρίου, οι στρατιώτες έβαλαν το δοκάρι του σταυρού στους ώμους του Ιησού. Ήταν συνήθεια να υποχρεώνουν τον καταδικασμένο να μεταφέρει το σταυρό στον τόπο της σταύρωσης. Ο καταδικασμένος δεν μετέφερε ολόκληρο το σταυρό αλλά μόνο το κοντύτερο δοκάρι. Τα μακρύτερα και κατακόρυφα κομμάτια ξύλου για τους τρεις σταυρούς είχαν ήδη μεταφερθεί στο Γολγοθά και, κατά την άφιξη των στρατιωτών και των φυλακισμένων, ήταν ήδη τοποθετημένα μέσα στο χώμα. |
|
187:1.1 (2004.5) Before leaving the courtyard of the praetorium, the soldiers placed the crossbeam on Jesus’ shoulders. It was the custom to compel the condemned man to carry the crossbeam to the site of the crucifixion. Such a condemned man did not carry the whole cross, only this shorter timber. The longer and upright pieces of timber for the three crosses had already been transported to Golgotha and, by the time of the arrival of the soldiers and their prisoners, had been firmly implanted in the ground. |
187:1.2 (2004.6) Σύμφωνα με το έθιμο ο αρχηγός που οδηγούσε την πομπή, μετέφερε μικρές άσπρες πινακίδες πάνω στις οποίες είχαν γραφτεί με κάρβουνο τα ονόματα των καταδίκων και η φύση των εγκλημάτων για τα οποία είχαν καταδικαστεί. Για τους δυο κλέφτες ο εκατόνταρχος είχε σημειώσεις που ανέφεραν το όνομά τους, κάτω από τα οποία ήταν γραμμένη η λέξη «Ληστής». Ήταν έθιμο, αφού το θύμα καρφωνόταν στο ξύλινο δοκάρι και ανυψωνόταν στη θέση του πάνω στο κατακόρυφο ξύλο, να καρφώνουν αυτή τη σημείωση στο ανώτερο σημείο του σταυρού, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του εγκληματία, ώστε όλοι οι μάρτυρες να γνωρίζουν για ποιο έγκλημα σταυρωνόταν ο καταδικασμένος άνδρας. Το υπόμνημα που μετέφερε ο εκατόνταρχος για να τοποθετήσει στο σταυρό του Ιησού είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Πιλάτο στα Λατινικά, Ελληνικά και Αραμαϊκά και έλεγε: «Ιησούς Ναζωραίος – ο Βασιλεύς των Ιουδαίων». |
|
187:1.2 (2004.6) According to custom the captain led the procession, carrying small white boards on which had been written with charcoal the names of the criminals and the nature of the crimes for which they had been condemned. For the two thieves the centurion had notices which gave their names, underneath which was written the one word, “Brigand.” It was the custom, after the victim had been nailed to the crossbeam and hoisted to his place on the upright timber, to nail this notice to the top of the cross, just above the head of the criminal, that all witnesses might know for what crime the condemned man was being crucified. The legend which the centurion carried to put on the cross of Jesus had been written by Pilate himself in Latin, Greek, and Aramaic, and it read: “Jesus of Nazareth—the King of the Jews.” |
187:1.3 (2005.1) Μερικοί από τους άρχοντες των Ιουδαίων που ήταν παρόντες όταν ο Πιλάτος έγραψε το υπόμνημα διαμαρτυρήθηκαν έντονα που αποκάλεσε τον Ιησού «βασιλιά των Ιουδαίων». Αλλά ο Πιλάτος τους υπενθύμισε ότι αυτή η κατηγορία ήταν μέρος αυτής που οδήγησε στην καταδίκη του. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι δεν μπορούσαν να πείσουν τον Πιλάτο να αλλάξει τη γνώμη του, τον παρακάλεσαν τουλάχιστον να το τροποποιήσει και να λέει: «Αυτός είπε ‘είμαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων’». Αλλά ο Πιλάτος ήταν ανένδοτος, δεν άλλαζε το υπόμνημα. Σε κάθε περαιτέρω παράκληση απάντησε μόνο: «Ό,τι έγραψα, έγραψα». |
|
187:1.3 (2005.1) Some of the Jewish authorities who were yet present when Pilate wrote this legend made vigorous protest against calling Jesus the “king of the Jews.” But Pilate reminded them that such an accusation was part of the charge which led to his condemnation. When the Jews saw they could not prevail upon Pilate to change his mind, they pleaded that at least it be modified to read, “He said, ‘I am the king of the Jews.’” But Pilate was adamant; he would not alter the writing. To all further supplication he only replied, “What I have written, I have written.” |
187:1.4 (2005.2) Κανονικά, ήταν συνήθεια να βαδίζουν προς το Γολγοθά από τον μακρύτερο δρόμο με σκοπό ένας μεγάλος αριθμός ατόμων να μπορεί να κοιτάξει τον καταδικασμένο εγκληματία, αλλά αυτή την ημέρα πήγαν από τον πιο σύντομο δρόμο προς την πύλη της Δαμασκού, που οδηγούσε έξω από την πόλη, βόρεια, και ακολουθώντας αυτό τα δρόμο έφτασαν γρήγορα στο Γολγοθά, τον επίσημο τόπο σταύρωσης στην Ιερουσαλήμ. Πέρα από το Γολγοθά ήταν οι επαύλεις των πλουσίων και από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν τα μνήματα πολλών πλουσίων Ιουδαίων. |
|
187:1.4 (2005.2) Ordinarily, it was the custom to journey to Golgotha by the longest road in order that a large number of persons might view the condemned criminal, but on this day they went by the most direct route to the Damascus gate, which led out of the city to the north, and following this road, they soon arrived at Golgotha, the official crucifixion site of Jerusalem. Beyond Golgotha were the villas of the wealthy, and on the other side of the road were the tombs of many well-to-do Jews. |
187:1.5 (2005.3) Η σταύρωση δεν ήταν Ιουδαϊκή μέθοδος τιμωρίας. Αμφότεροι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμαθαν αυτή τη μέθοδο εκτέλεσης από τους Φοίνικες. Ακόμα και ο Ηρώδης, παρόλη τη σκληρότητά του δεν προσέφευγε στη σταύρωση. Οι Ρωμαίοι δεν σταύρωναν ποτέ Ρωμαίο πολίτη. Μόνο δούλοι και οι υποτελείς λαοί υπέκειντο σε αυτή την ατιμωτική μέθοδο θανάτου. Κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, σαράντα χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού, όλος ο Γολγοθάς ήταν καλυμμένος από χιλιάδες χιλιάδων σταυρούς πάνω στους οποίους, από μέρα σε μέρα, χανόταν το άνθος της Ιουδαϊκής φυλής. Ένας φοβερός θερισμός, όντως, της σποράς αυτής της εποχής. |
|
187:1.5 (2005.3) Crucifixion was not a Jewish mode of punishment. Both the Greeks and the Romans learned this method of execution from the Phoenicians. Even Herod, with all his cruelty, did not resort to crucifixion. The Romans never crucified a Roman citizen; only slaves and subject peoples were subjected to this dishonorable mode of death. During the siege of Jerusalem, just forty years after the crucifixion of Jesus, all of Golgotha was covered by thousands upon thousands of crosses upon which, from day to day, there perished the flower of the Jewish race. A terrible harvest, indeed, of the seed-sowing of this day. |
187:1.6 (2005.4) Καθώς η θανατική πομπή περνούσε από τους στενούς δρόμους της Ιερουσαλήμ, πολλές από τις πονόψυχες Ιουδαίες γυναίκες που είχαν ακούσει τα λόγια του Ιησού για καλή διάθεση και συμπόνια, και που γνώριζαν τη γεμάτη αγάπη υπηρεσία της ζωής του, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους όταν τον είδαν να οδηγείται σε αυτό τον επαίσχυντο θάνατο. Καθώς περνούσε, πολλές από τις γυναίκες αυτές θρηνούσαν και έκλαιγαν. Και όταν μερικές από αυτές τόλμησαν να ακολουθήσουν μαζί στο πλευρό του, ο Κύριος έστρεψε το κεφάλι του προς αυτές και είπε: «Κόρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά κλάψτε καλύτερα για σας και για τα παιδιά σας. Το έργο μου τελείωσε – σύντομα θα πάω στον Πατέρα μου – αλλά οι ώρες της φοβερής δυστυχίας της Ιερουσαλήμ τώρα αρχίζουν. Να, οι μέρες έρχονται που θα λέτε: Ευλογημένες είναι οι στείρες και εκείνες των οποίων τα στήθη δεν βύζαξαν ποτέ τα παιδιά τους. Εκείνες τις μέρες θα παρακαλάτε τους βράχους των λόφων να πέσουν πάνω σας για να σας απαλλάξουν από τη φρίκη των βασάνων σας». |
|
187:1.6 (2005.4) As the death procession passed along the narrow streets of Jerusalem, many of the tenderhearted Jewish women who had heard Jesus’ words of good cheer and compassion, and who knew of his life of loving ministry, could not refrain from weeping when they saw him being led forth to such an ignoble death. As he passed by, many of these women bewailed and lamented. And when some of them even dared to follow along by his side, the Master turned his head toward them and said: “Daughters of Jerusalem, weep not for me, but rather weep for yourselves and for your children. My work is about done—soon I go to my Father—but the times of terrible trouble for Jerusalem are just beginning. Behold, the days are coming in which you shall say: Blessed are the barren and those whose breasts have never suckled their young. In those days will you pray the rocks of the hills to fall on you in order that you may be delivered from the terrors of your troubles.” |
187:1.7 (2005.5) Οι γυναίκες αυτές ήταν πραγματικά θαρραλέες που εκδήλωναν τη συμπόνια τους στον Ιησού, γιατί ήταν εντελώς παράνομο να δείχνουν φιλικά αισθήματα σε κάποιον που οδηγείτο στη σταύρωση. Στον όχλο επιτρεπόταν να χλευάζει, να περιγελά και να σαρκάζει τον καταδικασμένο, αλλά δεν επιτρεπόταν να εκφράζεται καμία συμπόνια. Αν και ο Ιησούς εκτίμησε την εκδήλωση της συμπόνιας αυτή τη μαύρη ώρα, όταν οι φίλοι του κρυβόντουσαν, δεν ήθελε αυτές οι πονόψυχες γυναίκες να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια των αρχών με το να τολμήσουν να δείξουν συμπόνια γι αυτόν. Ακόμα και σε μια τέτοια ώρα, όπως αυτή, ο Ιησούς σκεφτόταν λίγο για τον εαυτό του, μόνο για τις φριχτές μέρες της τραγωδίας που βρίσκονταν μπροστά για την Ιερουσαλήμ και όλο το Ιουδαϊκό έθνος. |
|
187:1.7 (2005.5) These women of Jerusalem were indeed courageous to manifest sympathy for Jesus, for it was strictly against the law to show friendly feelings for one who was being led forth to crucifixion. It was permitted the rabble to jeer, mock, and ridicule the condemned, but it was not allowed that any sympathy should be expressed. Though Jesus appreciated the manifestation of sympathy in this dark hour when his friends were in hiding, he did not want these kindhearted women to incur the displeasure of the authorities by daring to show compassion in his behalf. Even at such a time as this Jesus thought little about himself, only of the terrible days of tragedy ahead for Jerusalem and the whole Jewish nation. |
187:1.8 (2006.1) Καθώς ο Ιησούς έσερνε βαριά τα βήματά του στο δρόμο για τη σταύρωση, είχε κουραστεί. Ήταν σχεδόν εξαντλημένος. Δεν είχε φάει ούτε πιει τίποτε από το Μυστικό Δείπνο στο σπίτι του Ηλία Μάρκου. Ούτε του επιτράπηκε να απολαύσει ένα λεπτό ύπνου. Επιπροσθέτως, η μια ακρόαση διαδεχόταν την άλλη μέχρι την ώρα της καταδίκης του, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη το προσβλητικό μαστίγωμα με το συνεπακόλουθο σωματικό πόνο και το χάσιμο αίματος. Και πάνω απ’ όλα η ακραία νοητική αγωνία, η οξύτατη πνευματική έντασή του και ένα φοβερό συναίσθημα ανθρώπινης μοναξιάς. |
|
187:1.8 (2006.1) As the Master trudged along on the way to the crucifixion, he was very weary; he was nearly exhausted. He had had neither food nor water since the Last Supper at the home of Elijah Mark; neither had he been permitted to enjoy one moment of sleep. In addition, there had been one hearing right after another up to the hour of his condemnation, not to mention the abusive scourgings with their accompanying physical suffering and loss of blood. Superimposed upon all this was his extreme mental anguish, his acute spiritual tension, and a terrible feeling of human loneliness. |
187:1.9 (2006.2) Γρήγορα, μετά το πέρασμα της πύλης για το δρόμο έξω από την πόλη, καθώς ο Ιησούς κλονίστηκε από το κουβάλημα του ξύλου του σταυρού, η σωματική του δύναμη τον εγκατέλειψε στιγμιαία, και έπεσε κάτω από το βάρος του δύσκολου φορτίου του. Οι στρατιώτες τού φώναξαν και τον κλώτσησαν αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. Όταν ο αρχηγός το είδε αυτό, γνωρίζοντας τι είχε υποστεί ήδη ο Ιησούς, πρόσταξε τους στρατιώτες να σταματήσουν. Μετά διέταξε έναν περαστικό, κάποιο Σίμωνα από την Κυρήνη, να πάρει το ξύλο του σταυρού από τους ώμους του Ιησού και τον ανάγκασε να τον μεταφέρει στον υπόλοιπο δρόμο για το Γολγοθά. |
|
187:1.9 (2006.2) Shortly after passing through the gate on the way out of the city, as Jesus staggered on bearing the crossbeam, his physical strength momentarily gave way, and he fell beneath the weight of his heavy burden. The soldiers shouted at him and kicked him, but he could not arise. When the captain saw this, knowing what Jesus had already endured, he commanded the soldiers to desist. Then he ordered a passerby, one Simon from Cyrene, to take the crossbeam from Jesus’ shoulders and compelled him to carry it the rest of the way to Golgotha. |
187:1.10 (2006.3) Αυτός ο άνδρας, ο Σίμων, είχε κάνει όλο το δρόμο από την Κυρήνη, στη βόρεια Αφρική, για να παρευρεθεί στο Πάσχα. Είχε σταθμεύσει με άλλους Κυρηναίους ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και κατευθυνόταν προς τις λειτουργίες του ναού όταν ο Ρωμαίος αρχηγός τον διέταξε να μεταφέρει το σταυρό του Ιησού. Ο Σίμων άργησε να φύγει, παραμένοντας όλες τις ώρες του σταυρικού θανάτου του Κυρίου, μιλώντας με πολλούς φίλους του και με τους εχθρούς του. Μετά την ανάσταση και πριν αφήσει την Ιερουσαλήμ, έγινε γενναίος πιστός του ευαγγελίου της βασιλείας και όταν γύρισε στην πατρίδα, οδήγησε την οικογένειά του στην ουράνια βασιλεία. Οι δυο γιοι του, ο Αλέξανδρος και ο Ρούφος, έγιναν ουσιαστικοί δάσκαλοι του νέου ευαγγελίου στην Αφρική. Αλλά ο Σίμων δεν έμαθε ποτέ ότι ο Ιησούς, του οποίου μετέφερε το φορτίο, και ο Ιουδαίος παιδαγωγός που κάποτε φέρθηκε σαν φίλος στον πληγωμένο του γιο, ήταν το ίδιο πρόσωπο. |
|
187:1.10 (2006.3) This man Simon had come all the way from Cyrene, in northern Africa, to attend the Passover. He was stopping with other Cyrenians just outside the city walls and was on his way to the temple services in the city when the Roman captain commanded him to carry Jesus’ crossbeam. Simon lingered all through the hours of the Master’s death on the cross, talking with many of his friends and with his enemies. After the resurrection and before leaving Jerusalem, he became a valiant believer in the gospel of the kingdom, and when he returned home, he led his family into the heavenly kingdom. His two sons, Alexander and Rufus, became very effective teachers of the new gospel in Africa. But Simon never knew that Jesus, whose burden he bore, and the Jewish tutor who once befriended his injured son, were the same person. |
187:1.11 (2006.4) Ήταν λίγο μετά τις εννιά όταν η πομπή του θανάτου έφτασε στο Γολγοθά, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες καταπιάστηκαν με το έργο να καρφώσουν τους δυο ληστές και το Γιο του Ανθρώπου στους αντίστοιχους σταυρούς τους. |
|
187:1.11 (2006.4) It was shortly after nine o’clock when this procession of death arrived at Golgotha, and the Roman soldiers set themselves about the task of nailing the two brigands and the Son of Man to their respective crosses. |
2. Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ^top |
|
2. The Crucifixion ^top |
187:2.1 (2006.5) Οι στρατιώτες έδεσαν πρώτα τα χέρια του Κυρίου με σχοινιά στο ξύλινο δοκάρι και μετά κάρφωσαν τα χέρια του στο ξύλο. Όταν ανύψωσαν το ξύλινο δοκάρι στη θέση του, και αφού το στερέωσαν με καρφιά στο κατακόρυφο ξύλο του σταυρού, έδεσαν και κάρφωσαν τα πόδια του στο ξύλο, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ καρφί για να διαπεράσει και τα δυο πόδια. Το κατακόρυφο ξύλο είχε ένα φαρδύ ξύλινο πείρο, χωμένο στο κατάλληλο ύψος, που χρησίμευε σαν στήριγμα για να κρατάει το βάρος του σώματος. Ο σταυρός δεν ήταν ψηλός, τα πόδια του Κυρίου ήταν μόνο ενενήντα πόντους πάνω από το έδαφος. Μπορούσε λοιπόν να ακούει όλα όσα έλεγαν γι αυτόν περιγελώντας τον και μπορούσε να βλέπει καθαρά την έκφραση στα πρόσωπα όλων εκείνων που τόσο απερίσκεπτα τον χλεύαζαν. Και επίσης μπορούσαν οι παρόντες να ακούνε άνετα όλα όσα έλεγε ο Ιησούς όλες αυτές τις ώρες του παρατεινόμενου μαρτυρίου και του αργού θανάτου. |
|
187:2.1 (2006.5) The soldiers first bound the Master’s arms with cords to the crossbeam, and then they nailed his hands to the wood. When they had hoisted this crossbeam up on the post, and after they had nailed it securely to the upright timber of the cross, they bound and nailed his feet to the wood, using one long nail to penetrate both feet. The upright timber had a large peg, inserted at the proper height, which served as a sort of saddle for supporting the body weight. The cross was not high, the Master’s feet being only about three feet from the ground. He was therefore able to hear all that was said of him in derision and could plainly see the expression on the faces of all those who so thoughtlessly mocked him. And also could those present easily hear all that Jesus said during these hours of lingering torture and slow death. |
187:2.2 (2007.1) Ήταν συνήθεια να αφαιρούν όλα τα ρούχα από εκείνους που επρόκειτο να σταυρωθούν, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι ήταν πολύ αντίθετοι με τη δημόσια έκθεση του γυμνού σώματος, οι Ρωμαίοι παρείχαν πάντοτε ένα κατάλληλο ύφασμα για τους γλουτούς, σε όλα τα άτομα που σταυρώνονταν στην Ιερουσαλήμ. Συνεπώς, όταν αφαιρέθηκαν τα ρούχα του Ιησού, τον έντυσαν με αυτό το ρούχο πριν τον ανεβάσουν στο σταυρό. |
|
187:2.2 (2007.1) It was the custom to remove all clothes from those who were to be crucified, but since the Jews greatly objected to the public exposure of the naked human form, the Romans always provided a suitable loin cloth for all persons crucified at Jerusalem. Accordingly, after Jesus’ clothes had been removed, he was thus garbed before he was put upon the cross. |
187:2.3 (2007.2) Κατέφευγαν στη σταύρωση για να παρέχουν μια σκληρή και παρατεταμένη τιμωρία, το θύμα πολλές φορές δεν πέθαινε για αρκετές μέρες. Στην Ιερουσαλήμ υπήρχε σημαντικό αίσθημα κατά της σταύρωσης γενικά, και ήταν μια κοινότητα από Ιουδαίες γυναίκες που έστελναν πάντα έναν εκπρόσωπο στις σταυρώσεις για να προσφέρουν κρασί με ναρκωτικό στο θύμα ώστε να ελαφρύνουν τον πόνο του. Όταν όμως ο Ιησούς δοκίμασε αυτό το κρασί με το ναρκωτικό, όσο και αν διψούσε, αρνήθηκε να το πιει. Ο Κύριος προτίμησε να διατηρήσει την ανθρώπινη συνείδησή του μέχρι το τέλος. Επιθυμούσε να συναντήσει το θάνατο, ακόμα και με αυτή τη σκληρή και απάνθρωπη μορφή, και να τον κατακτήσει με εθελοντική υποταγή σε όλη την ανθρώπινη εμπειρία. |
|
187:2.3 (2007.2) Crucifixion was resorted to in order to provide a cruel and lingering punishment, the victim sometimes not dying for several days. There was considerable sentiment against crucifixion in Jerusalem, and there existed a society of Jewish women who always sent a representative to crucifixions for the purpose of offering drugged wine to the victim in order to lessen his suffering. But when Jesus tasted this narcotized wine, as thirsty as he was, he refused to drink it. The Master chose to retain his human consciousness until the very end. He desired to meet death, even in this cruel and inhuman form, and conquer it by voluntary submission to the full human experience. |
187:2.4 (2007.3) Πριν τοποθετηθεί στο σταυρό του ο Ιησούς, οι δυο ληστές είχαν ήδη τεθεί στους σταυρούς τους, βλαστημώντας και φτύνοντας τους εκτελεστές τους. Η μόνες λέξεις του Ιησού, καθώς τον κάρφωναν στο δοκάρι, ήταν, «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν γνωρίζουν τι κάνουν». Δεν θα μπορούσε να μεσολαβήσει με τόση ευσπλαχνία και αγάπη για τους εκτελεστές του, αν αυτές οι σκέψεις τρυφερής αφοσίωσης δεν είχαν υπάρξει το σπουδαιότερο κίνητρο όλης της ανιδιοτελούς υπηρεσίας της ζωής του. Οι ιδέες, τα κίνητρα και οι επιθυμίες μιας ζωής αποκαλύπτονται ξεκάθαρα σε μια δύσκολη κατάσταση. |
|
187:2.4 (2007.3) Before Jesus was put on his cross, the two brigands had already been placed on their crosses, all the while cursing and spitting upon their executioners. Jesus’ only words, as they nailed him to the crossbeam, were, “Father, forgive them, for they know not what they do.” He could not have so mercifully and lovingly interceded for his executioners if such thoughts of affectionate devotion had not been the mainspring of all his life of unselfish service. The ideas, motives, and longings of a lifetime are openly revealed in a crisis. |
187:2.5 (2007.4) Όταν ο Κύριος ανυψώθηκε στο σταυρό, ο αρχηγός κάρφωσε τον τίτλο πάνω από το κεφάλι του, που έλεγε σε τρεις γλώσσες, «Ιησούς Ναζωραίος – ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Οι Ιουδαίοι ήταν έξαλλοι από αυτή τη προσβολή. Αλλά ο Πιλάτος είχε ερεθιστεί από τον αναιδή τρόπο συμπεριφοράς τους, αισθανόταν ότι τον είχαν εκφοβίσει και ταπεινώσει και χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο για να πετύχει μια μηδαμινή εκδίκηση. Θα μπορούσε να είχε γράψει «Ιησούς, ένας επαναστάτης». Αλλά ήξερε καλά πόσο μισούσαν οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ το ίδιο το όνομα Ναζωραίος, και είχε αποφασίσει να τους ταπεινώσει με αυτό τον τρόπο. Ήξερε ότι θα τους πλήγωνε στο ευαίσθητό τους σημείο βλέποντας αυτόν τον Γαλιλαίο να ονομάζεται «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». |
|
187:2.5 (2007.4) After the Master was hoisted on the cross, the captain nailed the title up above his head, and it read in three languages, “Jesus of Nazareth—the King of the Jews.” The Jews were infuriated by this believed insult. But Pilate was chafed by their disrespectful manner; he felt he had been intimidated and humiliated, and he took this method of obtaining petty revenge. He could have written “Jesus, a rebel.” But he well knew how these Jerusalem Jews detested the very name of Nazareth, and he was determined thus to humiliate them. He knew that they would also be cut to the very quick by seeing this executed Galilean called “The King of the Jews.” |
187:2.6 (2007.5) Πολλοί από τους αρχηγούς των Ιουδαίων, όταν έμαθαν πώς ο Πιλάτος είχε προσπαθήσει να τους περιγελάσει θέτοντας αυτή την επιγραφή στο σταυρό του Ιησού, έτρεξαν στο Γολγοθά, αλλά δεν τόλμησαν να την αφαιρέσουν καθόσον φρουρούσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Αφού λοιπόν δεν μπόρεσαν να αφαιρέσουν τον τίτλο, αυτοί οι αρχηγοί ανακατεύτηκαν με τον όχλο και έκαναν το παν για να υποδαυλίσουν το χλευασμό και το σαρκασμό, από φόβο μήπως και δώσουν μεγάλη σημασία στην επιγραφή. |
|
187:2.6 (2007.5) Many of the Jewish leaders, when they learned how Pilate had sought to deride them by placing this inscription on the cross of Jesus, hastened out to Golgotha, but they dared not attempt to remove it since the Roman soldiers were standing on guard. Not being able to remove the title, these leaders mingled with the crowd and did their utmost to incite derision and ridicule, lest any give serious regard to the inscription. |
187:2.7 (2007.6) Ο απόστολος Ιωάννης, με τη Μαρία τη μητέρα του Ιησού, τη Ρουθ, και τον Ιούδα, έφτασαν στην περιοχή ακριβώς μετά την ανύψωση του Ιησού στη θέση του, στο σταυρό, και τη στιγμή που ο αρχηγός κάρφωνε τον τίτλο πάνω από το κεφάλι του Κυρίου. Ο Ιωάννης ήταν ο μόνος από τους ένδεκα αποστόλους που παρέστη μάρτυρας στη σταύρωση, και πάλι δεν ήταν παρών όλη την ώρα, αφού έτρεξε στην Ιερουσαλήμ για να φέρει τη μητέρα του και τους φίλους του πίσω, αμέσως μετά που έφερε τη μητέρα του Ιησού στην περιοχή. |
|
187:2.7 (2007.6) The Apostle John, with Mary the mother of Jesus, Ruth, and Jude, arrived on the scene just after Jesus had been hoisted to his position on the cross, and just as the captain was nailing the title above the Master’s head. John was the only one of the eleven apostles to witness the crucifixion, and even he was not present all of the time since he ran into Jerusalem to bring back his mother and her friends soon after he had brought Jesus’ mother to the scene. |
187:2.8 (2007.7) Όταν ο Ιησούς είδε τη μητέρα του με τον Ιωάννη και τον αδελφό και την αδελφή του, χαμογέλασε αλλά δεν είπε τίποτε. Εν τω μεταξύ οι τέσσερις στρατιώτες που τους είχαν αναθέσει τη σταύρωση του Κυρίου, σύμφωνα με το έθιμο, μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους, ένας παίρνοντας τα σανδάλια, άλλος το κάλυμμα της κεφαλής, άλλος τη ζώνη και ο τέταρτος το μανδύα. Αυτός άφησε το χιτώνα ή παρόμοιο ένδυμα, που έφτανε μέχρι κάτω κοντά στα γόνατα, για να κοπεί σε τέσσερα κομμάτια, αλλά όταν είδαν οι στρατιώτες πόσο ασυνήθιστο ρούχο ήταν, αποφάσισαν να το βάλουν σε κλήρο. Ο Ιησούς τους κοίταζε ενόσω μοίραζαν τα ρούχα του, και το απερίσκεπτο πλήθος τον περιγελούσε. |
|
187:2.8 (2007.7) As Jesus saw his mother, with John and his brother and sister, he smiled but said nothing. Meanwhile the four soldiers assigned to the Master’s crucifixion, as was the custom, had divided his clothes among them, one taking the sandals, one the turban, one the girdle, and the fourth the cloak. This left the tunic, or seamless vestment reaching down to near the knees, to be cut up into four pieces, but when the soldiers saw what an unusual garment it was, they decided to cast lots for it. Jesus looked down on them while they divided his garments, and the thoughtless crowd jeered at him. |
187:2.9 (2008.1) Ήταν καλά που πήραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες τα ρούχα του Κυρίου στην κατοχή τους. Διαφορετικά, αν οι οπαδοί του είχαν αποκτήσει αυτά τα ρούχα, θα είχαν πέσει στον πειρασμό να τα μετατρέψουν σε δεισιδαιμονικά ενθύμια λατρείας. Ο Κύριος επιθυμούσε οι οπαδοί του να μην έχουν τίποτε υλικό να συνδέσουν με ζωή του στη γη. Ήθελε να αφήσει στην ανθρωπότητα μόνο την ανάμνηση μιας ζωής αφιερωμένης στο ύψιστο πνευματικό ιδεώδες του να είναι αφιερωμένος στο να κάνει το θέλημα του Πατέρα. |
|
187:2.9 (2008.1) It was well that the Roman soldiers took possession of the Master’s clothing. Otherwise, if his followers had gained possession of these garments, they would have been tempted to resort to superstitious relic worship. The Master desired that his followers should have nothing material to associate with his life on earth. He wanted to leave mankind only the memory of a human life dedicated to the high spiritual ideal of being consecrated to doing the Father’s will. |
3. ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ^top |
|
3. Those Who Saw the Crucifixion ^top |
187:3.1 (2008.2) Στις εννιά και μισή περίπου το πρωί της Παρασκευής, ο Ιησούς είχε κρεμαστεί στο σταυρό. Πριν από τις ένδεκα, περισσότερα από χίλια άτομα είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταύρωσης του Γιου του Ανθρώπου. Όλες αυτές τις φοβερές ώρες τα αόρατα πνεύματα ενός σύμπαντος στεκόντουσαν σιωπηλά ενώ παρακολουθούσαν το ασυνήθιστο φαινόμενο του Δημιουργού να υφίσταται το θάνατο σαν να ήταν δημιούργημα, και μάλιστα τον πιο επαίσχυντο θάνατο ενός εγκληματία κατάδικου. |
|
187:3.1 (2008.2) At about half past nine o’clock this Friday morning, Jesus was hung upon the cross. Before eleven o’clock, upward of one thousand persons had assembled to witness this spectacle of the crucifixion of the Son of Man. Throughout these dreadful hours the unseen hosts of a universe stood in silence while they gazed upon this extraordinary phenomenon of the Creator as he was dying the death of the creature, even the most ignoble death of a condemned criminal. |
187:3.2 (2008.3) Στέκονταν πλάι στο σταυρό, πότε τη μια στιγμή και πότε την άλλη κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, η Μαρία, η Ρουθ, ο Ιούδας, ο Ιωάννης, η Σαλώμη (η μητέρα του Ιωάννη) και μια ομάδα γυναικών, ένθερμων πιστών, συμπεριλαμβανομένης της Μαρίας, γυναίκα του Κλωπά και αδελφή της μητέρας του Ιησού, της Μαρίας της Μαγδαληνής και της Ρεβέκκας που κάποτε έμενε στη Σεφφώρα. Αυτοί και άλλοι φίλοι του Ιησού κρατούσαν την ηρεμία τους ενόσω ήταν μάρτυρες της μεγάλης υπομονής και της καρτερίας του και παρακολουθούσαν τον έντονο πόνο του. |
|
187:3.2 (2008.3) Standing near the cross at one time or another during the crucifixion were Mary, Ruth, Jude, John, Salome (John’s mother), and a group of earnest women believers including Mary the wife of Clopas and sister of Jesus’ mother, Mary Magdalene, and Rebecca, onetime of Sepphoris. These and other friends of Jesus held their peace while they witnessed his great patience and fortitude and gazed upon his intense sufferings. |
187:3.3 (2008.4) Πολλοί που περνούσαν από δίπλα κούναγαν το κεφάλι τους και τον επέκριναν, λέγοντας: «Εσύ που θα κατέστρεφες το ναό και θα τον ξανάχτιζες σε τρεις μέρες, σώσε τον εαυτό σου. Αν είσαι γιος του Θεού, γιατί δεν κατεβαίνεις από το σταυρό;». Με παρόμοιο τρόπο μερικοί από τους αρχηγούς των Ιουδαίων τον περιγελούσαν, λέγοντας, «Έσωσε άλλους, αλλά τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει». Άλλοι έλεγαν, «Αν είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε». Και αργότερα τον κορόιδευαν πάλι, λέγοντες: «Εμπιστεύτηκε το Θεό για να τον ελευθερώσει. Ισχυρίστηκε ακόμα και πως ήταν ο Γιος του Θεού – κοιτάξτε τον τώρα – σταυρωμένο ανάμεσα σε δυο κλέφτες». Ακόμα και οι δυο κλέφτες τον χλεύαζαν και τον κατάκριναν. |
|
187:3.3 (2008.4) Many who passed by wagged their heads and, railing at him, said: “You who would destroy the temple and build it again in three days, save yourself. If you are the Son of God, why do you not come down from your cross?” In like manner some of the rulers of the Jews mocked him, saying, “He saved others, but himself he cannot save.” Others said, “If you are the king of the Jews, come down from the cross, and we will believe in you.” And later on they mocked him the more, saying: “He trusted in God to deliver him. He even claimed to be the Son of God—look at him now—crucified between two thieves.” Even the two thieves also railed at him and cast reproach upon him. |
187:3.4 (2008.5) Επειδή ο Ιησούς δεν απαντούσε στις προσβολές τους και μια και κόντευε το μεσημέρι αυτής της ειδικής προπαρασκευαστικής ημέρας, κατά τις ενδεκάμισι οι περισσότεροι, από το πλήθος που τον γιουχάιζε και τον χλεύαζε, είχαν φύγει, και λιγότερα από πενήντα άτομα είχαν μείνει στην περιοχή. Οι στρατιώτες ετοιμάζονταν τώρα να φάνε μεσημεριανό και να πιουν το φτηνό, ξινό κρασί τους καθώς τακτοποιήθηκαν για τη μακρόχρονη θανατική φρούρηση. Καθώς γεύονταν το κρασί τους, έκαναν κοροϊδευτικά μια πρόποση στον Ιησού, λέγοντας, «Χαίρε και καλή τύχη! Στο βασιλιά των Ιουδαίων». Και εξεπλάγησαν από το ανεκτικό βλέμμα του Κυρίου για τις κοροϊδίες και τους χλευασμούς τους. |
|
187:3.4 (2008.5) Inasmuch as Jesus would make no reply to their taunts, and since it was nearing noontime of this special preparation day, by half past eleven o’clock most of the jesting and jeering crowd had gone its way; less than fifty persons remained on the scene. The soldiers now prepared to eat lunch and drink their cheap, sour wine as they settled down for the long deathwatch. As they partook of their wine, they derisively offered a toast to Jesus, saying, “Hail and good fortune! to the king of the Jews.” And they were astonished at the Master’s tolerant regard of their ridicule and mocking. |
187:3.5 (2008.6) Όταν ο Ιησούς τους είδε να τρώνε και να πίνουν, τους κοίταξε και είπε, «Διψώ». Όταν ο αρχηγός της φρουράς άκουσε τον Ιησού να λέγει, «Διψώ», πήρε λίγο κρασί από το μπουκάλι του και, βάζοντας το διαποτισμένο σπόγγινο βούλωμα πάνω στη μύτη ενός ακοντίου, το σήκωσε προς τον Ιησού για να μπορέσει να βρέξει τα ξεραμένα χείλη του. |
|
187:3.5 (2008.6) When Jesus saw them eat and drink, he looked down upon them and said, “I thirst.” When the captain of the guard heard Jesus say, “I thirst,” he took some of the wine from his bottle and, putting the saturated sponge stopper upon the end of a javelin, raised it to Jesus so that he could moisten his parched lips. |
187:3.6 (2008.7) Ο Ιησούς είχε επιδιώξει να ζήσει χωρίς να καταφύγει στην υπερφυσική δύναμή του, και κατά τον ίδιο τρόπο επέλεξε να πεθάνει σαν κοινός θνητός πάνω στο σταυρό. Έζησε σαν άνθρωπος και θα πέθαινε σαν άνθρωπος – πράττοντας το θέλημα του Πατέρα. |
|
187:3.6 (2008.7) Jesus had purposed to live without resort to his supernatural power, and he likewise elected to die as an ordinary mortal upon the cross. He had lived as a man, and he would die as a man—doing the Father’s will. |
4. Ο ΛΗΣΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ^top |
|
4. The Thief on the Cross ^top |
187:4.1 (2008.8) Ένας από τους ληστές επέκρινε τον Ιησού, λέγοντας, «Αν είσαι ο Γιος του Θεού, γιατί δεν σώζεις τον εαυτό σου κι εμάς;». Αλλά όταν κατάκρινε τον Ιησού, ο άλλος ληστής, που είχε ακούσει πολλές φορές τον Κύριο να διδάσκει, είπε: «Δεν φοβάσαι ούτε το Θεό; Δεν βλέπεις ότι εμείς υποφέρουμε δίκαια για τις πράξεις μας, αλλά αυτός ο άνθρωπος υποφέρει άδικα; Καλύτερα να ζητήσουμε συγχώρεση για τις αμαρτίες μας και σωτηρία για τις ψυχές μας». Όταν ο Ιησούς άκουσε τον κλέφτη να μιλάει έτσι, γύρισε το κεφάλι του προς αυτόν και χαμογέλασε συγκαταβατικά. Όταν ο κακοποιός είδε το πρόσωπο του Ιησού να είναι γυρισμένο προς αυτόν, μάζεψε το κουράγιο του, άναψε η φλόγα της πίστης του που τρεμόσβηνε και είπε, «Κύριε, θυμήσου με όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Και τότε ο Ιησούς είπε, «Αληθώς, αληθώς, σου λέγω σήμερα, θα είσαι κάποτε μαζί μου στον Παράδεισο». |
|
187:4.1 (2008.8) One of the brigands railed at Jesus, saying, “If you are the Son of God, why do you not save yourself and us?” But when he had reproached Jesus, the other thief, who had many times heard the Master teach, said: “Do you have no fear even of God? Do you not see that we are suffering justly for our deeds, but that this man suffers unjustly? Better that we should seek forgiveness for our sins and salvation for our souls.” When Jesus heard the thief say this, he turned his face toward him and smiled approvingly. When the malefactor saw the face of Jesus turned toward him, he mustered up his courage, fanned the flickering flame of his faith, and said, “Lord, remember me when you come into your kingdom.” And then Jesus said, “Verily, verily, I say to you today, you shall sometime be with me in Paradise.” |
187:4.2 (2009.1) Ο Κύριος είχε χρόνο ανάμεσα στις σουβλιές του θανάτου να προσέξει την ομολογία πίστης τού πιστεύοντος ληστή. Όταν ο κλέφτης αυτός αναζήτησε τη σωτηρία, βρήκε τη λύτρωση. Πολλές φορές πριν από αυτή την ώρα είχε παρεμποδιστεί να πιστέψει στον Ιησού, αλλά μόνο αυτές τις τελευταίες ώρες της συνειδητοποίησης στράφηκε με όλη του την καρδιά προς τη διδασκαλία του Κυρίου. Όταν είδε τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς αντιμετώπιζε το θάνατο πάνω στο σταυρό, ο κλέφτης αυτός δεν μπόρεσε να αντισταθεί περισσότερο στην πεποίθηση ότι αυτός ο Γιος του Ανθρώπου ήταν όντως ο Γιος του Θεού. |
|
187:4.2 (2009.1) The Master had time amidst the pangs of mortal death to listen to the faith confession of the believing brigand. When this thief reached out for salvation, he found deliverance. Many times before this he had been constrained to believe in Jesus, but only in these last hours of consciousness did he turn with a whole heart toward the Master’s teaching. When he saw the manner in which Jesus faced death upon the cross, this thief could no longer resist the conviction that this Son of Man was indeed the Son of God. |
187:4.3 (2009.2) Κατά το επεισόδιο αυτό της αλλαγής και της υποδοχής του κλέφτη στη βασιλεία, από τον Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης ήταν απών, έχοντας πάει στην πόλη για να φέρει τη μητέρα του και τις φίλες της στον τόπο της σταύρωσης. Ο Λουκάς ακολούθως, άκουσε την ιστορία αυτή από τον προσηλυτισμένο Ρωμαίο αρχηγό της φρουράς. |
|
187:4.3 (2009.2) During this episode of the conversion and reception of the thief into the kingdom by Jesus, the Apostle John was absent, having gone into the city to bring his mother and her friends to the scene of the crucifixion. Luke subsequently heard this story from the converted Roman captain of the guard. |
187:4.4 (2009.3) Ο απόστολος Ιωάννης εξιστόρησε τα περί της σταύρωσης, όπως αυτός θυμόταν το γεγονός μετά από δυο τρίτα του αιώνα αφότου συνέβη. Οι άλλες αναφορές βασίστηκαν στην αφήγηση του Ρωμαίου εκατόνταρχου που ήταν υπηρεσία, ο οποίος εξαιτίας αυτών που είδε και άκουσε, πίστεψε ακολούθως στον Ιησού και εισήλθε πλήρως στη συντροφιά της ουράνιας βασιλείας στη γη. |
|
187:4.4 (2009.3) The Apostle John told about the crucifixion as he remembered the event two thirds of a century after its occurrence. The other records were based upon the recital of the Roman centurion on duty who, because of what he saw and heard, subsequently believed in Jesus and entered into the full fellowship of the kingdom of heaven on earth. |
187:4.5 (2009.4) Ο νέος αυτός άνδρας, ο μετανιωμένος ληστής, είχε οδηγηθεί στη ζωή της βίας και των κακών πράξεων από εκείνους που εκθείαζαν τα ληστρικά έργα σαν αποτελεσματική πατριωτική διαμαρτυρία κατά της πολιτικής καταπίεσης και της κοινωνικής αδικίας. Και αυτού του είδους η διδαχή, συν η ώθηση για την περιπέτεια, οδήγησε πολλούς, κατά τα άλλα καλοπροαίρετους νέους, να στρατολογηθούν σε αυτές τις ριψοκίνδυνες ληστρικές αποστολές. Ο νεαρός άνδρας θεωρούσε το Βαραββά ήρωα. Τώρα είδε ότι είχε σφάλλει. Εδώ στο σταυρό δίπλα του είδε έναν πραγματικά μεγάλο άνδρα, έναν αληθινό ήρωα. Εδώ βρισκόταν ο ήρωας που πυροδοτούσε το ζήλο του και του ενέπνεε τις υψηλότερες ιδέες του για τον αυτοσεβασμό και αναζωογονούσε όλα τα ιδεώδη του για το θάρρος, την ανδρεία και τη γενναιότητα. Παρατηρώντας τον Ιησού, ξεπετάχτηκε στην καρδιά του μια υπερβολική αίσθηση αγάπης, πίστης και αυθεντικής μεγαλοσύνης. |
|
187:4.5 (2009.4) This young man, the penitent brigand, had been led into a life of violence and wrongdoing by those who extolled such a career of robbery as an effective patriotic protest against political oppression and social injustice. And this sort of teaching, plus the urge for adventure, led many otherwise well-meaning youths to enlist in these daring expeditions of robbery. This young man had looked upon Barabbas as a hero. Now he saw that he had been mistaken. Here on the cross beside him he saw a really great man, a true hero. Here was a hero who fired his zeal and inspired his highest ideas of moral self-respect and quickened all his ideals of courage, manhood, and bravery. In beholding Jesus, there sprang up in his heart an overwhelming sense of love, loyalty, and genuine greatness. |
187:4.6 (2009.5) Και εάν κάποιο άλλο άτομο, ανάμεσα στο πλήθος που χλεύαζε, είχε γευθεί την εμπειρία της γέννησης της πίστης μέσα στην ψυχή του, και είχε επικαλεστεί την ευσπλαχνία του Ιησού, θα είχε γίνει δεκτό με την ίδια αγαπητή θεώρηση που επιδείχθηκε και προς το ληστή που πίστεψε. |
|
187:4.6 (2009.5) And if any other person among the jeering crowd had experienced the birth of faith within his soul and had appealed to the mercy of Jesus, he would have been received with the same loving consideration that was displayed toward the believing brigand. |
187:4.7 (2009.6) Ακριβώς μετά, που ο μετανιωμένος ληστής άκουσε την υπόσχεση του Κυρίου, ότι θα συναντιόντουσαν κάποια μέρα στον Παράδεισο, ο Ιωάννης γύρισε από την πόλη, φέρνοντας μαζί του τη μητέρα του και μια ομάδα από περίπου δώδεκα πιστές γυναίκες. Ο Ιωάννης πήρε τη θέση του κοντά στη Μαρία τη μητέρα του Ιησού, υποβαστάζοντάς την. Ο γιος της Ιούδας στεκόταν από το άλλο πλευρό. Καθώς ο Ιησούς κοίταξε τη σκηνή αυτή, ήταν μεσημέρι, είπε στη μητέρα του, «Γυναίκα, ιδού ο γιος σου!», και μιλώντας στον Ιωάννη, είπε, «Παιδί μου, ιδού η μητέρα σου!». Και μετά απευθύνθηκε και στους δυο, λέγοντας, «Επιθυμώ να φύγετε από αυτό το μέρος». Κι έτσι ο Ιωάννης και ο Ιούδας οδήγησαν τη Μαρία μακριά από το Γολγοθά. Ο Ιωάννης πήρε τη μητέρα του Ιησού στο μέρος όπου διέμενε στην Ιερουσαλήμ και μετά έτρεξε πίσω στο μέρος της σταύρωσης. Μετά το Πάσχα η Μαρία γύρισε στη Βηθσαϊδά, όπου έζησε στο σπίτι του Ιωάννη την υπόλοιπη ζωή της. Η Μαρία δεν έζησε έναν ολόκληρο χρόνο μετά το θάνατο του Ιησού. |
|
187:4.7 (2009.6) Just after the repentant thief heard the Master’s promise that they should sometime meet in Paradise, John returned from the city, bringing with him his mother and a company of almost a dozen women believers. John took up his position near Mary the mother of Jesus, supporting her. Her son Jude stood on the other side. As Jesus looked down upon this scene, it was noontide, and he said to his mother, “Woman, behold your son!” And speaking to John, he said, “My son, behold your mother!” And then he addressed them both, saying, “I desire that you depart from this place.” And so John and Jude led Mary away from Golgotha. John took the mother of Jesus to the place where he tarried in Jerusalem and then hastened back to the scene of the crucifixion. After the Passover Mary returned to Bethsaida, where she lived at John’s home for the rest of her natural life. Mary did not live quite one year after the death of Jesus. |
187:4.8 (2010.1) Μετά την αναχώρηση της Μαρίας, οι άλλες γυναίκες αποτραβήχτηκαν σε μικρή απόσταση και παρέμειναν να παρακολουθούν τον Ιησού μέχρι που εξέπνευσε στο σταυρό, και βρισκόντουσαν εκεί δίπλα όταν πήραν το σώμα του Κυρίου για να το θάψουν. |
|
187:4.8 (2010.1) After Mary left, the other women withdrew for a short distance and remained in attendance upon Jesus until he expired on the cross, and they were yet standing by when the body of the Master was taken down for burial. |
5. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ^top |
|
5. Last Hour on the Cross ^top |
187:5.1 (2010.2) Αν και ήταν νωρίς ακόμα η εποχή για ένα τέτοιο φαινόμενο, απότομα μετά τις δώδεκα ο ουρανός σκοτείνιασε από λεπτή άμμο στην ατμόσφαιρα. Ο λαός της Ιερουσαλήμ ήξερε ότι αυτό σήμαινε τον ερχομό μιας από εκείνες τις καυτές αμμοθύελλες από την Αραβική έρημο. Πριν τη μία ο ουρανός ήταν πολύ σκοτεινός, ο ήλιος είχε κρυφτεί, και ο εναπομείνας όχλος έτρεξε πίσω στην πόλη. Όταν ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του λίγο μετά από αυτή την ώρα, λιγότεροι από τριάντα άνθρωποι ήταν παρόντες, μόνο οι δεκατρείς Ρωμαίοι στρατιώτες και μια ομάδα δεκαπέντε περίπου πιστών. Οι πιστοί ήταν όλες γυναίκες εκτός από δυο, τον Ιούδα, τον αδελφό του Ιησού και τον Ιωάννη Ζεβεδαίο, που επέστρεψε στην περιοχή λίγο πριν εκπνεύσει ο Κύριος. |
|
187:5.1 (2010.2) Although it was early in the season for such a phenomenon, shortly after twelve o’clock the sky darkened by reason of the fine sand in the air. The people of Jerusalem knew that this meant the coming of one of those hot-wind sandstorms from the Arabian Desert. Before one o’clock the sky was so dark the sun was hid, and the remainder of the crowd hastened back to the city. When the Master gave up his life shortly after this hour, less than thirty people were present, only the thirteen Roman soldiers and a group of about fifteen believers. These believers were all women except two, Jude, Jesus’ brother, and John Zebedee, who returned to the scene just before the Master expired. |
187:5.2 (2010.3) Σύντομα μετά τη μία, μέσα στην αυξανόμενη σκοτεινιά από τη μανιώδη αμμοθύελλα, ο Ιησούς άρχισε να πέφτει σε ανθρώπινη συνειδητοποίηση. Τα τελευταία λόγια του για ευσπλαχνία, συγχώρεση και παραίνεση ειπώθηκαν εκείνη την ώρα. Εξέφρασε την τελευταία επιθυμία του – σχετικά με τη φροντίδα της μητέρας του. Αυτή την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος, ο ανθρώπινος νους του Ιησού κατέφυγε στην επανάληψη πολλών εδαφίων από τις Εβραϊκές Γραφές, ειδικά τους Ψαλμούς. Η τελευταία συνειδητή σκέψη του ανθρώπου Ιησού είχε σχέση με την επανάληψη στο νου του ενός τμήματος από το Βιβλίο των Ψαλμών, σήμερα γνωστό σαν ο εικοστός, εικοστός πρώτος και εικοστός δεύτερος ψαλμός. Αν και τα χείλη του κινούντο συχνά, ήταν πολύ αδύναμος να εκστομίσει τις λέξεις όπως ήταν σε αυτά τα εδάφια, τα οποία τόσο καλά ήξερε απ’ έξω, και περνούσαν από το μυαλό του. Λίγες φορές μόνο κατάφεραν εκείνοι που στεκόντουσαν πλάι του ν’ αρπάξουν κάποιες εκφράσεις, όπως, «Ξέρω ότι ο Κύριος θα σώσει το χρισμένο του», «Το χέρι σου θα ανακαλύψει όλους τους εχθρούς μου» και «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;». Ο Ιησούς ούτε για ένα λεπτό δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι δεν έζησε σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα και ποτέ δεν αμφισβήτησε ότι παρέδιδε τη θνητή ζωή του σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα του. Δεν αισθάνθηκε ότι ο Πατέρας τον είχε εγκαταλείψει, απάγγελλε στις ώρες που έχανε τη συνείδησή του κομμάτια από πολλές Γραφές, μεταξύ των οποίων τον εικοστό δεύτερο ψαλμό, που αρχίζει με το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;». Και αυτό έτυχε να είναι ένα από τα τρία εδάφια που έλεγε με επαρκή καθαρότητα ώστε να ακούγεται από εκείνους που βρίσκονταν κοντά. |
|
187:5.2 (2010.3) Shortly after one o’clock, amidst the increasing darkness of the fierce sandstorm, Jesus began to fail in human consciousness. His last words of mercy, forgiveness, and admonition had been spoken. His last wish—concerning the care of his mother—had been expressed. During this hour of approaching death the human mind of Jesus resorted to the repetition of many passages in the Hebrew scriptures, particularly the Psalms. The last conscious thought of the human Jesus was concerned with the repetition in his mind of a portion of the Book of Psalms now known as the twentieth, twenty-first, and twenty-second Psalms. While his lips would often move, he was too weak to utter the words as these passages, which he so well knew by heart, would pass through his mind. Only a few times did those standing by catch some utterance, such as, “I know the Lord will save his anointed,” “Your hand shall find out all my enemies,” and “My God, my God, why have you forsaken me?” Jesus did not for one moment entertain the slightest doubt that he had lived in accordance with the Father’s will; and he never doubted that he was now laying down his life in the flesh in accordance with his Father’s will. He did not feel that the Father had forsaken him; he was merely reciting in his vanishing consciousness many Scriptures, among them this twenty-second Psalm, which begins with “My God, my God, why have you forsaken me?” And this happened to be one of the three passages which were spoken with sufficient clearness to be heard by those standing by. |
187:5.3 (2010.4) Η τελευταία παράκληση που έκανε ο θνητός Ιησούς στους συντρόφους του ήταν κατά τη μιάμιση, όταν για δεύτερη φορά είπε, «Διψώ» και ο ίδιος αρχηγός της φρουράς ύγρανε πάλι τα χείλη του με τον ίδιο μουσκεμένο σπόγγο στο ξινό κρασί, που εκείνη την εποχή λεγόταν κοινά ξύδι. |
|
187:5.3 (2010.4) The last request which the mortal Jesus made of his fellows was about half past one o’clock when, a second time, he said, “I thirst,” and the same captain of the guard again moistened his lips with the same sponge wet in the sour wine, in those days commonly called vinegar. |
187:5.4 (2010.5) Η αμμοθύελλα δυνάμωσε σε ένταση και ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο. Οι στρατιώτες και η μικρή ομάδα πιστών βρίσκονταν πλησίον. Οι στρατιώτες είχαν σκύψει κοντά στο σταυρό, στριμωγμένοι όλοι μαζί για να προστατευθούν από την άμμο που έκοβε. Η μητέρα του Ιωάννη και οι άλλες παρακολουθούσαν από απόσταση, όπου είχαν βρει κάποιο καταφύγιο σε ένα προεξέχοντα βράχο. Όταν ο Κύριος τελικά ξεψύχησε βρίσκονταν κοντά στο κάτω μέρος του σταυρού του ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, ο αδελφός του Ιούδας, η αδελφή του Ρουθ, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ρεβέκκα κάποτε από τη Σεφφώρα. |
|
187:5.4 (2010.5) The sandstorm grew in intensity and the heavens increasingly darkened. Still the soldiers and the small group of believers stood by. The soldiers crouched near the cross, huddled together to protect themselves from the cutting sand. The mother of John and others watched from a distance where they were somewhat sheltered by an overhanging rock. When the Master finally breathed his last, there were present at the foot of his cross John Zebedee, his brother Jude, his sister Ruth, Mary Magdalene, and Rebecca, onetime of Sepphoris. |
187:5.5 (2011.1) Ήταν ακριβώς πριν τις τρεις όταν ο Ιησούς, με δυνατή φωνή φώναξε, «Τελείωσε! Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Και όταν μίλησε έτσι, έσκυψε το κεφάλι του και εγκατέλειψε τον αγώνα της ζωής. Όταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος είδε πώς πέθανε ο Ιησούς, χτύπησε το στήθος του και είπε: «Ήταν όντως δίκαιος άνθρωπος, αληθινά πρέπει να ήταν Γιος του Θεού». Και από εκείνη την ώρα άρχισε να πιστεύει στον Ιησού. |
|
187:5.5 (2011.1) It was just before three o’clock when Jesus, with a loud voice, cried out, “It is finished! Father, into your hands I commend my spirit.” And when he had thus spoken, he bowed his head and gave up the life struggle. When the Roman centurion saw how Jesus died, he smote his breast and said: “This was indeed a righteous man; truly he must have been a Son of God.” And from that hour he began to believe in Jesus. |
187:5.6 (2011.2) Ο Ιησούς πέθανε με βασιλικό τρόπο – όπως έζησε. Παραδέχτηκε τη βασιλική συμπεριφορά του και παρέμεινε κύριος της κατάστασης καθ’ όλη την τραγική ημέρα. Βάδισε πρόθυμα προς τον ατιμωτικό του θάνατο, αφού εξασφάλισε τους εκλεγμένους του απόστολους. Με σοφό τρόπο συγκράτησε το βίαιο χαρακτήρα του Πέτρου και προέβλεψε ότι ο Ιωάννης μπορούσε να βρίσκεται κοντά του μέχρι το τέλος της θνητής του ύπαρξης. Αποκάλυψε την αληθινή του φύση στο φονικό Σανχεντρίν και υπενθύμισε στον Πιλάτο την αρχή της κυριαρχικής του εξουσίας σαν Γιος του Θεού. Κίνησε για το Γολγοθά μεταφέροντας το δικό του σταυρό και ολοκλήρωσε τη γεμάτη αγάπη ενσάρκωσή του παραδίνοντας το πνεύμα της θνητής του απόκτησης στα χέρια του Παραδεισένιου Πατέρα. Μετά από μια τέτοια ζωή – και με τέτοιο θάνατο – ο Κύριος μπορούσε αλήθεια να πει, «Τελείωσε». |
|
187:5.6 (2011.2) Jesus died royally—as he had lived. He freely admitted his kingship and remained master of the situation throughout the tragic day. He went willingly to his ignominious death, after he had provided for the safety of his chosen apostles. He wisely restrained Peter’s trouble-making violence and provided that John might be near him right up to the end of his mortal existence. He revealed his true nature to the murderous Sanhedrin and reminded Pilate of the source of his sovereign authority as a Son of God. He started out to Golgotha bearing his own crossbeam and finished up his loving bestowal by handing over his spirit of mortal acquirement to the Paradise Father. After such a life—and at such a death—the Master could truly say, “It is finished.” |
187:5.7 (2011.3) Επειδή αυτή ήταν η προπαρασκευαστική ημέρα και για το Πάσχα αλλά και για το Σάββατο, οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να παραμείνουν τα σώματα αυτά εκτεθειμένα στο Γολγοθά. Έτσι πήγαν στον Πιλάτο ζητώντας να σπάσουν τα πόδια των τριών ανδρών, να τους αποτελειώσουν δηλαδή, ώστε να τους κατεβάσουν από τους σταυρούς και να τους πετάξουν στους τάφους-λάκκους για τους εγκληματίες πριν τη δύση του ήλιου. Όταν ο Πιλάτος άκουσε το αίτημα, έστειλε εκεί τρεις στρατιώτες για να σπάσουν τα πόδια και να αποτελειώσουν τον Ιησού και τους δυο ληστές. |
|
187:5.7 (2011.3) Because this was the preparation day for both the Passover and the Sabbath, the Jews did not want these bodies to be exposed on Golgotha. Therefore they went before Pilate asking that the legs of these three men be broken, that they be dispatched, so that they could be taken down from their crosses and cast into the criminal burial pits before sundown. When Pilate heard this request, he forthwith sent three soldiers to break the legs and dispatch Jesus and the two brigands. |
187:5.8 (2011.4) Όταν οι στρατιώτες αυτοί έφτασαν στο Γολγοθά, έπραξαν κατά τα συμφωνηθέντα με τους δυο κλέφτες, αλλά βρήκαν τον Ιησού πεθαμένο ήδη, προς μεγάλη τους έκπληξη. Για να βεβαιωθούν όμως για το θάνατό του, ένας στρατιώτης τρύπησε το αριστερό του πλευρό με τη λόγχη του. Αν και ήταν κοινό στα θύματα της σταύρωσης να παρατείνεται η ζωή τους πάνω στο σταυρό για δυο και τρεις μέρες, η υπερβολική συναισθηματική αγωνία και η οξύτατη πνευματική οδύνη του Ιησού έφεραν τέλος στη θνητή του ζωή σε λίγο λιγότερο από πεντέμισι ώρες. |
|
187:5.8 (2011.4) When these soldiers arrived at Golgotha, they did accordingly to the two thieves, but they found Jesus already dead, much to their surprise. However, in order to make sure of his death, one of the soldiers pierced his left side with his spear. Though it was common for the victims of crucifixion to linger alive upon the cross for even two or three days, the overwhelming emotional agony and the acute spiritual anguish of Jesus brought an end to his mortal life in the flesh in a little less than five and one-half hours. |
6. ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ^top |
|
6. After the Crucifixion ^top |
187:6.1 (2011.5) Στο μέσον της σκοτεινιάς από την αμμοθύελλα, κατά τις τρεισήμισι, ο Δαυίδ Ζεβεδαίος απέστειλε τον τελευταίο αγγελιαφόρο που μετέφερε την είδηση του θανάτου του Κυρίου. Ο τελευταίος δρομέας του στάλθηκε στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στη Βηθανία, όπου πίστευε ότι είχε καταλύσει η μητέρα του Ιησού με τη λοιπή οικογένειά της. |
|
187:6.1 (2011.5) In the midst of the darkness of the sandstorm, about half past three o’clock, David Zebedee sent out the last of the messengers carrying the news of the Master’s death. The last of his runners he dispatched to the home of Martha and Mary in Bethany, where he supposed the mother of Jesus stopped with the rest of her family. |
187:6.2 (2011.6) Μετά το θάνατο του Κυρίου, ο Ιωάννης έστειλε τις γυναίκες, με την επίβλεψη του Ιούδα, στο σπίτι του Ηλία Μάρκου, όπου παρέμειναν όλη την ημέρα του Σαββάτου. Ο ίδιος ο Ιωάννης, επειδή τον γνώριζε ήδη καλά μέχρι τότε ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, έμεινε στο Γολγοθά μέχρι που ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος έφτασαν στην περιοχή με διαταγή από τον Πιλάτο, που τους εξουσιοδοτούσε να πάρουν στην κατοχή τους το σώμα του Ιησού. |
|
187:6.2 (2011.6) After the death of the Master, John sent the women, in charge of Jude, to the home of Elijah Mark, where they tarried over the Sabbath day. John himself, being well known by this time to the Roman centurion, remained at Golgotha until Joseph and Nicodemus arrived on the scene with an order from Pilate authorizing them to take possession of the body of Jesus. |
187:6.3 (2011.7) Έτσι τελείωσε μια μέρα τραγωδίας και θλίψης για ένα ευρύτατο σύμπαν του οποίου μυριάδες νοήμονα όντα ριγούσαν από το απαίσιο θέαμα της σταύρωσης της ανθρώπινης ενσάρκωσης του αγαπημένου τους Άρχοντα. Είχαν εκπλαγεί από αυτή την επίδειξη θνητής σκληρότητας και ανθρώπινης δυστροπίας. |
|
187:6.3 (2011.7) Thus ended a day of tragedy and sorrow for a vast universe whose myriads of intelligences had shuddered at the shocking spectacle of the crucifixion of the human incarnation of their beloved Sovereign; they were stunned by this exhibition of mortal callousness and human perversity. |