Εγγραφο 196 |
|
Paper 196 |
Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ |
|
The Faith of Jesus |
196:0.1 (2087.1) Ο Ιησούς διέθετε μιαν ανυπέρβλητη και ολόψυχη πίστη στο Θεό. Βίωνε τα συνηθισμένα σκαμπανεβάσματα της θνητής ύπαρξης, αλλά δεν αμφέβαλε ποτέ για τη βεβαιότητα της φροντίδας και της καθοδήγησης του Θεού. Η πίστη του ήταν το παράγωγο της επίγνωσης που είχε γεννηθεί από τη δράση της θεϊκής παρουσίας, τον εντός του διαμένοντα Προσαρμοστή. Η πίστη του δεν προερχόταν από την παράδοση ούτε ήταν εν μέρει διανοητική. Ήταν εξολοκλήρου προσωπική και καθαρά πνευματική. |
|
196:0.1 (2087.1) JESUS enjoyed a sublime and wholehearted faith in God. He experienced the ordinary ups and downs of mortal existence, but he never religiously doubted the certainty of God’s watchcare and guidance. His faith was the outgrowth of the insight born of the activity of the divine presence, his indwelling Adjuster. His faith was neither traditional nor merely intellectual; it was wholly personal and purely spiritual. |
196:0.2 (2087.2) Ο άνθρωπος-Ιησούς είδε το Θεό σαν άγιο, δίκαιο, και μεγάλο, καθώς επίσης σαν αληθινό, όμορφο και καλό. Όλες αυτές οι ιδιότητες της θεότητας εστιαζόντουσαν στο μυαλό του σαν «το θέλημα του ουράνιου Πατέρα». Ο Θεός του Ιησού ήταν συγχρόνως και «Ο Άγιος του Ισραήλ», και «Ο ζωντανός αγαπημένος ουράνιος Πατέρας». Η γνώση του Θεού σαν Πατέρα δεν ήταν αρχέτυπη στον Ιησού, αλλά προήγαγε και εξύψωσε την ιδέα μέσα από την ανυπέρβλητη εμπειρία επιτυγχάνοντας μια νέα αποκάλυψη για το Θεό και διακηρύσσοντας ότι κάθε θνητή ύπαρξη είναι παιδί αυτού του Πατέρα της αγάπης, ένα παιδί του Θεού. |
|
196:0.2 (2087.2) The human Jesus saw God as being holy, just, and great, as well as being true, beautiful, and good. All these attributes of divinity he focused in his mind as the “will of the Father in heaven.” Jesus’ God was at one and the same time “The Holy One of Israel” and “The living and loving Father in heaven.” The concept of God as a Father was not original with Jesus, but he exalted and elevated the idea into a sublime experience by achieving a new revelation of God and by proclaiming that every mortal creature is a child of this Father of love, a son of God. |
196:0.3 (2087.3) Ο Ιησούς δεν προσκολλήθηκε στην πίστη στο Θεό όπως θα έκανε μια αγωνιζόμενη ψυχή σε πόλεμο με το σύμπαν και πιασμένη θανατερά σ’ έναν εχθρικό και αμαρτωλό κόσμο. Δεν κατέφυγε στην πίστη απλά σαν παρηγοριά εν μέσω δυσκολιών ή σαν υποστήριξη σε μια απειλητική απόγνωση. Η πίστη δεν ήταν μια απατηλή αποζημίωση για τη δυσάρεστη πραγματικότητα και τις θλίψεις της ζωής. Ενώπιον όλων των φυσικών δυσκολιών και των εγκόσμιων αντιφάσεων της θνητής ύπαρξης, αυτός βίωνε την ηρεμία της ύψιστης και αδιαφιλονίκητης εμπιστοσύνης στο Θεό και ζούσε τις φοβερές συγκινήσεις της ζωής με πίστη, στην παρουσία του ουράνιου Πατέρα. Και αυτή η θριαμβευτική πίστη ήταν η ζωντανή απόδειξη του πραγματικού πνευματικού επιτεύγματος. Η μεγάλη συνεισφορά του Ιησού στις αξίες της ανθρώπινης εμπειρίας δεν ήταν ότι αποκάλυψε τόσες πολλές νέες ιδέες για τον ουράνιο Πατέρα, αλλά ότι με μεγαλειώδη ανθρώπινο τρόπο υπέδειξε ένα νέο και υψηλότερο είδος ζωντανής πίστης στο Θεό. Ποτέ άλλοτε σε όλους τους κόσμους αυτού του σύμπαντος, στη ζωή κάποιου θνητού, δεν έγινε ο Θεός μια τόσο ζωντανή πραγματικότητα όπως στην ανθρώπινη εμπειρία του Ιησού του Ναζωραίου. |
|
196:0.3 (2087.3) Jesus did not cling to faith in God as would a struggling soul at war with the universe and at death grips with a hostile and sinful world; he did not resort to faith merely as a consolation in the midst of difficulties or as a comfort in threatened despair; faith was not just an illusory compensation for the unpleasant realities and the sorrows of living. In the very face of all the natural difficulties and the temporal contradictions of mortal existence, he experienced the tranquillity of supreme and unquestioned trust in God and felt the tremendous thrill of living, by faith, in the very presence of the heavenly Father. And this triumphant faith was a living experience of actual spirit attainment. Jesus’ great contribution to the values of human experience was not that he revealed so many new ideas about the Father in heaven, but rather that he so magnificently and humanly demonstrated a new and higher type of living faith in God. Never on all the worlds of this universe, in the life of any one mortal, did God ever become such a living reality as in the human experience of Jesus of Nazareth. |
196:0.4 (2087.4) Στη ζωή του Κυρίου στην Ουράντια, αυτός και όλοι οι άλλοι κόσμοι της τοπικής δημιουργίας ανακαλύπτουν ένα νέο και ανώτερο είδος θρησκείας, θρησκείας βασισμένης στις προσωπικές πνευματικές σχέσεις με το Συμπαντικό Πατέρα και επικυρωμένη εξ ολοκλήρου από την ύψιστη εξουσία της γνήσιας προσωπικής εμπειρίας. Αυτή η ζωντανή πίστη του Ιησού ήταν περισσότερο από μια διανοητική αντανάκλαση και δεν ήταν μυστικιστικός διαλογισμός. |
|
196:0.4 (2087.4) In the Master’s life on Urantia, this and all other worlds of the local creation discover a new and higher type of religion, religion based on personal spiritual relations with the Universal Father and wholly validated by the supreme authority of genuine personal experience. This living faith of Jesus was more than an intellectual reflection, and it was not a mystic meditation. |
196:0.5 (2087.5) Η θεολογία μπορεί να διορθώσει, σχηματοποιήσει, προσδιορίσει και δογματοποιήσει την πίστη, αλλά στην ανθρώπινη ζωή του Ιησού η πίστη ήταν προσωπική, ζώσα, πρωτότυπη, αυθεντική και καθαρά πνευματική. Η πίστη αυτή δεν ήταν σεβασμός στην παράδοση ούτε ένα απλό διανοητικό πιστεύω που κρατούσε σαν απαράβατο δόγμα, αλλά αντίθετα μια εξαιρετική εμπειρία και μια βαθιά πεποίθηση οι οποίες τον κατείχαν με βεβαιότητα. Η πίστη του ήταν τόσο αληθινή και ολοκληρωτική που με απόλυτο τρόπο σάρωνε μακριά κάθε πνευματική αμφιβολία και κατέστρεφε αποτελεσματικά κάθε αντιτιθέμενη επιθυμία. Τίποτε δεν μπορούσε να τον τραβήξει μακριά από το πνευματικό αγκυροβόλιο αυτής της ένθερμης, θαυμάσιας και ατρόμητης πίστης. Ακόμα και μπροστά σε μια προφανή ήττα ή στις σουβλιές της απογοήτευσης και την απειλούμενη απόγνωση, αυτός στεκόταν ήρεμος μέσα στη θεϊκή παρουσία, ελεύθερος από φόβο και έχοντας τελείως συνείδηση του πνευματικού αήττητου. Ο Ιησούς απολάμβανε την αναζωογονητική ασφάλεια της κατοχής της ακλόνητης πίστης, και σε κάθε δοκιμασία της ζωής επιδείκνυε αδιάλειπτα αδιαφιλονίκητη πίστη στο θέλημα του Πατέρα. Και αυτή η έξοχη πίστη ήταν ατρόμητη ακόμα και μπροστά στη φοβερή και συντριπτική απειλή ενός ατιμωτικού θανάτου. |
|
196:0.5 (2087.5) Theology may fix, formulate, define, and dogmatize faith, but in the human life of Jesus faith was personal, living, original, spontaneous, and purely spiritual. This faith was not reverence for tradition nor a mere intellectual belief which he held as a sacred creed, but rather a sublime experience and a profound conviction which securely held him. His faith was so real and all-encompassing that it absolutely swept away any spiritual doubts and effectively destroyed every conflicting desire. Nothing was able to tear him away from the spiritual anchorage of this fervent, sublime, and undaunted faith. Even in the face of apparent defeat or in the throes of disappointment and threatening despair, he calmly stood in the divine presence free from fear and fully conscious of spiritual invincibility. Jesus enjoyed the invigorating assurance of the possession of unflinching faith, and in each of life’s trying situations he unfailingly exhibited an unquestioning loyalty to the Father’s will. And this superb faith was undaunted even by the cruel and crushing threat of an ignominious death. |
196:0.6 (2088.1) Σε μια θρησκευτική μεγαλοφυία, η δυνατή πνευματική πίστη πολλές φορές οδηγεί κατευθείαν σε καταστροφικό φανατισμό, σε υπερβολή του θρησκευτικού εγώ, αλλά αυτό δεν συνέβη με τον Ιησού. Δεν είχε επηρεαστεί αρνητικά στην πρακτική ζωή του από τη θαυμάσια πίστη του και το πνευματικό του κατόρθωμα, επειδή αυτή η πνευματική ανύψωση ήταν μια εξ ολοκλήρου ασυνείδητη και αυθόρμητη έκφραση ψυχής της προσωπικής του εμπειρίας με το Θεό. |
|
196:0.6 (2088.1) In a religious genius, strong spiritual faith so many times leads directly to disastrous fanaticism, to exaggeration of the religious ego, but it was not so with Jesus. He was not unfavorably affected in his practical life by his extraordinary faith and spirit attainment because this spiritual exaltation was a wholly unconscious and spontaneous soul expression of his personal experience with God. |
196:0.7 (2088.2) Η ολοκληρωτική και αδάμαστη πνευματική πίστη του Ιησού δεν έγινε ποτέ φανατική, γιατί ποτέ δεν επεχείρησε η πίστη του να κλέψει την παράσταση από την καλά ισορροπημένη διανοητική του κρίση σχετικά με τις ανάλογες αξίες των πρακτικών και κοινότοπων κοινωνικών, οικονομικών και ηθικών καταστάσεων της ζωής. Ο Υιός του Ανθρώπου ήταν μια σπουδαία ενοποιημένη προσωπικότητα, ήταν ένα τέλειο χαρισματικό θεϊκό πλάσμα. Ήταν επίσης με θαυμαστό τρόπο συντονισμένος ως ενωμένο ανθρώπινο και θεϊκό πλάσμα, που λειτουργούσε στη γη σαν μια μοναδική προσωπικότητα. Ο Κύριος πάντοτε συντόνιζε την πίστη της ψυχής με τις εκτιμήσεις της γνώσης από την εμπεδωμένη εμπειρία. Η προσωπική πίστη, η πνευματική ελπίδα και η ηθική αφοσίωση ήταν πάντα συσχετισμένες σε μια ασυναγώνιστη θρησκευτική ενότητα αρμονικής συνεργασίας με την εξαιρετική αντίληψη για την πραγματικότητα και το σεβασμό όλων των ανθρώπινων αξιών – προσωπική τιμή, οικογενειακή αγάπη, θρησκευτική υποχρέωση, κοινωνικό καθήκον και οικονομική χρεία. |
|
196:0.7 (2088.2) The all-consuming and indomitable spiritual faith of Jesus never became fanatical, for it never attempted to run away with his well-balanced intellectual judgments concerning the proportional values of practical and commonplace social, economic, and moral life situations. The Son of Man was a splendidly unified human personality; he was a perfectly endowed divine being; he was also magnificently co-ordinated as a combined human and divine being functioning on earth as a single personality. Always did the Master co-ordinate the faith of the soul with the wisdom-appraisals of seasoned experience. Personal faith, spiritual hope, and moral devotion were always correlated in a matchless religious unity of harmonious association with the keen realization of the reality and sacredness of all human loyalties—personal honor, family love, religious obligation, social duty, and economic necessity. |
196:0.8 (2088.3) Η πίστη του Ιησού απεικόνιζε νοερά όλες τις πνευματικές αξίες σαν να βρισκόταν στη βασιλεία του Θεού. Συνεπώς είπε, «Αναζητήστε πρώτα τη βασιλεία τ’ ουρανού». Ο Ιησούς είδε μέσα από την προωθημένη και ιδεώδη συντροφιά της βασιλείας την επίτευξη και εκπλήρωση του «θελήματος του Θεού». Η ίδια η βάση της προσευχής που δίδαξε στους μαθητές του ήταν, «Ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου». Έχοντας φαντασθεί έτσι τη βασιλεία σαν να αποτελούσε το θέλημα του Θεού, αφιέρωσε τον εαυτό του στο ζήτημα της πραγματοποίησής του, με θαυμαστή αίσθηση μετριοφροσύνης και ανεξάντλητο ενθουσιασμό. Σε όλη όμως την έντονη αποστολή του και μέσα από την καταπληκτική ζωή του δεν φάνηκε ποτέ η μανία του φανατικού ούτε η επιπόλαιη λύσσα του θρησκόληπτου εγωιστή. |
|
196:0.8 (2088.3) The faith of Jesus visualized all spirit values as being found in the kingdom of God; therefore he said, “Seek first the kingdom of heaven.” Jesus saw in the advanced and ideal fellowship of the kingdom the achievement and fulfillment of the “will of God.” The very heart of the prayer which he taught his disciples was, “Your kingdom come; your will be done.” Having thus conceived of the kingdom as comprising the will of God, he devoted himself to the cause of its realization with amazing self-forgetfulness and unbounded enthusiasm. But in all his intense mission and throughout his extraordinary life there never appeared the fury of the fanatic nor the superficial frothiness of the religious egotist. |
196:0.9 (2088.4) Ολόκληρη η ζωή του Κυρίου ήταν προετοιμασμένη με συνέπεια από αυτή τη ζωντανή πίστη, αυτή την ανήκουστη θρησκευτική πίστη. Αυτή η πνευματική στάση κυριαρχούσε εξ ολοκλήρου τη σκέψη του και τα αισθήματά του, τα πιστεύω του και τις προσευχές του, τη διδασκαλία του και το κήρυγμά του. Η προσωπική αυτή πίστη ενός γιου στη βεβαιότητα και τη σιγουριά της καθοδήγησης και προστασίας του ουράνιου Πατέρα μετέδιδε στη μοναδική ζωή του μια βαθιά εδραιωμένη ικανότητα πνευματικής αντίληψης. Και ακόμα, εκτός από αυτή την πολύ βαθιά συναίσθηση της κοντινής σχέσης με τη θεότητα, αυτός ο Γαλιλαίος, ο Γαλιλαίος του Θεού, όταν τον προσφωνούσαν Καλό Διδάσκαλο, ακαριαία απαντούσε, «Γιατί με αποκαλείτε καλό;». Όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας υπέροχης μετριοφροσύνης, αρχίζουμε να κατανοούμε πώς ο Συμπαντικός Πατέρας κατέστη δυνατό να εκδηλωθεί τόσο τέλεια σ’ αυτόν και να αποκαλύψει τον εαυτό του μέσα από αυτόν στους θνητούς της πλάσης. |
|
196:0.9 (2088.4) The Master’s entire life was consistently conditioned by this living faith, this sublime religious experience. This spiritual attitude wholly dominated his thinking and feeling, his believing and praying, his teaching and preaching. This personal faith of a son in the certainty and security of the guidance and protection of the heavenly Father imparted to his unique life a profound endowment of spiritual reality. And yet, despite this very deep consciousness of close relationship with divinity, this Galilean, God’s Galilean, when addressed as Good Teacher, instantly replied, “Why do you call me good?” When we stand confronted by such splendid self-forgetfulness, we begin to understand how the Universal Father found it possible so fully to manifest himself to him and reveal himself through him to the mortals of the realms. |
196:0.10 (2088.5) Ο Ιησούς έφερε στο Θεό, σαν άνθρωπος, τη μεγαλύτερη από όλες τις προσφορές: την αφιέρωση και την αφοσίωση του δικού του θελήματος στη μεγαλειώδη υπηρεσία της εκτέλεσης του θεϊκού θελήματος. Ο Ιησούς πάντα και με συνέπεια ερμήνευε τη θρησκεία με όρους του θελήματος του Πατέρα. Όταν μελετάτε τη σταδιοδρομία του Κυρίου, αναφορικά με την προσευχή ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ζωής, να μην προσέχετε τόσο πολύ αυτό που δίδαξε όσο αυτό που έκανε. Ο Ιησούς δεν προσευχήθηκε ποτέ από θρησκευτικό καθήκον. Γι αυτόν η προσευχή ήταν μια ειλικρινής έκφραση πνευματικής νοοτροπίας, δήλωση νομιμοφροσύνης της ψυχής, ρεσιτάλ προσωπικής αφοσίωσης, έκφραση ευχαριστίας, αποφυγή συναισθηματικής φόρτισης, αποφυγή διαμάχης, εξύψωση σκέψης, εξευγενισμός επιθυμίας, υπεράσπιση ηθικής απόφασης, εμπλουτισμός του νου, αναζωογόνηση ανώτερης προδιάθεσης, καθαγιασμός παρόρμησης, διευκρίνιση άποψης, δήλωση πίστης, υπερβατική εκχώρηση θελήματος, ανυπέρβλητη διαβεβαίωση εμπιστοσύνης, αποκάλυψη κουράγιου, αναγγελία ανακάλυψης, ομολογία ύψιστης αφοσίωσης, επικύρωση αφιέρωσης, τεχνική για ρύθμιση δυσκολιών και πανίσχυρη κινητοποίηση των ενωμένων δυνάμεων της ψυχής για να αντισταθεί σε όλες τις ανθρώπινες τάσεις εγωισμού, φαυλότητας και αμαρτίας. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στην προσευχή και στο θέλημα του Πατέρα του και τελείωσε τη ζωή του θριαμβευτικά με μια τέτοια προσευχή. Το μυστικό αυτής της απαράμιλλης θρησκευτικής ζωής ήταν η συνειδητοποίηση της παρουσίας του Θεού και την κατόρθωσε με νοητική προσευχή και ειλικρινή λατρεία – αδιάσπαστη επικοινωνία με το Θεό – και όχι με καθηγεσίες, φωνές, οράματα ή ασυνήθιστες θρησκευτικές πρακτικές. |
|
196:0.10 (2088.5) Jesus brought to God, as a man of the realm, the greatest of all offerings: the consecration and dedication of his own will to the majestic service of doing the divine will. Jesus always and consistently interpreted religion wholly in terms of the Father’s will. When you study the career of the Master, as concerns prayer or any other feature of the religious life, look not so much for what he taught as for what he did. Jesus never prayed as a religious duty. To him prayer was a sincere expression of spiritual attitude, a declaration of soul loyalty, a recital of personal devotion, an expression of thanksgiving, an avoidance of emotional tension, a prevention of conflict, an exaltation of intellection, an ennoblement of desire, a vindication of moral decision, an enrichment of thought, an invigoration of higher inclinations, a consecration of impulse, a clarification of viewpoint, a declaration of faith, a transcendental surrender of will, a sublime assertion of confidence, a revelation of courage, the proclamation of discovery, a confession of supreme devotion, the validation of consecration, a technique for the adjustment of difficulties, and the mighty mobilization of the combined soul powers to withstand all human tendencies toward selfishness, evil, and sin. He lived just such a life of prayerful consecration to the doing of his Father’s will and ended his life triumphantly with just such a prayer. The secret of his unparalleled religious life was this consciousness of the presence of God; and he attained it by intelligent prayer and sincere worship—unbroken communion with God—and not by leadings, voices, visions, or extraordinary religious practices. |
196:0.11 (2089.1) Στην αρχή της ζωής του Ιησού, η θρησκεία ήταν μια ζωντανή εμπειρία, μια άμεση και προσωπική κινητοποίηση οφειλόμενη σε πνευματικό σεβασμό για πρακτική δικαιοσύνη. Η πίστη του Ιησού απέδωσε τους υπερβατικούς καρπούς του θεϊκού πνεύματος. Η πίστη του δεν ήταν ανώριμη και εύπιστη όπως αυτή ενός παιδιού, αλλά έμοιαζε κατά πολύ με την ανυποψίαστη εμπιστοσύνη του παιδικού μυαλού. Ο Ιησούς εμπιστευόταν το Θεό όπως το παιδί εμπιστεύεται ένα γονιό. Είχε πολύ βαθιά εμπιστοσύνη στο σύμπαν – την ίδια εμπιστοσύνη που ένα παιδί έχει για το πατρικό του περιβάλλον. Η ολόψυχη πίστη του Ιησού στη θεμελιώδη καλοσύνη του σύμπαντος έμοιαζε πολύ στην εμπιστοσύνη που δείχνει ένα παιδί στην ασφάλεια του γήινου περιγύρου του. Βασιζόταν στον ουράνιο Πατέρα όπως ένα παιδί ακουμπά στους γήινους γονείς του, και η διακαής πίστη του ούτε για ένα λεπτό δεν αμφέβαλε για τη σιγουριά της φροντίδας του ουράνιου Πατέρα. Δεν ταράχτηκε σοβαρά από φόβους, αμφιβολίες, και σκεπτικισμό. Η απιστία δεν αναχαίτισε την απρόσκοπτη και γνήσια έκφραση της ζωής του. Συνδύαζε το ρωμαλέο και επιδέξιο θάρρος ενός ώριμου άνδρα με την ειλικρινή και έμπιστη αισιοδοξία ενός παιδιού που πιστεύει. Η πίστη του έφτασε σε τέτοια ύψη εμπιστοσύνης ώστε ήταν απαλλαγμένος φόβου. |
|
196:0.11 (2089.1) In the earthly life of Jesus, religion was a living experience, a direct and personal movement from spiritual reverence to practical righteousness. The faith of Jesus bore the transcendent fruits of the divine spirit. His faith was not immature and credulous like that of a child, but in many ways it did resemble the unsuspecting trust of the child mind. Jesus trusted God much as the child trusts a parent. He had a profound confidence in the universe—just such a trust as the child has in its parental environment. Jesus’ wholehearted faith in the fundamental goodness of the universe very much resembled the child’s trust in the security of its earthly surroundings. He depended on the heavenly Father as a child leans upon its earthly parent, and his fervent faith never for one moment doubted the certainty of the heavenly Father’s overcare. He was not disturbed seriously by fears, doubts, and skepticism. Unbelief did not inhibit the free and original expression of his life. He combined the stalwart and intelligent courage of a full-grown man with the sincere and trusting optimism of a believing child. His faith grew to such heights of trust that it was devoid of fear. |
196:0.12 (2089.2) Η πίστη του Ιησού άγγιζε την καθαρότητα της εμπιστοσύνης ενός παιδιού. Η πίστη του ήταν τόσο απόλυτη και μη αμφιβάλλουσα ώστε ανταποκρινόταν στη γοητεία της επαφής των συνανθρώπων και στα θαύματα του σύμπαντος. Η αίσθησή του της εξάρτησης από τη θεότητα ήταν τόσο πλήρης και τόσο σίγουρη ώστε απέφερε τη χαρά και την εγγύηση της απόλυτης προσωπικής ασφάλειας. Δεν υπήρχε καμία διστακτική πρόφαση στη θρησκευτική του εμπειρία. Στη γιγαντιαία νοημοσύνη τού ώριμου άνδρα κυριαρχούσε η πίστη του παιδιού, πάνω σε όλα τα θέματα που σχετίζονταν με τη θρησκευτική του συνείδηση. Δεν είναι περίεργο που είπε κάποτε, «Αν δεν γίνετε σαν μικρό παιδί, δεν θα εισέλθετε στη βασιλεία». Παρόλο που η πίστη του Ιησού έμοιαζε με ενός παιδιού, δεν ήταν κατά καμία έννοια παιδαριώδης. |
|
196:0.12 (2089.2) The faith of Jesus attained the purity of a child’s trust. His faith was so absolute and undoubting that it responded to the charm of the contact of fellow beings and to the wonders of the universe. His sense of dependence on the divine was so complete and so confident that it yielded the joy and the assurance of absolute personal security. There was no hesitating pretense in his religious experience. In this giant intellect of the full-grown man the faith of the child reigned supreme in all matters relating to the religious consciousness. It is not strange that he once said, “Except you become as a little child, you shall not enter the kingdom.” Notwithstanding that Jesus’ faith was childlike, it was in no sense childish. |
196:0.13 (2089.3) Ο Ιησούς δεν απαίτησε από τους μαθητές του να πιστεύουν σε αυτόν αλλά να πιστεύουν μαζί με αυτόν, να πιστεύουν στην πραγματικότητα της αγάπης του Θεού και με πλήρη εμπιστοσύνη να αποδεχτούν τη σιγουριά της ασφάλειας της συγγένειας με τον ουράνιο Πατέρα. Ο Κύριος επιθυμεί όλοι οι οπαδοί του να συμμερίζονται την υπερβατική του πίστη. Ο Ιησούς με πολύ συγκινητικό τρόπο έκανε έκκληση στους οπαδούς του, όχι μόνο να πιστεύουν ό,τι πίστευε αυτός, αλλά επίσης να πιστεύουν όπως αυτός πίστευε. Αυτή είναι η πλήρης σημασία της μόνης ύψιστης αξίωσής του «Ακολουθείστε με». |
|
196:0.13 (2089.3) Jesus does not require his disciples to believe in him but rather to believe with him, believe in the reality of the love of God and in full confidence accept the security of the assurance of sonship with the heavenly Father. The Master desires that all his followers should fully share his transcendent faith. Jesus most touchingly challenged his followers, not only to believe what he believed, but also to believe as he believed. This is the full significance of his one supreme requirement, “Follow me.” |
196:0.14 (2090.1) Η γήινη ζωή του Ιησού ήταν αφιερωμένη σε ένα μεγάλο σκοπό. Να κάνει το θέλημα του Πατέρα, ζώντας την ανθρώπινη ζωή με θρησκευτικότητα και πίστη. Η πίστη του Ιησού ήταν γεμάτη εμπιστοσύνη, όπως αυτή ενός παιδιού, αλλά ήταν τελείως ελεύθερη από παράλογη τόλμη. Έπαιρνε σοβαρές αντρίκειες αποφάσεις, αντιμετώπιζε με θάρρος πολύπλευρες απογοητεύσεις, ξεπερνούσε αποφασιστικά ασυνήθιστες δυσκολίες και αντιμετώπιζε ακλόνητα τις αμείλικτες αξιώσεις του καθήκοντος. Χρειαζόταν ισχυρή θέληση και σταθερή εμπιστοσύνη για να πιστεύει κανείς αυτό που πίστευε ο Ιησούς και όπως αυτός πίστευε. |
|
196:0.14 (2090.1) Jesus’ earthly life was devoted to one great purpose—doing the Father’s will, living the human life religiously and by faith. The faith of Jesus was trusting, like that of a child, but it was wholly free from presumption. He made robust and manly decisions, courageously faced manifold disappointments, resolutely surmounted extraordinary difficulties, and unflinchingly confronted the stern requirements of duty. It required a strong will and an unfailing confidence to believe what Jesus believed and as he believed. |
1. ΙΗΣΟΥΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ^top |
|
1. Jesus—The Man ^top |
196:1.1 (2090.2) Η αφοσίωση του Ιησού στο θέλημα του Πατέρα και η υπηρέτηση του ανθρώπου ήταν παραπάνω από ανθρώπινη απόφαση και ανθρώπινος προσδιορισμός. Ήταν μια ολόψυχη αφιέρωση του εαυτού του σε μια τόσο ανεπιφύλακτη εμφάνιση αγάπης. Άσχετα με το πόσο μεγάλο είναι το γεγονός της επίδρασης του Μιχαήλ, δεν πρέπει να πάρετε μακριά τον άνθρωπο Ιησού από τους ανθρώπους. Ο Κύριος ανήλθε στον ουρανό σαν άνθρωπος, όπως και σαν Θεός. Ανήκει στους ανθρώπους, οι άνθρωποι ανήκουν σ’ αυτόν. Πόσο ατυχές που η ίδια η θρησκεία παρεξηγήθηκε τόσο ώστε έβγαλε τον άνθρωπο Ιησού από τους αγωνιζόμενους θνητούς! Ας μην αφήσετε τις συζητήσεις για την ανθρώπινη ή τη θεϊκή φύση του Χριστού να αμαυρώσουν τη σωτήρια αλήθεια ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ήταν ένας θρήσκος που, με την πίστη, κατόρθωσε να γνωρίζει και να πράττει το θέλημα του Θεού, ήταν ο πιο αληθινά θρήσκος άνθρωπος που έζησε ποτέ στην Ουράντια. |
|
196:1.1 (2090.2) Jesus’ devotion to the Father’s will and the service of man was even more than mortal decision and human determination; it was a wholehearted consecration of himself to such an unreserved bestowal of love. No matter how great the fact of the sovereignty of Michael, you must not take the human Jesus away from men. The Master has ascended on high as a man, as well as God; he belongs to men; men belong to him. How unfortunate that religion itself should be so misinterpreted as to take the human Jesus away from struggling mortals! Let not the discussions of the humanity or the divinity of the Christ obscure the saving truth that Jesus of Nazareth was a religious man who, by faith, achieved the knowing and the doing of the will of God; he was the most truly religious man who has ever lived on Urantia. |
196:1.2 (2090.3) Ο καιρός είναι ώριμος για να επιβεβαιώσει τη μεταφορική ανάσταση του ανθρώπου Ιησού από το μνήμα του μέσα από τις θεολογικές παραδόσεις και τα θρησκευτικά δόγματα δεκαεννέα αιώνων. Ο Ιησούς ο Ναζωραίος δεν πρέπει να θυσιάζεται άλλο ούτε ακόμα και για το θαυμαστό σχέδιο του δοξασμένου Χριστού. Οποία υπερβατική υπηρεσία, εάν, μέσα από αυτή την αποκάλυψη, ο Γιος του Ανθρώπου ξαναπάρει τη θέση του από το μνήμα της θρησκευτικής θεολογίας και παρουσιαστεί ως ο ζωντανός Ιησούς στην εκκλησία που φέρει το όνομά του, και σε όλες τις άλλες θρησκείες! Ασφαλώς οι Χριστιανοί πιστοί δεν θα διστάσουν να κάνουν τις αρμόζουσες ρυθμίσεις στην πίστη και στις πρακτικές της ζωής ώστε να δυνηθούν να «ακολουθήσουν» τον Κύριο στην επίδειξη της δικής του αληθινής ζωής της θρησκευτικής αφιέρωσης στην εκτέλεση του θελήματος του Πατέρα του και της αφιέρωσης στην ανιδιοτελή υπηρεσία προς τον άνθρωπο. Μήπως οι δηλωμένοι Χριστιανοί φοβούνται την αποκάλυψη μιας αυτάρκους και μη αφιερωμένης συνεργασίας κοινωνικού καθωσπρεπισμού και εγωιστικής οικονομικής κακής ρύθμισης; Μήπως ο κατεστημένος Χριστιανισμός φοβάται τον πιθανό κίνδυνο ή ακόμα τον παραμερισμό, της παραδοσιακής εκκλησιαστικής εξουσίας εάν ο Ιησούς ο Γαλιλαίος επανατοποθετηθεί στη σκέψη και τις ψυχές των θνητών ανθρώπων σαν το ιδεώδες προσωπικό θρησκευτικό βίωμα; Πράγματι, οι κοινωνικές αναπροσαρμογές, οι οικονομικές μετατροπές, η ηθική ανανέωση και η θρησκευτική αναθεώρηση του Χριστιανικού πολιτισμού θα ήταν δραστικές και επαναστατικές εάν η ζωντανή θρησκεία του Ιησού αντικαθιστούσε ξαφνικά τη θεολογική θρησκεία γύρω από τον Ιησού. |
|
196:1.2 (2090.3) The time is ripe to witness the figurative resurrection of the human Jesus from his burial tomb amidst the theological traditions and the religious dogmas of nineteen centuries. Jesus of Nazareth must not be longer sacrificed to even the splendid concept of the glorified Christ. What a transcendent service if, through this revelation, the Son of Man should be recovered from the tomb of traditional theology and be presented as the living Jesus to the church that bears his name, and to all other religions! Surely the Christian fellowship of believers will not hesitate to make such adjustments of faith and of practices of living as will enable it to “follow after” the Master in the demonstration of his real life of religious devotion to the doing of his Father’s will and of consecration to the unselfish service of man. Do professed Christians fear the exposure of a self-sufficient and unconsecrated fellowship of social respectability and selfish economic maladjustment? Does institutional Christianity fear the possible jeopardy, or even the overthrow, of traditional ecclesiastical authority if the Jesus of Galilee is reinstated in the minds and souls of mortal men as the ideal of personal religious living? Indeed, the social readjustments, the economic transformations, the moral rejuvenations, and the religious revisions of Christian civilization would be drastic and revolutionary if the living religion of Jesus should suddenly supplant the theologic religion about Jesus. |
196:1.3 (2090.4) Το «ακολούθα τον Ιησού» σημαίνει να συμμερίζεσαι προσωπικά τη θρησκευτική πίστη του και να εισέρχεσαι στο πνεύμα της ζωής του Κυρίου, δηλαδή την ανιδιοτελή υπηρεσία προς τον άνθρωπο. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στην ανθρώπινη ζωή είναι να ανακαλύψετε τι πίστευε ο Ιησούς, να βρείτε τα ιδανικά του και να αγωνιστείτε για την επίτευξη του εξυψωμένου σκοπού της ζωής του. Από όλη την ανθρώπινη γνώση, εκείνη που έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι να μάθετε τη θρησκευτική ζωή του Ιησού και πώς τη ζούσε. |
|
196:1.3 (2090.4) To “follow Jesus” means to personally share his religious faith and to enter into the spirit of the Master’s life of unselfish service for man. One of the most important things in human living is to find out what Jesus believed, to discover his ideals, and to strive for the achievement of his exalted life purpose. Of all human knowledge, that which is of greatest value is to know the religious life of Jesus and how he lived it. |
196:1.4 (2090.5) Οι απλοί άνθρωποι άκουγαν ευχάριστα τον Ιησού, και θα ανταποκριθούν εκ νέου στην παρουσίαση της ειλικρινούς ανθρώπινης ζωής του, υποκινούμενης από θρησκευτική αφιέρωση, εάν αυτές οι αλήθειες αναγγελθούν πάλι στον κόσμο. Ο κόσμος τον άκουγε ευχάριστα επειδή ήταν ένας εξ αυτών, ένας απλοϊκός λαϊκός. Ο μεγαλύτερος θρησκευτικός διδάσκαλος ήταν όντως ένας λαϊκός. |
|
196:1.4 (2090.5) The common people heard Jesus gladly, and they will again respond to the presentation of his sincere human life of consecrated religious motivation if such truths shall again be proclaimed to the world. The people heard him gladly because he was one of them, an unpretentious layman; the world’s greatest religious teacher was indeed a layman. |
196:1.5 (2091.1) Δεν θα πρέπει να είναι σκοπός των πιστών της βασιλείας να μιμηθούν κυριολεκτικά τη ζωή του Ιησού αλλά να μοιραστούν την πίστη του. Να εμπιστευθούν το Θεό όπως αυτός εμπιστευόταν το Θεό και να πιστέψουν στους ανθρώπους όπως αυτός πίστευε στους ανθρώπους. Ο Ιησούς δεν αμφισβήτησε ποτέ είτε την πατρότητα του Θεού είτε την αδελφότητα των ανθρώπων. Ήταν ζωντανή εικόνα του ενός και πλήρης επίδειξη του άλλου. |
|
196:1.5 (2091.1) It should not be the aim of kingdom believers literally to imitate the outward life of Jesus in the flesh but rather to share his faith; to trust God as he trusted God and to believe in men as he believed in men. Jesus never argued about either the fatherhood of God or the brotherhood of men; he was a living illustration of the one and a profound demonstration of the other. |
196:1.6 (2091.2) Όπως ακριβώς οι άνθρωποι πρέπει να προοδεύουν από την ανθρώπινη συνειδητότητα στη θεϊκή πραγματικότητα, έτσι ο Ιησούς ανέβηκε από την ανθρώπινη φύση στη συνειδητότητα της φύσης του Θεού. Και ο Κύριος έκανε αυτή τη μεγάλη ανάβαση από τα ανθρώπινα στα θεϊκά με το συνδυασμένο κατόρθωμα της πίστης της θνητής του νόησης και των ενεργειών του εντός του διαμένοντος Προσαρμοστή. Το γεγονός της πραγματοποίησης της επίτευξης ολόκληρης της θεϊκότητας (μαζί με την πλήρη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας της ανθρώπινης φύσης) συνοδεύτηκε από επτά στάδια συνειδητότητας πίστης της προοδευτικής θεοποίησης. Αυτά τα στάδια της προοδευτικής αυτό-πραγμάτωσης χαράκτηκαν από τα ακόλουθα καταπληκτικά συμβάντα στην εμπειρία της ζωής του Κυρίου: |
|
196:1.6 (2091.2) Just as men must progress from the consciousness of the human to the realization of the divine, so did Jesus ascend from the nature of man to the consciousness of the nature of God. And the Master made this great ascent from the human to the divine by the conjoint achievement of the faith of his mortal intellect and the acts of his indwelling Adjuster. The fact-realization of the attainment of totality of divinity (all the while fully conscious of the reality of humanity) was attended by seven stages of faith consciousness of progressive divinization. These stages of progressive self-realization were marked off by the following extraordinary events in the Master’s bestowal experience: |
196:1.7 (2091.3) 1. Η άφιξη του Προσαρμοστή Σκέψης. |
|
196:1.7 (2091.3) 1. The arrival of the Thought Adjuster. |
196:1.8 (2091.4) 2. Ο απεσταλμένος του Εμμανουήλ, που εμφανίστηκε σ’ αυτόν στην Ιερουσαλήμ όταν ήταν περίπου δώδεκα χρονών. |
|
196:1.8 (2091.4) 2. The messenger of Immanuel who appeared to him at Jerusalem when he was about twelve years old. |
196:1.9 (2091.5) 3. Οι εκδηλώσεις που συνόδευσαν τη βάφτισή του. |
|
196:1.9 (2091.5) 3. The manifestations attendant upon his baptism. |
196:1.10 (2091.6) 4. Οι εμπειρίες πάνω στο Όρος της Μεταμόρφωσης. |
|
196:1.10 (2091.6) 4. The experiences on the Mount of Transfiguration. |
196:1.11 (2091.7) 5. Η μοροντιανή ανάσταση. |
|
196:1.11 (2091.7) 5. The morontia resurrection. |
196:1.12 (2091.8) 6. Η πνευματική ανάληψη. |
|
196:1.12 (2091.8) 6. The spirit ascension. |
196:1.13 (2091.9) 7. Η τελική αποδοχή από τον Πατέρα του Παραδείσου, που απένειμε απεριόριστη εξουσία στο σύμπαν του. |
|
196:1.13 (2091.9) 7. The final embrace of the Paradise Father, conferring unlimited sovereignty of his universe. |
2. Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ^top |
|
2. The Religion of Jesus ^top |
196:2.1 (2091.10) Κάποια μέρα θα γίνει ανασχηματισμός της Χριστιανικής εκκλησίας αρκετά μεγάλος και θα επιστρέψετε πίσω στις ανόθευτες θρησκευτικές διδασκαλίες του Ιησού, τον πρωτουργό και ολοκληρωτή της πίστης σας. Μπορεί να κηρύττετε μια θρησκεία γύρω από τον Ιησού αλλά, πρέπει κατ’ ανάγκη να ζείτε τη θρησκεία του Ιησού. Μέσα στον ενθουσιασμό της Πεντηκοστής, ο Πέτρος εγκαινίασε χωρίς να το θέλει μια νέα θρησκεία, τη θρησκεία του αναστημένου και δοξασμένου Χριστού. Αργότερα, ο απόστολος Παύλος μεταμόρφωσε αυτό το νέο ευαγγέλιο σε Χριστιανισμό, μια θρησκεία που ενσωμάτωνε τις δικές του θεολογικές απόψεις και απεικόνιζε τη δική του προσωπική εμπειρία με τον Ιησού στο δρόμο για τη Δαμασκό. Το ευαγγέλιο της βασιλείας είναι θεμελιωμένο πάνω στην προσωπική θρησκευτική εμπειρία του Ιησού του Γαλιλαίου. Ο Χριστιανισμός είναι θεμελιωμένος σχεδόν αποκλειστικά πάνω στην προσωπική θρησκευτική εμπειρία του αποστόλου Παύλου. Σχεδόν ολόκληρη η Καινή Διαθήκη είναι αφιερωμένη, όχι στην αναπαράσταση της σημαντικής και εμπνευσμένης θρησκευτικής ζωής του Ιησού, αλλά στη συζήτηση της θρησκευτικής εμπειρίας του Παύλου και στην αναπαράσταση των δικών του προσωπικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Οι μόνες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις αυτής της αναφοράς, εκτός από μερικά τμήματα του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, είναι το Βιβλίο των Εβραίων και η Επιστολή του Ιακώβου. Ακόμη και ο Πέτρος, στα γραπτά του, μόνο μια φορά επανήλθε στην προσωπική θρησκευτική ζωή του Κυρίου του. Η Καινή Διαθήκη είναι ένα υπέροχο Χριστιανικό έγγραφο, αλλά λίγη έχει σχέση με τη ζωή του Ιησού. |
|
196:2.1 (2091.10) Some day a reformation in the Christian church may strike deep enough to get back to the unadulterated religious teachings of Jesus, the author and finisher of our faith. You may preach a religion about Jesus, but, perforce, you must live the religion of Jesus. In the enthusiasm of Pentecost, Peter unintentionally inaugurated a new religion, the religion of the risen and glorified Christ. The Apostle Paul later on transformed this new gospel into Christianity, a religion embodying his own theologic views and portraying his own personal experience with the Jesus of the Damascus road. The gospel of the kingdom is founded on the personal religious experience of the Jesus of Galilee; Christianity is founded almost exclusively on the personal religious experience of the Apostle Paul. Almost the whole of the New Testament is devoted, not to the portrayal of the significant and inspiring religious life of Jesus, but to a discussion of Paul’s religious experience and to a portrayal of his personal religious convictions. The only notable exceptions to this statement, aside from certain parts of Matthew, Mark, and Luke, are the Book of Hebrews and the Epistle of James. Even Peter, in his writing, only once reverted to the personal religious life of his Master. The New Testament is a superb Christian document, but it is only meagerly Jesusonian. |
196:2.2 (2091.11) Η γήινη ζωή του Ιησού περιγράφει μια υπερβατική θρησκευτική ανάπτυξη, από τις πρώτες γνώσεις του πρωτόγονου φόβου και της ανθρώπινης ευλάβειας δια μέσου ετών προσωπικής πνευματικής επικοινωνίας, μέχρι την τελική άφιξή του στο προωθημένο και εξυψωμένο επίπεδο συνειδητότητας της ενότητάς του με τον Πατέρα. Και έτσι, σε μια σύντομη ζωή, ο Ιησούς διέσχισε εκείνη την εμπειρία της θρησκευτικής πνευματικής προόδου την οποία αρχίζει ο άνθρωπος στη γη και κανονικά επιτυγχάνει μόνο στο τέλος της μακριάς παραμονής του στα πνευματικά σχολεία εκπαίδευσης των διαδοχικών επιπέδων της προ-Παραδείσιας σταδιοδρομίας. Ο Ιησούς προόδευσε από μια καθαρά ανθρώπινη συνείδηση για τις βεβαιώσεις της πίστης της προσωπικής θρησκευτικής εμπειρίας μέχρι τα απόλυτα πνευματικά ύψη της θετικής αντίληψης της θεϊκής φύσης του και στη συνειδητοποίηση της στενής σχέσης του με το Συμπαντικό Πατέρα στη διαχείριση ενός σύμπαντος. Προόδευσε από το ταπεινό επίπεδο της θνητής εξάρτησης, η οποία τον παρακίνησε αυθόρμητα να πει σε αυτόν που τον αποκάλεσε Καλό Διδάσκαλο, «Γιατί με αποκαλείς καλό; Κανένας δεν είναι καλός παρά μόνον ο Θεός», σ’ εκείνη την απόλυτη συνείδηση της επιτευγμένης θεϊκότητας η οποία τον οδήγησε να αναφωνήσει, «Ποιος με καταδικάζει γι αμαρτία;». Κι αυτή η προοδευτική άνοδος από το ανθρώπινο στο θεϊκό ήταν αποκλειστικά θνητό επίτευγμα. Και όταν έφτασε με τον τρόπο αυτό στη θεϊκότητα, ήταν ακόμα ο ίδιος ανθρώπινος Ιησούς, ο Γιος του Ανθρώπου όπως και ο Γιος του Θεού. |
|
196:2.2 (2091.11) Jesus’ life in the flesh portrays a transcendent religious growth from the early ideas of primitive awe and human reverence up through years of personal spiritual communion until he finally arrived at that advanced and exalted status of the consciousness of his oneness with the Father. And thus, in one short life, did Jesus traverse that experience of religious spiritual progression which man begins on earth and ordinarily achieves only at the conclusion of his long sojourn in the spirit training schools of the successive levels of the pre-Paradise career. Jesus progressed from a purely human consciousness of the faith certainties of personal religious experience to the sublime spiritual heights of the positive realization of his divine nature and to the consciousness of his close association with the Universal Father in the management of a universe. He progressed from the humble status of mortal dependence which prompted him spontaneously to say to the one who called him Good Teacher, “Why do you call me good? None is good but God,” to that sublime consciousness of achieved divinity which led him to exclaim, “Which one of you convicts me of sin?” And this progressing ascent from the human to the divine was an exclusively mortal achievement. And when he had thus attained divinity, he was still the same human Jesus, the Son of Man as well as the Son of God. |
196:2.3 (2092.1) Ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Λουκάς κρατούν κάτι από την εικόνα του ανθρώπινου Ιησού καθώς είχε αναμειχθεί με το θαυμάσιο αγώνα να εξακριβώσει το θεϊκό θέλημα και να κάνει αυτό το θέλημα. Ο Ιωάννης παρουσιάζει μια εικόνα του θριαμβεύοντος Ιησού καθώς περπατούσε στη γη με την πλήρη επίγνωση θεϊκότητας. Το μέγα σφάλμα που έγινε από εκείνους που μελέτησαν τη ζωή του Κυρίου είναι ότι μερικοί τον κατάλαβαν σαν τέλειο άνθρωπο, ενώ άλλοι τον σκέφτηκαν σαν θεϊκό μόνο. Σε όλη τη διάρκεια της εμπειρίας του ήταν αληθινά και τα δυο, ανθρώπινος και θεϊκός, όπως είναι ακόμη. |
|
196:2.3 (2092.1) Mark, Matthew, and Luke retain something of the picture of the human Jesus as he engaged in the superb struggle to ascertain the divine will and to do that will. John presents a picture of the triumphant Jesus as he walked on earth in the full consciousness of divinity. The great mistake that has been made by those who have studied the Master’s life is that some have conceived of him as entirely human, while others have thought of him as only divine. Throughout his entire experience he was truly both human and divine, even as he yet is. |
196:2.4 (2092.2) Αλλά το μεγαλύτερο λάθος έγινε στο ότι ενώ ο άνθρωπος Ιησούς είχε αναγνωριστεί ότι είχε μια θρησκεία, ο θεϊκός Ιησούς (ο Χριστός) σχεδόν εν μια νυκτί έγινε θρησκεία. Ο Χριστιανισμός του Παύλου επιβεβαιώθηκε για τη λατρεία του θεϊκού Χριστού, αλλά έχασε σχεδόν την αντίληψη τού αγωνιζόμενου και γενναίου ανθρώπου-Ιησού του Γαλιλαίου, ο οποίος, με την ανδρεία της προσωπικής θρησκευτικής του πίστης και του ηρωισμού του ενοικούντος Προσαρμοστή, ανήλθε από τα χαμηλότερα επίπεδα της ανθρώπινης φύσης για να γίνει ένα με τη θεότητα, και έτσι να καταστεί ο νέος ζωντανός δρόμος δια του οποίου όλοι οι θνητοί μπορούν να ανέλθουν από την ανθρώπινη στη θεία φύση. Οι θνητοί σε όλα τα στάδια της πνευματικότητας και σε όλους τους κόσμους μπορούν να βρουν στην προσωπική ζωή του Ιησού εκείνο που θα τους ενδυναμώσει και θα τους εμπνεύσει καθώς θα προοδεύουν από τα χαμηλότερα επίπεδα του πνεύματος στις υψηλότερες θείες αξίες, από την αρχή μέχρι το τέλος όλης της προσωπικής θρησκευτικής εμπειρίας. |
|
196:2.4 (2092.2) But the greatest mistake was made in that, while the human Jesus was recognized as having a religion, the divine Jesus (Christ) almost overnight became a religion. Paul’s Christianity made sure of the adoration of the divine Christ, but it almost wholly lost sight of the struggling and valiant human Jesus of Galilee, who, by the valor of his personal religious faith and the heroism of his indwelling Adjuster, ascended from the lowly levels of humanity to become one with divinity, thus becoming the new and living way whereby all mortals may so ascend from humanity to divinity. Mortals in all stages of spirituality and on all worlds may find in the personal life of Jesus that which will strengthen and inspire them as they progress from the lowest spirit levels up to the highest divine values, from the beginning to the end of all personal religious experience. |
196:2.5 (2092.3) Την εποχή που γράφτηκε η Καινή Διαθήκη, οι συγγραφείς όχι μόνο πίστευαν πολύ βαθιά στη θεϊκή φύση του αναστημένου Χριστού, αλλά πίστευαν με αφοσίωση και ειλικρινά στην άμεση επιστροφή του στη γη για να αποτελειώσει την ουράνια βασιλεία του. Αυτή η δυνατή πίστη στην άμεση επιστροφή του Κυρίου είχε να κάνει πολύ με την τάση να παραλειφθούν από τα κείμενα εκείνες οι αναφορές που απεικόνιζαν τις καθαρά ανθρώπινες εμπειρίες και στάσεις του Κυρίου. Το όλο Χριστιανικό κίνημα έκλινε μακριά από την ανθρώπινη εικόνα του Ιησού του Ναζωραίου και προς την εξύψωση του αναστημένου Χριστού, του δοξασμένου και γρήγορα επιστρέφοντος Κυρίου Ιησού Χριστού. |
|
196:2.5 (2092.3) At the time of the writing of the New Testament, the authors not only most profoundly believed in the divinity of the risen Christ, but they also devotedly and sincerely believed in his immediate return to earth to consummate the heavenly kingdom. This strong faith in the Lord’s immediate return had much to do with the tendency to omit from the record those references which portrayed the purely human experiences and attributes of the Master. The whole Christian movement tended away from the human picture of Jesus of Nazareth toward the exaltation of the risen Christ, the glorified and soon-returning Lord Jesus Christ. |
196:2.6 (2092.4) Ο Ιησούς ίδρυσε τη θρησκεία της προσωπικής εμπειρίας εκτελώντας το θέλημα του Θεού και υπηρετώντας την ανθρώπινη αδελφότητα. Ο Παύλος ίδρυσε μια θρησκεία στην οποία ο δοξασμένος Ιησούς απέβη το αντικείμενο λατρείας και η αδελφότητα συνίστατο από πιστούς οπαδούς του θεϊκού Χριστού. Στην εμφάνιση του Ιησού στη γη αυτά τα δυο σχέδια ήταν εν δυνάμει μέσα στη θεϊκή-ανθρώπινη ζωή του, και είναι όντως κρίμα που οι οπαδοί του απέτυχαν να δημιουργήσουν μια ενωμένη θρησκεία η οποία θα αναγνώριζε ορθά αμφότερες, την ανθρώπινη και τη θεϊκή φύση του Κυρίου, όπως ήταν αδιαχώριστα ενωμένες στη γήινη ζωή του και τόσο θαυμαστά διατυπωμένες στο πρωτότυπο ευαγγέλιο της βασιλείας. |
|
196:2.6 (2092.4) Jesus founded the religion of personal experience in doing the will of God and serving the human brotherhood; Paul founded a religion in which the glorified Jesus became the object of worship and the brotherhood consisted of fellow believers in the divine Christ. In the bestowal of Jesus these two concepts were potential in his divine-human life, and it is indeed a pity that his followers failed to create a unified religion which might have given proper recognition to both the human and the divine natures of the Master as they were inseparably bound up in his earth life and so gloriously set forth in the original gospel of the kingdom. |
196:2.7 (2093.1) Δεν θα σας ξάφνιαζαν ούτε θα σας ενοχλούσαν κάποιες σπουδαίες αναγγελίες του Ιησού, εάν απλά θυμόσασταν ότι ήταν ο πλέον ειλικρινής και αφοσιωμένος πιστός του κόσμου. Ήταν ένας τέλεια αφιερωμένος θνητός, ανεπιφύλακτα αφοσιωμένος στο να κάνει το θέλημα του Πατέρα του. Πολλά από τα φαινομενικά σκληρά λόγια του ήταν περισσότερο μια προσωπική ομολογία πίστης και απόδειξη αφοσίωσης παρά εντολές στους οπαδούς του. Και αυτή η απόλυτη μοναδικότητα του σκοπού και η ανιδιοτελής αφοσίωση τον καθιστούσε ικανό να επιτελεί τόσο καταπληκτική πρόοδο στην κατάκτηση του ανθρώπινου μυαλού σε μία σύντομη ζωή. Πολλές από τις ανακοινώσεις του πρέπει να θεωρηθούν σαν ομολογία τού τι απαιτούσε από τον εαυτό του παρά τού τι αξίωνε από τους οπαδούς του. Στην αφοσίωσή του στο θέμα της βασιλείας, ο Ιησούς έκαψε όλες τις γέφυρες πίσω του. Παρέκαμψε κάθε εμπόδιο για να κάνει το θέλημα του Πατέρα του. |
|
196:2.7 (2093.1) You would be neither shocked nor disturbed by some of Jesus’ strong pronouncements if you would only remember that he was the world’s most wholehearted and devoted religionist. He was a wholly consecrated mortal, unreservedly dedicated to doing his Father’s will. Many of his apparently hard sayings were more of a personal confession of faith and a pledge of devotion than commands to his followers. And it was this very singleness of purpose and unselfish devotion that enabled him to effect such extraordinary progress in the conquest of the human mind in one short life. Many of his declarations should be considered as a confession of what he demanded of himself rather than what he required of all his followers. In his devotion to the cause of the kingdom, Jesus burned all bridges behind him; he sacrificed all hindrances to the doing of his Father’s will. |
196:2.8 (2093.2) Ο Ιησούς ευλογούσε τους φτωχούς επειδή ήταν συνήθως ειλικρινείς και ευλαβείς. Αποδοκίμαζε τους πλούσιους επειδή ήταν συνήθως ακόλαστοι και άθρησκοι. Θα αποδοκίμαζε το ίδιο τους άθρησκους φτωχούς και θα επιδοκίμαζε τους αφιερωμένους και έντιμους πλούσιους. |
|
196:2.8 (2093.2) Jesus blessed the poor because they were usually sincere and pious; he condemned the rich because they were usually wanton and irreligious. He would equally condemn the irreligious pauper and commend the consecrated and worshipful man of wealth. |
196:2.9 (2093.3) Ο Ιησούς έκανε τους ανθρώπους να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους ευρισκόμενοι στον κόσμο. Τους απελευθέρωσε από τη σκλαβιά των ταμπού και τους έμαθε ότι ο κόσμος δεν ήταν βασικά φαύλος. Δεν λαχτάρησε να ξεφύγει από τη γήινη ζωή του, έγινε κάτοχος μιας τεχνικής να κάνει αποδεκτά το θέλημα του Πατέρα ενόσω βρισκόταν στη σάρκα. Επέτυχε μια ιδεώδη θρησκευτική ζωή μέσα σ’ ένα ρεαλιστικό κόσμο. Ο Ιησούς δεν συμμεριζόταν την απαισιόδοξη άποψη του Παύλου για την ανθρωπότητα. Ο Κύριος θεωρούσε τους ανθρώπους σαν παιδιά του Θεού και προείδε ένα λαμπρό και αιώνιο μέλλον για εκείνους που διάλεξαν την επιβίωση. Δεν ήταν ένας ηθικολόγος σκεπτικιστής, έβλεπε τον άνθρωπο θετικά όχι αρνητικά. Είδε τους περισσότερους ανθρώπους σαν αδύναμους παρά σαν αμαρτωλούς, περισσότερο αλλόφρονες παρά διεστραμμένους. Αλλά άσχετα με την κατάστασή τους, ήταν όλοι παιδιά του Θεού και αδέλφια του. |
|
196:2.9 (2093.3) Jesus led men to feel at home in the world; he delivered them from the slavery of taboo and taught them that the world was not fundamentally evil. He did not long to escape from his earthly life; he mastered a technique of acceptably doing the Father’s will while in the flesh. He attained an idealistic religious life in the very midst of a realistic world. Jesus did not share Paul’s pessimistic view of humankind. The Master looked upon men as the sons of God and foresaw a magnificent and eternal future for those who chose survival. He was not a moral skeptic; he viewed man positively, not negatively. He saw most men as weak rather than wicked, more distraught than depraved. But no matter what their status, they were all God’s children and his brethren. |
196:2.10 (2093.4) Δίδαξε τους ανθρώπους να βάζουν μια μεγάλη αξία γι αυτούς, στο χρόνο και την αιωνιότητα. Εξαιτίας της μεγάλης υπόληψης που είχε ο Ιησούς για τους ανθρώπους, ήταν πρόθυμος να καταναλωθεί στην ακατάπαυστη υπηρέτηση της ανθρωπότητας. Και ήταν αυτή η άπειρη αξία του πεπερασμένου που έκανε τον χρυσό κανόνα ένα ζωντανό παράγοντα της θρησκείας του. Πώς να μην καταφέρει ο θνητός άνθρωπος να εμψυχωθεί από την καταπληκτική εμπιστοσύνη που έχει ο Ιησούς σ’ αυτόν; |
|
196:2.10 (2093.4) He taught men to place a high value upon themselves in time and in eternity. Because of this high estimate which Jesus placed upon men, he was willing to spend himself in the unremitting service of humankind. And it was this infinite worth of the finite that made the golden rule a vital factor in his religion. What mortal can fail to be uplifted by the extraordinary faith Jesus has in him? |
196:2.11 (2093.5) Ο Ιησούς δεν προσέφερε κανόνες για κοινωνική προαγωγή. Η δική του ήταν θρησκευτική αποστολή, και θρησκεία είναι μια αποκλειστικά ατομική εμπειρία. Ο απώτατος σκοπός τού πιο προοδευτικού επιτεύγματος της κοινωνίας δεν μπορεί ποτέ να ελπίζει ότι θα φτάσει την υπερβατική αδελφότητα του Ιησού που είναι βασισμένη στην αναγνώριση της πατρότητας του Θεού. Το ιδανικό κάθε κοινωνικής επιτυχίας μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με τον ερχομό της θείας βασιλείας. |
|
196:2.11 (2093.5) Jesus offered no rules for social advancement; his was a religious mission, and religion is an exclusively individual experience. The ultimate goal of society’s most advanced achievement can never hope to transcend Jesus’ brotherhood of men based on the recognition of the fatherhood of God. The ideal of all social attainment can be realized only in the coming of this divine kingdom. |
3. Η ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ^top |
|
3. The Supremacy of Religion ^top |
196:3.1 (2093.6) Η προσωπική, πνευματική θρησκευτική εμπειρία δίνει αποτελεσματική λύση στις περισσότερες δυσκολίες των θνητών. Ταξινομεί δραστικά, αποτιμά και ρυθμίζει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Η θρησκεία δεν απαλείφει ή δεν καταστρέφει τις ανθρώπινες δυσκολίες, αλλά τις διαλύει, τις απορροφά, τις διαφωτίζει και τις υπερσκελίζει. Η αληθινή θρησκεία ενοποιεί την προσωπικότητα για την αποτελεσματική ρύθμιση όλων των θνητών αξιώσεων. Η θρησκευτική πίστη – η θετική καθοδήγηση της θεϊκής παρουσίας που διαμένει μέσα στον άνθρωπο – καθιστά διαρκώς ικανό τον άνθρωπο που γνωρίζει το Θεό να γεφυρώνει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στη λογική της διανόησης που αναγνωρίζει τη Συμπαντική Πρώτη Αιτία σαν Αυτό και στις κατηγορηματικές βεβαιώσεις της ψυχής οι οποίες δηλώνουν αυτή την Πρώτη Αιτία σαν Αυτόν, τον ουράνιο Πατέρα του ευαγγελίου του Ιησού, τον προσωπικό Θεό της ανθρώπινης σωτηρίας. |
|
196:3.1 (2093.6) Personal, spiritual religious experience is an efficient solvent for most mortal difficulties; it is an effective sorter, evaluator, and adjuster of all human problems. Religion does not remove or destroy human troubles, but it does dissolve, absorb, illuminate, and transcend them. True religion unifies the personality for effective adjustment to all mortal requirements. Religious faith—the positive leading of the indwelling divine presence—unfailingly enables the God-knowing man to bridge that gulf existing between the intellectual logic which recognizes the Universal First Cause as It and those positive affirmations of the soul which aver this First Cause is He, the heavenly Father of Jesus’ gospel, the personal God of human salvation. |
196:3.2 (2094.1) Υπάρχουν ακριβώς τρία στοιχεία συμπαντικής πραγματικότητας: γεγονός, ιδέα και σχέση. Η θρησκευτική συνειδητότητα αναγνωρίζει αυτές τις πραγματικότητες σαν επιστήμη, φιλοσοφία και αλήθεια. Η φιλοσοφία θα είχε την τάση να θεωρήσει αυτές τις ενέργειες σαν αιτία, σοφία και πίστη – φυσική πραγματικότητα, νοητική πραγματικότητα και πνευματική πραγματικότητα. Συνηθίζουμε να ονομάζουμε αυτές τις πραγματικότητες σαν πράγμα, έννοια και αξία. |
|
196:3.2 (2094.1) There are just three elements in universal reality: fact, idea, and relation. The religious consciousness identifies these realities as science, philosophy, and truth. Philosophy would be inclined to view these activities as reason, wisdom, and faith—physical reality, intellectual reality, and spiritual reality. We are in the habit of designating these realities as thing, meaning, and value. |
196:3.3 (2094.2) Η προοδευτική κατανόηση της πραγματικότητας είναι το ισοδύναμο της προσέγγισης του Θεού. Η εύρεση του Θεού, η συνειδητοποίηση της ομοιότητας με την πραγματικότητα, είναι το ισοδύναμο της εμπειρίας της αυτο-συμπλήρωσης, της αυτο-τελειοποίησης, της αυτο-ολοκλήρωσης. Το να έχετε την εμπειρία της ολικής πραγματικότητας σημαίνει να έχετε πλήρη αντίληψη του Θεού, αυτό είναι και η τελική εμπειρία της γνώσης του Θεού. |
|
196:3.3 (2094.2) The progressive comprehension of reality is the equivalent of approaching God. The finding of God, the consciousness of identity with reality, is the equivalent of the experiencing of self-completion—self-entirety, self-totality. The experiencing of total reality is the full realization of God, the finality of the God-knowing experience. |
196:3.4 (2094.3) Η πλήρης συνόψιση της ανθρώπινης ζωής είναι η γνώση, που ο άνθρωπος μαθαίνει από τα γεγονότα, εξωραϊζεται δια της σοφίας και διασώζεται – δικαιώνεται – από τη θρησκευτική πίστη. |
|
196:3.4 (2094.3) The full summation of human life is the knowledge that man is educated by fact, ennobled by wisdom, and saved—justified—by religious faith. |
196:3.5 (2094.4) Η φυσική σιγουριά συνίσταται από τη λογική της επιστήμης. Η ηθική σιγουριά από τη γνώση της φιλοσοφίας, η πνευματική σιγουριά από την αλήθεια της γνήσιας θρησκευτικής εμπειρίας. |
|
196:3.5 (2094.4) Physical certainty consists in the logic of science; moral certainty, in the wisdom of philosophy; spiritual certainty, in the truth of genuine religious experience. |
196:3.6 (2094.5) Ο νους του ανθρώπου μπορεί να φτάσει σε υψηλά επίπεδα πνευματικής επίγνωσης και σε αντίστοιχες σφαίρες θεϊκότητας αξιών επειδή δεν είναι εξολοκλήρου υλικός. Υπάρχει ένας πυρήνας πνευματικός στο νου του ανθρώπου – ο Προσαρμοστής της θεϊκής παρουσίας. Υφίστανται τρεις ξεχωριστές αποδείξεις για την ύπαρξη αυτού του πνεύματος στον ανθρώπινο νου: |
|
196:3.6 (2094.5) The mind of man can attain high levels of spiritual insight and corresponding spheres of divinity of values because it is not wholly material. There is a spirit nucleus in the mind of man—the Adjuster of the divine presence. There are three separate evidences of this spirit indwelling of the human mind: |
196:3.7 (2094.6) 1. Ανθρώπινη συναδελφικότητα – αγάπη. Ο καθαρά ζωώδης νους μπορεί να ζει σε αγέλες (κοινωνία), για αυτοπροστασία, αλλά μόνο η διανόηση που κατοικείται από το πνεύμα είναι ανιδιοτελώς αλτρουιστική και απεριόριστα φιλόστοργη. |
|
196:3.7 (2094.6) 1. Humanitarian fellowship—love. The purely animal mind may be gregarious for self-protection, but only the spirit-indwelt intellect is unselfishly altruistic and unconditionally loving. |
196:3.8 (2094.7) 2. Εξήγηση του σύμπαντος – σοφία. Μόνο ο νους που κατοικείται από το πνεύμα μπορεί να κατανοήσει ότι το σύμπαν είναι φιλικό προς το άτομο. |
|
196:3.8 (2094.7) 2. Interpretation of the universe—wisdom. Only the spirit-indwelt mind can comprehend that the universe is friendly to the individual. |
196:3.9 (2094.8) 3. Πνευματική εξέλιξη της ζωής – λατρεία. Μόνο ο άνθρωπος που κατοικείται από το πνεύμα μπορεί να αντιληφθεί τη θεϊκή παρουσία και να αναζητήσει να επιτύχει μια πληρέστερη εμπειρία μέσα και με αυτή την πρόγευση της θεϊκότητας. |
|
196:3.9 (2094.8) 3. Spiritual evaluation of life—worship. Only the spirit-indwelt man can realize the divine presence and seek to attain a fuller experience in and with this foretaste of divinity. |
196:3.10 (2094.9) Ο ανθρώπινος νους δεν δημιουργεί αληθινές αξίες, η ανθρώπινη εμπειρία δεν παράγει συμπαντική επίγνωση. Αναφορικά με την επίγνωση, για την αναγνώριση των ηθικών αξιών και τη διάκριση των πνευματικών εννοιών, όλα όσα μπορεί να κάνει ο ανθρώπινος νους είναι μόνο να ανακαλύψει, αναγνωρίσει, εξηγήσει και επιλέξει. |
|
196:3.10 (2094.9) The human mind does not create real values; human experience does not yield universe insight. Concerning insight, the recognition of moral values and the discernment of spiritual meanings, all that the human mind can do is to discover, recognize, interpret, and choose. |
196:3.11 (2094.10) Οι ηθικές αξίες του σύμπαντος γίνονται νοητικές κατακτήσεις με την άσκηση των τριών βασικών κριτικών ή επιλογών, του θνητού νου: |
|
196:3.11 (2094.10) The moral values of the universe become intellectual possessions by the exercise of the three basic judgments, or choices, of the mortal mind: |
196:3.12 (2094.11) 1. Αυτοκριτική – επιλογή του σωστού. |
|
196:3.12 (2094.11) 1. Self-judgment—moral choice. |
196:3.13 (2094.12) 2. Κοινωνική κριτική – επιλογή ηθικής. |
|
196:3.13 (2094.12) 2. Social-judgment—ethical choice. |
196:3.14 (2094.13) 3. Θεϊκή κριτική – θρησκευτική επιλογή. |
|
196:3.14 (2094.13) 3. God-judgment—religious choice. |
196:3.15 (2094.14) Έτσι φαίνεται ότι κάθε ανθρώπινη πρόοδος επιτυγχάνεται από μια τεχνική συνενωμένης αποκαλυπτικής εξέλιξης. |
|
196:3.15 (2094.14) Thus it appears that all human progress is effected by a technique of conjoint revelational evolution. |
196:3.16 (2094.15) Αν ένας θεϊκός εραστής, ζούσε σαν άνθρωπος, αυτός μόνο θα μπορούσε να αγαπήσει με ανιδιοτελή και πνευματική αγάπη. Αν ζούσε ένας ερμηνευτής στο νου, τότε μόνο θα μπορούσε ο άνθρωπος να αντιληφθεί πραγματικά την ενότητα του σύμπαντος. Αν ένας εκτιμητής διέμενε μέσα στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος θα μπορούσε να αποτιμήσει τις ηθικές αξίες και να αναγνωρίσει τις πνευματικές έννοιες. Και αυτός ο εραστής πέφτει σαν χαλάζι από την ίδια την πηγή της άπειρης αγάπης, αυτός ο ερμηνευτής είναι μέρος της Παγκόσμιας Ενότητας, αυτός ο εκτιμητής είναι το παιδί του Κέντρου και της Πηγής όλων των απόλυτων αξιών της θεϊκής και της αιώνιας πραγματικότητας. |
|
196:3.16 (2094.15) Unless a divine lover lived in man, he could not unselfishly and spiritually love. Unless an interpreter lived in the mind, man could not truly realize the unity of the universe. Unless an evaluator dwelt with man, he could not possibly appraise moral values and recognize spiritual meanings. And this lover hails from the very source of infinite love; this interpreter is a part of Universal Unity; this evaluator is the child of the Center and Source of all absolute values of divine and eternal reality. |
196:3.17 (2095.1) Η ηθική εξέλιξη με θρησκευτική σημασία – πνευματική επίγνωση – συνδυάζει την επιλογή του ατόμου ανάμεσα στο καλό και το φαύλο, την αλήθεια και το σφάλμα, το υλικό και το πνευματικό, το ανθρώπινο και το θεϊκό, το χρόνο και την αιωνιότητα. Η ανθρώπινη επιβίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αφιέρωση της ανθρώπινης θέλησης στην επιλογή εκείνων των αξιών που διαλέγει το πνεύμα – ο ερμηνευτής και συνενωτής που διαμένει μέσα στον ανθρώπινο νου. Η προσωπική θρησκευτική εμπειρία αποτελείται από δυο φάσεις: την ανακάλυψη μέσα στον ανθρώπινο νου και την αποκάλυψη από το θεϊκό ενοικούν πνεύμα. Μέσα από την υπερβολική απόκτηση κουλτούρας ή σαν αποτέλεσμα της άθρησκης συμπεριφοράς των δηλωμένων θρησκευομένων, ένας άνθρωπος, ή ακόμα και μια γενιά ανθρώπων, μπορεί να επιλέξουν να αναβληθεί η προσπάθειά τους προς την ανακάλυψη του Θεού που κατοικεί μέσα τους. Μπορεί να αποτύχουν να προοδεύσουν και να πετύχουν τη θεϊκή αποκάλυψη. Τέτοιες όμως νοοτροπίες μη πνευματικής προόδου δεν μπορούν να επιμείνουν επί πολύ εξαιτίας της παρουσίας και της επίδρασης του διαμένοντος Προσαρμοστή Σκέψης. |
|
196:3.17 (2095.1) Moral evaluation with a religious meaning—spiritual insight—connotes the individual’s choice between good and evil, truth and error, material and spiritual, human and divine, time and eternity. Human survival is in great measure dependent on consecrating the human will to the choosing of those values selected by this spirit-value sorter—the indwelling interpreter and unifier. Personal religious experience consists in two phases: discovery in the human mind and revelation by the indwelling divine spirit. Through oversophistication or as a result of the irreligious conduct of professed religionists, a man, or even a generation of men, may elect to suspend their efforts to discover the God who indwells them; they may fail to progress in and attain the divine revelation. But such attitudes of spiritual nonprogression cannot long persist because of the presence and influence of the indwelling Thought Adjusters. |
196:3.18 (2095.2) Αυτή η βαθιά εμπειρία της πραγματικότητας του θεϊκού ενοίκου εξυψώνει για πάντα την ακατέργαστη ματεριαλιστική τεχνική των φυσικών επιστημών. Δεν μπορείτε να βάλετε την πνευματική χαρά κάτω από ένα μικροσκόπιο, δεν μπορείτε να μετρήσετε την αγάπη με ζυγαριά, δεν μπορείτε να μετρήσετε τις ηθικές αξίες, ούτε μπορείτε να εκτιμήσετε την ποιότητα της πνευματικής λατρείας. |
|
196:3.18 (2095.2) This profound experience of the reality of the divine indwelling forever transcends the crude materialistic technique of the physical sciences. You cannot put spiritual joy under a microscope; you cannot weigh love in a balance; you cannot measure moral values; neither can you estimate the quality of spiritual worship. |
196:3.19 (2095.3) Οι Εβραίοι είχαν θρησκεία ηθικής υπεροχής, οι Έλληνες ανέπτυξαν μια θρησκεία κάλλους, ο Παύλος και οι συνεργάτες του ίδρυσαν μια θρησκεία πίστης, ελπίδας και ελεημοσύνης. Ο Ιησούς αποκάλυψε και έδωσε το παράδειγμα μιας θρησκείας αγάπης: σιγουριά στην αγάπη του Πατέρα, που συνοδεύεται από τη χαρά και την ικανοποίηση να θέτει κανείς αυτή την αγάπη στην υπηρεσία της ανθρώπινης αδελφότητας. |
|
196:3.19 (2095.3) The Hebrews had a religion of moral sublimity; the Greeks evolved a religion of beauty; Paul and his conferees founded a religion of faith, hope, and charity. Jesus revealed and exemplified a religion of love: security in the Father’s love, with joy and satisfaction consequent upon sharing this love in the service of the human brotherhood. |
196:3.20 (2095.4) Κάθε φορά που κάνει ο άνθρωπος μια στοχαστική ηθική επιλογή, αμέσως βιώνει μια νέα θεϊκή εισβολή στην ψυχή του. Η ηθική επιλογή κάνει τη θρησκεία να είναι το κίνητρο της εσωτερικής απάντησης προς τις εξωτερικές συνθήκες. Όμως μια τέτοια αληθινή θρησκεία δεν είναι καθαρά υποκειμενική εμπειρία. Εκφράζει όλη την υποκειμενικότητα του ατόμου εγκολπωμένη σε μια γεμάτη νόημα και λογική απάντηση προς την ολική αντικειμενικότητα – το σύμπαν και το Δημιουργό του. |
|
196:3.20 (2095.4) Every time man makes a reflective moral choice, he immediately experiences a new divine invasion of his soul. Moral choosing constitutes religion as the motive of inner response to outer conditions. But such a real religion is not a purely subjective experience. It signifies the whole of the subjectivity of the individual engaged in a meaningful and intelligent response to total objectivity—the universe and its Maker. |
196:3.21 (2095.5) Η εξαιρετική και υπερβατική εμπειρία του να αγαπάς και να αγαπιέσαι δεν είναι ψυχική ψευδαίσθηση επειδή είναι τόσο καθαρά υποκειμενική. Η μόνη αληθινή θεϊκή και αντικειμενική πραγματικότητα που συνδέεται με τα θνητά πλάσματα, ο Προσαρμοστής Σκέψης, λειτουργεί στην ανθρώπινη παρατήρηση προφανώς σαν αποκλειστικά υποκειμενικό φαινόμενο. Η επαφή του ανθρώπου με την υψηλότερη αντικειμενική πραγματικότητα, το Θεό, γίνεται μόνο μέσα από την καθαρά υποκειμενική εμπειρία της γνώσης του, της λατρείας του, της αντίληψης της συγγένειας μαζί του. |
|
196:3.21 (2095.5) The exquisite and transcendent experience of loving and being loved is not just a psychic illusion because it is so purely subjective. The one truly divine and objective reality that is associated with mortal beings, the Thought Adjuster, functions to human observation apparently as an exclusively subjective phenomenon. Man’s contact with the highest objective reality, God, is only through the purely subjective experience of knowing him, of worshiping him, of realizing sonship with him. |
196:3.22 (2095.6) Η αληθινή θρησκευτική λατρεία δεν είναι άχρηστος μονόλογος αυταπάτης. Η λατρεία είναι προσωπική επικοινωνία με αυτό που είναι θεϊκά αληθινό, με αυτό που είναι η αληθινή πηγή της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος με τη λατρεία φιλοδοξεί να γίνει καλύτερος και με αυτό τον τρόπο τελικά επιτυγχάνει το κάλλιστο. |
|
196:3.22 (2095.6) True religious worship is not a futile monologue of self-deception. Worship is a personal communion with that which is divinely real, with that which is the very source of reality. Man aspires by worship to be better and thereby eventually attains the best. |
196:3.23 (2095.7) Η εξιδανίκευση και η προσπάθεια για την υπηρέτηση της αλήθειας, ομορφιάς και καλοσύνης δεν είναι υποκατάστατο για τη γνήσια θρησκευτική εμπειρία – τη πνευματική πραγματικότητα. Η ψυχολογία και ο ιδεαλισμός δεν είναι το ισοδύναμο της θρησκευτικής πραγματικότητας. Οι προβολές της ανθρώπινης διανόησης μπορεί όντως να δημιουργήσουν ψεύτικους θεούς – θεούς κατ’ εικόνα του ανθρώπου – αλλά αυτός που έχει αληθινή συνείδηση του Θεού δεν κάνει τέτοιες δημιουργίες. Ο έχων συνείδηση του Θεού κατοικεί μαζί με το πνεύμα. Πολλά από τα θρησκευτικά συστήματα του ανθρώπου προέρχονται από τα κατασκευάσματα της ανθρώπινης διανόησης, αλλά ο έχων συνείδηση του Θεού δεν αποτελεί απαραίτητα τμήμα αυτών των αλλόκοτων συστημάτων θρησκευτικής υποδούλωσης. |
|
196:3.23 (2095.7) The idealization and attempted service of truth, beauty, and goodness is not a substitute for genuine religious experience—spiritual reality. Psychology and idealism are not the equivalent of religious reality. The projections of the human intellect may indeed originate false gods—gods in man’s image—but the true God-consciousness does not have such an origin. The God-consciousness is resident in the indwelling spirit. Many of the religious systems of man come from the formulations of the human intellect, but the God-consciousness is not necessarily a part of these grotesque systems of religious slavery. |
196:3.24 (2095.8) Ο Θεός δεν είναι η απλή ανακάλυψη του ιδεαλισμού του ανθρώπου. Είναι η απόλυτη πηγή όλων των επιγνώσεων και αξιών που βρίσκονται πάνω από τη ζωώδη φύση. Ο Θεός δεν είναι μια υπόθεση που διατυπώθηκε για να ενώσει τα ανθρώπινα σχέδια για την αλήθεια, την ομορφιά και την καλοσύνη. Είναι η προσωποποίηση της αγάπης από την οποία προέρχονται όλες αυτές οι εκδηλώσεις του σύμπαντος. Η αλήθεια, η ομορφιά και η καλοσύνη του ανθρώπινου κόσμου ενοποιούνται από την αυξανόμενη πνευματικότητα της εμπειρίας των θνητών που ανεβαίνουν προς τις πραγματικότητες του Παραδείσου. Η ενότητα της αλήθειας, της ομορφιάς και της καλοσύνης μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο στην πνευματική εμπειρία της προσωπικότητας που γνωρίζει το Θεό. |
|
196:3.24 (2095.8) God is not the mere invention of man’s idealism; he is the very source of all such superanimal insights and values. God is not a hypothesis formulated to unify the human concepts of truth, beauty, and goodness; he is the personality of love from whom all of these universe manifestations are derived. The truth, beauty, and goodness of man’s world are unified by the increasing spirituality of the experience of mortals ascending toward Paradise realities. The unity of truth, beauty, and goodness can only be realized in the spiritual experience of the God-knowing personality. |
196:3.25 (2096.1) Η ηθική συμπεριφορά είναι το ουσιώδες προϋπάρχον έδαφος της προσωπικής συνείδησης του Θεού, η προσωπική αντίληψη της εσώτερης παρουσίας του Προσαρμοστή, αλλά μια τέτοια ηθική συμπεριφορά δεν είναι πηγή θρησκευτικής εμπειρίας και επακόλουθης πνευματικής επίγνωσης. Η ηθική φύση είναι πάνω από τη ζωώδη αλλά κάτω από την πνευματική. Η ηθική συμπεριφορά είναι ισοδύναμη με την αναγνώριση του καθήκοντος, την αντίληψη της ύπαρξης του δικαίου και του αδίκου. Η ηθική περιοχή μπαίνει ανάμεσα στον ζωώδη και τον ανθρώπινο τύπο του νου, όπως η μοροντιανή κατάσταση λειτουργεί ανάμεσα στις υλικές και πνευματικές σφαίρες της προσωπικής επίτευξης. |
|
196:3.25 (2096.1) Morality is the essential pre-existent soil of personal God-consciousness, the personal realization of the Adjuster’s inner presence, but such morality is not the source of religious experience and the resultant spiritual insight. The moral nature is superanimal but subspiritual. Morality is equivalent to the recognition of duty, the realization of the existence of right and wrong. The moral zone intervenes between the animal and the human types of mind as morontia functions between the material and the spiritual spheres of personality attainment. |
196:3.26 (2096.2) Ο εξελικτικός νους είναι ικανός να ανακαλύψει το νόμο, και την ηθική. Αλλά το πνεύμα, ο διαμένων Προσαρμοστής, αποκαλύπτει στον εξελισσόμενο ανθρώπινο νου αυτόν που δίνει το νόμο, τον Πατέρα-Πηγή όλων όσων είναι αληθινά, όμορφα και καλά. Και ένας τόσο φωτισμένος άνθρωπος έχει μια θρησκεία και είναι εφοδιασμένος πνευματικά για να αρχίσει τη μακριά και περιπετειώδη αναζήτηση για το Θεό. |
|
196:3.26 (2096.2) The evolutionary mind is able to discover law, morals, and ethics; but the bestowed spirit, the indwelling Adjuster, reveals to the evolving human mind the lawgiver, the Father-source of all that is true, beautiful, and good; and such an illuminated man has a religion and is spiritually equipped to begin the long and adventurous search for God. |
196:3.27 (2096.3) Η ηθική συμπεριφορά δεν είναι απαραίτητα πνευματική, μπορεί να είναι ολοκληρωτικά και καθαρά ανθρώπινη, μολονότι η αληθινή θρησκεία προάγει κάθε ηθική αξία, τις κάνει να έχουν περισσότερο νόημα. Η ηθική συμπεριφορά χωρίς θρησκεία αποτυγχάνει να αποκαλύψει την ύψιστη καλοσύνη και επίσης αποτυγχάνει να εξασφαλίσει την επιβίωση ακόμα και των δικών της ηθικών αξιών. Η θρησκεία εξασφαλίζει την προαγωγή, τη δόξα και τη βέβαιη επιβίωση κάθε πράγματος που η ηθική συμπεριφορά αναγνωρίζει και επιδοκιμάζει. |
|
196:3.27 (2096.3) Morality is not necessarily spiritual; it may be wholly and purely human, albeit real religion enhances all moral values, makes them more meaningful. Morality without religion fails to reveal ultimate goodness, and it also fails to provide for the survival of even its own moral values. Religion provides for the enhancement, glorification, and assured survival of everything morality recognizes and approves. |
196:3.28 (2096.4) Η θρησκεία βρίσκεται υπεράνω της επιστήμης, της τέχνης, της φιλοσοφίας, και της ηθικής αλλά δεν είναι ανεξάρτητη από αυτές. Είναι όλες ακατάλυτα αλληλοσυσχετισμένες με την ανθρώπινη εμπειρία, προσωπική και κοινωνική. Η θρησκεία είναι η ύψιστη εμπειρία του ανθρώπου στη θνητή φύση, αλλά η πεπερασμένη γλώσσα κάνει για πάντα ακατόρθωτο στη θεολογία να περιγράψει επαρκώς μια αληθινή θρησκευτική εμπειρία. |
|
196:3.28 (2096.4) Religion stands above science, art, philosophy, ethics, and morals, but not independent of them. They are all indissolubly interrelated in human experience, personal and social. Religion is man’s supreme experience in the mortal nature, but finite language makes it forever impossible for theology ever adequately to depict real religious experience. |
196:3.29 (2096.5) H θρησκευτική επίγνωση κατέχει τη δύναμη να μετατρέπει την ήττα σε υψηλότερες επιθυμίες και νέες αποφάσεις. Η αγάπη είναι το υψηλότερο κίνητρο που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος στην συμπαντική ανάβασή του. Αλλά η αγάπη, απογυμνωμένη από την αλήθεια, την ομορφιά και την καλοσύνη, είναι μόνο ένα αίσθημα, μια φιλοσοφική διαστροφή, μια ψυχική ψευδαίσθηση, μια πνευματική πλάνη. Η αγάπη πρέπει πάντα να επανεξετάζεται στα διαδοχικά επίπεδα της μοροντιανής και πνευματικής προόδου. |
|
196:3.29 (2096.5) Religious insight possesses the power of turning defeat into higher desires and new determinations. Love is the highest motivation which man may utilize in his universe ascent. But love, divested of truth, beauty, and goodness, is only a sentiment, a philosophic distortion, a psychic illusion, a spiritual deception. Love must always be redefined on successive levels of morontia and spirit progression. |
196:3.30 (2096.6) Η τέχνη πηγάζει από την προσπάθεια του ανθρώπου να ξεφύγει από την έλλειψη ομορφιάς στο υλιστικό του περιβάλλον. Είναι μια κίνηση προς το μοροντιανό επίπεδο. Η επιστήμη είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να λύσει τα αινίγματα του υλιστικού σύμπαντος. Η φιλοσοφία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου για την ενοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας. Η θρησκεία είναι η υπέρτατη κίνηση του ανθρώπου, η θαυμαστή του έκταση προς την τελική πραγματικότητα, η αποφασιστικότητά του να βρει το Θεό και να του μοιάσει. |
|
196:3.30 (2096.6) Art results from man’s attempt to escape from the lack of beauty in his material environment; it is a gesture toward the morontia level. Science is man’s effort to solve the apparent riddles of the material universe. Philosophy is man’s attempt at the unification of human experience. Religion is man’s supreme gesture, his magnificent reach for final reality, his determination to find God and to be like him. |
196:3.31 (2096.7) Στον κόσμο της θρησκευτικής εμπειρίας, η πνευματική δυνατότητα είναι εν δυνάμει πραγματικότητα. Η προς τα μπροστά ώθηση του ανθρώπου δεν είναι ψυχική ψευδαίσθηση. Όλη η συμπαντική εποποιία του ανθρώπου μπορεί να μην είναι απτή, είναι όμως πολύ πολύ αληθινή. |
|
196:3.31 (2096.7) In the realm of religious experience, spiritual possibility is potential reality. Man’s forward spiritual urge is not a psychic illusion. All of man’s universe romancing may not be fact, but much, very much, is truth. |
196:3.32 (2096.8) Οι ζωές μερικών ανθρώπων είναι πολύ μεγάλες και εξευγενισμένες για να κατέλθουν στο χαμηλότερο επίπεδο τού να είναι απλά επιτυχημένες. Το ζώο πρέπει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον, αλλά ο θρησκευόμενος άνθρωπος υπερβαίνει το περιβάλλον του και με τον τρόπο αυτό ξεφεύγει από τους περιορισμούς του παρόντος υλικού κόσμου δια μέσου αυτής της επίγνωσης της θεϊκής αγάπης. Αυτό το σχέδιο της αγάπης γεννάει στην ψυχή του ανθρώπου εκείνη την προσπάθεια ώστε να βρει την αλήθεια, την ομορφιά και την καλοσύνη. Και όταν πραγματικά τις βρει, δοξάζεται μέσα στην αγκαλιά τους, κατακλύζεται από την επιθυμία να τις ζήσει, να πράξει το δίκαιο. |
|
196:3.32 (2096.8) Some men’s lives are too great and noble to descend to the low level of being merely successful. The animal must adapt itself to the environment, but the religious man transcends his environment and in this way escapes the limitations of the present material world through this insight of divine love. This concept of love generates in the soul of man that superanimal effort to find truth, beauty, and goodness; and when he does find them, he is glorified in their embrace; he is consumed with the desire to live them, to do righteousness. |
196:3.33 (2097.1) Μην απογοητεύεσθε, η ανθρώπινη εξέλιξη ακόμα προοδεύει, και η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, δια του Ιησού, δεν θα αποτύχει. |
|
196:3.33 (2097.1) Be not discouraged; human evolution is still in progress, and the revelation of God to the world, in and through Jesus, shall not fail. |
196:3.34 (2097.2) Η μεγάλη πρόκληση του σύγχρονου ανθρώπου είναι να επιτύχει καλύτερη επικοινωνία με τον θεϊκό Ελεγκτή που κατοικεί μέσα στο ανθρώπινο μυαλό. Η μεγαλύτερη περιπέτεια του ανθρώπου στη σάρκα συνίσταται στην εξισορροπημένη και υγιή προσπάθεια να επεκτείνει τα όρια της αυτό-συνείδησης δια μέσου των σκοτεινών κόσμων της εμβρυϊκής συνειδητότητας της ψυχής με την ολόψυχη προσπάθεια να φτάσει στην παραμεθόρια περιοχή της πνευματικής συνειδητότητας – στην επαφή με τη θεϊκή παρουσία. Μια τέτοια εμπειρία αποτελεί τη συνειδητοποίηση του Θεού, μια εμπειρία δυνατά επιβεβαιωτική της προϋπάρχουσας αλήθειας της θρησκευτικής εμπειρίας της γνώσης του Θεού. Τέτοια πνευματική συνειδητοποίηση είναι το ισοδύναμο της γνώσης της πραγματικότητας της συγγένειας με το Θεό. Διαφορετικά, η εγγύηση της συγγένειας είναι η εμπειρία της πίστης. |
|
196:3.34 (2097.2) The great challenge to modern man is to achieve better communication with the divine Monitor that dwells within the human mind. Man’s greatest adventure in the flesh consists in the well-balanced and sane effort to advance the borders of self-consciousness out through the dim realms of embryonic soul-consciousness in a wholehearted effort to reach the borderland of spirit-consciousness—contact with the divine presence. Such an experience constitutes God-consciousness, an experience mightily confirmative of the pre-existent truth of the religious experience of knowing God. Such spirit-consciousness is the equivalent of the knowledge of the actuality of sonship with God. Otherwise, the assurance of sonship is the experience of faith. |
196:3.35 (2097.3) Και η συνείδηση περί Θεού είναι ισοδύναμη με την ενσωμάτωση του εαυτού με το σύμπαν, και τα υψηλότερα επίπεδα πνευματικής πραγματικότητας. Μόνο το πνεύμα που είναι ικανοποιημένο από κάθε αξία είναι άφθαρτο. Ακόμα και εκείνο που είναι αληθινό, όμορφο και καλό μπορεί να μη χαθεί στην ανθρώπινη εμπειρία. Αν ο άνθρωπος δεν επιλέξει να επιβιώσει, τότε ο επιζών Προσαρμοστής διατηρεί εκείνες τις πραγματικότητες που προήλθαν από την αγάπη και ανατράφηκαν με την υπηρεσία. Και όλα αυτά τα πράγματα είναι τμήμα του Συμπαντικού Πατέρα. Ο Πατέρας είναι ζώσα αγάπη, και η ζωή αυτή του Πατέρα βρίσκεται στα Παιδιά του. Και το πνεύμα του Πατέρα βρίσκεται στα παιδιά των Παιδιών του – τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όλα ειπώθηκαν και έγιναν, η ιδέα του Πατέρα παραμένει το υψηλότερο ανθρώπινο σχέδιο του Θεού. |
|
196:3.35 (2097.3) And God-consciousness is equivalent to the integration of the self with the universe, and on its highest levels of spiritual reality. Only the spirit content of any value is imperishable. Even that which is true, beautiful, and good may not perish in human experience. If man does not choose to survive, then does the surviving Adjuster conserve those realities born of love and nurtured in service. And all these things are a part of the Universal Father. The Father is living love, and this life of the Father is in his Sons. And the spirit of the Father is in his Sons’ sons—mortal men. When all is said and done, the Father idea is still the highest human concept of God. |